Παράδοση είναι ...τo μελωδικό νανούρισμα της μάνας, οι θρύλοι του παππού ,τα κάλαντα, τα χελιδονίσματα, οι μαντινάδες,τα έθιμα ,οι χοροί και οι σκοποί που μας συντρόφευαν σε κάθε χαρά ,οι ενδυμασίες ,τα κεντήματα ,τα δίστιχα, τα παιχνίδια και όσα άλλα είναι μέρος της ζωής του τόπου μας. Κρατήστε περήφανα στις καρδιές σας ,αλώβητο αυτό το θησαυρό και παραδώστε τον στις επόμενες γενιές! Έτσι θα ακούμε τους παλμούς του τόπου μας ολοζώντανα και δεν θα σβήσει τίποτε στη χοάνη της παγκοσμιοποίησης!
Κυριακή 31 Μαρτίου 2013
Πέμπτη 28 Μαρτίου 2013
Για βγάτε πέντε λυγερές
Για βγάτε πέντε λυγερές, τραγούδι από το σεργιάνι στη Μυρίνη Καρδίτσας.
Χορεύει η Ομάδα Ελληνικού Λαϊκού Χορού Δήμου Καλλιθέας..
Τραγουδούν: Μαρία Ζιάκα και η χορωδία της Ομάδας σε επιμέλεια Μαρίας Ζιάκα.
Επιμέλεια - διδασκαλία: Βασίλης Καρφής.
Καλλιθέα 2012
Ρωϊμάνα
Ρωϊμάνα, το τελευταίο τραγούδι, χορός -- παιχνίδισμα στο σεργιάνι με χορευτική απόδοση από την Κρανιά Καρδίτσας. Το ποιητικό κείμενο αναφέρεται πειραχτικά στην κόντρα δύο γυναικών για έναν άντρα και σχετίζεται με τη λειτουργικότητα του χορευτικού δρώμενου του σεργιανιού που σκοπό είχε την αποκατάσταση των κοριτσιών.
Χορεύει η Ομάδα Ελληνικού Λαϊκού Χορού Δήμου Καλλιθέας..
Τραγουδούν: Μαρία Ζιάκα και η χορωδία της Ομάδας σε επιμέλεια Μαρίας Ζιάκα.
Επιμέλεια - διδασκαλία: Βασίλης Καρφής.
Καλλιθέα 2012
Δευτέρα 25 Μαρτίου 2013
Η «Μηχανή του Χρόνου» παρουσιάζει το άδοξο τέλος των ηρώων του 1821
«Μηχανή του Χρόνου» παρουσιάζει το άδοξο τέλος των ηρώων του 1821. Η ιστορία των «ξεχασμένων» αγωνιστών του '21, που έδωσαν ό,τι είχαν για την επανάσταση, αλλά πολύ γρήγορα αγνοήθηκαν από την ελεύθερη Ελλάδα. Ο Νικηταράς, ο μεγάλος και ανιδιοτελής αγωνιστής, γνωστός ως «Τουρκοφάγος», που πρωτοστάτησε στη μάχη στα Δερβενάκια, όπου και έσπασε 3 σπαθιά με την ορμητικότητά του, τα χρόνια του Όθωνα κατηγορήθηκε για συνωμοσία κατά του βασιλιά, φυλακίστηκε και εξορίστηκε στην Αίγινα. Στη φυλακή βασανίστηκε άγρια και έχασε το φως του. Όταν αφέθηκε πια ελεύθερος, η υγεία του είχε κλονιστεί σοβαρά. Πέθανε πάμπτωχος και λησμονημένος έχοντας αναγκαστεί τα τελευταία χρόνια της ζωής του να ζητιανεύει για να βγάλει τα προς το ζην. Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, ο γενναίος πολεμιστής που λόγω της έντονης προσωπικότητάς του ήρθε σε σύγκρουση με σημαντικούς πολιτικούς της εποχής, γεγονός που οδήγησε σε συνεχείς προσπάθειες για την εξόντωσή του. Κατηγορήθηκε για συνεργασία με τον εχθρό, φυλακίστηκε και τελικώς δολοφονήθηκε με βάναυσο τρόπο. Οι δολοφόνοι του πέταξαν το σώμα του από την Ακρόπολη και εμφάνισαν την υπόθεση ως απόπειρα δραπέτευσης. Η Μπουμπουλίνα, η μεγάλη καπετάνισσα, έδωσε την περιουσία της για τον αγώνα, και θρήνησε ένα γιο στην επανάσταση. Θύμα και αυτή του εμφυλίου πολέμου αποσύρθηκε στις Σπέτσες, όπου έπεσε θύμα δολοφονίας από την οικογένεια της γυναίκας που ερωτεύτηκε ο γιός της. Η ελληνική πολιτεία έκλεισε την υπόθεση και δεν αναζήτησε τους δράστες. Τέλος, η ιστορία της Μαντώς Μαυρογένους, της ευγενικής και ρομαντικής ηρωίδας του αγώνα, που έδωσε τα πάντα για την επανάσταση και βίωσε ένα θυελλώδη έρωτα με το Δημήτριο Υψηλάντη στα πεδία των μαχών, ο οποίος όμως έληξε άδοξα βυθίζοντας την ίδια στην κατάθλιψη. Η μεγάλη ηρωίδα αναγκάστηκε να περάσει τα τελευταία χρόνια της ζωής της πάμπτωχη, ξεχασμένη και παραγκωνισμένη από την ίδια της την οικογένεια.
