Σελίδες


Δευτέρα 31 Ιανουαρίου 2011

Οι ξυλογλύπτες της Σκύρου

Περίτεχνα σκαλισμένα μπαούλα, σκαμνάκια και σοφράδες είναι τα προϊόντα μιας τέχνης που έφερανστη Σκύρο οι εξόριστοι από το Βυζάντιο. Την παράδοση διατηρούν εννέα τεχνίτες που επιμένουν να πωλούν τα έπιπλα αποκλειστικά στο νησί. Όπως κανένας σκυριανός τεχνίτης – λένε – δεν δημιουργεί σε ξένο τόπο. Μόνο που δεν έχουν βρεί διαδόχους: κανένας νέος δεν μαθητεύει δίπλα στους μαστόρους ...


Τα υλικά και η δομή του σκυριανού σπιτιού ήταν καθοριστικά στη διαμόρφωση του ύφους των επίπλων, εξηγεί ο σκυριανός ξυλογλύπτης  Λ ε υ τ έ ρ η ς Α υ γ ο κ λ ο ύ ρ η ς. Το εμβαδόν κάθε σπιτιού καθοριζόταν από το μέγεθος του κυπαρισσιού που θα έβρισκε η οικογένεια για να κατασκευάσει την οροφή. Σε γενικές γραμμές τα σπίτια στη Σκύρο είναι 40 ως 60 τ.μ., με μικρά παράθυρα από κέδρο. Για τη μόνωση χρησιμοποιούσαν τον κορμό του κυπαρισσιού, φύκια, καλάμια και αργιλόχωμα που γινόταν πηλός με τη βροχή. Στον μικρό αυτό χώρο ζούσαν οικογένειες με πέντε ή επτά παιδιά που βολεύονταν για τον ύπνο τους σε εσωτερικό πατάρι, σε στρώματα. Στον κάτω χώρο τα έπιπλα έπρεπε να είναι μικρά, για να χωρούν, και πολλαπλής χρήσης.

Οι σοφράδες είναι τα χαμηλά τραπέζια που, εκτός από τις ανάγκες φαγητού και συγκέντρωσης των ατόμων, εξυπηρετούσαν τις δουλειές της νοικοκυράς. Το χαμηλό ύψος έδινε τη δυνατότητα να το ακουμπούν στον τοίχο όταν δεν το χρησιμοποιούσαν, χωρίς τα σταυρωτά πόδια του να ενοχλούν την κίνηση στο σπίτι. Τα σκαμνιά, ύψους 31 ως 37 εκατοστών, ήταν φτιαγμένα από ξύλο μουριάς ή σφενδάμη και η πλάτη είχε κλίση ώστε να μη μουδιάζει ο καθήμενος. Ένας χαμηλός καναπές δίπλα στο τζάκι, η «κρεβατσούλα», χωρούσε τέσσερα άτομα και είχε στο κάτω μέρος δυο εσοχές: μία για τα υποδήματα και μία για το δαδί του τζακιού. Εκεί κοιμόταν όποιο παιδί ήταν σε ηλικία γάμου.

Οι κασέλες είχαν τις περισσότερες χρήσεις: γίνονταν τραπέζια, καθίσματα, βαλίτσες για τους ναυτικούς, φαρμακεία και «μπαρ» με χωρίσματα για τα λικέρ. Το χαρακτηριστικό ράφι για τα κεραμεικά, οι εταζέρες αλλά και τα κουτάλια, οι ρόκες, οι σφραγίδες και οι γκλίτσες είχαν τα χαρακτηριστικά σκυριανά σκαλίσματα. Τα σχέδια ήταν όλα εμπνευσμένα από τη φύση και δεν έχουν αλλάξει ως τις μέρες μας. Λουλούδια, γλάστρες, πουλιά, ψάρια, βυζαντινά γεωμετρικά σχέδια είναι τα μοτίβα που επαναλαμβάνονται στη σκυριανή ξυλογλυπτική. Τα ίδια θέματα βρίσκουμε αποτυπωμένα και στο παραδοσιακό σκυριανό κέντημα. Πέρα όμως από τη θεματολογία το κέντημα και το έπιπλο της Σκύρου συνδέονται και με άλλο τρόπο: τα έπιπλα ήταν φτιαγμένα από ξύλο συκαμίνου (μουριάς), την οποία καλλιεργούσαν για τον μεταξοσκώληκα που έδινε πρώτη ύλη για τα κεντήματα.

Τα σκυριανά έπιπλα είναι πιο απλά και λιτά από οποιαδήποτε άλλα ελληνικά έπιπλα, όπως ισχυρίζεται ο κ. Αυγοκλούρης. «Τα σχέδια είναι λεπτά, ρηχά και με γωνίες», λέει. «Χαρακτηριστική είναι η «ψήφα», ένα σκάλισμα που θυμίζει λέπι και που γίνεται για να μην είναι λείο το φόντο. Τα σχέδια είναι πολύ λεπτά, σε αντίθεση με τα ξυλόγλυπτα που βρίσκουμε σε άλλα μέρη της Ελλάδας και που έχουν χοντρά κλαδιά και φύλλα στρογγυλεμένα με νευρώσεις και με βαθύ φόντο». Τα έπιπλα θεωρούνται χειροποίητα κατά 70%, γιατί χρησιμοποιείται κορδέλα για την κοπή των ξύλων και πλάνη. Οι τιμές πάντως καθορίζονται από τα σκαλίσματα.

Ο χρόνος που απαιτείται για να φτιαχτεί μια απλή κασέλα είναι τουλάχιστον ένα δεκαήμερο, λέει ένας άλλος σκυριανός ξυλογλύπτης, ο Γ ι ά ν ν η ς Τ ρ α χ α ν ά ς. «Η παραγωγή περνά ολόκληρη από τα χέρια μας. Αγοράζουμε τα ξύλα, σχεδιάζουμε το έπιπλο, το σκαλίζουμε, το μοντάρουμε και το διαθέτουμε απευθείας στον ενδιαφερόμενο», εξηγεί. Οι διαστάσεις των σκυριανών επίπλων έχουν προσαρμοστεί στις αναλογίες των σύγχρονων κατοικιών χωρίς να αλλοιωθεί το ύφος και ο χαρακτήρας τους. Το πρόβλημα όμως, όπως επισημαίνει ο κ. Τραχανάς, είναι ότι τα σπίτια δεν μπορούν να έχουν αποκλειστικά σκυριανά έπιπλα, γιατί δεν εξυπηρετούν πια όλες τις ανάγκες μιας οικογένειας. Πολλοί τα επιλέγουν για ένα συγκεκριμένο δωμάτιο, αφού είναι δύσκολο να ταιριάξουν με έπιπλα άλλης τεχνοτροπίας.
Οι εναπομείναντες τεχνίτες δεν έχουν σε ποιον να κληροδοτήσουν την τέχνη τους. Και όσοι βρίσκουν μαθητευόμενους δεν μπορούν να τους πληρώσουν. «Είμαστε υποχρεωμένοι να πληρώνουμε το ΙΚΑ για τα παιδιά που μαθαίνουμε», εξηγεί ο ξυλογλύπτης Γ ι ά ν ν η ς Α γ γ ε λ ή ς. ο νέος τεχνίτης χρειάζεται τουλάχιστον τρία χρόνια μαθητείας για να αποδώσει. Κανείς δεν μπορεί να επωμιστεί τα έξοδα του μισθού και της ασφάλισης ενός ατόμου που δεν παράγει». Παράλληλα οι μαθητευόμενοι χρειάζεται να καταστρέψουν πολλά κομμάτια ξύλου και εργαλεία για να κατασκευάσουν ένα έπιπλο που αξίζει να πουληθεί. Το συμπέρασμα είναι κοινό σε όλους τους τεχνίτες: τα γνήσια σκυριανά έπιπλα που κατασκευάζονται στο ίδιο το νησί αργά ή γρήγορα θα εκλείψουν.

Για όσους ενδιαφέρονται να αγοράσουν σκυριανά έπιπλα, οι τεχνίτες συνιστούν μία επίσκεψη στο νησί. «Υπάρχει όμως και η δυνατότητα αποστολής φωτογραφικού υλικού και τηλεφωνικής παραγγελίας» επισημαίνει ο κ. Αυγοκλούρης. Η παράδοση γίνεται μετά από δύο ως έξι μήνες, ανάλογα με τα κομμάτια, τα σκαλίσματα και τις παραγγελίες που προηγούνται.
Έτοιμα προς διάθεση υπάρχουν μόνο εταζιέρες, καρεκλάκια διαφόρων διαστάσεων, κορνίζες και λιγοστά μεγάλα κομμάτια όπως κασέλες. Οι τιμές, που καθορίζονται από την επιφάνεια των σκαλισμάτων, έχουν αναγκαστικά μεγάλες διακυμάνσεις

Αναδημοσίευση από την εφημερ. «ΤΟ ΒΗΜΑ»
πηγή
πηγή εικόνων

Κυριακή 30 Ιανουαρίου 2011

Παραδοσιακά Κρητικά Μαχαίρια: Συνέντευξη μʼ έναν... παραγιό παλιού μαχαιροποιού


“Από οκτώ χρονών μάθαινα την τέχνη και στα δεκαπέντε έφτιαξα το πρώτο μαχαίρι” δηλώνει στα «Επαρχιακό φως.» ένας από τους ελάχιστους, μετρημένους στα δάχτυλα του ενός χεριού, τεχνίτες, κατασκευαστές παραδοσιακών Κρητικών μαχαιριών στα Χανιά που έχει δική του επιχείρηση στο βιοτεχνικό πάρκο «Βερέκυνθος» της δημοτικής περιφέρειας Σούδας.


