Σελίδες


Τρίτη 30 Δεκεμβρίου 2014

" Ο Άης Βασίλης " - Μιχάλης Ττερλικκάς


  

 Μιχάλης Ττερλικκάς "Των Γεννών τζαι της Λαμπρής" Ο Άης Βασίλης

Παραδοσιακά κάλαντα Πρωτοχρονιάς Κύπρου από τον Χρήστο Σίκκη



Πάλι ακούσετε άρκοντες
τζι' ήρταμεν να σας πούμεν
πως αύριον είναι γιορτή
τζιαί πρε... τζιαί πρέπει να χαρούμεν

Αύριον εν Αρχιχρονιά
πρώτη Ιανουαρίου
όπου γιορτάζεται παντού
τ ' Αγί... τ ' Αγίου Βασιλείου

Ζητώ χάρην που τον Θεόν
τα λόγια μου να δέσω
τον Άγιον Βασίλειον
να σας... να σας τον επαινέσω

Που τον αφέντην τον Θεόν
ήτανε φωτισμένος
τζι στων γραμμάτων την σπουδήν
σοφί... σοφίαν πλουμισμένος

Γέννημαν της Καισσάρειας
βλαστός Καππαδοκίας
τζιαί ποιητής θεόπνευστος
της θει... της θείας λειτουργίας

Πρωτομηνιά, Πρωτoχρονιά
τζιαί πάλ ' αρχή του Λόγου
τζιαί ' μεις καλός σας ήβραμεν
να ζιεί... να ζιείτε τζιαί του χρόνου

εις πολλά τα έτη

Κρητικά Κάλαντα Πρωτοχρονιάς


Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου 2014

Tα Κορφιάτικα Χριστούγεννα


Κείμενο π. Αθανάσιος Τσίτσας

Τα σύγχρονα κερκυραϊκά Χριστούγεννα είναι βέβαιο ότι δεν μπορούν να χαρακτηριστούν, λόγω ιδιαιτερότητας, ως Κορφιάτικα. Τα Κορφιάτικα Χριστούγεννα χαρακτηριζόταν από μια μακρυά εισαγωγή που σαν μια μουσική συμφωνία άρχιζε με δειλά και χαμηλά accorda για να εξελιχθεί κανονικά φτάνοντας σ’ ένα finale maestoso con brio την παραμονή της μεγάλης γιορτής. Δύο μήνες πριν, από την γιορτή του αγίου Γερασίμου (20 Οκτωβρίου) έκαναν την εμφάνισή τους οι πρώτοι μαντατοφόροι: οι τηγανίτες. Τότε άναβαν, κυρίως τα βράδια, οι φουγέρες κάτω από τα βόλτα της Πίνιας και άχνιζαν τα καζάνια με το βραστό λάδι, απ’ όπου έβγαιναν ξανθόχρυσες, τραγανιστές και ολοστρόγγυλες οι τηγανίτες. Λίγα τα καζάνια στην αρχή, πλήθαιναν ιδιαίτερα με το έμπα του Δεκέμβρη, για να φτάσουν στο φόρτε τους το τριήμερο του Αγίου, οπότε δεν έσβηναν παρά την τρίτη μέρα, με τα μπάσματα, για να ξανανάψουν του χρόνου τον Οκτώβρη.
Με το προχώρημα του χειμώνα, έφτανε στις 14 Νοεμβρίου η γιορτή του αγίου Φιλίππου, αποκρηά της νηστείας των Χριστουγέννων και επίσημος εκκλησιαστικός εγκαινιασμός του προεόρτιου κλίματος. Τότε άρχιζε το Σαρανταήμερο, που εξασφάλιζε με τολμηρές εναλλαγές ανάμεσα σε pianissimo και forte, σε ασταμάτητο δηλαδή ψιλοβρόχι και εκρηκτικές νεροποντές, που οι Κερκυραίοι ονόμαζαν σύλληψη, την μουσική επένδυση της περιόδου, που επεκτεινόταν μάλιστα ως τα Φώτα, μια και σύμφωνα  με τη λαϊκή δοξασία, έπρεπε να βαπτιστούν ή να αγιαστούν τα νερά για να σταματήσει η βροχή.
Το Χριστουγεννιάτικο κλίμα γινόταν περισσότερο αισθητό τις πρώτες δεκεμβριάτικες μέρες με τις γιορτές των τριών αγίων: Βαρβάρας, Σάββα και Νικολάου: Νικολίτσι, Βαρβαρίτσι κι άη Σάββας εις τη μέση. Τότε ένοιωθαν αναμφίβολα οι Κερκυραίοι ότι «Χριστού κατεβαίνει» (ας σημειωθεί ότι δεν ονόμαζαν τη γιορτή Χριστούγεννα, αλλά «του Χριστού»). Εκεί όμως που η προεόρτια ατμόσφαιρα γινόταν ψηλαφητή ήταν οι μέρες της γιορτής του αγίου Σπυρίδωνος, τα πρώτα Χριστούγεννα των Κερκυραίων. Τότε γινόταν και η πρώτη σφαγή των γάλλων, γιατί οι Κορφιάτες ακόμη και τα χρόνια εκείνα που τηρούσαν πιστά και απαράβατα την Χριστουγεννιάτικη νηστεία, πάσχαζαν στη μνήμη του Προστάτη κι έφερναν στο τραπέζι τους την ημέρα αυτή το πατροπαράδοτο αυγολέμονο και ό,τι άλλο συνηθιζόταν τα Χριστούγεννα. Και δεν θα πέφταμε και πολύ έξω αν λέγαμε ότι το τριήμερο του Αγίου ήταν και μια prova generale του χριστουγεννιάτικου τριήμερου.
Από τις μέρες αυτές και εξής αύξανε συνεχώς σε ένταση η προεόρτια δραστηριότητα και τα κάθε λογής μαγαζιά της πιάτσας, που περνούσαν συνήθως τον άλλο καιρό in sordina, αποκτούσαν ιδιαίτερη κίνηση και ζωηράδα. Τα μανάβικα δικεκδικούσαν την πρώτη θέση στον άτυπο διαγωνισμό αφθονίας και στολισμού. Από κοντά τα κρεοπωλεία πρόβαλλαν άλλη έκφραση της αφθονίας, που γινόταν εντονότερη σε εποχές που τις χαρακτήριζε, τουλάχιστο για τον πολύ λαό, ολοχρονίς η φτώχεια. Ούτε και τα μπακάλικα υστερούσαν στην κοινή προσπάθεια, όπως και τα άλλα μαγαζιά. Ακόμη και η αγορά των ρούχων και των παπουτσιών ήταν απόλυτα συνδεδεμένη με τη γιορτή των Χριστουγέννων. Το μέτρο αυτής της περιπτωσιακής εμπορικής δραστηριότητας έδινε και ο μεγάλος αριθμός από τις μπάνκες, τα κινητά μαγαζιά που στήνονταν πρόχειρα τις παραμονάδες τόσο στο δρόμο της Πόρτας Ριάλας όσα και στα βόλτα του Αγίου Αντωνίου, πουλώντας είδη μαναβικής και ξηρούς καρπούς. Οι ευκαιριακοί μαγαζάτορες, μάλιστα, για να προφυλαχτούν από τις ευκαιριακές βροχές του Σαρανταήμερου, κάθονταν κάτω από τα βόλτα. Θυμούνται μάλιστα οι παλιότεροι, ότι σε τέτοιες στιγμές κατακλυσμού, οπότε η πιάτσα ερημωνόταν, οι άνθρωποι εκείνοι ενώνονταν σε πρόχειρα κόρα και ψάλλανε το «Η γέννησίς σου Χριστέ ο Θεός ημών» στο ντόπιο ιδίωμα και με τέτοια αρμονία που θα την ζήλευαν οργανωμένα συγκροτήματα.
Εκείνο που έδινε περισσότερο από κάθε άλλο τον τόνο της γιορτής ήταν η πολυκοσμία, που ιδιαίτερα το βράδυ, κατέληγε στην πιάτσα, όπου, όταν μάλιστα ο καιρός ήταν καλός, δυσκολευόταν κανείς να περπατήσει και πιο πολύ να μιλήσει, μια και οι φωνές των πουλητάδων που διαλαλούσαν τα αγαθά τους και των αγοραστών που συνδιαλέγονταν μαζί τους, όπως και οι ανταλλαγές των ευχών, προκαλούσαν εκκωφαντικό θόρυβο. Σε τούτη την πολυφωνία δεν είχαν μικρό μέρος τα χαρμόσυνα σημάματα των εκκλησιών, κυρίως στο τέλος της βραδινής ακολουθίας με πρωτοστασία του καμπαναριού του Αγίου. Ακόμη οι συντροφιές εκείνων που έψαλλαν (όχι μοιρολογούσαν) τα κάλαντα με το κορφιάτικο μέλος, με την συνοδεία βιολιού, κιθάρας και μαντολίνου, είχαν ιδιαίτερη συμβολή στο ηχητικό μέρος της γιορτής, όπως επίσης οι μικρές ομάδες μουσικών των Φιλαρμονικών μας που περνούσαν από μαγαζί σε μαγαζί κι από σπίτι σε σπίτι  για να παίξουν το καθιερωμένο μουσικό κομμάτι σε δύο μέρη, σύντομο κι αργό, και να ευχηθούν.
Ένας άλλος τομέας του γιορταστικού χαρακτήρα ήταν στο σπίτι. Η προεόρτια ετοιμασία άρχιζε μέρες πριν τη γιορτή με καθαρισμό σε βάθος που έφτανε ως το άσπρισμα της κουζίνας, το λουστράρισμα των ασημικών, των μπρούτζων και των χαλκωμάτων. Η όλη επιχείρηση κορυφωνόταν με το στρώσιμο του τραπεζιού, το οποίο δεν ξεστρωνόταν και τις τρεις μέρες των Χριστουγέννων, κατά απαράβατη συνήθεια, με το χωμί και το μποτσόνι με το κρασί να είναι επάνω του, μετά από κάθε γεύμα ή δείπνο. Την πρώτη μέρα οι Κορφιάτες διατηρούσαν με φανατισμό τη συνήθεια του αυγολέμονου για το γεύμα. Από κρέατα, εχτός από το μοσχάρι της σούπας, παρέθεταν το χοιρινό μπούτι, παραγιομισμένο με σκόρδο και αλατοπίπερο και ψημένο στο φούρνο, και το αρνάκι, συνήθως με πρωτόλειες ντόπιες αγκινάρες, που είναι όντως νοστιμότατες. Ο γάλλος είχε την τιμητική του τη δεύτερη μέρα. Ψηνόταν στο σπίτι, στο φούρνο, παραγεμισμένος με ομελέττα, με κάστανα και κουκουνάρια και γέμιζε το σπίτι με την μοσχοβόλια του, πράγμα που με τη σειρά του προκαλούσε την γενική ανυπομονησία. Την δεύτερη μέρα φτιάχνανε οι νοικοκυρές συνήθως και το μπουντίνο, ψηλό κορφιάτικο παστίτσο σκεπασμένο με γλυκιά κρούστα. Τα γεύματα συμπλήρωναν τα αλλαντικά, το νούμπουλο, το σαλάδο και τα τυριά.  Δεν έλειπε η μουστάρδα, αγορασμένη από του Στράτη ή του Παπαγιώργη. Ακολουθούσαν τα φρέσκα φρούτα της εποχής και τα συκοκάρυδα, ιδίως οι συκομαϊδες που συντρόφευαν, ως αργά το απόγευμα, το ντόπιο αρετσίνωτο κρασί, άσπρο ή μαύρο. Όσο για τα γλυκά, κυριαρχούσαν αυτές τις μέρες το κερκυραϊκό μαντολάτο και οι κουραμπιέδες, μ’ ένα ολόκληρο αμύγδαλο από κάτω. Οι τελευταίοι κατασκευάζονταν συνήθως στο σπίτι και η επιτυχία τους αποτελούσε ένα ακόμη δείγμα για την επιδεξιότητα της νοικοκυράς.
Ιδιαίτερος διάκοσμος του σπιτιού δεν υπήρχε εκτός από το χριστουγεννιάτικο δένδρο, καθόλου κορφιάτικο, όπως καθόλου ελληνικό, που όμως ήδη είχε μπει στον τόπο μας, και που στολιζόταν κυρίως με καρύδια χρυσωμένα, φρούτα και πάρα πολύ μπαμπάκι σε τούφες, μάρτυρας της βόρειας καταγωγής του. Για δώρα ούτε λόγος, αφού αυτά αποτελούσαν αποκλειστικότητα της Πρωτοχρονιάς.
Η εκκλησιαστική τάξη αυστηρά ορθόδοξη στο τυπικό. Ωστόσο, το ύφος της κορφιάτικης ψαλμωδίας, το δίχορο ψάλσιμο και ο χαρακτηριστικός τρόπος του καμπανοσημάματος αποτελούσαν τα βασικότερα στοιχεία ενός ξενικού επηρεασμού, που περνώντας όμως από το τοπικό χωνευτήρι αφομοιώθηκε κι αναπλάστηκε απόλυτα, έτσι ώστε να αποτελέσει την τοπική έκφραση. Από κοντά ο επίκαιρος στολισμός. Λουστράρισμα των ασημένιων σκευών ώστε να λάμπουν, βάζα με λουλούδια και μυρτιές στα ντεπόζιτα των εικόνων, στρώσιμο του δαπέδου με δαφνόφυλλα, και κεριά, κεριά πολλά και κάτασπρα. Και όλα αυτά σ’ ένα χώρο ιδιαίτερα λαμπρό και κοσμημένο, όχι με μια αυστηρή εικονογράφηση, που ασφαλώς συμβάλλει στη μυσταγωγική κατάνυξη, αυτό πρέπει να το ομολογήσουμε, αλλά με μια κοσμική μεγαλοπρέπεια ενός βενετσιάνικου σαλονιού (μνημονεύουμε μόνο την επένδυση των τοίχων με ταπετσαρία, τους φορητούς πίνακες, την διακόσμηση της οροφής). Έτσι οι Κορφιάτες πήγαιναν, όπως και πηγαίνουν, με ευλάβεια την ημέρα της μεγάλης γιορτής στην εκκλησιά τους, να προσκυνήσουν το νεογέννητο Χριστό, μοιάζοντας όμως πιο πολύ με τους Μάγους «της Ανατολής τους βασιλεύοντας», έστω και χωρίς δώρα, παρά με τους ταπεινούς Ποιμένες της Βηθλεέμ.    
Κορφιάτικα Χριστούγεννα. Όπως και τόσες άλλες ιδιαιτερότητες, καταγράφονται πια στον τόμο των αναμνήσεων. «Παράγει το σχήμα του κόσμου τούτου» κι από τον κανόνα δεν εξαιρείται η περίπτωση. 