Τετάρτη 20 Μαρτίου 2013
Γιατί γιορτάζουμε στις 25 Μαρτίου την Εορτή του Ευαγγελισμού;
Η θεομητορική Εορτή του Ευαγγελισμού που περιλαμβάνεται στο δωδεκάορτο είναι η μόνη από τις πέντε μεγάλες θεομητορικές εορτές που βασίζεται στην Καινή Διαθήκη. Οι υπόλοιπες βασίζονται στην απόκρυφη γραμματεία. Πότε άρχισε να εορτάζεται ο Ευαγγελισμός δεν γνωρίζουμε. Εμφανίζεται η εορτή στη Συρία, την Μ. Ασία και την Κωνσταντινούπολη πριν το 431. Το 560 ο Ιουστιανιανός ο Α΄ πρόβαλε την 25η Μαρτίου ως την κατάλληλη ημέρα για τον εορτασμό του Ευαγγελισμού.
Υπήρχαν οι έξης βασικοί λόγοι για την καθιέρωση της 25 Μαρτίου ως ημέρας εορτασμού του Ευαγγελισμού.
Η ήμερα της συλλήψεως του Ιωάννη του Προδρόμου (24 Σεπτεμβρίου) συνέπιπτε με τη φθινοπωρινή ισημερία, δεδομένου ότι την ήμερα αύτη, που οι Εβραίοι εόρταζαν την εορτή του Εξιλασμού, δέχθηκε ο Ζαχαρίας από τον αρχάγγελο Γαβριήλ το μήνυμα ότι θα αποκτήσει γιό. Επομένως, εφόσον κατά το Λκ. 1, 26 ο Ευαγγελισμός έγινε έξι μήνες αργότερα, η ημερομηνία αύτη συνέπιπτε με την εαρινή ισημερία, δηλαδή στις 25 Μαρτίου, και η Γέννηση του Χριστού καθορίστηκε εννέα μήνες μετά, δηλαδή στις 25 Δεκεμβρίου, στο χειμερινό ηλιοστάσιο. Επί πλέον είχε επικρατήσει η άποψη ότι ο θάνατος του Χριστού συνέβη στις 25 Μαρτίου και επειδή ο Κύριος, ως τέλειος κατά πάντα άνθρωπος, «έσχεν επίγειον βίον καθοριζόμενον από ακριβή αριθμόν ετών», έπρεπε να είχε συλληφθεί την ήμερα του σταυρικού θανάτου του. Τέλος η 25 Μαρτίου πίστευαν ότι ήταν η πρώτη ήμερα του κόσμου και ως εκ τούτου θα έπρεπε να είναι και η ήμερα της Γεννήσεώς του.
Η χαρμόσυνη εορτή εορτάζεται μέσα στη Μ. Τεσσαρακοστή, περίοδο πένθους, κατά την οποία απαγορεύεται η τέλεση εορτών και πανηγύρεων. Με τον 52ο κανόνα της Πενθέκτης Οικ. Συνόδου επιτράπηκε ως εξαίρεση η εορτή του Ευαγγελισμού κατά την οποία τελείται η θεία λειτουργία του Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου και όχι η λειτουργία των προηγιασμένων. Κατά την εορτή τρώνε ψάρι και στην περίπτωση ακόμη που ο Ευαγγελισμός πέσει μέσα στην Μ. Εβδομάδα ( 5ος Κανών Νικηφόρου του Ομολογητή).
Στην Κωνσταντινούπολη, κατά το έθιμο, την ήμερα του Ευαγγελισμού ο αυτοκράτορας με πομπή από την Αγία Σοφία πήγαινε στην εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου εν τω Φόρω και από εκεί κατέληγε στο ναό της Θεοτόκου των Χαλκοπρατείων, όπου γινόταν μεγαλοπρεπής εορτασμός.
Στην ελληνική λαογραφική παράδοση τα έθιμα που σχετίζονται με την εορτή του Ευαγγελισμού βασίζονται στην αντίληψη ότι με την εορτή αύτη αρχίζει η άνοιξη και επιστρέφουν τα χελιδόνια. Γι’ αυτό τα παιδιά βγάζουν από το χέρι τους τον «Μάρτη» και τον αφήνουν στα δέντρα να τον πάρουν τα χελιδόνια. Σε πολλά μέρη υποδέχονται την 25η Μαρτίου με τραγούδια και με κωδωνισμούς επιδιώκουν να εκδιώξουν τα ερπετά, οι νοικοκυρές δεν κάνουν δουλειές στο σπίτι ή ζυμώνουν μικρές πίτες και βάζουν σε μια απ’ αυτές ένα νόμισμα, για να το βρει ο τυχερός, όπως στην Πρωτοχρονιά. Οι μελισσοτρόφοι πρωτοβγάζουν τις κυψέλες στο ύπαιθρο, οι κτηνοτρόφοι μετακινούν τα κοπάδια τους από τα χειμαδιά στα ορεινά μέρη, οι Σαρακατσάνοι «αρματώνουν» τα κοπάδια τους με τα κυπροκούδουνα κ.ά.»