Ο κ. Σταύρος Πατεράκης ενώ σκαλίζει τη ράχη και το τσεμπέρι ή περμανέ σε μια λάμα.
Έκπληκτος έμεινε για μια στιγμή ο μαχαιροποιός Σταύρος Πατεράκης από την απρόσμενη επίσκεψη μας στη βιοτεχνία του, όπου εκείνη την ώρα  κατασκεύαζε μια ειδική παραγγελία ενός μεγάλου Κρητικού παραδοσιακού μαχαιριού. Από τη συνάντηση αυτή, καταγράψαμε ενδιαφέροντα θέματα που εξιστορούσε με συγκίνηση, αναφερόμενος για την τέχνη αυτή που έμαθε από μικρό παιδί, ως εξής:
“ Γεννήθηκα το 1962 στην Πολυρήνια Κισάμου, αλλά από δύο χρονών είμαι στα Χανιά. Και η δική μου η γενιά μάθαινε τέχνες, αλλά μετά, κανένα παιδί δεν ήθελε να μάθει την τέχνη ενός παραδοσιακού επαγγέλματος όπως για παράδειγμα είναι τα μαχαίρια. Στη Σπλάντζια μέναμε και τα «Μαχαιράδικα», έτσι λεγόταν η γειτονιά εκείνη της οδού Σήφακα αφού εκεί ήταν όλα, καμία δεκαριά εργαστήρια, παλιοί τεχνίτες. Ένας από αυτούς κι ο μακαρίτης Νίκος Σκουντριδάκης που με είχε πάρει παραγιό του για να βγάζω το χαρτζιλίκι μου, βοηθώντας τον. Μʼ άρεσε όμως αυτή η δουλειά και παρατηρούσα καλά όλες τις κινήσεις του αφεντικού. Εκείνη την περίοδο επικρατούσε ακόμα μια κακή τακτική, δηλαδή, οι τεχνίτες όλων των κατηγοριών, δεν έλεγαν τα μυστικά της δουλειάς τους. Πολλές φορές έρχεται στο νου μου και γελάω, η λέξη «κλέφτης», που έλεγε για μένα, αστειευόμενη βέβαια, η μακαρίτισσα σύζυγος του αφεντικού μου η κυρά Αθηνά επειδή κοιτούσα με επιμονή και υπομονή κάθε του κίνηση. Ήταν καλός άνθρωπος, αλλά έτσι είχαν τότε τα πράγματα, δεν έδειχναν στους παραγιούς παρά μόνο στα παιδιά τους για να είναι εκείνοι συνεχιστές της παράδοσης. Δέκα πέντε χρονών ολοκλήρωσα το πρώτο μαχαίρι και πέταγα από χαρά γιατί ήταν δικό μου έργο από την αρχή μέχρι το τέλος. Πουλήθηκε μάλιστα, απʼ ότι θυμάμαι και σε καλή τιμή. Το αφεντικό τότε, μου είπε. «Σταύρο έγινες τεχνίτης και από σήμερα όσα μαχαίρια θα φτιάχνεις και θα πωλούνται, θα παίρνεις τα μισά χρήματα ». 


Ένα παλιό Κρητικό μαχαίρι που χρονολογείται ότι κατασκευάστηκε στα τέλη του 19ουαιώνα έχοντας υποστεί τις φθορές του χρόνου και της χρήσης.

Είχα μάθει πλέον την τέχνη, αλλά έμαθα ακόμα περισσότερα γιατί το αφεντικό άρχισε τώρα να μου εκμυστηρεύεται όλα τα μυστικά με τη φωτιά στο καμίνι, το αμόνι, το ατσάλι που αρχίσαμε να χρησιμοποιούμε καταργώντας τις σιδερένιες λάμες που σκούριαζαν. Τις διαφορές που είχαν τα κόκαλα με τα κέρατα ή τα ελεφαντόδοντα που χρησιμοποιούσαμε στις χειρολαβές. Τα παραδοσιακά μαχαίρια γεννήθηκαν στα τέλη του 18ου αιώνα και το σχήμα τους έγινε μονομιάς αποδεκτό από όλους τους Κρητικούς. Η λεπίδα τους καλά  δουλεμένη στο καμίνι και σφυρηλατημένη στο αμόνι αποκτούσε αντίθετα από την κοπτερή πλευρά την «ράχη» του μαχαιριού και είναι επίπεδη σκαλισμένη με καλέμι έχοντας μεγαλύτερο πλάτος προς τα πίσω και λεπτότερο προς την μύτη του μαχαιριού που κατέληγε σε μια πολύ λεπτή αιχμή. Η πλευρά τώρα της κόψης, όσο πλησίαζε στη μύτη του μαχαιριού έπαιρνε μια κλίση προς τα επάνω. Οι πιο παλιοί ακόμα τεχνίτες έφτιαχναν και μαχαίρια που είχαν μήκος μέχρι και 60 εκατοστά για να μπορούν να χρησιμοποιηθούν και σαν σπαθιά.

Διακρίνεται η μασιά και ανάμεσα στο (ν) η οπή της θήκης της.   

Εκείνες τις εποχές δεν γράφανε πάνω στις λάμες μαντινάδες που γράφουνε σήμερα για τουριστικούς λόγους, αλλά είχαν διαφορετικούς συμβολισμούς όπως αντικριστούς δράκους, το κυπαρίσσι που θεωρείται σύμβολο μακροζωϊας ή ανθόμορφες παραστάσεις με λουλούδια κλπ. Οι παραστάσεις ή τα γράμματα για να γίνουν πάνω στο μέταλλο δηλαδή στις πλευρές της λάμας, τις αλείφουμε με φυσικό κερί και μετά χαράζουμε ή σχεδιάζουμε ότι θέλουμε πάνω και με τη χρήση νιτρικού οξύ πετυχαίνουμε τον προγραμματισμό μας. Για τον συγκεκριμένο παραδοσιακό τύπο κατασκευής Κρητικών μαχαιριών με το πίσω μέρος της μάνικας (χειρολαβής) να τελειώνει σε (ν), είμαι ο μοναδικός σήμερα τεχνίτης στα Χανιά. Και κάτι πολύ σημαντικό που δεν το ξέρουν οι νέοι είναι πως πίσω από κάθε Κρητικό μαχαίρι υπάρχει η μασιά, ένα τσιμπιδάκι που το χρησιμοποιούσαν εκείνες τις εποχές οι άνδρες για να πιάνουν το καρβουνάκι και νʼ ανάβουν τον αργιλέ, αλλά και να χτενίζουν το μουστάκι τους με το σκαλιστό σαν χτένι, πώμα της μασιάς. Τʼ άλλα τμήματα ενός Κρητικού μαχαιριού διακρίνονται στη λάμα με τη ράχη την σκαλιστή και την κόψη, τη μάνικα ή χειρολαβή από κέρατο, κόκαλο ή ελεφαντόδοντο, τα πλαϊνά κωνικά μεταξύ λάμας και μάνικας από ασήμι, σκαλιστά, που λέγονται καμπτζέδες, τους περμανέδες ή τσεμπέρια πάνω και κάτω από τη μάνικα από ασήμι σκαλιστά και αυτά, τη δερμάτινη θήκη για την καθημερινότητα και την ασημένια που είναι η επίσημη, την οποία φτιάχνουν άλλοι τεχνίτες στα Χανιά. Το μέρος αυτό που στεγάζονται δεκάδες βιοτεχνίες λέγεται «Βερέκυνθος», ονομασία του βουνού όπου ζούσαν οι Ιδαίοι Δάκτυλοι, γιοι του Δία και προστάτες των τεχνών. Ο δεκάχρονος γιος μου μαθαίνει την τέχνη και θα συνεχίσει την παράδοση όπως του την διδάσκω…”
 Μια θήκη δερμάτινη με ραφή από σύρμα για την καθημερινότητα.

  Και τα κατσούνια που είναι για όλες τις χρήσεις συμπεριλαμβάνονται στα Κρητικά μαχαίρια.

Το κόκαλο από μπροστινό πόδι μοσχαριού είναι κατάλληλο για χειρολαβές, όπως και τα κέρατα τα οποία αφού τα ζεστάνουν πιέζονται και ισιώνουν.

Εικόνες από το κασιώτικο σπίτι

Ζωγραφισμένο ταβάνι

Βοτσαλωτό δάπεδο στην αυλή

Παρασκευή 28 Ιανουαρίου 2011

Σφυροχάμπιολο ή Θιαμπόλι

Το θιαμπόλι είναι βοσκίστικο όργανο. Γίνεται από χοντρό καλάμι πού 'χει στη μια μεριά κόντυλο. Από κει που του φυσούν και παίζει είναι καλάμι κομμένο ξυράφτικα (λοξά) και είναι στουμπωμένο με πείρο από σφάκα. Ο πείρος ταιριάζει καλά, και μόνο από την άκρα τση κοπής έχει μια πελεκιά κι αφήνει διάστεμα να μπαίνει η αναπνιά μέσα στο καλάμι. Ισα ποκάτω στη στενή αυτή τρύπα είναι ανοιγμένη στο καλάμι τρύπα τετράγωνη, πού 'χει το κάτω χείλι τση κοφτερά ξυσμένο, για να σφυρίζη ή φυσά περνώντας από κει. Από κει και κάτω έχει 5 τρύπες στρογγυλές το καλάμι και μια από πίσω που τη φράζει ο δάχτυλος τση δεξιάς χέρας. Και στον κόντυλο κάτω είναι μια μικρή τρύπα καμωμένη με το σουβλί. Το θιαμπόλι βγάνει σκοπό γλυκιό και λυπητερό και το παίζουν οι βοσκοί κατά τα βραδιάσματα, ώρα που γη και ουρανός γρινιάζουν.



ΔΕΙΤΕ ΤΟ  video ΠΑΤΩΝΤΑΣ ΕΔΩ

πηγή

Γιάννης κερνά και Γιάννης πίνει


Πρώτη εκδοχή: Ανάμεσα στα παλικάρια του Θ. Κολοκοτρώνη, ξεχώριζε ένας Τριπολιτσιώτης -ο Γιάννης Θυμιούλας- που είχε καταπληκτικές διαστάσεις:  Ήταν δυο μέτρα ψηλός παχύς και με το ένα του χέρι μπορούσε να σηκώσει άλογο. Ο Θυμιούλας έτρωγε στην καθισιά του ολόκληρο αρνί, αλλά και πάλι σηκωνόταν πεινασμένος. Έπινε όμως και πολύ. Παρόλα αυτά ήταν εξαιρετικά ευκίνητος, δε λογάριαζε τον κίνδυνο κι όταν έβγαινε στο πεδίο της μάχης, ο εχθρός μόνο που τον έβλεπε, έφευγε πάντα. Πολλοί καπεταναίοι, μάλιστα, όταν ήθελαν να κάνουν καμιά τολμηρή επιχείρηση, ζητούσαν από τον Κολοκοτρώνη να τους τον... δανείσει. Κάποτε ωστόσο, ο Θυμιούλας, μαζί με άλλους πέντε συντρόφους του, πολιορκήθηκαν στη σπηλιά ενός βουνού. Και η πολιορκία κράτησε κάπου τρεις μέρες. Στο διάστημα αυτό, είχαν τελειώσει τα λιγοστά τρόφιμα που είχαν μαζί τους οι αρματολοί και ο Θυμιούλας  άρχισε να υποφέρει αφάνταστα. Στο τέλος, βλέποντας ότι θα πέθαινε από την πείνα, αποφάσισε να κάνει μια ηρωική εξόρμηση, που ισοδυναμούσε με αυτοκτονία. Άρπαξε το χαντζάρι του, βγήκε από τη σπηλιά και με απίστευτη  ταχύτητα, άρχισε να τρέχει ανάμεσα στους πολιορκητές, χτυπώντας δεξιά  και αριστερά. Ο εχθρός σάστισε, τρόμαξε και το 'βαλε στα πόδια. Έτσι, γλίτωσαν όλοι τους. Ο Θυμιούλας κατέβηκε τότε σ' ένα ελληνικό χωριό, έσφαξε τρία αρνιά και τα σούβλισε. Ύστερα παράγγειλε και του έφεραν ένα «εικοσάρικο» βαρελάκι κρασί κι έπεσε με τα μούτρα στο φαγοπότι. Φυσικά, όποιος χριστιανός περνούσε από κει, τον φώναζε, για να τον κεράσει. Πάνω στην ώρα, έφτασε και ο Θ. Κολοκοτρώνης και ρώτησε να μάθει, τι συμβαίνει. - Γιάννης κερνά και Γιάννης πίνει! απάντησε ο Προεστός του χωριού. Και όπως λένε, αυτή η φράση, αν και παλιότερη, έμεινε από αυτό το περιστατικό.