πηγή

Δευτέρα 8 Σεπτεμβρίου 2014

Παραδοσιακά κυπριακά τραγούδια για την ετοιμασία της μανάσσας (παστού)

Ένα από τα έθιμα του κυπριακού γάμου είναι «η μανάσσα», το οποίο δεν γίνεται πλέον. Η μανάσσα στηνόταν μια μέρα πριν από το γάμο, δηλ. το Σάββατο, που συνίστατο στη διαμόρφωση του νυφικού δωματίου σε βασιλικό διαμέρισμα με βήλα και παραπετάσματα. Στολίζανε το ταβάνι και τους τοίχους με απλωμένα και κρεμαστά σεντόνια και με μαντηλίες, κρατημένες στη μέση, ώστε να σχηματίζουν χιαστί σταυρό. Στις άκρες των μαντηλιών στερέωναν σταυροκούλουρα και ανθρωπόμορφα ψωμιά. Στην Πάφο η μανάσσα ονομαζόταν «παστός» και στην επαρχία αυτή κολλούσαν στον τοίχο από ζυμάρι πουλάκια, φίδια και ακτινωτούς σταυρούς ως σύμβολα του γάμου. Όλα αυτά γίνονταν με τη συνοδεία οργάνων και τραγουδιών. Συγχρόνως οι γυναίκες έφερναν μέσα σε πανέρια και την άλλη προίκα χορεύοντας και την εξέθεταν. Πιο κάτω παραθέτω δυο σήμερα άγνωστα τραγούδια για την ετοιμασία της μανάσσας:

Φωνάξετε τις νόστιμες, πέτε τους να βουρίσουν*
Μανάσσαν εν' που στήνουμεν, για να μας βοηθήσουν.
Φωνάξετε της μάνας της να φέρει τ' ανοιχτάριν*,
να ΄βρετε τα σεντόνια της τα διπλοτριπλωμένα
που τα ετριπλοδίπλωσε με τα χρυσά της χέρια.
Άγια Μαρίνα, σύντρεξε, τζι' άγια* Φανερωμένη,
βοηθάτε τούτην την δουλειάν να είν' ευλοημένη.
Σύντρεξε τζιαι βοήθα τους τζιαι στείλε τους την χάριν,
τζι' άγια Χρυσορρογιάτισσα* με το γρουσόν ζωνάριν.
Σύντρεξε τζιαι βοήθησε να ΄ρτουν οι καλεσμένοι,
να ΄ρτουν οι καλεσμένοι τους κανίσσια* φορτωμένοι.
Τζυρά του Τζύκκου*, μια είσαι, υπερδεδοξασμένη,
οπούρκονται στην χάριν σου 'π' ούλην την οικομένην 
τζιαι λουτουρκούν την μέραν σου πισκόποι τζιαι γουμένοι.
Τζυρά του Τζύκκου, μια είσα τζι' άλλη του Τροόδου*
τζι' ένας ο Τίμιος Σταυρός*, ο Κάνναβος* τ' Ομόδου.
Συντρέξετε, βοηθάτε τους, να 'ρτουν ευλογημένοι,
να 'ρτουν κ' οι καλεσμένοι τους κανίσσια φορτωμένοι.

βουρίσουν = τρέχουν, ανοιχτάριν = κλειδί, άγια = άντε εμπρός, Χρυσορρογιάτισσα = Παναγία η Χρυσορρογιάτισσα μοναστήρι στην Πάφο, κανίσσια = δώρα, Παναγία του Κύκκου = μεγάλο μοναστήρι της Παναγίας στην Κύπρο, Παναγία του Τροόδου = μοναστήρι της Παναγίας Τροοδίτισσας, Τίμιος Σταυρός = μοναστήρι Τιμίου Σταυρού στο χωριό Όμοδος, Κάνναβος = κομμάτι σχοινί που έδεσαν τον Χριστό στο Σταυρό,


και το άλλο είναι το ακόλουθο:


Ώρα καλή τζι' ώρ' αγαθή τζι' ώρα ευλοημένη
τούτ' η δουλειά π' αρκέψαμεν, να βκει στερεωμένη
τζιαι που το στόμαν του Γριστού νά' νι ευλοημένη.
Η Παναΐα τζι' ο Γριστός 'ννα βκουν να σιριανίσουν
τζι έννα περάσουν που δαμέ τζι έννα μας ευλοήσουν.
Φωνάξετε τες νόστιμες, πέτε τους να βουρήσουν,
μανάσσαν εν' που στήννουμεν, για να μας βοηθήσουν.
Φωνάξετε της μάνας της, να φέρει τ' αννοικτάριν,
φέρτε τζιαι ποκλειδώστέ το το κάρενον αρμάριν,
νά ' βρετε τα σεντόνια της, τα διπλοτριπλωμένα,
που τα εδιπλοτρίπλοσεν 'που τα μικρά της χρόνια.
Μέσ' στην αυλήν της νιόνυφφης εστήσασιν αμάξιν
στήσετε την μανάσσαν της με την πολλήν την τάξιν.
Ο άνεμος εφύσησεν τζι' η θάλασσα 'ν πουνάτσα
βοήθα τζιαι των νόστιμων να στήσουν την μανάσσαν.
Η Παναΐα τζι' ο Γριστός 'ννα βκουν εις το σιριάνιν
τζι' εννά 'ρωτουν 'που την νιόνυφφην, να δούσιν ίντα κάμνει.

Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου 2014

Η παραδοσιακή νυφιάτικη φορεσιά της Λευκάδας όπως την κατέγραψε ο Πανταζής Κοντομίχης

IMG_1139

Το νυφικό φουστάνι είναι μεταξωτό ή μαλλινομέταξο, βαρύ, σε πυκνή και γυαλιστερή ύφανση. Δεν σχηματίζει κανάλια, όπως τ’ άλλο, μόνο απλώνεται φαρδύ σχηματίζοντας πλατιές και φουσκωτές πτυχές. Είναι μακρύ και σέρνεται, σαρώνει τις ρούγες. Κάτω στο γύρο του είναι ραμμένα περιφερειακά πλατιά χάρτζα, αστραφτερά, χρυσαφένια. Στολισμένη με χάρτζα και κεντήματα είναι και η καμπζέλα του φουστανιού καθώς και ο γύρος των μανικιών.
Τα χρώματα που προτιμούσαν για τα νυφικά φορέματα ήταν: Το παγωνί, το καναρινί, το μελιτζανί, το τριανταφυλλί, το λαδί, το θαλασσί, το ροζ και το ουρανί.

IMG_2537

Τη χάρη, ωστόσο, και τον αέρα της αρχοντιάς τη δίνει στο νυφικό ο τσουμπές, ένας επενδύτης, που σκεπάζει τους ώμους και τις πλάτες, κατεβαίνει ως κάτω στα πόδια και σέρνεται απλωτός με καλοσιδερωμένα κανάλια – πιέτες. Είναι κατακόρυφα ανοιχτός και δεν κουμπώνει πουθενά. Τον τσουμπέ της νύφης κατά τη συνοδεία της για το στεφάνωμα, και κατά τη διάρκεια του στεφανώματος, τον κρατάνε πίσω δυο σερνικά παιδιά και για να μη λερώνεται, αλλά και για να κάμει σερνικά παιδιά.

DSCN8724 DSCN8753

Νύφη χωρίς τσουμπέ δε γίνεται. Τα μανίκια του τσουμπέ (που δείχνουν αιγαιοπελαγίτικη επίδραση) είναι κοντά και περίεργα. Φτάνουν λίγο πιο πάνω από τους αγκώνες. Στην κλείδωση του ώμου είναι φουσκωτά κι από κει και κάτω, στενά και εφαρμοστά. Στο στένωμα των μανικιών υπάρχουν ωραιότατες διακοσμήσεις με χάρτζα, πάλι, μεταξογάιτανα και χρυσά σιρίτια.

123
Ωραιότατο είναι και το κέντημα της πλάτης στον τσουμπέ. Όλη η επιφάνεια από τους ώμους μέχρι τη μέση κολυμπάει στο μετάξι και στη χρυσοκλωστή. Το σχέδιο είναι πολυσύνθετο, φαρδύ πάνω, στενό κάτω. Τέλος, πρέπει να σημειώσουμε πως ο τσουμπές που ήταν πολύ ανοιχτός μπροστά χωρίς να κουμπώνει πουθενά, στολιζόταν μ’ όμορφο χρυσό ή ασημένιο χάρτζο σ’ όλο το μήκος της περιφέρειάς του.
Το χρώμα του τσουμπέ είναι συνήθως το ίδιο με το χρώμα του φορέματος. Τα χρώματα που προτιμούσαν ήταν το τριανταφυλλί, το κόκκινο, το μελιτζανί, το καναρινί, το ουρανί, το θαλασσί και σπανιότερα το μαύρο και το άσπρο.

DSCN8727

Εντυπωσιακό και πανέμορφο επίσης στολίδι της νυφικής φορεσιάς είναι η σπαλέτα. Η νυφική σπαλέτα είναι από καθαρό μετάξι, πλούσια, αστραφτερή, με πλήθος ξεχυτά και καφασωτά κρόσσια. Από μέσα το καμπζέτο κολπώνει φανταχτερά το στήθος και πάνω στο ξεχωριστό νυφικό στηθομάντιλο, φιγουράρουν τα χρυσαφικά: σπίλες, ποντάλια, καρφοβελόνοι, αλυσίδες, καρδιές κ.λπ.

DSCN8786 IMG_1160

Υπέροχο επιστέγασμα της νυφικής στολής είναι το φέσι. Το φεσάκι αυτό που μοιάζει σαν αναποδογυρισμένο πιατάκι μας θυμίζει τα βλάχικα φεσάκια. Οι νύφες το φορούν στραβά και πάντα στο αριστερό μέρος έτσι που να πιάνει ένα κομμάτι της χωρίστρας και να σκεπάζει λίγο το μέτωπο. Η διάμετρός του είναι γύρω στα 15-20 εκατοστά. Η παρουσία του είναι διακοσμητική και φοριέται μονάχα από τη νύφη την ημέρα του γάμου, ή όσες φορές θα ξαναφορέσει τα νυφικά.
Το φέσι το συναντάμε από τις αρχές του Ι9ου αιώνα σε προικοσύμφωνα και καταγραφές. Είναι χρυσοκέντητο και όμορφα στολισμένο. Το χρώμα της πρώτης του επιφάνειας είναι μαύρο σε ύφασμα βελούδινο. Πάνω στη βελούδινη επιφάνεια κεντούσαν με χρυσοκλωστές, ασημοκλωστές, χρυσογάιτανα και σιρίτια και σχημάτιζαν άνθη, φύλλα και διάφορες γραμμικές συνθέσεις.
Το πιο όμορφο και χαρακτηριστικό κόσμημα που στολίζει το φέσι είναι η τρέμουλα. Μια μετάλλινη δηλαδή βέργα ως 10 εκατ., το λεγόμενο κοτζί, που στέκει όρθιο στην άκρη του φεσιού. Στην κορυφή του ο μετάλλινος μίσχος έχει ένα άνθος με δυο-τρία φύλλα χρυσά, πλουμισμένα με διαμαντόπετρες. Καθώς κινείται η νύφη, το κοτζί τρέμει ελαφρά και στραφταλίζει.
Πάνω από το φέσι μπαίνει το νυφικό αραχνοΰφαντο κεντητό κεφαλοπάνι, που Πέφτει πλούσιο και στραφτερό στις πλάτες και στους ώμους. Στο γύρο του ο χρυσός μέρλος του δίνει μεγαλοπρέπεια.

101 001

Στ’ αυτιά η νύφη φορεί όμορφα σκουλαρίκια με πολύτιμες πέτρες. Κόσμημα του αυτιού είναι και οι μπόκολες, Πιο μικρές από τα σκουλαρίκια. Κοσμήματα κρεμούσαν και στο λαιμό με χρυσή αλυσίδα (καρδιές κ.λπ.) στολισμένα με χρωματιστή πέτρα.

DSCN8766 DSCN8774

Τελευταία φορούν και άσπρα γάντια στα χέρια τους. Τη νύφη τη στολίζει η στολιδατόρισσα, που επικρατέστερα λέγεται φκιάστρα, γιατί φκιάνει τη νύφη από την αρχή ως το τέλος: Τη λούζει, τη ντύνει και τη χτενίζει, σηκώνοντας τις κοτσίδες της στεφάνι στην κορφή της κεφαλής της.
Τη νυφική στολή συνήθως τη δανείζονται. Πολλές όμως έχουν τη δική τους, που ή την αγόρασαν ή την πήραν προίκα από τη μάνα τους. Τη φορούν την Κυριακή του γάμου κι ακόμα δύο Κυριακές. Την πρώτη Κυριακή μετά το γάμο, που γίνονται τα πιστρόφια και την μεθεπομένη Κυριακή, που πάει στην εκκλησία και δέχεται απολείτουργα στο σπιτικό της τους γονείς της, που της ανταποδίδουν την επίσκεψη. Μπορεί όμως να την ξαναφορέσει και σαν παράνυφη σε γάμο συγγενούς της.
Τα νυφικά τα ‘ραβαν και τα κεντούσαν οι ράφτρες. Επιτήδειες και αξιοχέρες γυναίκες. Δούλευαν με πολύ κέφι, αδιαφορώντας για το μόχθο τους κι έβαζαν στη φορεσιά την προσωπική τους σφραγίδα…*

140

* Το κείμενο είναι απόσπασμα από το βιβλίο του Πανταζή Κοντομίχη «Η Λευκαδίτικη Λαϊκή Φορεσιά από τον 17ο αιώνα ως τα μέσα του 20ου». Έκδοση ΕΟΜΜΕΧ, 1989
Οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες είναι του 1957 και περιλαμβάνονται στο λεύκωμα που εξέδωσε το 2012 το βιβλιοπωλείο Τσιρίμπαση με τίτλο: «Λευκάδα αλισάχνη στα ίχνη της ζωής μας», ISBN: 978-960-99166-2-2

πηγή

Κυριακή 10 Αυγούστου 2014

"Πρόσωπα και Παράδοση" - Χρόνης Αηδονίδης


 

 «Πρόσωπα και Παράδοση» μία εκπομπή που παρουσιάζει προσωπικά μονοπάτια συμμετοχής, αναζήτησης και δημιουργίας ανθρώπων που αγάπησαν την Βυζαντινή και Δημώδη μουσική του Τόπου μας.
Ραδιοφωνικός Σταθμός της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Μία εκπομπή που επιμελούνται και παρουσιάζουν ο π. Ειρηναίος Νάκος, Διευθυντής της Σχολής Βυζαντινής και Παραδοσιακής Μουσικής της Ιεράς Αεχιεπισκοπής Αθηνών και ο Γεώργιος Δεμελής Καλλιτεχνικός Διευθυντής της ορχήστρας «Κανών» της Σχολής Βυζαντινής και Παραδοσιακής Μουσικής της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών.