( Από Δ. Τσάμη, Θεομητορικόν, τ. Β΄).
Τρίτη 19 Μαρτίου 2013
Φωνή εκ του μνήματος: ένα τραγούδι από το κατεχόμενο χωριό Κυθρέα
Το χωριό κυθρέα κατά τα τέλη του 19ου αί. |
Φωνή εκ του μνήματος
Σίντας περάσης τα βουνά και πας εις την Κυθραίαν,
δεξιά μερκά ένα στρατίν βκάλλει σε σ΄ ένα λόγγον
που τον σκεπάζουσιν οι δκιές, πεύκοι και κυπαρίσσια·
στη μέσην από τα δεντρά έναν αρκάκιν ρέει,
γλυκίν είναι το ρέμμα του και καθαροσταλάζει.
Πήαινε τότες τ΄απισόν του αρκακιού και τρέχα·
θέννα σε βκάλη, Γεώρκη μου, σ΄έναν μεάλον σπήλιον.
Πέρνα δεξιά και θέννα βρης δυο μνήματα χτισμένα·
μεν τα πατήσης, Γεώρκη μου, τι κλαίσιν και τα δυο τους
και βκαίννουν άγριες φωνές και μπουμπουρίζει ο λόγγος:
«Τί φταίμεν τα δυο γέρημα, τα κακοσκοτωμένα,
ποιος ηύρεν και ποιος πατεί την πλάκαν του μνημάτου;
Εν φτάνει που μας φάασιν δυο Τούρκοι σκοτωμένα
σίντας η μάνα στο βυζίν μας μας είχαν και τα δυο μας,
μον' ήρτατε να χάσωμεν και τον γλυκύν μας ύπνον;
Σκύψε γλυκέ κυπάρισσε, κι αρκίνα μοιρολόα·
κλάψε την ώραν την κακήν που ΄ρταμεν εις τον κόσμον·
κλάψε τους μαύρους μας γονιούς, που κλαίν τον θατονόν μας·
κλάψε τους χρόνους τους γλυκούς, που χάσαμεν της νιότης·
κλάψε την μοίραν την κακήν, πού ΄ρτεν να μας μαράνη
και καταράθου το σκυλλίν, που πήρεν την ζωήν μας.»
Αγγειοπλαστική στο χωριό Κυθρέα, τέλη 19ου αι. |
Πέμπτη 14 Μαρτίου 2013
Η εορταστική παραδοσιακή ενδυμασία της Κύπριας χωρικής
Αυτό που ξεχωρίζει την παραδοσιακή εορταστική ενδυμασία της Κύπριας αγρότισσας (αν και απουσιάζει από την πιο πάνω φωτογραφία) είναι η ποδιά. Η ποδιά απουσιάζει εντελώς από την καθημερινή αμφίεση της Κύπριας χωρικής, και λείπει επίσης από την ενδυμασία εργασίας. Η ποδιά στην Κύπρο είναι ένα ένδυμα που έχει τελείως εορταστικό χαρακτήρα γι αυτό και φοριέται μόνο στις γιορτές και τις Κυριακές στην εκκλησία, και συνοδεύει την επίσημη ενδυμασία. Καθώς είναι ένα εορταστικό ένδυμα, η ποδιά είναι πάντα μεταξωτή και κεντημένη με επίχρυση ασημένια κλωστή.Κατά τα άλλα, εκτός από την ποιότητα των υφασμάτων, η καθημερινή ενδυμασία, αυτή της δουλειάς, λίγο διαφέρει από την επίσημη ενδυμασία της Κύπριας αγρότισσας. Πολλές φορές αγόραζε η ίδια το εορταστικό ύφασμα από τα πανηγύρια, ή από την μεγάλη αγορά που γινόταν κάθε Παρασκευή (το γνωστό γυναικοπάζαρο) στη Λευκωσία.
Για τα επίσημα και γαμήλια πουκάμισα χρησιμοποιούσαν, παράλληλα με το βαμβάκι, ντόπια ολομέταξα ή ημιμέταξα (μεταξοβάμβακα) υφάσματα που υφαίνονταν από τις ίδιες τις γυναίκες. Επίσης κατασκεύαζαν γυαλιστερά μεταξωτά υφάσματα για φορέματα και πουκάμισα, πολύ πριν γνωρίσει η Ευρώπη τα μεταξωτά κρέπια με τις πολλές πτυχές.
Για προστασία από τον ήλιο και για να είναι η εμφάνισή της πιο επίσημη στην εκκλησία, στις γιορτές και τους γάμους, η Κύπρια χωρική, έβαζε πάνω από τον κεφαλόδεσμο συχνά ένα άσπρο βέλο. Ήταν κατασκευασμένο, ανάλογα με τις περιστάσεις, από χοντρό ή λεπτό ύφασμα, συχνά από μετάξι και ο γύρος του ήταν κεντημένος από χρυσή και ασημένια κλωστή με πολύχρωμες φράντζες. Τόσο οι αστές όσο και οι χωρικές, και ιδιαίτερα οι ανύπαντρες Ελληνοκύπριες, τύλιγαν την άκρη αυτού το μαντιλιού, ακόμη και τις πιο ζεστές μέρες του καλοκαιριού, γύρω από το λαιμό, το πηγούνι και το στόμα τους.