Δεύτερη εκδοχή
Λέγεται ότι προέρχεται από εκείνους που κατακρίνανε την κυβέρνηση -την πολιτεία- της Εθνικής συνέλευσης των Ελλήνων, που έγινε στο Αργός στις 11/7 μέχρι τις 6/8/1829, η οποία «ευπειθώς καί ανεξετάστως εξετέλει τα θελήματα του Κυβερνήτου, γράφουσα ψηφίσματα προσχεδιασμένα εν τω γραφείο αυτού. (Χ.Τρικούπης ένθ. αν.). Και όπως γράφει παρακάτω: «Εξ απλής δε προέρχεται συμπτώσεως, ότι η παροιμία έχει το όνομα Γιάννης δηλονότι αυτό το του Κυβερνήτου Ιωάννου Καποδίστριου, διότι πιθανώς είναι παλαιοτέρα των χρόνων εκείνων». Παραπλήσια είναι η
αρχαία: «Αυτός αυτόν αυλεί» (Διογεν. 216 Μακάρ. 162 Αποστόλ. 338 Σουϊδ.λ.). Όμοιες και οι νεότερες: Ρωμουν. Mirancea Bimirancea Saplatesca = O Μιράντσης πίνει, ο Μιράντσης να πληρώνει (Zanne 8106) Βουλγάρ. Gani Cerpi, Gani pii = ο Γάνης κερνά, ο Γάνης πίνει (παρά Π.θ.
Τσίλλεφ).

πηγή

Πέμπτη 27 Ιανουαρίου 2011

Αμουλαρτός , χορός από τη Σαμοθράκη



Αντικριστός μικρασιάτικος χορός που συνήθως χορεύονταν από τους νέους
πηγή

Σταυρωτός, χορός από τη Σαμοθράκη

Σύρτης που σέρνει το χορό:
Οι Σταυρωτοί χοροί χαρακτηρίζονται από εναλλαγή αργού και γρήγορου ρυθμού. Ο Μ. Δραγούμης κατέγραψε δύο σταυρωτους με παρόμοια μελωδία απ' όπου συμπληρώσαμε τους στίχους. Κατά τον Κ. Στεργίου τα δίστιχα αυτά τα τραγουδούσαν οι παρέες των γυναικών όταν επεξεργαζόντουσαν το μαλλί.
πηγή

Τρίτη 25 Ιανουαρίου 2011

Στη Σαντορίνη , στις ρυμίδες και στις κάναβες...

Με τα μάτια ενός παιδιού

Συνέντευξη στη Μερόπη Παπαδοπούλου
Eνα ηλιόλουστο χειμωνιάτικο απομεσήμερο βρισκόμαστε καθισμένοι στον 8ο όροφο της «Καθημερινής», συντροφιά με τον κ. Αριστείδη Αλαφούζο. Μπροστά μας απλώνεται ένας ήρεμος, ακύμαντος Σαρωνικός, που σε προκαλεί για θαλασσινά ταξίδια. Eνα ταξίδι ξεκινήσαμε κι εμείς, αλλά ένα ταξίδι αλλιώτικο, σε μια θάλασσα ονειρική με μεταφορικό μέσο το καλοτάξιδο ιστιοφόρο των αναμνήσεων.
Γέννημα θρέμμα της Οίας, ο Σαντορινιός Αριστείδης Αλαφούζος, άνθρωπος της θάλασσας και των επιχειρήσεων, από τις σημαντικότερες προσωπικότητες του ελληνικού Tύπου σήμερα, καθώς μας ξεναγεί στην πατρίδα του, γίνεται πάλι ξέγνοιαστο αγοράκι που τρέχει στις ρυμίδες της Οίας και στους αμπελώνες, μεθάει με τη μυρωδιά του μούστου στις κάναβες της Φοινικιάς, ανοίγει τα ντουλάπια στο καπετανόσπιτο και αποθαυμάζει τις ευρωπαϊκές πορσελάνες και τα χρυσοστόλιστα γυαλικά.
«Γεννήθηκα στη Οία Θήρας το 1924, ένα χρόνο πριν από τη μεγάλη έκρηξη του ηφαιστείου που κατατρόμαξε τους γονείς μου και τους ανάγκασε να εγκατασταθούν στον Πειραιά. Oμως η Οία παρέμεινε για πάντα το σπίτι μου και είναι άρρηκτα δεμένη με τις αναμνήσεις των παιδικών μου χρόνων και της ζωής μου ολόκληρης.
Eνας άλλος κόσμος ήταν η Θήρα τού τότε, όσο κι αν εξωραΐζεται από τον ρομαντισμό των παιδικών μου εντυπώσεων.
Τα χρόνια της ιστιοφόρου ναυτιλίας, χρόνια ακμής, η Οία είχε μεγάλο πληθυσμό και πλούτο. Οι κάτοικοι ήταν ευκατάστατοι, έστελναν τα παιδιά τους στη Σύρο, σε γαλλικά σχολεία. Τετρακόσια ιστιοφόρα ήταν δεμένα στην Οία πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο. Οι δρόμοι της θάλασσας έφερναν πλούτο και πολιτισμό στα νησιά του Αρχιπελάγους, από την αρχαιότητα έως τον αιώνα μας και βέβαια και στη Σαντορίνη.
Οδησσός - Τριέστι (Τεργέστη) ήταν το δρομολόγιο των καραβιών τότε. Στη Μαύρη Θάλασσα τα καράβια ξεφόρτωναν στην Οδησσό το κρασί, οι Ρώσοι αγόραζαν τα σαντορινιά κρασιά. Κατόπιν φόρτωναν στάρι και το πήγαιναν στο Τριέστι, στην Αδριατική, κι από τη Σλοβενία φόρτωναν ξυλεία που την πήγαιναν στη Σαντορίνη για να φτιαχτούν τα βαρέλια που θα φιλοξενούσαν το πολύτιμο κρασί, την κινητήριο δύναμη αυτού του εμπορίου.

Η Οία ήταν ο οικισμός της ναυτιλίας, σε αντίθεση με τα Φηρά, όπου ζούσαν έμποροι, δημόσιοι υπάλληλοι, οι καθολικοί του νησιού και ο επίσκοπός τους. Αλλη κοινωνία, πιο αστική. Στην Οία, λοιπόν, πάνω στη Χώρα, ζούσαν οι καραβοκύρηδες και οι καπεταναίοι. Σε σπίτια τόσο όμορφα που δεν μπορείτε να φανταστείτε. Στην Αθήνα δεν υπήρχαν τέτοια σπίτια... Διώροφα, άνετα, με θέα, με αυλές... Aσε τα λεπτοδουλεμένα έπιπλα, τους περίτεχνους καθρέφτες, τις φίνες πορσελάνες και τα γυαλικά, τα ποτήρια με τον διάκοσμο από αληθινό χρυσό, όλα όσα κουβαλούσαν οι καπεταναίοι από τα ταξίδια τους από τη Μασσαλία, την Τεργέστη, τη Μαύρη Θάλασσα, από τον κόσμο όλο. Θυμάμαι ένα καλοκαίρι, που πήγαμε από τον Πειραιά στην Οία κι ανοίξαμε το σπίτι. Είχα συνηθίσει ήδη άλλη ζωή στον Πειραιά, πιο αστική, πιο μετρημένη. Ξάφνου ανοίξαμε ένα μεγάλο ντουλάπι, όπου φύλαγε η μητέρα τα σερβίτσια και τα γυαλικά, φίνα και χρυσοστόλιστα. Τα παιδικά μου μάτια θαμπώθηκαν: «Είμαστε πλούσιοι!», είπα στη μητέρα μου κι αυτή γέλασε.
Πρέπει να πω ότι όταν φύγαμε από την Οία, η μητέρα μου δεν πήρε αυτή την οικοσκευή μαζί της στον Πειραιά. Θεωρούσε ότι δεν ταίριαζαν στη ζωή του Πειραιά, η θέση τους ήταν στην Οία, ανήκαν στο παλιό καπετανόσπιτο. Και είχε δίκιο. Δυστυχώς, επί Κατοχής το σπίτι το επίταξαν οι ιταλικές δυνάμεις, το έκαναν στρατιωτική εγκατάσταση, οι πορσελάνες και τα γυαλικά της μητέρας σκόρπισαν, καταστράφηκαν... Στο τέλος ξήλωσαν τα ξύλινα πατώματα και τα έκαψαν. Ο τρομερός σεισμός του '56 τα αποτέλειωσε όλα...
Να ξαναγυρίσουμε όμως στα αμπέλια. Oλοι αυτοί οι νοικοκυραίοι, μικροί και μεγάλοι, άλλος λιγότερο άλλος περισσότερο, είχαν τα αμπέλια τους, ενώ στην κοντινή Φοινικιά είχαν τις κάναβες. Τα πληρώματα των καραβιών, οι ναυτικοί, κατοικούσαν στη Θηρασιά κυρίως, όπου κι εκείνοι είχαν εκεί τα αμπελάκια τους.
Στη Φοινικιά ζούσαν οι αγρότες που φρόντιζαν τα αμπέλια και στον Περίβολα οι αγωγιάτες που είχαν τα ζώα, τα άλογα, τα μουλάρια, τα γαϊδουράκια, δηλαδή τα μεταφορικά μέσα του νησιού. Υπήρχαν πάρα πολλά υποζύγια στη Σαντορίνη τότε, και πλήρες οδικό δίκτυο με καλοστρωμένα καλντερίμια. Οι περισσότεροι κυκλοφορούσαν με τα μουλάρια. Οι ευκατάστατοι είχαν άλογο, οι κυρίες και οι ηλικιωμένοι προτιμούσαν τα πιο καλόβολα γαϊδουράκια. Θυμάμαι πάντα τον παππού μου με το γαϊδουράκι του, θυμάμαι καλοντυμένες κυρίες καθισμένες κι αυτές στα γαϊδουράκια τους που τα είχαν περιποιημένα, με σαμάρια ντυμένα με μαλακό ύφασμα, ολοστόλιστα κι ο αγωγιάτης να τις οδηγεί...»