Σάββατο 9 Αυγούστου 2014

«Πρόσωπα και Παράδοση» - Βασίλης Καρφής



  

«Πρόσωπα και Παράδοση» μία εκπομπή που παρουσιάζει προσωπικά μονοπάτια συμμετοχής, αναζήτησης και δημιουργίας ανθρώπων που αγάπησαν την Βυζαντινή και Δημώδη μουσική του Τόπου μας.
Ραδιοφωνικός Σταθμός της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Μία εκπομπή που επιμελούνται και παρουσιάζουν ο π. Ειρηναίος Νάκος, Διευθυντής της Σχολής Βυζαντινής και Παραδοσιακής Μουσικής της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών και ο Γεώργιος Δεμελής Καλλιτεχνικός Διευθυντής της ορχήστρας «Κανών» της Σχολής Βυζαντινής και Παραδοσιακής Μουσικής της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών.

Δευτέρα 4 Αυγούστου 2014

Το στόλισμα της νύφης με την παραδοσιακή Λευκαδίτικη φορεσιά (βίντεο)


Το βίντεο που ακολουθεί στηρίχτηκε σε μια αυθόρμητη σκέψη και με την πολύτιμη βοήθεια του Θανάση Κατωπόδη έγινε ένα βίντεο. Θα μπορούσε να αποτελέσει μια καταγραφή. Προσπαθήσαμε τα ρούχα και τα στολίδια της νύφης να είναι όσο το δυνατόν πιο αυθεντικά. Η Ντίνα Μικρώνη η «φκιάστρα» – κατά Πανταζή Κοντομίχη- είναι η πιο γνήσια που θα μπορούσαμε να βρούμε. Γεννημένη στους Πηγαδισάνους, μεγάλωσε βλέποντας τις γιαγιάδες και τις θειάδες της να ντύνονται με τα «χωριάτικα» ρούχα. Η μητέρα της είναι από τις ελάχιστες που έχουν απομείνει, που ράβει ακόμα τη παραδοσιακή νυφιάτικη φορεσιά. Η ίδια είναι χορεύτρια στον «Πήγασο» Λευκάδας και βεβαίως ντύνει όλες σχεδόν τις άλλες νύφες του χορευτικού. «Νύφη» ντύσαμε την Ελεάννα Ματαράγκα. Η μουσική υπόκρουση είναι από τη «Βαρκαρόλα» του Δημήτρη Λάγιου.

πηγή

Πρινιώτης Ανατολικής Κρήτης




 Πρινιώτης Ανατολικής Κρήτης.
Χορεύει η Ομάδα Ελληνικού Λαϊκού Χορού του Δήμου Καλλιθέας.
Παίζουν οι μουσικοί: Αλέξανδρος Παπαδάκης λύρα & τραγούδι, Αντρέας Αρβανίτης - Βάρδας λαούτο.
Φορεσιές: Κατερίνα Βάλβη & Νίκη Αγιασμαντζή.
Παραγωγή βίντεο: Παναγιώτης Κανεσούλης.
Επιμέλεια - διδασκαλία: Βασίλης Καρφής
"Οι φίλοι όντας σμίξουνε..." - 25 χρόνια παρουσίας, προσφοράς, δράσης, δημιουργίας...
Καλλιθέα 2014

Πέμπτη 29 Μαΐου 2014

29 Μαΐου 1453 ώρα 20.00: Η Πόλη πέφτει - Η μαρτυρία ενός υπερασπιστή


 
Το παρακάτω είναιι μια λαϊκή αφήγηση για τις τελευταίες ώρες ενός ανώνυμου Ελληνα πολεμιστή στα τείχη της Πόλης. Εντυπωσιάζει η χρονολογική ακρίβεια των γεγονότων, έτσι όπως έχει σωθεί σε χειρόγραφο του 15ου αιώνα και η παραστατικότητα με την οποία μιλάει ο συγκεκριμένος, ο οποίος τελικά πρέπει να διασώθηκε.

Aπό αυτή την μαρτυρία και από άλλες όπως του Ρωσικού Χρονικού και του Χρονικού της Αλωσης του Φραντζή, οι Τούρκοι μπήκαν στη Πόλη μεταξύ 19.30 και 20.00 το απόγευμα της 29ης Μαΐου 1453, ακριβώς 561 χρόνια πριν.

"Πλησιάζει η ενδέκατη ώρα της ημέρας. Φοβάμαι. Τα δόντια μου τρίζουν κάθε φορά που ακούγεται μια δυνατή ομοβροντία. Το βλήμα ταξιδεύει στον αέρα και πέφτει πάνω στα τείχη σκορπίζοντας τους ηρωικούς υπερασπιστές τους. Το σφύριγμά του δεν είναι προειδοποιητικό –είναι το τραγούδι της φωτιάς πριν πέσει στα κεφάλια μας. Ίσως το επόμενο κεφάλι να ‘ναι το δικό μου.
Για 56 ολόκληρες μέρες μας σφυροκοπάνε οι Οθωμανοί από τη στεριά και τη θάλασσα. Εμείς λιγοστεύουμε μέρα με τη μέρα, ενώ αυτοί μαζεύουν στρατό από όλες της πλευρές και μας σφίγγουν μέσα στα τείχη σαν τη θηλιά στο λαιμό. Σήμερα βρέχει ασταμάτητα από το πρωί και μια πυκνή ομίχλη έχει θρονιαστεί πάνω στην Πόλη. Κακό σημάδι. Το Χρυσό Κέρας έχει χαθεί από τα μάτια μας.
Καθώς σουλατσάρουν ανενόχλητα στα νερά του τα πλοία του εχθρού, το μόνο που φαίνεται είναι η φωτιά που φτύνουν τα κανόνια όταν βαράνε. Πίσω μου οι Βλαχερνές είναι παραδοσμένες στον καπνό και τη σκόνη. Παντού πτώματα και οδυρμοί.
Τα σοκάκια γέμισαν θρήνους και όσοι μείναμε να πολεμάμε έχουμε θεριστεί από την πείνα, τη βρώμα, την αϋπνία και τα κανόνια. Μόνο η Παναγιά των Βλαχερνών στέκεται όρθια, θαρρείς πως έχει ρίξει πάνω της ο Θεός ένα βέλο που την προστατεύει.
Με το ηθικό μας να ‘χει γίνει σμπαράλια, ευτυχώς υπάρχει και η Παναγιά να μας κρατάει όρθιους στην άνιση τούτη μάχη. Βγάζω το σταυρό από το στήθος και τον φιλάω. Σφίγγω γερά τη σπάθα μου και την καρδιά μου για ν’ αντέξω.
Πλησιάζει η μέση της μέρας. Για μια στιγμή τα κανόνια σιωπούν. «Στα τείχη, στα τείχη γρήγορα!» ακούγεται η βροντερή κραυγή του γενοβέζου στρατηγού Ιουστινιάνη, καθώς πετάγεται όρθιος με το ξίφος στο χέρι. Οι Οθωμανοί απλώνουν σκάλες στα τείχη μας που έχουν χαμηλώσει και μας πιέζουν. «Κρατάτε γερά ορέ Ρωμιοί!» φωνάζει καθώς αποκρούουμε τα κύματα των γεννίτσαρων που προσπαθούν με λύσσα να μας απωθήσουν.
Σκαρφαλώνουν στα τείχη κι εμείς από πάνω τους ρίχνουμε καυτό λάδι και φωτιά, μα αυτοί, σαν να τους σπρώχνει ένα αόρατο χέρι, δεν εγκαταλείπουν, ούτε σκιάζονται, κατεχόμενοι από μια μανία απάνθρωπη πεθαίνουν με οργή στα μάτια, όχι με φόβο.
Κάθε φορά τους νικάμε, κάθε φορά ξανάρχονται όλο και περισσότεροι, σαν τα κύματα της θάλασσας που φουρτουνιάζει και δεν την βαστάει ο μόλος. Εμείς αντέχουμε, μα οι νίκες αυτές δεν φτάνουν για να μας ανεβάσουν το πεσμένο ηθικό, φαντάζουν προσωρινές μπρος στο κακό που έχει σκύψει από πάνω μας και μας πλακώνει. Φοβάμαι κι εγώ, φοβούνται κι όλοι δίπλα μου, ο φόβος μας μυρίζει στον αέρα και φτάνει στις μύτες των Οθωμανών.
Τα αδύναμα τείχη αυτά είχαν προδώσει την Πόλη πριν από 250 χρόνια, όταν οι Φράγκοι είχαν πάρει την Πόλη. Οι εχθροί μας το ξέρουν, γι’ αυτό τώρα το χτυπούν με τα μεγάλα κανόνια τους. Και τι δεν έχουν δοκιμάσει για να μπουν στην Πόλη οι εχθροί…
Μέρες και νύχτες έσκαβαν Σέρβοι σκαφτιάδες ν’ ανοίξουν σήραγγα κάτω από τα τείχη, αλλά ανακαλύψαμε το κόλπο τους και τους σακατέψαμε. Από όλη την Ανατόλια έστειλαν άτακτους βαζιβουζούκους σαν πρόβατα σε σφαγή, αφού ήμασταν καλά ταμπουρωμένοι και τους διαλύσαμε. Κατάφεραν όμως να πάρουν τον Γαλατά και να κόψουν τις προμήθειες που μας έφερναν οι Γενοβέζοι με τα πλοία τους. Τότε μπήκαν στο Χρυσό Κέρας και από τότε μας χαλάνε τα τείχη πέτρα την πέτρα.
Ο ήλιος έχει περάσει από την μέση. Πρέπει να πλησιάζει απόγευμα. Οι γεννίτσαροι μας έχουν ζώσει από κάτω. Κάτι ετοιμάζουν.
Σε λίγο βραδιάζει. Λες να γλιτώσουμε και σήμερα; Αλλά πώς; Μια γερή κανονιά είχε γκρεμίσει το τείχος πάνω από την Κερκόπορτα και την άνοιξε. Όταν το κατάλαβαν οι Οθωμανοί, ξεχύθηκαν μέσα στην Πόλη.
Πρώτος ο Ιουστινιάνης ορμά στη μάχη μαζί με τα πρωτοπαλίκαρά του για να σπρώξουν τους Οθωμανούς έξω από τα τείχη. Ανταμώσαμε τους γεννίτσαρους μέσα στα χαλάσματα και ήρθαμε στα χέρια. Πίσω τους ακολουθούν εκατοντάδες άλλοι κραυγάζοντας, ενώ εμείς είμαστε μια χούφτα πολεμιστές.
Οι κατάφρακτοι εφορμούν μέσα στη μάχη, τα άλογα πατάνε πάνω σε πτώματα αλλά εκεί τους περιμένουν με κοντάρια οι Οθωμανοί και τους ανακόπτουν. Δίχως ορμή οι καβαλάριδες μέσα στη μάχη παλεύουν να σταθούν, αλλά με τα χέρια και τις λόγχες τους πετάνε κάτω.
Ο φόβος πλέον έχει κυριεύσει τα κορμιά μας που τρέμουν και σαν κλοτσιά στο στομάχι μας καλεί η φυγή, να φύγουμε όλοι, να ζήσουμε λίγο ακόμα, να κατεβάσουμε τα όπλα και να παραδοθούμε στον εχθρό μήπως δείξει επιείκεια και μας αφήσει να ζήσουμε. Η Πόλη όμως μας κοιτά και βασίζεται πάνω μας. Πρέπει να πολεμήσουμε. Για την Πόλη. Για τον Αυτοκράτορα. Για το Θεό μας.
Ξαφνικά ο Ιουστινιάνης πέφτει κάτω βαριά τραυματισμένος από μια λόγχη στο πλευρό. Οι Γενοβέζοι τρομάζουν βλέποντας τον ατρόμητο αρχηγό τους στα αίματα και κάνουν πίσω. Είναι πολλοί οι εχθροί και δεν τους βαστάμε άλλο.
Πισωπατάμε και πέφτουμε ένας ένας. Τα πρώτα λάβαρα των Οθωμανών στήνονται πάνω στα τείχη. Τότε από άκρη σε άκρη η τρομακτική είδηση φτάνει σε όλη την Πόλη. «Η Πόλις Εάλω».
Ο ήλιος αρχίζει να δύει και μαζί του κι εμείς. Πόλη την λένε επειδή είναι η ομορφότερη πόλη του κόσμου. Ο Γαλατάς, η Πέρα, ο Βόσπορος και η Αγιά Σοφιά θα μείνουν θύμησες να ταξιδεύει ο νους μου εκεί στον κάτω κόσμο και να φχαριστιέται.
Δεν με βαστά το βάρος του σπαθιού και η πανοπλία με κουράζει.
Ας βγάλω την περικεφαλαία ν’ αντικρύσω καλά για τελευταία φορά την Πόλη.
Ας γονατίσω περιμένοντας τη μοίρα μου.
Δεν θα την ξαναδώ ποτέ"...

πηγή: Tμήμα ειδήσεων defencenet.gr

Θρύλοι για την Άλωση της Πόλης



Οι Ρωμιοί δεν θεώρησαν ποτέ οριστικό το γεγονός της Άλωσης της Πόλης από τα «αγαρηνά σκυλιά». Γι’ αυτό αμέσως σχεδόν μετά την πτώση της Βασιλεύουσας άρχισαν να δημιουργούνται θρύλοι και παραδόσεις που συντηρούσαν την ελπίδα του Γένους, όχι μόνο για την ανάκτηση τη Κωνσταντινούπολης αλλά όλης της παλιάς Αυτοκρατορίας από τον Τουρκικό ζυγό. Παραθέτουμε εδώ μερικούς.