Πολλές φορές χρησιμοποιούσαν ένα δεύτερο μαντήλι που τοποθετούσαν κάτω από το πρώτο και το τύλιγαν τόσο χαμηλά στο μέτωπο, ώστε να φαίνονται μόνο τα μάτια και η μύτη. Η συγκάλυψη αυτή του προσώπου έμοιαζε πολύ με την Ισλαμική.
Ως σύνολο, η ενδυμασία που φορά η Κύπρια χωρική στις επίσημες εκδηλώσεις της κοινωνικής της ζωής, μιμείται την ενδυμασία της κυρίας των πόλεων ακολουθώντας την διακριτικά σε πλούτο και πολυτέλεια.
Πολλές φορές χρησιμοποιούσαν ένα δεύτερο μαντήλι που τοποθετούσαν κάτω από το πρώτο και το τύλιγαν τόσο χαμηλά στο μέτωπο, ώστε να φαίνονται μόνο τα μάτια και η μύτη. Η συγκάλυψη αυτή του προσώπου έμοιαζε πολύ με την Ισλαμική.
Ως σύνολο, η ενδυμασία που φορά η Κύπρια χωρική στις επίσημες εκδηλώσεις της κοινωνικής της ζωής, μιμείται την ενδυμασία της κυρίας των πόλεων ακολουθώντας την διακριτικά σε πλούτο και πολυτέλεια.
Η παραδοσιακή κυπριακή σάρκα
Η σάρκα ήταν ένα βασικό στοιχείο της παραδοσιακής κυπριακής γυναικείας φορεσιάς. Η σάρκα ανήκε στην προίκα της νύφης, και όπως και το ρουτζιέτι, τη φορούσε για πρώτη φορά την ημέρα του γάμου της. Όπως και το ρουτζιέτι, ήταν ένα ένδυμα που φορούσαν μόνο οι παντρεμένες γυναίκες, αλλά αντίθετα από αυτό, η σάρκα δεν έχει ημερομηνία λήξης, και οι παντρεμένες γυναίκες εξακολουθούσαν να τη φοράνε καθ όλη τη διάρκεια της ζωής τους. Την φορουσάν τόσο οι αστές όσο και οι χωρικές.
Η σάρκα είναι ένα γυναικείο ένδυμα εμπνευσμένο από την ελληνική αρχαιότητα με μεγάλη κοινωνική έννοια, ένα ένδυμα με βαθιές ρίζες στον κοινωνικό ιστό της παραδοσιακής κυπριακής κοινωνίας.Πολλοί πιστεύουν ότι η σάρκα εισήχθη στην Κύπρο από την Αθήνα, και ότι είναι μια παραλλαγή της ενδυμασίας «τύπου Αμαλίας». Αυτό το συμπέρασμα είναι πολύ εύκολο να γίνει αφού η κυπριακή σάρκα, μαζί με το φουστάνι και το φέσι, μοιάζει πολύ με τη «φορεσιά της Βασιλίσσης Αμαλίας».
Όμως, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι αυτή η φορεσιά ήταν η αστική φορεσιά της Πελοποννήσου και υπήρχε πολλά χρόνια πριν την άφιξη της Αμαλίας στην Ελλάδα. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε επίσης ότι όλες οι αστικές ελληνικές γυναικείες ενδυμασίες έχουν έναν κοινό παρονομαστή, και αυτός ο κοινός παρονομαστής είναι η Κωνσταντινούπολη.
Όμως, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι αυτή η φορεσιά ήταν η αστική φορεσιά της Πελοποννήσου και υπήρχε πολλά χρόνια πριν την άφιξη της Αμαλίας στην Ελλάδα. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε επίσης ότι όλες οι αστικές ελληνικές γυναικείες ενδυμασίες έχουν έναν κοινό παρονομαστή, και αυτός ο κοινός παρονομαστής είναι η Κωνσταντινούπολη.
Ως το μεγαλύτερο αστικό κέντρο του ελληνισμού, η Κωνσταντινούπολη εξήγαγε τον πολιτισμό της σε όλα τα αστικά κέντρα του ελληνικού κόσμου. Έτσι βλέπουμε τους αστούς των διάφορων ελληνικών πόλεων να μιμούνται στο ντύσιμο τους αστούς της μητρόπολης του ελληνισμού. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε επίσης ότι τον καιρό της Αμαλίας η Αθήνα ήταν ένα μικρό χωριό σε σύγκριση με την Κωνσταντινούπολη.
Λόγω της γεωγραφικής της τοποθεσίας, η Κύπρος παραδοσιακά επηρεαζόταν πολιτιστικά από την Κωνσταντινούπολη, και γενικά από την Μικρά Ασία και όχι από την Αθήνα. Έτσι, αν εισαγόταν η σάρκα από πουθενά, το πιο πιθανόν θα ήταν ότι θα εισαγόταν από την Μικρά Ασία.
Όμως, η βαθιά ολοκλήρωση της σάρκας μέσα στο κοινωνικό ιστό της κυπριακής κοινωνίας, αλλά και το ίδιο της το όνομα το οποίο προέρχεται από την κυπριακή διάλεκτο (από την αρχαία ελληνική λέξη σαρξ), μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το πιο πιθανόν είναι ότι η ενδυμασία αυτή ήταν γηγενή στην Κύπρο, γιατί αν εισαγόταν από την Αθήνα του 1830 (όπως ευρέως πιστεύεται), δεν θα είχε την ευχέρεια να αφομοιωθεί τόσο βαθιά μέσα στο τοπικό κυπριακό πολιτισμό, μέσα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα.