Τα αμπέλια

«Oλος ο δρόμος από την Οία μέχρι τα Φηρά ήταν καλντερίμι. Oταν περπατούσες σ' αυτό, στο βόρειο μέρος έβλεπες έναν καταπράσινο τάπητα! Hταν όλο καλλιεργημένο. Κυρίως αμπέλια. Τα αμπέλια ήταν πολύ σημαντικά για τους Σαντορινιούς, ήταν η ζωή τους. Τα καράβια και τα αμπέλια.Εμένα ο πατέρας μου ήταν καπετάνιος, δεν είχε καράβια. Oμως η οικογένεια είχε αμπέλια στην περιοχή και την παλιά κάναβα στη Φοινικιά, δίπλα στην Αγία Ματρόνα. Ο παππούς μου εκ μητρός έκανε εξαγωγή κρασιού στη Γαλλία. Ο ξάδελφος του πατέρα μου, Μιχαήλ Αλαφούζος, έκανε κρασιά που εξάγονταν στη Ρωσία και μετά την Επανάσταση, όταν έκλεισε η εκεί αγορά, έκανε εξαγωγές στη Γαλλία. Μάλιστα το κρασί του είχε πάρει χρυσό μετάλλιο στην τελετή εγκαινίων της Διώρυγας του Παναμά. Οι νοικοκυραίοι της Οίας, που ήσαν ταυτοχρόνως γαιοκτήμονες και θαλασσινοί, είχαν αμπέλια και έκαναν κρασιά· οι εξαγωγές κρασιών, μάλιστα κράτησαν έως και τη δεκαετία του 1930».
( Εδώ θα ανοίξουμε μια παρένθεση να πούμε πως η οικογένεια Αλαφούζου ποτέ δεν απομακρύνθηκε από το αμπέλι και την παραγωγή οίνου, για προσωπική και όχι εμπορική χρήση. Oσο κι αν από σεμνότητα ο κ. Αριστείδης Αλαφούζος δεν θέλει να το αναφέρει, η οικογένεια οινοποιεί ένα εξαιρετικό κλασικό σαντορινιό κρασί, το «μπρούσκο» όπως το λέει ο ίδιος, ένα ξεχωριστό θηραϊκό Sherry, καθώς και ένα κλασικό Bινσάντο. Επίσης ο γιος του ο Γιάννης ασχολείται με πάθος, σε μια προσπάθεια να διασωθούν οι γηγενείς ποικιλίες και να δώσουν κρασιά με μοναδική προσωπικότητα.

«Hταν σοβαρή υπόθεση τότε η καλλιέργεια του αμπελιού. Και η βεντέμα, δηλαδή ο τρύγος όπως τον λένε οι Σαντορινιοί, ήταν η μεγαλύτερη γιορτή του νησιού! Είχε συσταθεί μια επιτροπή γαιοκτημόνων που συνεδρίαζε και αποφάσιζε πότε θα γινόταν η βεντέμα σ' ολόκληρη τη Σαντορίνη. Κατά κανόνα άρχιζαν από τα νότια και συνέχιζαν προς βορράν. Τρυγούσαν δε όλοι μαζί στην κάθε περιοχή, την ίδια μέρα. Η βεντέμα κρατούσε μια εβδομάδα συνήθως. Στους αμπελώνες των μεγαλοκτηματιών η βεντέμα μπορεί να κρατούσε και δύο εβδομάδες.
Το θέαμα ήταν καταπληκτικό. Θυμάμαι με νοσταλγία τις βόλτες που έκανα παιδάκι στους τρύγους καθισμένος ανάμεσα στα γεμάτα κοφίνια. Καταπράσινος ο τόπος και εκατοντάδες άνθρωποι να τρυγούν με γέλια και να τραγουδούν με την χαρακτηριστική τοπική προφορά. Μια ατέλειωτη γιορτή! Eνα πανηγύρι! Το λέω και συγκινούμαι από την ομορφιά της ανάμνησης...
Ο ιδιοκτήτης των αμπελιών είχε και την κάναβα, το οινοποιείο. Ορθάνοιχτες οι πόρτες τους από το πρωί, για να μπαίνουν μέσα τα ζώα φορτωμένα με τα κοφίνια τα σταφύλια
Ανέβαιναν οι εργάτες από μια λοξή ακουμπισμένη σανίδα κι άδειαζαν τα κοφίνια: στο πατητήρι για τα μαύρα οι μαύρες ποικιλίες, στο πατητήρι για τα άσπρα, οι άσπρες. Δυόμισι μέτρα ύψος έφτανε ο σωρός των σταφυλιών!
Hταν διασκέδαση το πάτημα! Eπιναν και τραγουδούσαν! Κι όταν ο μούστος έρρεε στο ληνό, τον έπαιρναν με τις «σίγλες» και τον έριχναν στα βαρέλια.
Το μεσημέρι, ο ιδιοκτήτης είχε φροντίσει για το φαγητό. Μεγάλα καζάνια με μπακαλιάρο πλακί και χοιρινό με πατάτες. Σε μεγάλα εμαγιέ πιάτα, σαν μικρές λεκάνες, σερβιριζόταν το φαγητό που θα πήγαινε στα αμπέλια να φάνε επί τόπου οι τρυγητές, που συνήθως ήταν γυναίκες. Οι υπόλοιποι που δούλευαν στο πατητήρι στην κάναβα έτρωγαν εκεί, όλοι μαζί, σ' ένα μεγάλο τραπέζι.
Απ' όσο θυμάμαι, δύο τύποι κρασιού φτιάχνονταν κυρίως εκείνα τα χρόνια. Το «μπρούσκο» και το Bινσάντο. Τρυγούσαν υπερώριμα τα σταφύλια κι όταν έφταναν στην κάναβα ο ιδιοκτήτης αποφάσιζε: τόσα στην ταράτσα για να λιαστούν και να δώσουν το Bινσάντο, τόσα στο πατητήρι για το μπρούσκο. Hταν ουσιαστικά τα ίδια σταφύλια, Aσύρτικο κυρίως, και λιγότερο Aθήρι και Aηδάνι, καθώς και Mαντηλαριά. Απλώς τα οινοποιούσαν διαφορετικά κι έτσι είχαν ένα γλυκό λιαστό κρασί για εξαγωγές και για την εκκλησία, κι ένα μπρούσκο για καθημερινή χρήση. Από τα τσάμπουρα με απόσταξη έβγαζαν την τσικουδιά.
Oταν ο τρύγος και το πάτημα τελείωνε, καθαριζόταν η κάναβα με σχολαστικότητα, ασβεστωνόταν και έμπαιναν παντού τενεκέδες με θειάφι που τους άναβαν κι έκλειναν ερμητικά τις πόρτες. Κανείς δεν έμπαινε μέσα για πολλές μέρες. Ετσι γινόταν η απολύμανση του χώρου. Και μετά έπρεπε να βγάλεις τα παπούτσια σου για να μπεις μέσα. Επιβαλλόταν αυστηρή καθαριότητα στην παραγωγή του κρασιού.»





«Οι Σαντορινιοί φύτευαν στους φράχτες των αμπελιών συκιές. Καλλιεργούσαν επίσης λίγο κριθάρι, ντοματάκι και αρακά - φάβα. Είχαν λίγες κότες και απαραιτήτως μία κατσίκα. Eφτιαχναν λοιπόν κρίθινες κουλούρες από το κριθάρι και λίγα χλωρά τυριά από το κατσικίσιο γάλα. Εφτιαχναν πετιμέζι από τον μούστο, ξέραιναν σύκα, ντομάτες, σταφίδες. Κάθε Σεπτέμβρη μετά τον τρύγο δούλευαν τα «φουρνιά» όπου φούρνιζαν τα αποξηραμένα σύκα, ντομάτες και σταφίδες για να τα αποστειρώσουν.
Eτσι έφτιαχναν τις «κουμπάνιες» τους για να περάσουν το χειμώνα. Προσπαθούσαν να είναι αυτάρκεις με τα τοπικά τους προϊόντα γιατί οι κακοκαιρίες έκαναν πολύ συχνά αδύνατη την επικοινωνία με άλλους τόπους, που φυσικά γινόταν μόνο διά θαλάσσης.
Αυτές οι κακοκαιρίες και οι θαλασσοταραχές είναι και η αιτία των παρά πολλών εκκλησιών της Οίας. Oλες οι οικογένειες είχαν ανθρώπους στα καράβια. Εξαιτίας του καιρού έκαναν μήνες ατέλειωτους να φανούν στο νησί και στα σπίτια τους. Παρηγοριά έβρισκαν όλοι στους Aγιους και στις εκκλησίες. Κάθε οικογένεια είχε κι ένα δικό της προστάτη Aγιο. Και το καλοκαίρι όταν όλα ηρεμούσαν γίνονταν σχεδόν καθημερινά πανηγύρια!»

Η γλαφυρή αφήγηση του κ. Αριστείδη Αλαφούζου μας μετέφερε σε μια Σαντορίνη αλλοτινών καιρών με την πατίνα των αναμνήσεων. «Oχι ότι δεν υπήρχε δυστυχία και τότε», τονίζει κάποια στιγμή ο κ. Αλαφούζος, «αλλά από τις παιδικές μνήμες μόνο τα καλά απομένουν...»
Oσο για μας, ξεφύγαμε για λίγο από την καθημερινότητα, γέμισε η ψυχή μας με τις εικόνες και τα τραγούδια των τρυγητάδων, κεραστήκαμε γλυκό του κουταλιού στα υπέροχα πορσελάνινα σερβίτσια των καπετανόσπιτων της Οίας και ήπιαμε δροσερό νερό και Bινσάντο στα χρυσοποίκιλτα ποτήρια.
Ανασάναμε τη μυρωδιά στις παλιές κάναβες και τσουγκρίσαμε τα ποτήρια με το θεϊκό Bινσάντο και το μοναδικό μπρούσκο. Κουνήσαμε μαντήλια στα ιστιοφόρα που έφευγαν και ευχηθήκαμε να γυρίζουν πάντα ασφαλή στο λιμάνι τους. Και φεύγοντας ρωτήσαμε τον κ. Αριστείδη Αλαφούζο τι σημαίνει γι' αυτόν η Σαντορίνη:
«Μα την αγαπώ! Και θέλω με κάθε ευκαιρία να γυρίζω εκεί και να περπατάω στις ρυμίδες της. Και το κάνω!»