ΤΑ ΔΙΣΚΟΠΟΤΗΡΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑΣ
Την ώρα που ακούονται έξω από την Αγία Σοφία φωνές «οι Τούρκοι! – οι Τούρκοι!», ο πρωτόπαπας βγαίνει από την στοά της εξομολογήσεως. Αποβραδίς κοινώνησε τον Αυτοκράτορα κι ως το πρωί εξομολογούσε. Όπως βγήκε ψηλός, ηλιοκαμένος, μ’ άσπρα γένια και φρύδια παχιά, νόμιζες πως ένας άγιος ξεκόλλησε από τον τοίχο. Και για μια στιγμή, όταν είδε το πλήθος γονατιστό να τρέμει, κιτρίνισε σαν το φλουρί, σαν να τον κτύπησε βόλι. Κοντοστάθηκε, σφόγγισε τα δάκρυα και προχώρησε στην εκκλησία. Ο ναός, ο άμβωνας, ο σωλέας και τα περιστύλια ήταν γεμάτα κόσμο. Τα φώτα, οι πολυέλαιοι, οι κανδήλες ήταν αναμμένα…
Για τελευταία φορά έλαμπε στην Ανατολή το μεγαλείο της Χριστιανοσύνης. Έλαμπε η θαυμάσια αρχιτεκτονική του Ανθέμιου και Ισιδώρου. Έλαμπε ο αφάνταστος πλούτος, που εσκόρπισεν ο Ιουστινιανός, για να νικήσει τον Σολομώντα. Κι από μακριά έφταναν του τρόμου οι φωνές:
«Οι Τούρκοι! Οι Τούρκοι!»…
Οι πολυέλαιοι από κρύσταλλα ασημοδεμένα, τα πελώρια μανουάλια, σαν γίγαντες φωτοβόλοι, οι ποικιλόχρωμες κολόνες, τα χρυσά μωσαϊκά, όλα έλαμπαν για τελευταία φορά. Και ψηλά οι ελαφρύτατες γραμμές, γεμάτες ευγένεια, γεμάτες χάρη, αγκάλιαζαν, σαν σχέδιο ενάερης κολόνας, τον πελώριο τρούλο. Ω! όπως ήταν ο τρούλος θαυμάσιος στους γύρους, νόμιζες πως ζητούσε να πλανέψει σ’ έναν άλλο κόσμο τους χριστιανούς την ώρα της θυσίας!
Ο πρωτόπαπας έκαμε τρεις σταυρούς και μπήκε στο ιερό. Επάνω στην Αγία Τράπεζα, σα να ήταν κρεμαστός ουράνιος θόλος, το Κιβώτιο. Στήριζε τα τέσσερα χρυσά του πόδια στις τέσσερις γωνίες και απ’ εμπρός πρόβαλε ένα ωραίο τόξο. Ένας σταυρός χρύσιζε στην κορυφή του και μέσα από τον θόλο του κατέβαινε άσπρο περιστέρι, η Περιστερά του Αγίου Πνεύματος. Ο πρωτόπαπας βγάζει από τα σπλάχνα της Περιστεράς τα Δισκοπότηρα, τα σκέπασε με μεταξωτό, που λέγεται Αέρας, τα πήρε κι έφυγε. «Μη δότε τα Άγια τοις κυσίν», σκέφτηκε…
Σαν αρχαίο ελληνικό αγγείο, όλο από χρυσάφι, λίγο κοντό, με δυο όμορφα χερούλια και με πλευρές καμπύλες, τέτοιο ήταν το Ιερόν Ποτήριον. Το στόμα του τριγύριζε διπλή γραμμή σε ρυθμό μαιάντρου. Και στην πρόσοψη είχε το Χριστό σε κολυμπήθρα, από παράσταση αρχαία.
Ο ιερός Δίσκος ήταν από χρυσάφια καλοδουλεμένο. Στο κέντρο ο Μυστικός Δείπνος του Κυρίου. Και γύρω πολύτιμα πετράδια. Ο πρωτόπαπας έριξε μια ματιά στη θάλασσα, ανασκουμπώθηκε κι έσπρωξε με τέτοια δύναμη το καραβάκι, που γλίστρησε ως τον γιαλό. Μπήκε μέσα, άνοιξε πανί και κράτησε το τιμόνι γραμμή για την Βιθυνική παραλία. Ο αντίλαλος της Πόλης εξακολουθούσε…
«Οι Τούρκοι! Οι Τούρκοι!… ».
Μια τρικυμία σηκώθηκε τρανή. Το καραβάκι σαν τσόφλι χοροπηδούσε στα κύματα επάνω. Στην Πόλη φλόγες και καπνοί παντού. Στ’ αυτιά ο αέρας έφερνε μια άγρια αντήχηση από τρόμο, από δαρμούς, από παρακάλια, από ξεψυχημό, από βογκητά θανάτου…
Ω! Πόλη, με τα βασιλικά σου, με τους ιπποδρόμους σου, με τις ακαδημίες των τεχνών σου! Χριστιανοσύνη που εδίδαξες στον κόσμο την αλήθεια. Χιλιόχρονη ιστορία του πολιτισμού που σβήνεις. Εργάτες του νου που γενήκατε φυγάδες και δούλοι.
Ανθρώπινα έργα, που ζηλέψατε αθανασία και γενήκατε ερείπια. Μεγαλεία περασμένα. Αρματα νίκης που περνούσατε την Χρυσόπορτα. Βασιλείς με τις χρυσές κορόνες. Γεννήσεις και θάνατοι σβησμένοι για την πρόοδο. Μνημεία, που μέσα στην καταστροφή εμείνατε χωρίς μορφή, χωρίς όνομα. Άπειρες μέρες εκμηδενισμένες. Να! παίρνει τη σκόνης σας ένας ανθρώπινος ανεμοστρόβιλος και την σκορπίζει στους τέσσερις ανέμους!
Η Δύση του ηλίου χρωμάτισε τον ουρανό κόκκινο, σαν αίμα. Σημάδι της φρίκης. Ο άνεμος εξακολουθούσε να φυσά κι ο ανεμοστρόβιλος σάρωνε την Προποντίδα.
Σκοτείνιασε. Το σκοτάδι σκέπασε τον ουρανό, την Πόλη. Κι από τη θάλασσα μακριά ανέβαινε αιμοσταγμένος του φεγγαριού ο δίσκος. Κόκκινος, σαν τα μάτια του φονιά.
Ολόρθος στο καράβι ο πρωτόπαπας κάρφωσε στον ουρανό τα μάτια του και είδε – ω φρίκη! – το φονικό φεγγάρι να στέκεται ακίνητο στον τρούλο της Αγίας Σοφίας. Και είδε να μαυρίζει, να μαυρίζει ο μισός δίσκος. Αρχαία προφητεία έλεγε: «θα είναι πανσέληνος. Έκλειψη θα γίνει. Και η Πόλη θα πέσει!»…
Ο πρωτόπαπας περιχύθηκε με κρύο ιδρώτα. Έβλεπε μια τον σταυρό στον τρούλο της Αγίας Σοφίας και μια το μισοφέγγαρο. Το καραβάκι χοροπηδούσε στα κύματα της θάλασσας. Χίλια κομμάτια έγινε το μικρό πανί του. Κι ο αέρας βούιζε σα θρήνος στο κατάρτι του. Ο πρωτόπαπας έβαλε τις τελευταίες του προσπάθειες. Στο στήθος του κρατούσε σφιχτά τα Δισκοπότηρα. Κι ενώ θωρούσε πέρα την Αγία Σοφία, δε βλέπει το σταυρό… Βλέπει μισοφέγγαρο…
Αμέσως άνοιξαν τα μεσουράνια. Ένα φως γλυκύτατο απλώθηκε. Άγγελος Κυρίου φάνηκε κι άρπαξε τα Δισκοπότηρα.
Μην ήταν θαύμα; Η θάλασσα άνοιξε στόμια και κατάπιε τον πρωτόπαπα. Γαλήνη! Το τρομερό στοιχείο ησύχασε. Και σαν να ήταν Φώτα κι άγιασε την θάλασσα σταυρός…

ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ ΠΟΥ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕ ΝΑ ΚΥΛΑΕΙ.
Οι περισσότεροι τοπικοί θρύλοι για την άλωση της Κωνσταντινούπολης μοιάζουν σε ένα σημείο: όλοι δείχνουν ότι ο χρόνος σταμάτησε με την κατάληψη της ιερής πόλης της Ορθοδοξίας από τους άπιστους Τούρκους και ότι η τάξη στον κόσμο θα επανέλθει με την ανακατάληψη της Βασιλεύουσας από τους Έλληνες. Έτσι, και στην Ήπειρο υπάρχει μια αντίστοιχη λαϊκή δοξασία. Συγκεκριμένα, ένα πουλί φέρνει την αναγγελία της πτώσης της Πόλης σε μια ομάδα βοσκών που εκείνη τη στιγμή ποτίζουν τα κοπάδια τους σε ένα ποτάμι, Ο θρύλος λέει ότι στο άκουσμα της φοβερής είδησης τα νερά του ποταμίου σταμάτησαν να κυλάνε, αφού και το φυσικό στοιχείο θεώρησε ότι η πτώση της Κωνσταντινούπολης ήταν κάτι το ανήκουστο. Το ποτάμι θα συνεχίσει και πάλι να κυλάει, μόλις απελευθερωθεί η Πόλη, συνεχίζει ο λαϊκός θρύλος…

ΟΙ ΚΡΗΤΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ
Έναν από τους πύργους των τειχών της Πόλης τον υπεράσπιζαν τρία αδέρφια, άρχοντες Κρητικοί που πολεμούσαν με το μέρος των Βενετών (η Κρήτη τότε ήταν κάτω από την κυριαρχία των Βενετών). Μετά την πτώση της πόλης τα τρία αδέρφια και οι άντρες τους εξακολουθούσαν να πολεμούν και παρά τις λυσσώδεις προσπάθειες τους οι Τούρκοι δεν είχαν κατορθώσει να καταλάβουν τον πύργο. Για το περιστατικό αυτό ενημερώθηκε ο Σουλτάνος και εντυπωσιάστηκε από την παλικαριά τους. Αποφάσισε, λοιπόν, να τους επιτρέψει να φύγουν με ασφάλεια από τον πύργο και να πάρουν ένα καράβι με τους άντρες τους και να γυρίσουν στην Κρήτη. Πραγματικά η πρόταση του έγινε δεκτή με τη σκέψη ότι έπρεπε να μείνουν ζωντανοί για να πολεμήσουν να ξαναπάρουν τη Βασιλεύουσα πίσω από τους απίστους. Έτσι οι Κρητικοί επιβιβάστηκαν στο πλοίο τους και ξεκίνησαν για το νησί τους. Το πλοίο δεν έφτασε ποτέ στην Κρήτη και ο θρύλος λέει ότι περιπλανιούνται αιώνια στο πέλαγος μέχρι τη στιγμή που θα ξεκινήσει η μάχη για την ανακατάληψη της Πόλης από τους Έλληνες. Τότε το πλοίο των Κρητικών θα τους ξαναφέρει στην Κωνσταντινούπολη για να πάρουν και αυτοί μέρος στη μάχη και να ολοκληρώσουν την αποστολή τους και το ελληνικό έθνος να ξανακερδίσει την Πόλη.

ΟΙ ΕΙΚΟΝΕΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΚΑΤΑΣΤΡΕΦΟΝΤΑΝ
Όταν οι Τούρκοι μπήκαν στην Πόλη ξεκίνησαν να καταστρέφουν τις εκκλησίες και τα μοναστήρια. Στην Αγία Σοφιά είχε καταφύγει πολύ λαός, κυρίως γυναικόπαιδα, για να αποφύγουν τον θάνατο. Όμως η παρουσία τους εκεί δεν τους έσωσε, καθώς φανατισμένοι από τους δερβίσηδες μωαμεθανοί μπήκαν στην εκκλησία και άρχισαν να σφάζουν αδιακρίτως όποιον έβρισκαν μπροστά τους. Ο σωρός των πτωμάτων έφτασε τα δέκα μέτρα. Όταν μάλιστα ο Σουλτάνος Μωάμεθ προσπάθησε να μπει στο ναό το άλογο του σκόνταψε πάνω στα πτώματα, Με την οπλή του το άλογο άφησε ένα σημάδι στην κορυφή ενός στύλου, το οποίο σώζεται μέχρι σήμερα. Τις πιο πολλές εικόνες και τοιχογραφίες της Αγία Σοφιάς τις κατέστρεψαν οι Τούρκοι. Όταν, όμως, οι άπιστοι εισβολείς έφτασαν στον εξώστη – γυναικωνίτη και ένας τσαούσης (Τούρκος αξιωματικός) προσπάθησε με έναν πέλεκυ να καταστρέψει μια τοιχογραφία της Παναγίας που κρατά στα χέρια της τον Ιησού μωρό, έγινε το θαύμα ! Τη στιγμή που ο Τούρκος προσπάθησε να καταφέρει το πρώτο χτύπημα στην τοιχογραφία κεραυνοβολήθηκε κι έπεσε νεκρός. Τη θέση του πήρε ένας άλλος Τούρκος, αλλά την ίδια στιγμή κι εκείνος είχε την ίδια τύχη. Οι υπόλοιποι βάρβαροι πανικοβλήθηκαν απ’ το πρωτόγνωρο γι’ αυτούς θαύμα και γεμάτοι τρόμο, αλλά και σεβασμό εγκατέλειψαν την ανόσια προσπάθεια τους. Η συγκεκριμένη τοιχογραφία σώζεται μέχρι σήμερα στον δεξιό εξώστη της Αγία Σοφιάς.

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ
Όταν οι Τούρκοι μπήκαν στη Βασιλική Εκκλησία, ένας ιερέας τελούσε τη θεία Λειτουργία. Βλέποντας τους άπιστους να μπαίνουν, δε σκεπτόταν παρά πώς να σώσει από τη βεβήλωση τον ιερό άρτο και το πολύτιμο Αίμα του Χριστού. Ανέβηκε, λοιπόν, βιαστικός στον Άμβωνα, κρατώντας τ’ Άγιο Δισκοπότηρο κι εξαφανίστηκε σε μια μικρή πόρτα. Την έκλεισε πίσω του, μα δυστυχώς οι Τούρκοι τον είχαν δει κι έτρεξαν να τον προφτάσουν. Όταν όμως έφθασαν στο σημείο που θα έπρεπε να βρίσκεται η πόρτα, ξαφνιάστηκαν γιατί δεν είδαν παρά μόνο μια γυμνή, λεία επιφάνεια χωρίς το παραμικρό σημάδι ανοίγματος. Αγριεμένοι, προσπάθησαν να γκρεμίσουν τον τοίχο, αλλά έσπασαν τα όπλα τους, χωρίς να καταφέρουν τίποτε! -Ας φέρουν τους χτίστες του στρατού μας, αποφάσισε ο Σουλτάνος. Έτσι θα δούμε τι είναι πίσω απ’ αυτόν τον τοίχο. Οι χτίστες ήρθαν με τα εργαλεία τους κι άρχισαν να χτυπούν τον τοίχο. Παρ’ όλες τους τις προσπάθειες όμως, δεν μπόρεσαν ούτε να τον τρυπήσουν κι ομολόγησαν πως σίγουρα υπήρχε κάποιο τεχνικό μέσο, που τους ήταν άγνωστο. -Είστε ανίκανοι, φώναξε καταθυμωμένος ο Σουλτάνος και θα τιμωρηθείτε! Να φέρουν βυζαντινούς χτίστες! Τότε έφεραν βιαστικά όσους μπόρεσαν και απειλώντας τους με θάνατο, τους πρόσταζαν να ρίξουν αυτόν τον τοίχο! Μα, ούτε κι αυτοί δεν τα κατάφεραν! Γιατί, το θέλημα του θεού, πιο δυνατό από κάθε ανθρώπινη δύναμη, κρατούσε αυτές τις πέτρες δεμένες γερά, για να προστατεύει τον ιερέα. Όλους αυτούς τους αιώνες, ο ιερέας αγρυπνεί, σφίγγοντας το δισκοπότηρο, που προστάτευσε από τους άπιστους! Μα, όταν θα ξαναπάρουμε την Πόλη, η πόρτα θα ξανανοίξει μόνη της, ο ιερέας θα βγει, θα ξαναμπεί στο ιερό και θα συνεχίσει τα λόγια της λειτουργίας, από κει ακριβώς που είχε σταματήσει!