Λόγω της γεωγραφικής της τοποθεσίας, η Κύπρος παραδοσιακά επηρεαζόταν πολιτιστικά από την Κωνσταντινούπολη, και γενικά από την Μικρά Ασία και όχι από την Αθήνα. Έτσι, αν εισαγόταν η σάρκα από πουθενά, το πιο πιθανόν θα ήταν ότι θα εισαγόταν από την Μικρά Ασία.
Όμως, η βαθιά ολοκλήρωση της σάρκας μέσα στο κοινωνικό ιστό της κυπριακής κοινωνίας, αλλά και το ίδιο της το όνομα το οποίο προέρχεται από την κυπριακή διάλεκτο (από την αρχαία ελληνική λέξη σαρξ), μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το πιο πιθανόν είναι ότι η ενδυμασία αυτή ήταν γηγενή στην Κύπρο, γιατί αν εισαγόταν από την Αθήνα του 1830 (όπως ευρέως πιστεύεται), δεν θα είχε την ευχέρεια να αφομοιωθεί τόσο βαθιά μέσα στο τοπικό κυπριακό πολιτισμό, μέσα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα.
Η σάρκα είναι κοντή γυναικεία ζακέτα με βαθύ άνοιγμα στο στήθος και μακριά μανίκια που συνήθως πλαταίνουν στο κάτω μέρος. Η σάρκα ήταν κατά κανόνα από βελούδο ή τσόχα, σε χρώματα σκούρα, μαύρο, μπλε ή λιλά. Εκτός από το κομψό της κόψιμο, η ομορφιά της σάρκας ήταν η περίτεχνα κεντημένη ή επίρραπτη χρυσή διακόσμηση.
Πολύ σπάνια, συναντά κανείς παρόμοιες κεντημένες μονόχρωμες μεταξωτές σάρκες. Μια από αυτές τις σπάνιες μεταξωτές σάρκες είναι και αυτή που φαίνεται στην πιο πάνω φωτογραφία, που προέρχεται από την Καρπασία.
Τετάρτη 13 Μαρτίου 2013
Η παραδοσιακή ενδυμασία της Κύπριας αστής
Οι γυναίκες της άρχουσας τάξης στην παραδοσιακή Κύπρο ξεχώριζαν με τον πλούτο και την ποικιλία των ενδυμάτων τους. Βαρύτιμα υλικά συνταιριασμένα με γούστο και κομψότητα δίνουν ένα σύνολο αρμονικό, αντάξιο των ευρωπαϊκών ενδυμασιών των κυριών της εποχής. Τα δυτικά στοιχεία αφομοιώνονται δημιουργικά και εναρμονίζονται με τα τοπικά παραδοσιακά γνωρίσματα εκφράζοντας τη γενικότερη αισθητική και παραδοσιακή αντίληψη του τόπου καταγωγής. Η φορεσιά της Κύπριας αστής εντυπωσιάζει με την καλαισθησία και τη γνησιότητά της, αλλά και με την ανώτερη τεχνική κατασκευή της.
'Οπως την περιγράφει γλαφυρά ο Γ. Σ. Φραγκούδης (Κύπριος εκείνης της εποχής), η καλοστολισμένη αρχόντισσα των πόλεων της Κύπρου φορά:
«Άσπρα σκαρπίνια, φόρεμα μεταξωτόν από την καλλιτέραν στρόφαν της Ευρώπης και κοντογούνι, σάρκα λεγόμενον εν Κύπρω, βελούδινον με χρυσάς παρυφάς. Η σάρκα έχει αρκετά πλατειάς χειρίδας και είνε εις το στήθος ανοικτή, ώστε αφίνονται γυμναί αι ωλέναι και το στήθος καλυπτόμενα εν μέρει από μανίκια και τραχηλιάν από μετάξι της Κύπρου με ''πιπίλλαν'' εις τα άκρα. Τον λαιμόν και τας χείρας καλύπτουν κοσμήματα. Το φέσι διαφέρει του συνήθους γυναικείου φεσίου της Ελλάδος. Η φούντα είναι πλατεία και καλύπτει όλον το φέσι, το οποίον δεν φαίνεται διόλου, διότι τους γύρους του κρύπτουν κεντήματα και κοσμήματα· φέρεται δε στραβά, κρατούμενον επί της κόμης δια καρφίδων. Κατά τας εορτάς αι κυρίαι εστόλιζον το φέσι με γιρλάνδας από μαργαριτάρια, τα ''φιόρα", ενώ κατά τας επι σκέψεις εκάλυπτον τα νώτα τους με ''μαντά'' εν είδει πέπλων από μαύρα κεντημένα τούλια. Τοιαύτη η ωραία ενδυμασία της Κυπρίας αρχόντισσας των πόλεων, της κοκόνας, ήτις εξέλιπε σχεδόν πλέον και ήτις μετά δεκαεντίαν θα υπάρχη μόνο εις το μουσείον».