Ρυμίδες=τα δρομάκια
Σίγλες=κουβάδες
Κουμπάνιες= αποθηκευμένες προμήθειες για το χειμώνα
Φουρνιά=οι εξωτερικοί ξυλόφουρνοι

πηγή

Δευτέρα 24 Ιανουαρίου 2011

Κανονάκι


Το κανονάκι είναι τραπεζοειδές νυκτό έγχορδο. Κατασκευάζεται κυρίως από σφενδάμι, μαόνι και πλάτανο. Έχει μεταλλικούς κινητούς καβαλάρηδες (μαντάλια), τα οποία με το ανέβασμα ή το κατέβασμα τους υψώνουν ή χαμηλώνουν το ύψος των διαφόρων φθόγγων. Είχε εντέρινες χορδές οι οποίες τα τελευταία χρόνια αντικατασταθηκαν με πλαστικές χορδές όπως στα περισσότερα μουσικά όργανα.


Παίζεται με τα δάχτυλα ή με δύο πλαστικές ή κοκκάλινες πέννες που περνιούνται στα δάχτυλα με δαχτυλήθρες. Είναι όργανο κλειστού χώρου και ως εκ τούτου χρησιμοποιήθηκε για αρκετά χρόνια στις θρησκευτικές μουσικές πολλών χωρών όπως στην Ελλάδα με την ονομασία ψαλτήρι και στις χώρες της Ασίας και Αφρικής με το όνομα Κάνον και Κανούν.

Θεωρείται το καταλληλότερο μουσικό όργανο για μελέτη και κατανόηση της Ανατολικής Μουσικής (ήχοι και Μακάμ) και επάνω του κουρδίζονται και συγχρονίζονται (πατάνε) τα υπόλοιπα όργανα της ορχήστρας κάτι δηλαδή σαν το πιάνο της Δυτικής μουσικής.

Το ιδιαίτερο του ηχόχρωμα και οι ανεξάντλητες δυνατότητες του βοήθησαν στην εξάπλωση του και σήμερα ομορφαίνει τις μουσικές όλου του κόσμου
πηγή

Δείτε πως κατασκευάζεται




και ταξιδέψτε με τους ήχους του...

Αυτός ο τόπος ο μικρός, ο μέγας ...

Αυτός ο τόπος ..., ο μικρός ,ο μέγας...κρύβει άπειρους θησαυρούς!!! 
Δεν χρειάζεται να ψάξεις πολύ για να τους βρεις!
Κάθε σου βλέμμα ,σε ταξιδεύει σε καιρούς αλλοτινούς... κάθε ματιά κι ένας μικρός θησαυρός...!

Περπάτησα σε γραφικά στενά και συνάντησα βυζαντινά οικόσημα ,  σπίτια με σταυροθόλια, υπόσκαφα σπιτάκια σκαμμένα μέσα την τέφρα που κάθε γωνιά τους είναι κι ένα μικρό έργο τέχνης ,κεντήματα με μοτίβα που σε γυρίζουν αιώνες πίσω, γεύσεις που μένουν και μια ντοπιολαλιά γεμάτη μουσική...! Θαρρείς πως κάποια λόγια γίνονται γλυκειά μελωδία και ντύνουν συντροφικά την καλαισθησία των γραφικών στενών...!

Μικρά καθημερινά αντικείμενα , που καθένα απ΄αυτα κρύβει μια ολόκληρη ιστορία, μοιάζουν με πινελιές σε πίνακες. Τα μάτια μου συναντούν το πάντρεμα της λαξευτής πέτρας με το κοφτό κέντημα σ΄ένα μικρό παραθυράκι , τα ζωγραφιστά παραθυρόφυλλα ,τα σκαλιστά έπιπλα με τις δαντέλες  και σκέφτομαι πως η ζωή κάποιων απλών ανθρώπων συμπορεύεται με την τέχνη και την δημιουργία και παίρνει άλλο νόημα...
Και ποιος δεν έχει τέτοιες μνήμες...! Όλο και κάποια γιαγιά θα μας κράτησε συντροφιά με τις διηγήσεις της, δημιουργώντας το δικό της έργο τέχνης!

Αναρωτιέμαι τι συνέβει ξαφνικά και χάθηκαν όλα αυτά απ΄τη ζωή μας...
Άθελα μου κάνω τη σύγκριση. Φέρνω στο νου μου τα σύγχρονα σπίτια και συναντώ όγκους ,τσιμέντο ,γκρίζο, κάγκελα που θυμίζουν φυλακές, τραπέζια χωρίς κεντήματα, έπιπλα που μοιάζουν με ξύλινα κουτιά χωρίς ίχνος ανθρώπινης δημιουργίας , πίνακες ζωγραφικής που αναζητάς το θέμα τους... και μέσα σ΄όλα αυτά άνθρωποι που λειτουργούν σαν καλοφτιαγμένες "ευρωπαικές" μηχανές.

Πόσα έβλεπε αλήθεια εκείνος ο βλογημένος ο κυρ-Φώτης ο Κόντογλου...!

Σας στέλνω την καλημέρα μου μαζί με τούτες τις λίγες σκέψεις και σας αφήνω να προσθέσετε εσείς τα συμπεράσματα , βάζοντας πολλές πινελιές στην δική σας καθημερινότητα!
Να έχετε μία πραγματικά όμορφη μέρα!

Τετάρτη 19 Ιανουαρίου 2011

Ικαριώτικες ρίβες

Μέρος της παράδοσης της Ικαρίας αποτελούν οι ρίβες. Πρόκειται για πολύστιχα ποιήματα με ομοιοκατάληκτο στίχο, (συνήθως η ομοιοκαταληξία γίνεται ανά δίστιχο), που αφηγούνται, σχολιάζουν ή σατιρίζουν συμβάντα της καθημερινότητας, πρόσωπα ή καταστάσεις. Παραδίδονται κατά κανόνα γραπτά και όχι προφορικά από στόμα σε στόμα. Τις ρίβες τις γράφουν οι «ποιηταράδες» ή «ριβατζίδες», οι οποίοι είναι συνήθως απλοί καθημερινοί άνθρωποι, προικισμένοι όμως με το χάρισμα να συνθέτουν σιίχους έξυπνα και γρήγορα. Στην Ικαρία δεν συνηθίζεται η επικοινωνία στα γλέντια με δίστιχα, (όπως π.χ. στην Κρήτη με τις μαντινάδες), υπάρχει όμως ένας άλλος τρόπος επικοινωνίας με τις ρίβες. Όταν κάποιος αντιληφθεί ή δει κάτι αξιοπερίεργο ή ενοχλητικό, γράφει μια ρίβα, που αναφέρεται σ' αυτό, με κοροϊδευτική διάθεση συνήθως, και την τοιχοκολλάει σε κάποιο καφενείο, ταβέρνα ή σε κάποιο εμφανές σημείο στο χωριό, έτσι ώστε να το διαβάσουν όσο το δυνατόν περισσότεροι. Φροντίζει πάντως την ώρα που θα το κάνει να μην είναι πολλοί παρόντες για να μη μαθευτεί ποιος έγραψε τη ρίβα, πράγμα που φυσικά αργά ή γρήγορο μαθεύεται. Τέτοιου είδους «κοινοποιήσεις» γίνονται ακόμα και σήμερα.

Εκτός από τις σατιρικές ρίβες υπάρχουν αυτές που έχουν περιεχόμενο ιστορικό, θρησκευτικό, ερωτικό κλπ., που είναι παλιότερες, γραμμένες από άγνωστους ποιητές, οι οποίες ίσως να είναι οι ικαριώτικες παραλλαγές λαικών τραγουδιών, που συναντάμε σε όλη την Ελλάδα (Ακριτικά, παραλογές κλπ.). Τέτοια ποιήματα υπάρχουν στο βιβλίο του Αλέξη Πουλιανού «Λαϊκό Τραγούδια της Ικαρίας».
 
πηγή

Τρίτη 18 Ιανουαρίου 2011

Ο πάλαι «Γέρανος» της Δήλου και νυν «Αγέρανος» της Πάρου…

Γράφει η Μαρία Ξεφτέρη,
του τμήματος Φιλολογίας της Φιλοσοφικής σχολής Αθηνών

   
Δώρο των Μουσών και των θεών, του Απόλλωνα και του Διονύσου, ήταν, κατά τον Πλάτωνα, η αρμονία και ο ρυθμός. Έμπνευση ηρώων και ημιθέων της ιστορίας και της μυθολογίας, δημιούργημα των θεών, ο χορός, η όρχηση, αιτιολογούσε την παρουσία του στη θρησκευτική και λατρευτική ζωή των αρχαίων προγόνων μας. Οι θεοί απεκάλυπταν σε λίγους εκλεκτούς την τέχνη αυτή, οι οποίοι με τη σειρά τους τη δίδασκαν στους συνανθρώπους τους.Δεν έπαυε, όμως, ο χορός ν’ αποτελεί την απόρροια της επιθυμίας των ανθρώπων να κινήσουν το σώμα τους και να εκφράσουν τα συναισθήματά τους, την ψυχική τους ευφορία, ακόμα και μετά από κατανάλωση αρκετής ποσότητας οίνου, σύμφωνα με ορισμένους αρχαίους συγγραφείς.
Ο χορός στην Αρχαία Ελλάδα ανήκε στο τρίπτυχο της «τέχνης των Μουσών» ή της «Μουσικής»: μουσική – ποίηση – χορός και αποτελούσε σπουδαίο παιδαγωγικό μέσο καλλιέργειας της ψυχής και όλων των ευγενών συναισθημάτων, καθώς και μέσο ανάδειξης της ωραιότητας του ανθρώπινου σώματος. Ήταν, όμως, και το κυριότερο μέσο στρατιωτικής προετοιμασίας για τη δημιουργία πολεμιστών, των οποίων οι κινήσεις πάνω στη μάχη θα έπρεπε να διακρίνονται από ακρίβεια, ρυθμό, τάξη και πειθαρχία, χαρακτηριστικά δηλαδή της χορευτικής αγωγής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, άλλωστε, αυτής της εκπαιδευτικής σημασίας  του χορού είναι «το καρυατίζειν», ένα είδος όρχησης με καταγωγή τις Καρυές της Λακωνίας, το οποίο διδάχτηκαν οι Λακεδαιμόνιοι από τον Κάστορα και Πολυδεύκη, όπου οι κινήσεις και τα βήματα των πολεμιστών ρυθμίζονταν από τον ήχο του αυλού, ο οποίος έδινε το πρώτο σύνθημα για τη μάχη.