Αναδημοσίευση από

Θρήνοι της Αλώσεως

Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΜΥΛΩΝΑΣ αφιερώνει την εκπομπή αυτή στους θρήνους και τα μοιρολόγια που ακούγονται στην Ελλάδα και τον ευρύτερο ελλαδικό χώρο με αφορμή την Άλωση της ΠΟΛΗΣ από τους Τούρκους, τον Μάιο του 1453.
Ακούγεται το θρυλικό δημοτικό τραγούδι «ΤΗΣ ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑΣ» σε ποικίλες διασκευές ανάλογα με την περιοχή, καθώς και άλλα μοιρολόγια, ενώ γίνεται αναφορά στα γεγονότα εκείνης της ημέρας και στο θρύλο του ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ. Η εκπομπή ολοκληρώνεται με αναφορά του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΜΥΛΩΝΑ στην εξάπλωση των λαϊκών θρήνων σε όλες τις περιοχές του Ελληνισμού και με τη διαπίστωση πως προέκτασή τους αποτελούν οι παραδοσιακοί θρύλοι για την Άλωση. το βιντεο ειναι απο το αρχειο της Ε.Ρ.Τ.

29 Μαϊου 1453: Η αποφράδα ημέρα μέσα από τη μοναδική ιστορική αφήγηση του Γ.Φραντζή