πηγή
Τρίτη 12 Μαρτίου 2013
Η κυπριακή παραδοσιακή γυναικεία ενδυμασία της Καρπασίας
Η πιο εντυπωσιακή από τις αγροτικές γυναικείες κυπριακές φορεσιές είναι αναμφισβήτητα εκείνη της περιοχής της Καρπασίας. Με έντονα τοπικά χαρακτηριστικά, ενθουσιάζει με την απλότητα και τη γνησιότητά της και τονίζει τη γυναικεία ομορφιά χωρίς να προκαλεί. Οι ήπιοι χρωματισμοί και τα πρωτότυπα κεντίδια εκφράζουν με μοναδικό τρόπο τον πλούτο της φαντασίας της Κυπριοπούλας προσδίδοντας στο σύνολο της φορεσιάς γαλήνη και αρμονία.
Η σαγιά, μακρύ ένδυμα με κατακόρυφο άνοιγμα στο μπροστινό μέρος, μακριά μανίκια και βαθύ άνοιγμα στο στήθος, για να διακρίνεται το πουκάμισο, κατασκευάζονταν είτε από μεταξοβάμβακο ύφασμα είτε το χαρακτηριστικό κυπριακό βαμβακερό ύφασμα, την αλατζιά του αργαλειού. Το μήκος της φτάνει λίγο πιο πάνω από το πουκάμισο, έχει ανοίγματα στο πλάι και στα μανίκια και διακοσμείται με επίρραπτα κεντήματα ή χάντρες. Γύρω από τη μέση έδεναν μαντήλι και ανάλογο κεφαλόδεσμο.
Στην χερσόνησο της Καρπασίας, οι γυναίκες έραβαν στα άκρα (ποβράτζια) της μπροστινής μεριάς του άσπρου βρακιού της σαγιάς, βαμβακερούς και πολύχρωμους φαρμπαλάδες με κεντήματα και γυάλινες χάντρες. Εκτός από τις πολύχρωμες αυτές χάντρες, το χρώμα που κυριαρχούσε στα κεντιτά αυτά αυτά βρακιά ήταν το σκούρο κόκκινο, το μπλε, και το άσπρο. Βρίσκουμε όμως και λευκά βρακιά με ασπροκεντήματα και μόνο οι γυάλινες χάντρες δίνουν κάποιο χρώμα στο σχέδιο αυτό.
Τις Κυριακές του χειμώνα στην εκκλησία οι ριζοκαρπασίττισες φορούσαν πάνω από τη σαγιά ένα άσπρο κοντό (μέχρι τη μέση του σώματος) πανωφόρι με πιέτες γνωστό ως ντουμπλέττι. Επίσης φορούσαν σαν πανωφόρι στην εκκλησιά και τη πολύπτυχη βαμβακερή κόκκινη φούστα (το ρουτζέττι) που έριχναν διπλή στους ώμους σαν μπέρτα. Σε επίσημες μέρες και γιορτές με τη σαγιά φορούσαν και σάρκα.
Η καλοκαιρινή κυριακάτικη φορεσιά της ριζοκαρπασίτισσας ήταν η άσπρη σαγιά με ασπροκέντημα και πολύχρωμες χάντρες. Γύρω από τη μέση έδεναν ένα μεταξωτό μαντήλι με έντονα χρώματα. Το μαντήλι της κεφαλής ήταν μαύρη μουσελίνα και πάνω από αυτό ήταν τοποθετημένο ένα άσπρο μαντήλι από χοντρό ύφασμα, ως επιπρόσθετο στολίδι αλλά και για προστασία από το ζεστό ήλιο.
Η καλοκαιρινή κυριακάτικη φορεσιά της ριζοκαρπασίτισσας ήταν η άσπρη σαγιά με ασπροκέντημα και πολύχρωμες χάντρες. Γύρω από τη μέση έδεναν ένα μεταξωτό μαντήλι με έντονα χρώματα. Το μαντήλι της κεφαλής ήταν μαύρη μουσελίνα και πάνω από αυτό ήταν τοποθετημένο ένα άσπρο μαντήλι από χοντρό ύφασμα, ως επιπρόσθετο στολίδι αλλά και για προστασία από το ζεστό ήλιο.
Παραδοσιακές κυπριακές ενδυμασίες από την Καρπασία
Οι ενδυμασίες που παρουσιάζονται εδώ είναι εορταστικές φορεσιές από την απομακρυσμένη χερσόνησο της Καρπασίας. Ήταν πολύτιμες και είναι πιθανό ότι οι περισσότερες από αυτές αποτελούσαν αρχικά μέρος της προίκας.
Σε γενικές γραμμές, η γυναικείες ενδυμασίες στην Κύπρο μπορούν να διαιρεθούν σε αστικές και αγροτικές, καθημερινές και εορταστικές. Μέχρι τις αρχές του 19ού αιώνα, η συνήθης καθημερινή γυναικεία ενδυμασία τόσο τις πόλεις όσο και στα χωριά και ήταν ένα μακρύ ένδυμα, η σαγιά, η οποία φοριέται πάνω από πουκάμισο και μακρυά βρακιά. Μετά, οι αστές κυρίες άρχισαν να φορούν ένα κοντό εφαρμοστό σακάκι (σάρκα) μαζί με μακρυά πλατιά φούστα από μετάξι, και, στα μεγαλύτερα χωριά, αυτή η φορεσιά υιοθετήθηκε ως εορταστική ή νυφιάτικη ενδυμασία. Ωστόσο, σε απομακρυσμένες αγροτικές περιοχές, όπως τη χερσόνησο της Καρπασίας, η πιο παραδοσιακή φορεσιά άντεξε, μέχρι και τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα.