Η συνηθέστερη κατηγοριοποίηση των χορών στην αρχαία Ελλάδα, σύμφωνα με τον Γεώργιο Ρούμπη, δημιουργεί το δίπολο των πολεμικών και των ειρηνικών χορών. Στους  ειρηνικούς χορούς, και δη τους θρησκευτικούς, οι οποίοι χαρακτηρίζονταν για την ηρεμία και  τη σοβαρότητά τους, κατά την τέλεση των οποίων οι χορευτές έρχονταν σε ιερή έκσταση, πιστεύοντας ότι ταυτίζονται με το πνεύμα της λατρευόμενης θεότητας, ανήκε και ο «Γέρανος», όπου χορευόταν στη Δήλο. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο (Βίος Θησέα), η δημιουργία και εκτέλεση αυτού του χορού απεδίδετο στον Θησέα, ο οποίος αφού σκότωσε τον Μινώταυρο με τη βοήθεια της Αριάδνης, έκανε ένα σταθμό στη Δήλο, γυρίζοντας πίσω στην πατρίδα του.
Αφού έστησε ένα ομοίωμα της Αφροδίτης, που του το είχε δώσει η Αριάδνη, χόρεψε μαζί με
τους νέους και τις νέες, που είχε σώσει από τον Μινώταυρο, έναν χορό που περιελάμβανε κυματισμούς, αναδιπλώσεις, αναπτύξεις και ελικοειδείς στροφές, σε ανάμνηση των περιπετειών του στην Κρήτη. Οι σχηματισμοί αυτοί θα μπορούσαν να θεωρηθούν σαν μια μίμηση των πολύπλοκων στοών («των περιόδων και διεξόδων») του λαβύρινθου της Κνωσού και των κινήσεων του Θησέα μέσα σ’ αυτόν. Ο Πλούταρχος, επίσης, αναφέρει ότι ακόμα και στις μέρες του (1ος-2ος αιώνας μ.Χ.) οι κάτοικοι της Δήλου εξακολουθούσαν να χορεύουν τον Γέρανο. Το αγγείο του Φρανσουά μάλιστα, ένας αττικός κρατήρας του 570 π.Χ., παριστάνει την επιστροφή του Θησέα και τον χορό των 14 νέων και νεανίδων, που τοποθετημένοι εναλλάξ  και πιασμένοι απ’ τα χέρια, φορώντας εορταστικά ενδύματα, χόρευαν τον Γέρανο.
Κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους, ο χορός διασπάστηκε από το προαναφερόμενο τρίπτυχο, αποκτώντας περισσότερο ψυχαγωγικό χαρακτήρα, με κύρια χαρακτηριστικά την  «παντομίμα» και τους χορευτές - μίμους. Στα Βυζαντινά χρόνια πάλι, η εκκλησία κράτησε μια εχθρική στάση απέναντι στους ρωμαϊκούς χορούς, ενώ αντιπροσωπευτικοί χοροί της εποχής ήταν οι «κύκλιοι», όπως ο «συρτός», ο «Πυρρίχιος» (αρχαίος πολεμικός χορός), ο «Σάξιμος» και ο «Γέρανος». Για τον Γέρανο, ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, αναφέρει ότι ίσως πήρε το όνομά του από τους σχηματισμούς των χορευτών, που έμοιαζαν με τους σχηματισμούς των γερανών  (πουλιών), όταν αντιμετώπιζαν ξαφνική καταιγίδα. Την ίδια ερμηνεία δίνει και ο παριανός συγγραφέας Εμμανουήλ Σαγκριώτης.
Στην Πάρο των Κυκλάδων μας, ένας χαρακτηριστικός χορός είναι ο «Αγέρανος», αναβίωση του παλαιότερου μεικτού χορού της αρχαιότητας, όπως αναφέρει η Κυριακή Ραγκούση – Κοντογιώργου. Κατά τις ανασκαφές του Δηλίου στην Πάρο, σύμφωνα με ανακοίνωση της αρχαιολόγου – μουσικολόγου, Ζώζης Παπαδοπούλου, βρέθηκε κεραμικό πλακίδιο της γεωμετρικής περιόδου, στο οποίο εικονίζονται άνδρες γυμνοί ορχούμενοι τον αγέρανο.
Με τον παριανό χορό ασχολήθηκαν αξιόλογοι περιηγητές, μελετητές, συγγραφείς, αρχαιολόγοι, μουσικολόγοι κ.λπ. Ο Choiseul Gouffier ονόμαζε τον παριανό χορό «Romeca», ενώ τον συνέδεε με τους αρχαίους χορούς. Όσον αφορά τον όρο «Romeca», η Αλεξάνδρα Βουτυρά, σε διάλεξή της με θέμα «Η απεικόνιση του χορού από τους Ευρωπαίους Περιηγητές του 18ου και 19ου αιώνα», υποστήριξε ότι τα «Ρωμαίϊκα» είναι παραλλαγές του συρτού και ονομάστηκε έτσι απ’ το εξής γεγονός: κάθε περιηγητής που ερχόταν στην Ελλάδα είχε μαζί του ένα Τούρκικο Φιρμάνι για να του επιτρέπουν την εύκολη μετακίνηση και έναν Δραγουμάνο διότι δεν ήξερε τη γλώσσα. Όταν ο περιηγητής ρωτούσε: «Τι χορεύουν εδώ;» είναι πιθανόν ότι θα απαντούσε ότι χορεύουν «Ρωμαίϊκα», χαρακτηρίζοντας την εθνικότητα του χορού και όχι το είδος του. Ο όρος, εξάλλου, δεν απαντάται σε Έλληνες συγγραφείς, κατά τον Άλκη Ράφτη. Κατά τον Γεώργιο Ρούμπη, τα «Ρωμαίϊκα» δεν είναι παραλλαγές του συρτού χορού, αλλά διαφορετικά είδη του, καθώς ο συρτός παρουσιάζει παραλλαγές σ’ όλη την Ελλάδα, αλλά πάνω απ’ όλα είναι μεικτός, σε αντίθεση με τις περιγραφές και τις απεικονίσεις ορισμένων περιηγητών για τον συγκεκριμένο χορό.
Ο Γάλλος περιηγητής του 18ου αιώνα, Pierre Augustin de Guys, έδωσε μια ακριβή  περιγραφή του χορού αυτού: «Η κορυφαία πιάνει ένα αγόρι από το χέρι απλώνοντάς του μαντήλι, κι ενώ το ζευγάρι κρατάει το μαντήλι από τις δύο άκρες, οι άλλοι χορευτές και χορεύτριες, ολόκληρη σειρά, περνούν και ξαναπερνούν ανάμεσά τους σκύβοντας κάτω απ’ το μαντήλι. Στην αρχή ο χορός κινείται αργά και γύρω – γύρω. Ύστερα η κορυφαία κάνοντας διάφορα τριγυρίσματα οδηγεί το χορό γύρω της. Η τέχνη της είναι να αποσπασθεί από τη σειρά και να ξαναφανεί ξαφνικά στην κορυφή του χορού με τους πολλούς ομόκεντρους γύρους ανεμίζοντας θριαμβευτικά το μαντήλι».
Ο Γερμανός J.H. Riedesel, γύρω στα 1768, σημειώνει ότι οι Παριανές θεωρούνται οι καλύτερες χορεύτριες του Αιγαίου, κυρίως στο «Ρωμαίικο» ελληνικό χορό, που είναι πολύ ευγενικός. Ο Φαίδων Κουκουλές, βυζαντινολόγος και ακαδημαϊκός, περιγράφει τον αγέρανο σαν είδος κυκλικού χορού, με πολλούς ελιγμούς. Κατά τον χορό αυτό, ψάλλεται ένα ειδικό άσμα, ο «αγέρανος», κατά τη διάρκεια του οποίου οι χορευτές, με αργό ρυθμό, κάνουν τρία βήματα προς τα δεξιά και ένα, έπειτα, προς τα αριστερά. Οι χορευτές περιφέρονται, ενώ ο καθένας στηρίζει τα χέρια του στον ώμο του συγχορευτή του και ίσως αυτό να είναι «το των αρχαίων ‘έκαστος υφ’ εκάστου’». Σημειώνει, επίσης, ο Φαίδων Κουκουλές ότι υπάρχει και διαφορετικός τρόπος «του χορεύειν» τον αγέρανο, κατά τη διάρκεια των Απόκρεων, ο οποίος δεν είναι τελείως κυκλικός, ενώ οι χορευτές κρατούν χιαστί τα χέρια τους. Ο χορός αυτός στην Ήπειρο ονομάζεται «γεράνι», στον Πόντο «αερανός», ενώ στην Σπάρτη και την Λάρισα «γέρανος».
Η Δώρα Στράτου αναφέρει τα εξής για τον αγέρανο της Πάρου: «ένα ζευγάρι στέκεται σε μια μεριά και γύρω του αρχίζουν να προστίθενται τα υπόλοιπα. Όταν κουλουριάσει, αρχίζει το ξεκουλούριασμα από το ζευγάρι που βρίσκεται απ’ έξω. Συνήθως τραγουδιέται και χορεύεται χωρίς μουσική υπόκρουση. Οι χορευτές πιάνονται από τους ώμους, τα βήματα πάνε αργά στο πρώτο μέρος της μουσικής, ενώ στο δεύτερο γίνονται πηδηχτά και ταχύτερα». Σ’ αυτό το σημείο παρατίθενται οι στίχοι του Αγέρανου της Πάρου, όπως καταγράφτηκαν σε εκτέλεση από όμιλο γυναικών, χωρίς μουσική υπόκρουση. Η κορυφαία του χορού ξεκινά να τραγουδά κάθε δίστιχο, ενώ ο υπόλοιπος όμιλος των γυναικών επαναλαμβάνει μετά από αυτήν τα ίδια λόγια. Το ρεφραίν έχει γρηγορότερο ρυθμό και επαναλαμβάνεται 2 φορές.