Οι δυστυχείς Ρωμαίοι, αφού άκουσαν τα λόγια του αυτοκράτορα [Κωνσταντίνου Παλαιολόγου] έσφιξαν την καρδιά τους, αγκα­λιάστηκαν και έκλαιγαν όλοι μαζί. Κανένας δεν έφερνε πια στη μνήμη του τα αγαπημένα του παι­διά, τη γυναίκα και την περιουσία του, αλλά ήθε­λαν όλοι να πεθάνουν για τη σωτηρία της πατρίδας τους. Ύστερα γύρισαν στις θέσεις τους για να φυλάξουν τα τείχη της πόλης.
Ο αυτοκράτορας πήγε αμέσως στον ιερό ναό της Αγίας Σοφίας, προσευχήθηκε με δάκρυα στα μάτια και κοινώνη­σε των αχράντων μυστηρίων. Το ίδιο έκαναν και πολλοί άλλοι εκείνη τη νύχτα. Έπειτα γύρισε στα ανάκτορα και ζήτησε συγνώμη από όλους.
Ποιος μπορεί να περιγράψει αυτήν τη στιγμή τους θρή­νους και τους οδυρμούς που ακούστηκαν τότε στο παλάτι; Κανένας άνθρωπος δε θα μπορούσε να μείνει ασυγκίνητος, ακόμα κι αν ήταν από ξύλο ή από πέτρα.
Ύστερα ανεβήκαμε στα άλογά μας, βγήκαμε από τα ανάκτορα και κάναμε επιθεώρηση στα τεί­χη για να ενθαρρύνουμε τους φρουρούς που κρα­τούσαν άγρυπνοι τις θέσεις τους. Εκείνη τη νύχτα όλοι βρίσκονταν στα τείχη και τους πύργους, ενώ είχαμε κλείσει προσεκτικά όλες τις πύλες ώστε να μην μπορεί να μπει ή να βγει κανένας.
Όταν φτά­σαμε στην Καλιγαρία, την ώρα που λαλούσαν για πρώτη φορά τα κοκόρια, ξεπεζέψαμε και ανεβή­καμε στον πύργο. Από εκεί ακούγαμε φωνές και δυνατό θόρυβο έξω από την πόλη. Οι φύλακες μας είπαν ότι αυτό γινόταν όλη τη νύχτα επειδή οι εχθροί έσερναν τις πολεμικές μηχανές τους κο­ντά στην τάφρο, προετοιμαζόμενοι για την επίθε­ση. Επίσης τα μεγάλα εχθρικά πλοία άρχισαν να κινούνται, προσπαθώντας να φέρουν στην ακτή τις γέφυρες που είχαν κατασκευάσει.
Οι Τούρκοι άρχισαν με μεγάλη σφοδρότητα και ορμή την επί­θεση τη στιγμή που λαλούσαν τα κοκόρια για δεύ­τερη φορά, χωρίς να δώσουν κανένα σύνθημα, όπως είχαν χάνει και τις προηγούμενες φορές. Ο σουλτάνος διέταξε να επιτεθούν πρώτοι οι λιγότε­ρο έμπειροι, μερικοί ηλικιωμένοι και αρκετοί νέοι, ώστε να μας κουράσουν, και στη συνέχεια να ρι­χτούν εναντίον μας οι πιο έμπειροι και γενναίοι με μεγαλύτερη τόλμη και δύναμη. Έτσι λοιπόν ο πό­λεμος άναψε σαν καμίνι. Οι δικοί μας αντιστέκο­νταν με πείσμα, χτυπούσαν άγρια τους εχθρούς και τους γκρέμιζαν κάτω από τα τείχη, καταστρέ­φοντας συγχρόνως και πολλές από τις πολιορκη­τικές τους μηχανές.
Οι νεκροί ήταν πολλοί και από τις δυο πλευρές, ιδίως όμως από το εχθρικό στρα­τόπεδο. Μόλις άρχισαν να σβήνουν τα άστρα του ουρανού καθώς προχωρούσε το φως της μέρας κι εμφανίστηκε στην ανατολή η ροδοδάχτυλη αυγή, όλο το πλήθος του εχθρού παρατάχθηκε σε μια σειρά που έφτανε από τη μια μέχρι την άλλη άκρη της πόλης.
Ακούστηκαν τότε τα τύμπανα, οι σάλ­πιγγες και τα υπόλοιπα πολεμικά όργανα με φω­νές και αλαλαγμούς, ενώ τα κανόνια άρχισαν να ρίχνουν όλα μαζί. Τότε όλοι οι Τούρκοι όρμησαν από ξηρά και από θάλασσα στα τείχη και άρχισαν τη συμπλοκή μαζί μας. Οι πιο θαρραλέοι έστησαν σκάλες, ανέβηκαν πάνω σ' αυτές και έριχναν αδιά­κοπα τα βέλη τους εναντίον των δικών μας. Η φρικτή και αμφίρροπη μάχη κράτησε δύο ώρες και φαινόταν ότι οι χριστιανοί θα έπαιρναν πάλι τη νίκη. Τα πλοία που μετέφεραν τις σκάλες και τις κινητές γέφυρες αποκρούστηκαν από τα παρα­θαλάσσια τείχη και αναγκάστηκαν να γυρίσουν πίσω άπρακτα.
Οι πολεμικές μηχανές, που έρι­χναν πέτρες από τα τείχη της πόλης, σκότωσαν πολλούς αγαρηνούς. Αλλά και εκείνοι που ήταν στην ξηρά έπαθαν τα ίδια και χειρότερα. Ήταν πολύ παράδοξο θέαμα να βλέπει κανείς τον ήλιο και τον ουρανό σκεπασμένους από ένα σύννεφο σκόνης και καπνού. Οι δικοί μας έκαιγαν τις ε­χθρικές πολεμικές μηχανές με το «υγρό πυρ», γκρέμιζαν τις σκάλες με όσους βρίσκονταν πάνω τους και σκότωναν αυτούς που επιχειρούσαν να ανεβούν στα τείχη με μεγάλες πέτρες, ακόντια, πυροβόλα και τόξα.
Όπου έβλεπαν συγκεντρωμέ­νους Τούρκους, τους χτυπούσαν με μεγάλα τηλε­βόλα, σκοτώνοντας και πληγώνοντας πολλούς. Οι εχθροί απηύδησαν τόσο πολύ από τη σθεναρή α­ντίσταση που συναντούσαν ώστε θέλησαν να κά­νουν λίγο πίσω για να ξεκουραστούν, αλλά οι τσαούσηδες και οι ραβδούχοι της τουρκικής Αυ­λής τους χτυπούσαν με σιδερένια ραβδιά και βούνευρα για να μην υποχωρήσουν.
Ποιος μπο­ρεί να περιγράψει τις κραυγές και τα βογκητά των τραυματιών και στα δύο στρατόπεδα; Ο θόρυβος και οι φωνές τους έφταναν μέχρι τον ουρανό. Με­ρικοί από τους δικούς μας, που έβλεπαν τους ε­χθρούς να υποφέρουν, τους φώναζαν: «Τι κάνετε συνεχώς επιθέσεις, αφού δεν μπορείτε να μας νι­κήσετε;» Εκείνοι τότε, προσπαθώντας να δείξουν τη γενναιότητα τους, ανέβαιναν πάλι στις σκάλες. Οι πιο τολμηροί σκαρφάλωναν στους ώμους των άλλων και οι επόμενοι τους μιμούνταν, για να μπορέσουν να φτάσουν στην κορυφή του τείχους.
Οι σκληρότερες μάχες έγιναν στις πύλες, όπου οι αντίπαλοι συγκρούονταν με τα σπαθιά στα χέρια και οι νεκροί ήταν αμέτρητοι. Όταν η παράταξη μας άρχισε να υποχωρεί, τότε πετάχτηκαν μπρο­στά ο Θεόφιλος Παλαιολόγος και ο Δημήτριος Καντακουζηνός, δύο γενναίοι άντρες που έτρε­ψαν τους αγαρηνούς σε φυγή, τους γκρέμισαν κά­τω από τα τείχη και τους σκόρπισαν. Συγχρόνως έτρεξαν σε βοήθεια κι άλλοι δικοί μας, ενώ ο αυ­τοκράτορας που βρέθηκε εκεί έφιππος τους ενε­θάρρυνε και τους παρακινούσε να πολεμάνε με σθένος, λέγοντας: «Συμπολεμιστές και αδέρφια μου, σας παρακαλώ στο όνομα του Θεού να κρα­τάτε τη θέση σας με γενναιότητα. Βλέπω ότι το πλήθος των εχθρών άρχισε να κουράζεται και να διασκορπίζεται. Δε μας χτυπούν πλέον με τάξη και σύστημα. Ελπίζω στο Θεό ότι η νίκη είναι δική μας. Να νιώθετε λοιπόν χαρά επειδή το στε­φάνι της νίκης θα είναι δικό μας τόσο στη γη όσο και στον ουρανό. Ο Θεός βρίσκεται στο πλευρό μας και προκαλεί δειλία στους άπιστους».
Τη στιγμή που μιλούσε ο αυτοκράτορας, ο Ιω­άννης Ιουστινιάνης πληγώθηκε από βέλος στο πά­νω μέρος του δεξιού του ποδιού. Αυτός ο τόσο έμπειρος πολεμιστής, στον πόλεμο, βλέποντας το αίμα να τρέχει από το σώμα του, έγινε κίτρινος από φόβο. Έχασε αμέσως το θάρρος του, σταμά­τησε να αγωνίζεται και έτρεξε να βρει γιατρό σιω­πηλός, χωρίς να σκέφτεται την ανδρεία και την καρτερικότητα που είχε δείξει μέχρι τότε. Δεν εί­πε όμως τίποτα στους συντρόφους του ούτε άφησε κανέναν αντικαταστάτη, για να μην προκληθεί σύγχυση που θα μπορούσε να αποβεί μοιραία.
Οι στρατιώτες του τον αναζήτησαν με το βλέμμα και, μαθαίνοντας ότι είχε φύγει, καταλήφθηκαν από ταραχή και φόβο. Ευτυχώς, ο αυτοκράτορας που βρέθηκε εκεί κατά τύχη, τους είδε ταραγμένους και φοβισμένους σαν τα κυνηγημένα πρόβατα και θέλησε να μάθει την αιτία. Όταν λοιπόν είδε το στρατηγό του Ιουστινιάνη να φεύγει, τον πλη­σίασε και του είπε: «Γιατί το έκανες αυτό, αδερφέ μου; Γύρνα πίσω στη θέση σου. Η πληγή είναι ασήμαντη και η παρουσία σου απαραίτητη. Η πό­λη στηρίζεται σε σένα για να σωθεί». Του είπε και άλλα πολλά, αλλά εκείνος δεν έδωσε απάντηση. Αντίθετα, έφυγε και πήγε στο Πέραν, όπου πέθα­νε ντροπιασμένος από λύπη για την περιφρόνηση των άλλων.
Οι Τούρκοι όμως είδαν την ταραχή των δικών μας και πήραν θάρρος. Ο Σογάν πασάς κέντρισε με κατάλληλα λόγια τη φιλοτιμία των γενιτσάρων και των άλλων στρατιωτών, ενώ ένας γιγαντόσωμος γενίτσαρος (που λεγόταν Χασάν και καταγόταν από το Λουπάδι της Κυζίκου) έβα­λε με το αριστερό χέρι την ασπίδα πάνω από το κεφάλι του, τράβηξε με το δεξί το σπαθί, ανέβηκε στο σημείο του τείχους όπου είχαν αρχίσει να υ­ποχωρούν οι δικοί μας και ρίχτηκε πάνω τους. Τον Χασάν ακολούθησαν περίπου άλλοι 30 Τούρ­κοι που θέλησαν να φανούν εξίσου γενναίοι. Όσοι από τους δικούς μας είχαν απομείνει εκεί έριξαν τεράστιες πέτρες και βέλη εναντίον τους, γκρεμί­ζοντας τους 18 κάτω από τα τείχη, αλλά ο Χασάν κατάφερε να ανεβεί και να τρέψει σε φυγή τους χριστιανούς.
Μετά την επιτυχία του, πολλοί άλλοι Τούρκοι βρήκαν την ευκαιρία να τον ακολουθή­σουν και να σκαρφαλώσουν στα τείχη, αφού οι ελάχιστοι δικοί μας δεν κατάφεραν να τους εμπο­δίσουν. Πολέμησαν όμως με θάρρος και σκότωσαν πολλούς. Κατά τη διάρκεια της συμπλοκής ο Χα­σάν χτυπήθηκε από πέτρα και έπεσε κάτω. Μόλις τον είδαν οι δικοί μας πήραν θάρρος και τον λι­θοβολούσαν από όλες τις πλευρές. Εκείνος σηκώ­θηκε στα γόνατα και συνέχισε να πολεμά, αλλά το δεξί του χέρι δέχτηκε αμέτρητα τραύματα από βέλη και έπεσε παράλυτο.
Στη σύγκρουση αυτή σκοτώθηκαν και πληγώθηκαν πολλοί Τούρκοι, οι οποίοι μεταφέρθηκαν πίσω στο στρατόπεδο. Το πλήθος όμως εκείνων που είχαν ανεβεί στα τείχη διασκόρπισε τους δικούς μας, που εγκατέλειψαν το εξωτερικό και έτρεξαν μέσα στην πόλη με τόση βία ώστε ο ένας πατούσε τον άλλο. Καθώς συνέ­βαιναν αυτά, ακούστηκαν φωνές από μέσα, από έξω και από το μέρος του λιμανιού: «Έπεσε το φρούριο. Στους πύργους στήθηκαν σημαίες και λάβαρα».
Οι φωνές αυτές έτρεψαν σε φυγή τους δικούς μας, ενώ έδωσαν καινούριο θάρρος στους εχθρούς που άρχισαν να ανεβαίνουν στα τείχη άφοβα και με αλαλαγμούς χαράς.
Όταν ο δυστυχισμένος αυτοκράτορας και δε­σπότης μου είδε αυτό το θέαμα, παρακαλούσε το Θεό με δάκρυα στα μάτια και παρακινούσε τους στρατιώτες να φανούν γενναίοι. Δυστυχώς, όμως, δεν υπήρχε πλέον καμιά ελπίδα βοήθειας ή συ­μπαράστασης. Τότε τσίγκλησε το άλογό του, έφτα­σε στο σημείο από όπου οι εχθροί έμπαιναν στην πόλη και ρίχτηκε πάνω τους όπως ο Σαμψών κατά των αλλοφύλων. Στην πρώτη του επίθεση τους γκρέμισε όλους κάτω από τα τείχη, πράγμα που φάνηκε σαν θαύμα σε όσους το είδαν. Μουγκρί­ζοντας σαν λιοντάρι και κρατώντας το σπαθί στο δεξί του χέρι, έσφαξε τόσους πολλούς Τούρκους ώστε το αίμα έτρεχε σαν ποτάμι από τα χέρια και τα πόδια του.
Ο Φραγκίσκος Τολέντο, φάνηκε ανώτερος ακόμα και από τον Αχιλλέα. Πολεμώντας στα δεξιά του αυτοκράτορα, κομμάτιαζε τους εχθρούς με δόντια και με νύχια. Το ίδιο έκανε και ο Θεόφιλος Πα­λαιολόγος. Βλέποντας τον αυτοκράτορα να αγω­νίζεται για να σώσει την πόλη που κινδύνευε, φώ­ναξε κλαίγοντας: «Καλύτερα να πεθάνω παρά να ζήσω». Ύστερα όρμησε κραυγάζοντας πάνω στους εχθρούς και σκότωσε ή έτρεψε σε φυγή όσους βρέ­θηκαν μπροστά του. Ο Ιωάννης Δαλμάτης, που βρέθηκε κι αυτός στο ίδιο μέρος, πολεμούσε με ηρωισμό σαν γενναίος στρατιώτης που ήταν. Ό­σοι βρέθηκαν στο πεδίο της μάχης θαύμασαν την τόλμη και την ανδρεία των εξαιρετικών εκείνων ανδρών.
Οι επιθέσεις επαναλήφθηκαν δύο και τρεις φορές, μέχρι που κατάφεραν να τρέψουν τους απίστους σε φυγή, να σκοτώσουν πολλούς και να γκρεμίσουν άλλους κάτω από τα τείχη. Οι στρατιώτες μας πολέμησαν με μεγάλη γενναιότητα και στο τέλος έπεσαν νεκροί, αφού προηγουμένως είχαν προξενήσει τεράστιες απώλειες στους ε­χθρούς. Πολλοί άλλοι σκοτώθηκαν επίσης κοντά στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού, όπου οι εχθροί είχαν στήσει τη μεγάλη ελέπολη και το φοβερό κανόνι, με τα οποία γκρέμισαν τα τείχη και κατάφεραν να πρωτομπούν στην πόλη. Τη στιγμή εκεί­νη εγώ δε βρισκόμουν κοντά στον αυτοκράτορα και δεσπότη μου, επειδή είχα πάει να επιθεωρήσω ένα άλλο σημείο της πόλης, σύμφωνα με τη διατα­γή του.
Όταν μπήκαν οι εχθροί στην Πόλη, έδιωξαν τους χριστιανούς που είχαν απομείνει στα τείχη με τηλεβόλα, βέλη, ακόντια και πέτρες. Έτσι έγι­ναν κύριοι ολόκληρης της Κωνσταντινούπολης, εκτός των πύργων του Βασιλείου, του Λέοντος και του Αλεξίου, τους οποίους κρατούσαν οι ναύ­τες από την Κρήτη που πολέμησαν από τις 6 μέχρι τις 8 το απόγευμα και σκότωσαν πολλούς Τούρ­κους. Βλέποντας το πλήθος των εχθρών που είχαν κυριεύσει την πόλη, δεν ήθελαν να παραδοθούν αλλά έλεγαν ότι προτιμούσαν να πεθάνουν παρά να ζήσουν. Κάποιος Τούρκος ειδοποίησε τότε το σουλτάνο για την ηρωική άμυνά τους κι εκείνος συμφώνησε να τους επιτρέψει να φύγουν με το πλοίο και όλα τα πράγματα που είχαν μαζί τους.
Παρά τις υποσχέσεις του όμως, ο σουλτάνος με πολύ κόπο κατάφερε να τους πείσει να αφήσουν τους πύργους και να φύγουν. Δύο αδέρφια, οι Ιταλοί Παύλος και Τρωίλος, πολέμησαν με γεν­ναιότητα μαζί με αρκετούς άλλους στη θέση που είχαν αναλάβει. Κατά τη διάρκεια του αγώνα τους σκοτώθηκαν πολλοί κι από τις δυο πλευρές. Σε μια στιγμή ο Παύλος είδε τους εχθρούς μέσα στην πόλη και είπε στον αδερφό του: «Χάθηκαν τα πά­ντα. Κρύψου ήλιε και θρήνησε γη.
Η Πόλη έπεσε. Ανώφελο πια να πολεμάμε. Ας κοιτάξουμε τουλά­χιστον να σωθούμε εμείς οι ίδιοι».
Έτσι οι Τούρκοι έγιναν κύριοι της Κωνσταντι­νούπολης την Τρίτη 29 Μαΐου 1453, στις δυόμισι το μεσημέρι. Άρπαζαν και αιχμαλώτιζαν όσους έβρισκαν μπροστά τους, έσφαζαν όσους επιχει­ρούσαν να αντισταθούν και σε ορισμένα μέρη δε διακρινόταν η γη από τα πολλά πτώματα που ήταν πεσμένα κάτω. Το θέαμα ήταν φρικτό. Παντού ακούγονταν θρήνοι και παντού γίνονταν αρπαγές γυναικών όλων των ηλικιών. Αρχόντισσες, νέες κοπέλες και καλόγριες σέρνονταν από τα μαλλιά έξω από τις εκκλησίες όπου είχαν καταφύγει, ενώ έκλαιγαν και οδύρονταν.
Ποιος μπορούσε να πε­ριγράψει τα κλάματα και τις φωνές των παιδιών ή τη βεβήλωση των ιερών εκκλησιών; Το άγιο σώμα και αίμα του Χριστού χυνόταν στη γη. Οι Τούρκοι άρπαζαν τα ιερά σκεύη, τα έσπαζαν ή τα κρατού­σαν για λογαριασμό τους. Το ίδιο έκαναν και με τα ιερά αναθήματα. Ποδοπατούσαν τις άγιες εικό­νες, τους αφαιρούσαν το χρυσάφι, το ασήμι και τους πολύτιμους λίθους, και έφτιαχναν με αυτές κρεβάτια και τραπέζια. Άλλοι στόλιζαν τα άλογα τους με τα χρυσοΰφαντα μεταξωτά άμφια των ιε­ρέων και άλλοι τα έκαναν τραπεζομάντιλα.
Άρπαζαν τα πολύτιμα μαργαριτάρια από τα άγια κει­μήλια, καταπατούσαν τα ιερά λείψανα των αγίων και, σαν πραγματικοί πρόδρομοι του διαβόλου, έκαναν αμέτρητα ανοσιουργήματα, που μόνο το θρήνο μπορούν να προκαλέσουν. Χριστέ, βασιλιά μου, οι αποφάσεις Σου ξεπερνάνε το μυαλό του ανθρώπου!
Μέσα στην απέραντη εκκλησία της Α­γίας Σοφίας, τον επίγειο ουρανό, το θρόνο της δόξας του Θεού, το άρμα των Χερουβείμ, το θείο δημιούργημα, το αξιοθαύμαστο κατασκεύασμα, το στολίδι της γης, τον ωραιότερο από όλους τους ναούς, έβλεπε κανείς τους Τούρκους να τρώνε και να πίνουν στο Ιερό Βήμα και στην Αγία Τρά­πεζα ή να ασελγούν πάνω σε γυναίκες, νέες κοπέ­λες και μικρά παιδιά. Ποιος μπορούσε να μείνει ασυγκίνητος και να μη θρηνήσει για την άγια εκ­κλησία μας; Όλοι πονούσαν από το κακό που έβλε­παν. Στα σπίτια θρήνοι και κλάματα, στους δρό­μους οδυρμοί, στις εκκλησίες αντρικές κραυγές πόνου, γυναικεία μοιρολόγια, βαρβαρότητες, φό­νοι και βιασμοί.
Οι ευγενείς ατιμάζονταν και οι πλούσιοι έχαναν τις περιουσίες τους. Σε όλες τις πλατείες και τις γωνιές της πόλης γίνονταν αμέ­τρητα κακουργήματα. Κανένα μέρος ή καταφύγιο δε γλίτωσε από την έρευνα και τη βεβήλωση. Οι άπιστοι έσκαψαν κήπους και γκρέμισαν σπίτια για να βρουν χρήματα ή κρυμμένους θησαυρούς. Όσα βρήκαν, τα πήραν για να χορτάσουν την απληστία τους. Χριστέ, βασιλιά μου, γλίτωσε από τη θλίψη και τον πόνο όλες τις πόλεις και τις χώρες όπου κατοικούν χριστιανοί.
Την τρίτη μέρα μετά την άλωση ο σουλτάνος έδωσε εντολή να γίνουν γιορτές και πανηγύρια για τη μεγάλη νίκη, και διέταξε να βγουν έξω ελεύθερα και άφοβα όσοι ήταν κρυμμένοι σε διά­φορα μέρη της Πόλης, μικροί και μεγάλοι. Διέταξε επίσης να γυρίσουν στα σπίτια τους όσοι είχαν φύγει εξαιτίας του πολέμου και να ζήσουν εκεί όπως πριν, σύμφωνα με το δίκαιο και τη θρησκεία τους. Ακόμα, έδωσε διαταγή να εκλέξουν πα­τριάρχη σύμφωνα με τα έθιμα τους. αφού ο προη­γούμενος πατριάρχης είχε πεθάνει. Οι αρχιερείς και οι ελάχιστοι άλλοι κληρικοί και λαϊκοί που έτυχε να βρίσκονται στην πόλη διάλεξαν για το αξίωμα αυτό το Γεώργιο Σχολάριο, που ήταν έ­νας πολύ καλλιεργημένος πολίτης, τον οποίο χει­ροτόνησαν πατριάρχη και τον ονόμασαν Γεννά­διο
Σημείωση: Ο πρωτοβεστιάριος, δηλαδή αρχιθαλαμηπόλος, Γεώργιος Φραντζής ή Σφραντζής (1401-1480) ήταν ο μοναδικός Βυζαντινός ιστορικός αυτόπτης μάρτυρας της κοσμοϊστορικής κατάληψης Πόλης από τους Τούρκους.
Πηγή: egolpion.gr