Οι Κυπριακές ανδρικές φορεσιές έτειναν να είναι πιο ομοιόμορφες, από τη μία άκρη του νησιού μέχρι την άλλη, και αποτελούνταν από βράκα, με γιλέκο ή ζιμπούνι. Τα περισσότερα είδη φορεσιάς είχαν και την εορταστική τους παραλλαγή.
Αν και ορισμένα είδη υφασμάτων και σχεδιασμοί από κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα και ενδυμασίες ήταν σχετικά ομοιόμορφα σε όλο το νησί, η κάθε περιοχή είχε τη δική της τοπική παραλλαγή σχετικά με τα χρώματα που χρησιμοποιούσαν, την διακόσμηση και αξεσουάρ. Η περιοχή της Καρπασίας ήταν γνωστή για τα φανταχτερά χρώματα των υφασμάτων της, με το κόκκινο χρώμα να κυριαρχεί. Η Καρπασία ήταν επίσης πασίγνωστη για το καλό της μετάξι που χρησιμοποιείτο για τα εσώρουχα, και για τις περίπλοκα κεντημένες με πετρού(δ)ες γιορτινές και νυφιάτικες ενδυμασίες.
Οι ενδυμασίες της Καρπασίας που παρουσιάζονται εδώ ήταν όλες «εορταστικές» φορεσιές, φτιαγμένες για γάμους και γιορτές και τις φορούσαν μόνο σε αυτές τις περιπτώσεις. Σήμερα βρίσκονται στο Μουσείο Αρχαιολογίας και Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ, στην Αγγλία . Ο Henry Bulwer, απέκτησε τις φορεσιές όταν διετέλεσε ύπατος αρμοστής της Αγγλίας στην Κύπρο από το 1886 μέχρι το 1892. Δεν είναι σαφές πώς ακριβώς ήρθαν στα χέρια του, όμως ένας επισκέπτης της τότε εποχής στην Κύπρο καταγράφει ότι «... μία πολύ μεγάλη ποσότητα από την καλύτερη χειροτεχνία από μετάξι εξαγοράστηκε το 1887, που ήταν ένα έτος εκπληκτικής ξηρασίας, ... έτσι οδηγήθηκαν στο να αποχωριστούν από αυτούς τους πανέμορφους θησαυρούς των νοικοκυριών, πολλά από τα οποία ήταν κειμήλια ...»
Νυφική ή εορταστική φορεσιά (σαγιά). Χερσονήσου της Καρπασίας, Κύπρος 19ος αιώνας
Λόγω της σχετικής απομόνωσης της χερσονήσου της Καρπασίας, ορισμένα σπάνια είδη ενδυμασίας επέζησαν, όπως αυτή η βαριά διακοσμημένη γυναικεία λευκή σαγιά. Αυτή η γιορτινή σαγιά είναι από λευκό βαμβακερό ύφασμα και με κόκκινες ταινίες. Είναι πλούσια διακοσμημένη γύρω από το λαιμό και στους ώμους με πράσινα, κίτρινα, μπλε, μαύρα και κόκκινα βαμβακερά κορδόνια και χρυσοΰφαντο κεντήματα από επίχρυση ασημένια κλωστή με κόκκινη μεταξωτή σταυροβελονιά. Είναι επίσης κεντημένα τα μπροστινά άνοιγμα, στο πλάι και στα μανίκια. Είναι στολισμένη με ασορτί φόδρα στα μανίκια και με πετρού(δ)ες.
Μια φορεσιά, όπως αυτή θα ήταν ένα πολύτιμο οικογενειακό κειμήλιο και θα την έβγαζαν έξω μαζί άλλα πολύτιμα υφάσματα σε ημέρες γάμου ή εορτών για να διακοσμήσουν το σπίτι. 104 εκατοστά μήκος x 36 εκατοστά πλάτος στους ώμους.
Ένα εορταστικό γιλέκκι από την Καρπασία, που φοριέται από τους άνδρες. Είναι φτιαγμένο από το τοπικό ριγωτό βαμβακερό ύφασμα που ονομάζεται αλατζιά και είναι ιδιαίτερα διακοσμημένο με επίχρυση ασημένια κλωστή, και με σταυροβελονιά από μαύρο βαμβακερό νήμα και κόκκινη τσόχα. Οι γυναίκες της Καρπασίας ήταν φημισμένες για την ικανότητά τους να φτιάχουν γιορτινές φορεσιές και για την ποικιλία του κεντήματος και της διακόσμησης. 43 εκατοστά μήκος x 25 εκατοστά πλάτος στους ώμους.