Άρχισε γλώσσα μου άρχισε
τραγούδια ν’ αραδιάζεις
και την καλή παρέα μας
να την διασκεδάζεις.
Τούτη η γη που την πατούμε
όλοι μέσα θε να μπούμε.
Και το αηδόνι που λαλεί
στην πέρα πρασινάδα
και λέει τα τραγούδια του
με τόση νοστιμάδα.
Να’ μουνα στην γης βελόνι
να πατάς να σ’ αγκυλώνει.
Αυτό το αχ δεν το’ ξερα
πότες να το φωνάξω
και τώρα δεν περνά στιγμή
να μην αναστενάξω.
Άχου βάχου μέρα νύχτα
μ’ έφαγε ο καημός και η πίκρα.
Παναγιά μου από την Πάρο
κείνον που αγαπώ θα πάρω.
Παναγιά μου από την Τήνο
μήνυσέ μου τι θα γίνω.

Αυτά τα ολίγα για τον Αγέρανο της Πάρου και τις απαρχές του στον αρχαίο θρησκευτικό χορό, Γέρανο, εμπνευσμένο από τον ήρωα Θησέα. Για ακόμη μια φορά συνειδητοποιούμε τον μαγικό αυτό δεσμό που ενώνει το αρχαίο ελληνικό πνεύμα με την γνήσια και ατόφια νεοελληνική ψυχή και τις εκφάνσεις της. Και όλα αυτά περνοδιαβαίνουν μέσα στο χωρόχρονο: αρχαία Ελλάδα στους γεωμετρικούς, αρχαϊκούς, κλασικούς και ελληνιστικούς της χρόνους, Βυζάντιο, Νεώτερη Ελλάδα…

Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «ΟΙ ΝΑΞΙΟΙ» τεύχος 14

πηγή
πηγή εικόνας

Ταξιδεύοντας με το παρακάθʼ (Μέρος Δεύτερο)

Γράφει ο Νίκος Ξενιτόπουλος

Στο πρώτο μέρος έγραψα για την παρέα και ποια χαρακτηριστικά πρέπει να έχει σε ένα παρακάθ’. Στο δεύτερο αυτό μέρος, θα μπούμε στο κυρίως μέρος του παρακαθιού, που δεν είναι άλλο από τη μουσική και το τραγούδι.

Ο λυράρης μας παίρνει τη λύρα του, βάζει ρετσίνι στο τοξάρι, κουρδίζει ανάλογα και ξεκινάει.

Μόλις ακουστεί η πρώτη νότα από το ευλογημένο αυτό όργανο, αυτόματα παύουν όλες οι συζητήσεις, παρακολουθούμε με κατάνυξη την εισαγωγή του Λυράρη και η αδρεναλίνη εκτοξεύεται. Όταν γίνει φανερό πιο σκοπό επέλεξε για αρχή, όλοι ετοιμαζόμαστε για να τραγουδήσουμε. Μικρές διερευνητικές ματιές δεξιά- αριστερά δηλώνουν αυτόν που θα ξεκινήσει το τραγούδι. Σε μια καλή παρέα σπάνια μπερδεύονται οι τραγουδιστές ξεκινώντας ταυτόχρονα δυο μαζί τον σκοπό. Όλοι είναι προσεκτικοί. Ο ένας παραχωρεί τη σειρά στον άλλο. Αυτοί που δεν γνωρίζουν, αναρωτιούνται: Μα ορχήστρα είστε; Πώς δεν μπερδεύεστε; Η λύρα κελαηδά και ο τραγουδιστής αρχίζει: «Βαρύν λόγον μη λέτ’ ατο τ’ εμόν τ’ αρνίν αρλήν έν’». Ένας πολύ γλυκός, μελαγχολικός σκοπός από την Σάντα. Στον σκοπό αυτό τραγουδιούνται με παράπονο, χαμένοι έρωτες, πόνοι καρδιάς και ψυχής. Η λύρα βρίσκει πρόσφορο έδαφος να ξεδιπλώσει τον παραπονιάρικο ήχο της και να κάνει τις καρδιές μας να ακολουθήσουν το ρυθμό της. Τι μαγικό όργανο και τι υπέροχος σκοπός!



Ένα άλλο δίστιχο που τραγουδιέται πολύ σ’ αυτόν το σκοπό είναι:
«Τ’ εμόν η κάρδα γεραλίν, αν κλαίω θα ματούται
Άμον τη λάμπας το γυαλίν απάν κι κρούς τσακούται».
Υπάρχει και δεύτερη παραλλαγή: «Απάν να κρούς τσακούται».

Δευτέρα 17 Ιανουαρίου 2011

Ταξιδεύοντας με το παρακάθʼ (Μέρος Πρώτο)

Γράφει ο Ν. Ξενιτόπουλος- Μισιράντης

Είναι Τετάρτη. Η καρδιά άρχισε σιγά- σιγά να αποζητά το βάλσαμό της. Ένα βάλσαμο παλιό δοκιμασμένο από τον χρόνο και ταυτόχρονα τόσο νέο και θαυματουργό.

Αποθύμησε την ατμόσφαιρα εκείνη την μαγευτική, της συναναστροφής γύρω από ένα τραπέζι, με προεξάρχοντα τον ήχο της λύρας και το τραγούδι. Στην ποντιακή διάλεκτο αυτή η συγκέντρωση ονομάζεται παρακάθ’.
Λέξη μαγική για ό,τι περιέχει. Η λέξη προέρχεται από το ρήμα παρακάθουμαι και σημαίνει την κατά τον χειμώνα συνάθροιση συγγενών και φίλων την νύχτα, όπου λέγονται παραμύθια και παίζονται παιχνίδια. Το παρακάθουμαι προέρχεται από το αρχαίο παρακάθημαι- κάθομαι κοντά σε κάποιον.

Βίωμα της φυλής μας σφυρηλατημένο μέσα στους αιώνες.

Μένουν λίγες μέρες μέχρι την Παρασκευή – είναι η ημέρα συγκέντρωσής μας. Πρέπει να ετοιμάσω τα δίστιχά μου, να επιλέξω τι θα τραγουδήσω, να φροντίσω να είμαι ελεύθερος την ημέρα αυτή για να συναντήσω την παρέα μου, τους φίλους μου παρακαθιστές για να ενώσουμε τις ψυχές και τις φωνές μας.

Να υμνήσουμε την φυλή μας και ταυτόχρονα να εξυψώσουμε τον εαυτό μας. Ξέρω ότι και οι υπόλοιποι της παρέας έχουν την ίδια προσμονή και αγωνία.

Μας διακατέχει όλους εκείνο το συναίσθημα το ονειρικό, ότι κάτι μεγάλο θα συμβεί στις ψυχές μας, ότι θα μετάσχουμε σε μια μυσταγωγία. Θα ζήσουμε την Ιστορία της φυλής μας, την παλαιά και την νέα και αυτήν που έρχεται.

Δεν διασκεδάζουμε απλώς. Συμμετέχουμε σε μια ιεροτελεστία γεμάτη από Πόντο, που είναι βαθιά ριζωμένη μέσα μας, που κυλά στο αίμα μας, που είναι ανεξίτηλα χαραγμένη στη μνήμη μας.

Η παρέα μας είναι προσεκτικά επιλεγμένη. Είναι μικρός κύκλος 6-7 ατόμων που έχουν δοκιμασθεί για την ποιότητα των αισθημάτων τους. Έρχονται και νέα άτομα στην παρά μας. Άλλοι φεύγουν μόνοι τους και άλλους τους απομακρύνουμε εμείς.

Όσοι πληρούν τις προϋποθέσεις, μένουν. Αυτά για τον στενό κύκλο της παρέας.

Κατά καιρούς οργανώνουμε παρακάθια με μεγάλο αριθμό συμμετεχόντων. Θέλουμε να γνωρίσει το παρακάθ’ πολύς κόσμος.

Όμως έφτασε η Παρασκευή. Ξέρω ότι το βράδυ θα ανηφορίσω, εκεί στους πρόποδες του Βερμίου. Στους Γεωργιανούς. Στο ναό των Παρακαθιστών. Στον Τσάρτυλο.

Τι χαρά, τι αγαλλίαση! Μόλις ανοίξω την πόρτα, βλέπω χαμόγελα. Το πρόσωπό τους λάμπει. Με υποδέχονται ο Τσάρτυλος και η κυρία Γεωργία με ανοιχτές αγκάλες. Νοιώθω την αλήθεια τους. Καταλαβαίνω τη χαρά τους. Γεύομαι την αγάπη τους.

Αν βρίσκονται ήδη άλλοι από την παρέα, κάνουν και αυτοί το ίδιο. Η αγάπη και ο σεβασμός είναι διάχυτος στο χώρο.
Τι ευτυχία να ξέρεις ότι σε αγαπούν!

Κάθομαι στη θέση μου που είναι προεπιλεγμένη στο στρωμένο τραπέζι. Το τσίπουρο γεμίζει το ποτήρι μου. Και αυτό το «στην υγειά μας», πόσο διαφορετικά ακούγεται εδώ.

Δοκιμάζουμε τα νόστιμα εδέσματα της κυρίας Γεωργίας και συζητάμε για διάφορα πράγματα. Οι περισσότεροι βρισκόμαστε και τις υπόλοιπες μέρες της εβδομάδας, όμως πάντοτε έχουμε κάτι να πούμε. Περιμένουμε και τα υπόλοιπα μέλη της παρέας, για να τους υποδεχθούμε.

«Οσήμερον εντάμωσαν οι Παρασκευαΐτες τη λύρας και τι τραγωδί, ούλ’ οι τρανοί τεχνίτες»
Δίστιχο που έγραψα για μας, παινεύοντάς μας λίγο.

Όταν έρθει η ώρα της λύρας, αυτόματα σταματούν όλες οι ομιλίες. Ο λυράρης παίρνει τη λύρα του. Την κουρδίζει, βάζει ρετσίνι στο τοξάρι και αρχίζει η πανδαισία.


Στον νου έρχεται το δίστιχό μου:

«Σο Παρακάθ’ ας κάθουμες με καθαρά καρδίας

Και-ν-άλλαγα – μετάλλαγα λέμε τα τραγωδίας».

Ένα από τα κύρια συστατικά του παρακαθιού είναι η εναλλαγή των τραγουδιστών. Εναλλάξ από ένα δίστιχο ο καθένας.