Κυριακή 20 Απριλίου 2014

Φώτης Κόντογλου - Ἀνέστη Χριστός, Ἡ δοκιμασία τοῦ λογικοῦ





Ἡ πίστη τοῦ χριστιανοῦ δοκιμάζεται μὲ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ σὰν τὸ χρυσάφι στὸ χωνευτήρι. Ἀπ᾿ ὅλο τὸ Εὐαγγέλιο ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι τὸ πλέον ἀπίστευτο πράγμα, ὁλότελα ἀπαράδεκτο ἀπὸ τὸ λογικό μας, ἀληθινὸ μαρτύριο γιὰ δαῦτο. Μὰ ἴσια-ἴσια, ἐπειδὴ εἶναι ἕνα πράγμα ὁλότελα ἀπίστευτο, γιὰ τοῦτο χρειάζεται ὁλόκληρη ἡ πίστη μας γιὰ νὰ τὸ πιστέψουμε. Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι λέμε συχνὰ πὼς ἔχουμε πίστη, ἀλλὰ τὴν ἔχουμε μονάχα γιὰ ὅσα εἶναι πιστευτὰ ἀπ᾿ τὸ μυαλό μας. Ἀλλὰ τότε, δὲν χρειάζεται ἡ πίστη, ἀφοῦ φτάνει ἡ λογική. Ἡ πίστη χρειάζεται γιὰ τὰ ἀπίστευτα.
Οἱ πολλοὶ ἄνθρωποι εἶναι ἄπιστοι. Οἱ ἴδιοι οἱ μαθητάδες τοῦ Χριστοῦ δὲν δίνανε πίστη στὰ λόγια τοῦ δασκάλου τους ὅποτε τοὺς ἔλεγε πὼς θ᾿ ἀναστηθῆ, μ᾿ ὅλο τὸ σεβασμὸ καὶ τὴν ἀφοσίωση ποὺ εἶχαν σ᾿ Αὐτὸν καὶ τὴν ἐμπιστοσύνη στὰ λόγια του. Καὶ σὰν πήγανε οἱ Μυροφόρες τὴν αὐγὴ στὸ μνῆμα τοῦ Χριστοῦ, κ᾿ εἴδανε τοὺς δυὸ ἀγγέλους ποὺ τὶς μιλήσανε, λέγοντας σ᾿ αὐτὲς πὼς ἀναστήθηκε, τρέξανε νὰ ποῦμε τὴ χαροποιὰ τὴν εἴδηση στοὺς μαθητές, ἐκεῖνοι δὲν πιστέψανε τὰ λόγια τους, ἔχοντας τὴν ἰδέα πὼς ἤτανε φαντασίες: «Καὶ ἐφάνησαν ἐνώπιον αὐτῶν ὡσεὶ λῆρος (τρέλα) τὰ ῥήματα αὐτῶν, καὶ ἠπίστουν αὐταῖς»...
 Βλέπεις καταπάνω σὲ πόση ἀπιστία ἀγωνίσθηκε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός; Καὶ στοὺς ἴδιους τοὺς μαθητάδες του. Εἶδες μὲ πόση μακροθυμία τὰ ὑπόμεινε ὅλα; ...Καὶ μ᾿ ὅλα αὐτὰ, ἴσαμε σήμερα οἱ περισσότεροι ἀπὸ μᾶς εἴμαστε χωρισμένοι ἀπὸ τὸν Χριστὸ μ᾿ ἕνα τοῖχο παγωμένον, τὸν τοῖχο τῆς ἀπιστίας. Ἐκεῖνος ἀνοίγει τὴν ἀγκάλη του καὶ μᾶς καλεῖ κ᾿ ἐμεῖς τὸν ἀρνιόμαστε. Μᾶς δείχνει τὰ τρυπημένα χέρια του καὶ τὰ πόδια του, κ᾿ ἐμεῖς λέμε πὼς δὲν τὰ βλέπουμε. Ἐμεῖς ψάχνουμε νὰ βροῦμε στηρίγματα στὴν ἀπιστία μας γιὰ νὰ ἱκανοποιήσουμε τὸν ἐγωϊσμό μας, ποὺ τὸν λέμε Φιλοσοφία καὶ Ἐπιστήμη. Ἡ λέξη Ἀνάσταση δὲν χωρᾶ μέσα στὰ βιβλία τῆς γνώσης μας... Γιατὶ «ἡ γνώση τούτου τοῦ κόσμου, δὲ μπορεῖ νὰ γνωρίσει ἄλλο τίποτα, παρεκτὸς ἀπὸ ἕνα πλῆθος λογισμούς, ὄχι ὅμως ἐκεῖνο ποὺ γνωρίζεται μὲ τὴν ἁπλότητα τῆς διάνοιας».Ναί, ἐκείνους ποὺ ἔχουνε αὐτὴ τὴν εὐλογημένη ἁπλότητα τῆς διάνοιας, τοὺς μακάρισε ὁ Κύριος, λέγοντας: «Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται». Καὶ στὸν Θωμᾶ, ποὺ γύρευε νὰ τὸν ψηλαφήσῃ γιὰ νὰ πιστέψῃ, εἶπε: «Γιατὶ μὲ εἶδες Θωμᾶ, γιὰ τοῦτο πίστεψες; Μακάριοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ δὲν εἴδανε καὶ πιστέψανε».
Ἂς παρακαλέσουμε τὸν Κύριο νὰ μᾶς δώσει αὐτὴ τὴν πλούσια φτώχεια, καὶ τὴν καθαρὴ καρδιά, ὥστε νὰ τὸν δοῦμε ν᾿ ἀναστήνεται γιὰ νὰ ἀναστηθοῦμε κ᾿ ἐμεῖς μαζί του.
Αὐτὴ ἡ ἀνηξεριὰ (ἡ ἄγνοια) εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ τὴ γνώση: «Αὕτη ἐστὶν ἡ ἄγνοια ἡ ὑπερτέρα τῆς γνώσεως». Καλότυχοι καὶ τρισκαλότυχοι ἐκεῖνοι ποὺ τὴν ἔχουνε.

Χριστὸς ἀνέστη!

Τετάρτη 16 Απριλίου 2014

Πούλλες - αυκοτές και άλλα πασχαλινά ψωμιά της Κύπρου

Σταυροκούλουρο αυκοτή
Κουλούρι του Χριστού από την Μηλιά Αμμωχώστου
Κουλούρι πλεξούδα αυκωτή
Το αγκέθενον στεφάνι του Χριστού
Πούλλες με πέντε αυκά
Σταυροκούλουρο της Λαμπρής
Αθθρωπούιν τζιαι ζυμπιλούιν αυκοτές
Τα χέρια του Νυμφίου
Πούλλα  της Λαμπρής από την Ακανθού
Κατσινιόρος
Πούλλες της Λαμπρής 
Από το βιβλίο «Το Πλουμιστό Ψωμί της Κύπρου» της Δωρίτας Βοσκαρίδου

Παρασκευή 11 Απριλίου 2014

Το τραούδιν του Λαζάρου - Κύπρος


Από τον δίσκο Των Γεννών τζαι της Λαμπρής του Μιχάλη Ττέρλικκα

Κάλαντα και έθιμα του Σαββάτου του Λαζάρου στη Θράκη


Κάλαντα του Λαζάρου από τη Νέα Βύσσα Ορεστιάδας


Λαζαρίνες - Παιχνίδια,χοροί και τραγούδια των Λαζαρινων,απο τον Πολιτιστικο Συλλογο Αιανής


Λαζαρίνες - Λευκοπηγή Κοζάνης και Σαρακήνα Γρεβενών

Περιγραφή του εθίμου των Λαζαρίνων από τα χωριά Λευκοπηγή Κοζάνης και Σαρακήνα Γρεβενών, που γίνεται το Σάββατο του Λαζάρου και την Κυριακή των Βαϊων.

Μέρος των στίχων του τελευταίου τραγουδιού που ακούγεται.
Η Δόμνα Σαμίου το κατέγραψε στην Αγία Παρασκευή Κοζάνης, το 1996.


Γιοφύρι πα στη θάλασσα και σκάλα μες στα βάθη
ανέβαιναν, κατέβαιναν, το Xάρο χαιρετούσαν.
- Δείξε με Xάρε μ' δείξε με, πως θέλω να πεθάνω.
- Tην Kυριακίτσα πό 'ρχεται, την άλλη παραπάνω,
αν έχεις άσπρα, φάγε τα, φλουριά χαρτζένεψέ τα
κι αν έχεις κι άλογον καλό, περπάτια πανηγύρια.


Τετάρτη 9 Απριλίου 2014

Oι Λαζαρίνες της Αιανής


Οι ριγωτές ζερβέττες ή μαντηλιές της Πάφου

Οι ζερβέττες ή μαντηλιές, οι κοινώς γνωστές πετσέτες ήταν υφαντά τα οποία σε πιο παλιά χρόνια ύφαιναν σχεδόν όλες οι γυναίκες της Κύπρου. Εκτός από το σερβίρισμα στο τραπέζι, οι μαντηλιές χρησίμευαν επίσης για να τυλίγουν τα κεριά οι γιορτάριδες που θα προσέφεραν στους πιστούς στην εκκλησία, στους γάμους, και για άλλες κοινωνικές συνευρέσεις.
Στην Πάφο τα υφαντά γίνονταν κυρίως από ντόπιο βαμβάκι ή μαλλί αλλά και από μετάξι. Το κέντρο της υφαντικής τέχνης στην Πάφο ήταν το χωριό Φύτη. Τα φυθκιώτικα υφαντά χαρακτηρίζονται από πολύχρωμες γεωμετρικές ανάγλυφες διακοσμήσεις και το πιο κοινό είδος με φυθκιώτικες διακοσμήσεις ήταν οι μαντηλιές. Οι φυθκιώτικες μαντηλιές είναι οι πιο γνωστές, όμως, σε άλλες περιοχές της Πάφου ύφαιναν λιγότερο γνωστές μαντηλιές οι οποίες στα δύο άκρα είχαν κυριώς ριγωτές διακοσμήσεις σε διάφορα χρώματα.  

Παρασκευή 7 Μαρτίου 2014

Η Ναουσαία του χθες



Η γυναίκα στο μεγαλείο της.
Ελάτε να να δούμε μαζί τη δόξα της Ναουσαίας μέσα από τις παραδοσιακές της φορεσιές.

Να περπατήσουμε στο χρόνο, και να θυμηθούμε το πως η υπομονή και επιμονή στην ομορφιά, μας κρατά μακριά από τον κακό εαυτό μας και μας φέρνει πιο κοντά  στις ρίζες και στο συνάνθρωπο μας. 

Να αποκρυπτογραφήσουμε τον κώδικα ένδυσης, και να αφεθούμε  στη λεπτομέρειά του. 
Αισθάνομαι ότι είναι χρέος μου να μοιραστώ το υλικό από την εκδήλωση που έκανε το Λύκειο Ελληνίδων Θεσσαλονίκης τον Δεκέμβριο του 2011, αφιερωμένη στην Ναουσαίϊκη φορεσιά, που παρουσίασε η πρόεδρος του Λυκείου Ελληνίδων Νάουσας Βάσω Μπάιτση και οι χορεύτριες του ΛΕΝ Αντιφακου Ρία, Μπάιτση Ελισάβετ και Μπάιτση Νίκη, που φόρεσαν φορεσιές από την μουσειακή συλλογή του ΛΕΝ και του Τάκη Μπάϊτση.

Λίγη ιστορία για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε την εξέλιξη των ενδυμασιών στο διάβα του χρόνου...
Η πόλη μας η Νάουσα είναι μια πόλη με μεγάλη και σημαντική ιστορία που όπως γνωρίζετε βρίσκεται στους πρόποδες του Βερμίου και δίπλα στην αρχαία  μακεδονική πόλη τη; Μίεζας και στους αρχαιολογικούς χώρους των Λευκαδίων και των Ανθεμίων. Κτήτορες της πόλης είναι ο Άγιος Θεοφάνης, ο μετέπειτα πολιούχος της και ο στρατηγός των Τούρκων Γαζή Εβρενός.


Η Νάουσα ή Νιάουστα ή Αγοστός στην Οθωμανική αυτοκρατορία γνώρισε μεγάλη οικονομική ευμάρεια με τους κατοίκους της να ασχολούνται με την καλλιέργεια αραβοσίτου και αμπέλου από την οποία παρασκεύαζαν το περίφημα κρασί και για το οποίο μέχρι σήμερα λένε την φράση « κρασί από την Νάουσα το φέρνουν στο μαντήλι» θέλοντας να δηλώσουν την καλή του ποιότητα και ρευστότητα.
Αλλά και με την σηροτροφία , το εμπόριο και τις τέχνες . Λέγεται δε, πως τα προϊόντα της πόλης έφταναν μέχρι την Οδησσό, τη Μόσχα, την Βιέννη, την Πεστη και την Λειψία.
 
Η ειρηνική και ανθηρή περίοδος της Νάουσας , με εξαίρεση το παιδομάζωμα που επιχειρήθηκε το 1705 διαρκεί μέχρι το 1822 οπότε και καταστρέφεται ολοσχερώς από τους Τούρκους.
Η ζωή στην  πόλη φαίνεται ότι επέστρεψε αρκετά νωρίς και η προσπάθεια αναδημιουργίας έφερε γρήγορα καρπούς. Αρχές του 1832 απαντώνται οι πρώτες μαρτυρίες για ανέγερση εκκλησιών και το 1875 εμφανίζονται οργανωμένες βιομηχανίες ενώ αρχίζουν και οι εμπορικές συναλλαγές με την Αίγυπτο και τις παραδουνάβιες ηγεμονίες. Η Νάουσα ενώνεται με το ελεύθερο ελληνικό κράτος  στις 17 Οκτωβρίου 1912 μετά από έντονη παρουσία των κατοίκων της στον Μακεδονικό Αγώνα.
Στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα η πόλη ηγείται μιας πρωτοπόρου πορείας στο χώρο της βιομηχανίας ειδικά της κλωστοϋφαντουργίας. Τα τελευταία χρόνια προσπαθεί ώστε  τόσο σε οικονομικό όσο και σε πολιτιστικό επίπεδο η παρουσία της να είναι αντάξια της ιστορίας της.
                               Η λεπτομέρεια σε όλο της το μεγαλείο. Eίναι αξιοθαύμαστος ο χρόνος και η υπομονή που απαιτείται για την προετοιμασία τους.