Ζιμπούνι. Χερσονήσου της Καρπασίας, Κύπρος 19ος αιώνας
Εορταστική φορεσιά (σαγιά). Χερσονήσου της Καρπασίας, Κύπρος 19ος αιώνας
Αυτό είναι ένα δείγμα μιας εορταστικής σαγιάς καμωμένης από το τοπικό βαμβακερό ριγωτό ύφασμα, γνωστό ως αλατζιά. Τη σκουρόχρωμη αλατζιά την χρησιμοποιούσαν για καθημερινή χρήση, ενώ τα φανταχτερά χρωματιστά ή λευκά υφάσματα τα χρησιμοποιούσαν για εορταστικές φορεσιές. Ένα ένδυμα, όπως αυτό θα μπορούσε να φορεθεί τόσο ως εορταστική, όσο και ως νυφική φορεσιά και είναι χαρακτηριστική του φανταχτερά διακοσμημένου ύφος της Καρπασίας. Είναι καμωμένη από άσπρο, καφέ και μπλε καρό ρίγες και με πολύχρωμες ταινίες. Γύρω από το λαιμό και στα πλαϊνά ανοίγματα είναι κεντημένη με επίχρυση ασημένια κλωστή, και κεντημένη με μαύρα κορδόνια και κόκκινη μεταξωτή σταυροβελονιά, ενώ τα μανίκια και η τσέπη είναι φοδραρισμένα με σταμπωτό βαμβακερό ύφασμα. 117 εκατοστά μήκος x 42 εκατοστά πλάτος στους ώμους.
Ζιμπούνι- Πέρικος. Χερσονήσου της Καρπασίας, Κύπρος 19ος αιώνας
Ο πέρικος είναι ένα ανδρικό εορταστικό ζιμπούνι με πετρού(δ)ες και αντιπροσωπεύει το παλαιότερο ενδυματολογικό είδος ζιμπουνιού της Καρπασίας. Στην όψη μοιάζει πολύ με τις καρπασίτικες εορταστικές γυναικείες σάρκες. Πιο πάνω απεικονίζεται ένα σπάνιο δείγμα λευκού εορταστικού μεταξωτού πέρικου. Το ύφασμα είναι βαμβακερό ριγωτό στο στημόνι και ολόκληρο το ένδυμα είναι όμορφα κεντημένο με μεταξωτή κλωστή, διακοσμημένο με επίρραπτες κόκκινες, μπλε και κίτρινες χάντρες (πετρού(δ)ες. Είναι κεντημένο και διακοσμημένο με χάντρες στο μπροστινό μέρος και γύρω από όλες τις άκρες και ραφές, αλλά ιδιαίτερης σημασίας είναι το μοτίβο στην πλάτη το οποίο επικεντρώνεται στην χάντρα «ματόπετρα», με σκοπό την προστασία του χρήστη από το κακό.
Γυναικείο εξωτερικό ένδυμα (σάρκα). Χερσονήσου της Καρπασίας, Κύπρος 19ος αιώνας
Μια λεπτά κεντημένη με επίρραπτες χάντρες σαγία. Καταδεικνύει σαφώς το σχεδιασμό μιας χαρακτηριστικής σαγιάς με το κατακόρυφο άνοιγμα στο μπροστινό μέρος, με τα ανοίγματα στο πλάι για εύκολη διακίνηση, φαρδιά μανίκια με βαθύ άνοιγμα για να αναδείξουν την κεντημένη ή χρωματιστή επένδυση, καθώς και το βαθύ άνοιγμα στο στήθος που θα συμπληρωθεί από πουκάμισο με υψηλό λαιμό. Το λευκό βαμβακερό υλικό με καφέ ταινίες που χρησιμοποιήθηκαν για αυτή τη σαγιά είναι διακοσμημένο με λευκό βαμβακερό κορδόνι και κεντημένη με κόκκινες και μπλε επίρραπτες χάντρες γύρω από το άνοιγμα του λαιμού, στους ώμους και γύρω από τα μανίκια και ανοίγματα στις πλευρές. Μήκος 100 cm x 33 cm πλάτος στους ώμους.
Πουκάμισο. Χερσονήσου της Καρπασίας, Κύπρος 19ος αιώνα
Το ένδυμα αυτό είναι ένα δείγμα ενός εορταστικού μεταξωτού πουκαμίσου, που φοριέται κάτω από τη σαγία και, ενδεχομένως, προοριζόταν να φορεθεί με τη πρώτη σαγιά που παρουσιάσαμε πιο πάνω. Αυτό το πουκάμισο έχει διακόσμηση από βαμβακερή δαντέλα γύρο στο γιακά και τις ραφές των μανικιών, και είναι διακοσμημένο με πολύχρωμες χάντρες. Υπέροχα μεταξωτά υφάσματα, όπως αυτό, συνήθως προέρχονταν από τη Λευκωσία, αλλά και οι καλλιτέχνες της εικαστικής χειροτεχνίας της Καρπασίας μπορούσαν να ταιριάσουν με αυτούς της Λευκωσίας για την ποιότητα και τα προστιθέμενα κεντήματα από μετάξι και δαντέλα με χρωματιστές χάντρες για καλό λογαριασμό. Τα καθημερινά πουκάμισα ήταν βαμβακερά ή από μείγμα βαμβακιού και μεταξιού, ή από καθαρό μετάξι που προοριζόταν για την εορταστική ενδυμασία. 98 εκατοστά μήκος x 56 εκατοστά πλάτος στους ώμους.
πηγή: NOCTOC
Σάββατο 9 Μαρτίου 2013
Κλειστός Αργιθέας
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)