Στον πολιτιστικό χώρο της πόλης δραστηριοποιείται και το Λύκειο μας εδώ και σαράντα πέντε  χρόνια αφού ιδρύθηκε το 1966. Σε όλη  δε αυτή την πολύχρονη παρουσία του προσπαθεί με σεβασμό και επίγνωση να διαφυλάξει τους θησαυρούς της λαϊκής μας κληρονομιάς και να κρατήσει στέρεους τους δεσμούς με την εθνική μας παράδοση. Οι διακρίσεις του Λυκείου των Ελληνίδων Νάουσας είναι πάρα πολλές τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. 
Συμμετέχουμε σε όλες τις εκδηλώσεις της πόλης προβάλλοντας τα ήθη και τα έθιμα μας και παρουσιάζουμε παραστάσεις αναδεικνύοντας την ιστορία μας και την πολιτιστική μας κληρονομιά.
Έχουμε εκδώσει δυο βιβλία: μια επανέκδοση του βιβλίου της βάρδου της Νάουσας Θάλειας Σαμαρά, που τιμήθηκε από την Ακαδημία Αθηνών , με τίτλο «Στου Βερμίου την αντάρα» και άλλη μια έκδοση με την παραδοσιακή φορεσιά της Νάουσας και το δημοτικό τραγούδι. Το 2009 διοργανώσαμε το 14ο Πανελλήνιο Συνέδριο του Λυκείου των Ελληνίδων με θέμα» από τον λαϊκό πολιτισμό στις πολιτιστικές αγορές» του οποίου τα πρακτικά εκδόθηκαν το 2010.
 Το Λύκειο των Ελληνίδων έχει μια μεγάλη λαογραφική συλλογή που παραχώρησε στο Λαογραφικό Μουσείο της πόλης και η οποία αποτελεί το 90% των βασικών εκθεμάτων του. Είμαστε δε στην ευχάριστη θέση να έχουμε δική μας στέγη που αποκτήθηκε τον Μάιο του 2009, ένα από τα λιγοστά εναπομείναντα νεοκλασικά της πόλης.
Σήμερα θα σας παρουσιάσουμε την φορεσιά μας, την γυναικεία φορεσιά της Νάουσας που φορέθηκε  από τις γυναίκες μέχρι τα μέσα του περασμένου αιώνα.
 Η Ναουσαία εκείνα τα χρόνια ασχολείται μέσα στο σπίτι με το νοικοκυριό και την ανατροφή των παιδιών και συμμετέχει εκτός σπιτιού μόνο σε κοινωνικές υποχρεώσεις. Η μόρφωση των γυναικών στην Νάουσα εμφανίζεται το 1897 με την ίδρυση του πρώτου παρθεναγωγείου ενώ η πρώτη γυναικεία οργάνωση με φιλανθρωπικό σκοπό ιδρύεται από επιφανείς Ναουσαίες το 1905 και είναι η αδελφότης κυριών.
Σε ότι αφορά την παιδική κοριτσίστικη φορεσιά από προφορικές μαρτυρίες ξέρουμε ότι ήταν ένα μακρύ λουλουδάτο φόρεμα  από απλό ύφασμα, κοντόμεσο με σούρες με κλειστό μπούστο και όρθιο γιακαδακι. Για πανωφόρι τα κορίτσια φορούσαν λιμπαντί  υφαντό ή από τσόχα και στο κεφάλι τα μαλλιά τα εδεναν σε μια πλεξούδα. Στις έφηβες και τις αρραβωνιασμένες η ποιότητα των υφασμάτων γίνεται καλύτερη και στο λαιμό εσωτερικά φορούν την μικρή τραχηλιά που φαίνεται λίγο από το φουστάνι, χαρακτηριστικό δε της αρραβωνιασμένης είναι τα  φλουριά που φορούσε στο λαιμό , δώρα της στον αρραβώνα.
Στην καθημερινότητα της η Ναουσαία φορούσε φουστάνι σε  χρώματα σκούρα, μπλε, καφέ και οι πιο ηλικιωμένες γκρι η μαύρο από απλό υφαντό ύφασμα με την ποδιά τους και για πανωφόρι χρησιμοποιούσε το λιμπαντί σε σκούρο χρώμα και αυτό χωρίς κεντήματα. Στο κεφάλι έβαζε ένα τρίγωνο μαντήλι μεταξωτό ή βαμβακερό που το έδενε τριγωνικά στην αριστερή μεριά και το λεγανε τσίπα. Κάτω από το φουστάνι φορούσε πουκάμισο υφαντό και στο στήθος μαρουλάτη τραχηλιά. Όταν το φουστάνι, η ποδιά και το λιμπαντί είχαν το ίδιο χρώμα και αυτό εμφανίζεται γύρω στο 1930 η φορεσιά λέγεται τακίμι.
Επειδή σήμερα θέλαμε να σας δείξουμε αυθεντικές παλιές φορεσιές που υπάρχουν σε συλλογές στην Νάουσα και όπως καταλαβαίνετε δεν σώζονται σε καλή κατάσταση ούτε παιδικές φορεσιές αρραβωνιασμένης, ούτε και καθημερινές φορεσιές της σχόλης, προτιμήσαμε να αρκεστούμε στην περιγραφή και μόνον των παραπάνω και να δώσουμε μεγαλύτερη βαρύτητα στις αυθεντικές που βλέπετε.


Ξεκινάμε λοιπόν με μια εκδοχή Ναουσαιϊκης φορεσιάς που φορέθηκε από γυναίκες γύρω στα 35-45 χρονών σε καλές , γιορτινές μέρες που είναι από μεταξωτό μονόχρωμο μπορντό ύφασμα  με την ποδιά τους και την ζώστρα του και δυο τραχηλιές  και απλά μανικακια με λίγη δαντέλα που φαίνεται στην άκρη. Σαν επενδύτη – πανωφόρι φορά ένα απλό λιμπαντί που είναι και αυτό χωρίς χρυσά κεντήματα αλλά κεντημένο στις απολήξεις του με μπιρσίμι. Σε αυτές τις επίσημες εμφανίσεις τους φορούσαν στο κεφάλι το φιτόσι , ένα καπέλο χωρίς φούντα που άλλοτε έχει στην άκρη του λουλούδια από δαντέλα ή δεν έχει, ο μπόγος του είναι σκούρος και δεν υπάρχουν χρυσά κεντήματα.
Και πρέπει να αναφέρουμε ότι σε πενθούσες γυναίκες ο μπόγος στο καπέλο γινόταν μαύρος , το φόρεμα γίνεται μαύρο και το μαφέσι πάνω από τις τραχηλιές και αυτό μαύρο.
 

Όπως ήδη είπαμε η πόλη της Νάουσας χαρακτηρίζεται από μια ευμάρεια οικονομική και κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας αλλά και μετά την ανασυγκρότηση της μετά τον χαλασμό του 1822. Η ευμάρεια αυτή αντανακλάται και στον τρόπο ένδυσης των κατοίκων της και ιδίως των γυναικών, Φαίνεται δε πως ο πλούτος της ναουσαίικης φορεσιάς επηρεάζει αργότερα και την ενδυματολογική επιλογή των ανακτόρων αφού δελτάριο της εποχής απεικονίζει κόρη μεγαλοαστικής οικογένειας της Νάουσας που φέρεται να βρίσκεται στην βασιλική αυτή με φορεσιά που μοιάζει πόλη αυτή της Νάουσας.

Οι διαφορές που υπήρχαν στην φορεσιά αντικατοπτρίζουν την κατάσταση της γυναίκας που την φορούσε ανάλογα με την χρήση , την ηλικία και την κοινωνική θέση. Εξ άλλου η οικονομική κατάσταση της οικογένειας καθρεφτιζόταν και στο ένδυμα. Έτσι οι πλούσιες οικογένειες εμφάνιζαν τις φορεσιές με τα πιο καλά σε ποιότητα υφάσματα και με τα πιο πλούσια κεντήματα. Αυτά τα υφάσματα ήταν συνήθως εισαγόμενα από την Ευρώπη ή την Αίγυπτο. Τα ραβανε  άνδρες ραφτάδες και τα κεντούσαν πάλι άνδρες οι λεγόμενοι τερζήδες. 
Στις κατώτερες οικονομικές τάξεις τα υφάσματα που χρησιμοποιούσαν ήταν συνήθως μεταξωτά η αλατζάδες που τα ύφαιναν οι ίδιες οι Ναουσαίες στα σπίτια τους.
 Στην Νάουσα έλεγαν και μια παροιμία
  « φάι ότι σε τρώγιτι κι βαλι ότι σε πρέπει» θέλοντας να τονίσουν την τάξη της κάθε οικογένειας στο θέμα της φορεσιάς.
Όσο μεγαλώνει η γυναίκα τόσο η φορεσιά της αλλάζει σε ότι αφορά την ποιότητα των υφασμάτων, αλλά και την ποσότητα του διάκοσμου. 
Έτσι αυτό κορυφώνεται με τον γάμο της κοπέλας και μετά αρχίζει πάλι να μειώνεται σταδιακά μέχρι που φτάνουμε σε αρκετά λιτή φορεσιά της ηλικιωμένης καθόλα όμως αρχοντική και επιβλητική.
Τα ανοίγματα που υπάρχουν σε όλα τα μέρη της φορεσιάς είναι συνήθως διακοσμημένα με διπλό γαϊτάνι και με χρυσά κεντήματα. Ένα βαθύ δε κόκκινου χρώματος φουστάνι υπάρχει σχεδόν σε όλες τις προίκες.Αυτές τις δύο φορεσιές που βλέπετε τώρα είναι εκδοχές της καλής φορεσιάς. Είναι βαριά και πλούσια με συμβολική σημασία για την γυναίκα μιας και με αυτήν περνά από την ζωή της ελεύθερης στην ζωή της παντρεμένης.

Το φουστάνι είναι από πολύτιμη μεταξωτή στόφα με βαθύ ημικύκλιο άνοιγμα στο μπούστο, έχοντας δυο διαδοχικά μικρά στρώματα στην απόληξη του, τις λεγόμενες σκάλες, κοντόμεσο και η φούστα του ξεκινά αμέσως μετά το στήθος , είναι φαρδιά με σούφρες, σούρες που διαμορφώνονται σε πιέτες καλά σιδερωμένες. Είναι κεντημένο στο γιακά, στην σκάλα. Στον μπούστο δηλαδή, και τις μανσέτες με χρυσή κλωστή. Συνοδεύεται από την ποδιά που  είναι συνήθως από το ίδιο ύφασμα με το φόρεμα, έχει λεπτές πιέτες σιδερωμένες και δένεται σφιχτά στο πλάι ακριβώς κάτω από το στήθος και όχι στην μέση.
Κάτω από το φουστάνι φοριέται το πουκάμισο που διακρίνεται από καλό κισμιρενιο ύφασμα με τις μπιμπίλες στα ανοίγματα του και η Ναουσαία το φορούσε πρώτη φορά στο γάμο τόσο μπούστος καλύπτεται από δύο τραχηλιές. 
Η μια φαίνεται λίγη, είναι λιγότερο χρυσοκεντημένη ενώ η άλλη βγαίνει από έξω με χάρη λίγο πάνω από το φόρεμα και αφήνει να φαίνονται τα πολύτιμα χρυσοκεντήματα αλλά και η δαντέλα φτιαγμένη με βελόνα, την μπιμπίλα.



Ανάλογα με το κέντημα οι τραχηλιές  είχαν και διάφορες ονομασίες, όπως σελινάτη, μακεδονήσι, κυπαρισσάκι  Στα χέρια φορούσαν κισμιρενια μανικακια στην απόληξη τους χρυσοκεντημένα που η Ναουσαία τα βγάζει από το μανίκι του φορέματος προς τα έξω να φαίνονται.
Το μαφέσι είναι ένα διπλωμένο τετράγωνο μεταξωτό συνήθως χρωματιστό ύφασμα που μπαίνει πάνω από τις τραχηλιές λοξά και είναι ενδεικτικό παντρεμένης γυναίκας.
Ο λαιμός καλύπτεται από το γκιορντάνι ή από μαργαριτάρια και πιο κάτω τα φλουριά που τα έπαιρνε προίκα η κόρη στο γάμο. Οι πιο πλούσιες φορούν και καρφίτσα στο μαφέσι και αλυσίδα με ρολόι. Στα αυτιά φορούσαν σκουλαρίκια , τα τσουράκια και στα χέρια δαχτυλίδια και μπιλιτζίκια, βραχιόλια.
Η ζώστρα , που μπαίνει πάνω από την ποδιά είναι άλλες φορές ένα μεταξωτό παραλληλόγραμμο ύφασμα με κρόσσια και με πλούσιο κέντημα μα επιδεικνύεται στην αριστερή μεριά ή ένα μακρόστενο μεταξωτό ύφασμα με κρόσσια που δένεται έτσι που να φτάνει λίγο πιο πάνω από την ποδιά.
 
Κάτω από το στήθος και πάνω στην ζώστρα δεσπόζουν τα συρματερά κολλάνια απαραιτητο εξάρτημα στην γυναικεία φορεσιά είναι δώρο του γαμπρού στο γάμο που είναι περασμένα σε ζώνη δερμάτινη από κάτω και βελούδινη από έξω με χρυσοκέντημα.


Το κεφαλοκάλλυμμα τέλος της Ναουσαίας  είναι η φούντα ή  το τεπελούκι που είναι πάντα δώρο του γαμπρού στην νύφη.


Η φούντα είναι από κόκκινο φέσι που ο τεπές του , το επάνω μέρος δηλαδή, έχει κεντημένο το οκτακτινο ή εξακτινο αστέρι που κατά μια εκδοχή μπορεί να συμβόλιζε το μακεδονικό άστρο.


 Από την κορυφή του τεπέ κρέμεται και πέφτει από πίσω προς τα εμπρός μια χρυσή φούντα με κρόσσια που έρχονται και φαίνονται στον αριστερό ώμο. 




Η φούντα μπορεί να είναι και μπλε με χρυσές κλωστές, ο μπόγος είναι λουλουδάτος και καλύπτεται από χρυσά κρόσσια , την φράντζα. Στο τεπελούκι δεν υπάρχει φούντα έχει όμως ένα εντυπωσιακό δαντελένιο λουλούδι από μικρά ανθάκια δουλευμένα με μπιμπίλα (αυτό φορέθηκε μετά το 1915)
Τα μαλλιά είναι πιασμένα μέσα στο καπέλο αφήνοντας να φανούν μόνον τα τσουλούφια από το μέτωπο που είναι πάντα μαύρα  και που τα τυλίγουν στο κεφάλι και σκεπάζουν το μισό αυτί.
Πάνω από το φουστάνι φοριέται η σαλταμάρκα , κοντός επενδύτης από ύφασμα ντρα με πολύ χρυσοκέντημα σε όλη την επιφάνεια του γιακά και στα δύο μπρός μέρη του άλλα και στην μασχάλη στα μανίκια. Υπάρχει και το λιμπαντί που είναι και αυτός επίσημος επενδύτης αλλά με λιγότερα κεντηματα. Σαν χειμερινό επενδύτη φορούσαν το μακρολέμπαντο, επανωφόρι πιο κοντό από το φόρεμα που το τελείωμα του κεντιόταν με χρυσό στριφτό κορδόνι, το τιρτίρι. Χρυσό κέντημα έχει και στα μανίκια και στο γιακά Στο πίσω μέρος κάτω από την πλάτη ξεκινούν πολλές σιδερωμένες πιέτες που δίνουν όγκο στο ρούχο.
Υπήρχε βέβαια και η σκουρτέλα που είναι βαρύς χειμερινός επενδύτης , μοιάζει με το μακρολέμαπαντο, έχει χρυσά κεντήματα στο γιακά  και στο εμπρός μέρος έχει φαρδιά χρυσαφί γούνα την λεγόμενη μηλογούνα.




Kαι για να ξεφύγουμε λίγο από το καταγραφικό κλίμα, σας παραθέτω το σημαντικότερο συστατικό της κάθε γυναικείας ενδυμασίας. Και το όνομα αυτού.....  Κουτσομπολιό! Παραμένει ακόμη αθάνατο.
 
Εύχομαι πραγματικά μέσα από το λεπτομερέστατο κείμενο αλλά και την εικονική απόδοση, να γευτήκατε λίγο από την ζωή της ηρωικής γυναίκας της Νάουσας. 

Θυμούμενοι πάντα την θυσία τους στην Αραπίτσα τον Απρίλιο του 1822 για την οποία θα αναφερθούμε σε ξεχωριστό άρθρο.

Πριν κλείσω θα ήθελα να εκφράσω το βαθύτατο σεβασμό στους  αγαπητούς  Βάσω και Τάκη Μπαϊτση που μας έδωσαν την ευκαιρία να θυμηθούμε οτι η παράδοση ακόμα ζει και πως από εμάς πλέον περιμένει  να κρατήσουμε τη φλόγα της αναμμένη....