Αυτή η διαφορετική χροιά των φωνών δίνει αυτήν την διαφορετικότητα που είναι αξεπέραστη ακουστικά.Μπάσοι υψίφωνοι, διαφορετικός τρόπος εκτέλεσης, δίνουν αυτό το καταπληκτικό αποτέλεσμα όπου σκλαβώνει όσους το ακούσουν.

Δεν έχει σημασία πόσο καλός είναι ο τραγουδιστής. Εκείνο που αξίζει είναι η ψυχική κατάθεση και ο τρόπος που βγάζει το πάθος του. Άλλοι τραγουδούν καθιστοί, άλλοι κλείνουν τα μάτια άλλοι όπως εγώ πετάγονται από την καρέκλα τους και όρθιοι με ψυχή και σώμα σαν ένα σύνολο, τραγουδούν με όλο τους το είναι. Σημαντικός παράγοντας και σφραγίδα του καθενός, είναι τα δίστιχα που επιλέγει να τραγουδήσει κάποιος.

Σάββατο 15 Ιανουαρίου 2011

Ενα χειμωνιάτικο Σαββατοκύριακο στη Μύκονο

Σας  μεταφέρω απόσπασμα από ένα καταπληκτικό κείμενο του ιστολογίου Σημάδια του Αιγαίου
23

"Η πρόσκληση για την διημερίδα που θα διοργάνωνε ο Πολιτιστικός – Λαογραφικός Σύλλογος Γυναικών Μυκόνου με θέμα “Μελέτες και έρευνες γιά την Μύκονο στις κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες” είχε φθάσει στα χέρια μου από τον περασμένο Νοέμβρη και βεβαίως πέταξα τη σκούφια μου. Μέσα στη μιζέρια  της Αθήνας, η προοπτική ενός ταξιδιού στην αγαπημένη μου Μύκονο καταχείμωνο, μου ανέβασε  το ηθικό. Ο  φετεινός χειμώνας  θα συμπεριλάμβανε και Μύκονο. Η απάντηση ήταν άμεση και θετική.
...
Σ’ αυτό το υπέροχο ραβαϊσι, είχα  και εγω την χαρά και τη τιμή να μιλήσω για τα πανηγύρια του Αιγαίου και της Μυκόνου.  Παραθέτω μερικά αποσπάσματα απο τα αγαπημένα μου θέματα :
“Μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα η κοινωνία της Μυκόνου ήταν διαμορφωμένη στη τάξη των πλούσιων κτηματιών, στους εύπορους εμπόρους, στους αγρότες και στους μεροκαματιάρηδες…
Η τουριστική ανάπτυξη μετά τη δεκαετία του 60 έφερε μεγάλες αλλαγές στην κοινωνική οργάνωση του νησιού.  Το νησί χάρις την υψηλή αισθητική του τοπίου του και την φιλοξενία, την ανοιχτοσύνη και την ανεκτικότητα των κατοίκων του, έγινε ένας μύθος και ένα απο τα πιό επιθυμητά νησιά της υφηλίου. Οι πολλές  ευκαιρίες  που παρουσιάσθηκαν,  είχαν σαν αποτέλεσμα να δημιουργηθεί  μαζί με τους μεγάλους επιχειρηματίες μια νέα τάξη κατοίκων που ασκούσαν ταυτόχρονα συμπληρωματικά, το επαγγέλμα του αγρότη, του οικοδόμου και του μικροξενοδόχου…
Το άνοιγμα της Μυκονιάτικης κοινωνίας στα νέα επιχειρηματικά δεδομένα, ο κατακλυσμός του νησιού των 10.000 κατοίκων από όλες τις φυλές του πλανήτη , η μετατροπή της υπαίθρου της Μυκόνου σ’ένα  τεράστιο οικόπεδο για την κατασκευή των εξοχικών κατοικιών των ευπόρων τάξεων όλου του κόσμου, ήταν φυσικό να αλλάξουν το σύστημα   αξιών και τον τρόπο ζωής των Μυκονιατών, όπως έγινε και σε τόσα αλλα μέρη που υπέστησαν το ίδιο πολιτισμικό σοκ.
Στη Μυκονο όμως η αλλαγή αυτή είχε μια ιδιόμορφη διάσταση.
img051513-copy
Οι σύγχρονοι Μυκονιάτες, , διατήρησαν ταυτόχρονα, πολύ ζωντανή την ανάγκη να έχουν επαφή με ό,τι έχει απομείνει απ’ αυτό που τους θυμίζει την “παράδοση” και την “συνέχεια” του τοπικού τους πολιτισμού. Είτε από ενοχές για το κακό που έγινε στο νησί, είτε από  βιοτική ανάγκη προκειμένου να μην αποκοπούν από τις μνήμες τους, είτε σαν ιδεολόγημα, είτε σαν σύγχρονη επιλογή, οι Μυκονιάτες συμμετέχουν σ’ όλα τα παραδοσιακά τελετουργικά δρώμενα, από τους αποκριάτικους κουκούγερους και τα χοιροσφάγια μέχρι τα πανηγύρια.
Και είναι απίστευτο με πόση ζωτικότητα και  χαρά.
Παντού το ίδιο κέφι, το ίδιο γλέντι και η ίδια απαράμιλλη μυκονιάτικη φιλοξενία,  που δεν επιτρέπει να φύγει κανείς απο το πανηγύρι ακέραστος…
” εμείς εδώ δεν ήρθαμε να φάμε και να πιούμε
μονό σας πεθυμήσαμε κι ήρθαμε να σας διούμε”
τραγουδά η θρυλική ζυγιά της Μυκόνου, ο Μπαμπέλης και ο Καντενάσιος, με την τσαμπούνα και το τουμπάκι…
img05145
Τα πανηγύρια της Μυκόνου δεν διαφέρουν πολύ απ’ αυτά των άλλων νησιών του Αιγαίου.  Μέρες πριν κάθε γιορτή οι εκκλησιές ασβεστώνονται, τα μπρούτζινα μανουάλια γυαλίζονται και ντύνονται με τις στολές τους και τις ποδιές τους, ενώ εξωτερικά σημαιοστολίζονται. Την παραμονή μοσχοβαλάνε από τους βασιλικούς και τα λουλούδια ενώ φωταγωγούνται από τα φρεσκοαναμμένα καντήλια και τα κεράκια των πιστών…
Από πλευράς οργανωτικής, στην Μύκονο λόγω κύρους αλλά και οικονομικής άνεσης, δεν υπάρχουν  πολυμελείς επιτροπές που να διοργανώνουν το πανηγύρι και να αναλαμβάνουν απο κοινού τα έξοδα. Εδώ κάθε νοικοκύρης κάνει μόνος του το κουμάντο του. Είναι θέμα κύρους να  κάμεις μόνος σου το πανηγύρι σου, και να ναι πλούσιο, να πετύχει και νάχει κόσμο και κέφι, αλλά ποτέ να μην υπερβαίνει το μέτρο…
Από πλευράς φαγητού, το ζουμί του κρέατος σε ποτηράκι, που δεν συνηθίζεται σε άλλα νησιά, είναι ένα ποίημα που ανοίγει το πλούσιο τραπέζι καθώς θα ακολουθήσουν το ερίφι γιαχνί, η παραδοσιακή κρεμμυδόπιττα, οι λαχανίδες με το λαρδί, τα ντολμαδάκια, η κοπανιστή, η λούζα και ο μπακαλιάρος σκορδαλιά. Όταν κάποιοι φίλοι ή γειτόνοι στείλουν πεσκέσι στο πανηγύρι κάποιο ερίφι γιά ενίσχυση,  τότε ο νοικοκύρης του πανηγυριού τους στέλνει την κεφαλή του ζώου βραστή σε μιά ειδική πιατέλα με τις ευχαριστίες του…
_mg_2994
Στις μέρες μας τα πανηγύρια όσο παν και λιγοστεύουν στα νησιά του Αιγαίου. Σ’ ορισμένα απ’ αυτά όπως η Άνδρος, η Σύρος, η Μήλος, η Σάμος, μετά βίας βαστιούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού. Αλλού πάλι, προσκαλούν δανεικούς μουσικούς από άλλα γειτονικά νησιά για να  διασκεδάσουν…
Η Μύκονος διαθέτει απ’ τα περισσότερα και πιό ζωντανά πανηγύρια των Κυκλάδων.
Η Μύκονος δεν έχει ανάγκη να επιστρατεύσει ξένους μουσικούς.
Η Μύκονος έχει τους δικούς της μουσικούς, τις  “ζύ’ες”  της (ζυγιές, ζευγάρια).
Οι μουσικοί της Μυκόνου,   – επι το πλείστον τσαμπουνιέρηδες, και λιγότερο βιολιά και λαγούτα – τρώνε, πίνουν, τραγουδούν και διασκεδάζουν μαζί με τον κόσμο του πανηγυριού. Είναι οι ενορχηστρωτές του γλεντιού, ειναι αυτοί που με τα καλαμπούρια και τα αστεία τους θα δημιουργήσουν το κέφι. Και είναι καλοί διασκεδαστές, γιατί διασκεδάζουν πρώτα αυτοί οι ίδιοι, ανάμεσα στις παρέες τους, τους γνωστούς και τους φίλους τους.
30203_mg_3020-copy
Οι τσαμπουνιέρηδες (σαμπουνιέρηδες στην Μυκονιάτικη διάλεκτο) με την τόσο εκφραστική και δυναμική μουσική, με τις βροντώδεις, συγκλονιστικές και πολλές φορές σπαραχτικές φωνές δεν έχουν καμιά ανάγκη από τα τεχνολογικά βοηθήματα των μεγαφωνικών εγκαταστάσεων. Οι ήχοι και οι μουσικές δημιουργούνται από φυσικά όργανα και μοιάζουν σαν να ξεπηδούν από τα έγκατα της γης, απο τα βάθη των αιώνων. Για αυτό το λόγο οι τσαμπουνιέρηδες εκπροσωπούν κατά τον καλύτερο τρόπο το πνεύμα της λαϊκής παράδοσης,  αλλά και της δύναμης της ζωής. Για τον ίδιο λόγο δεν γίνεται “σωστό” πανηγύρι χωρίς αυτούς…
Τα  σημαντικά οικογενειακά πανηγύρια της Μυκόνου ξεπερνούν τα πενήντα και ειναι πάντα ανοικτά σε όσους τα επισκεφθούν.
Μόνον όταν θα συναντήσει κανείς εκεί τους Μυκονιάτες να διασκεδάζουν αναμεταξύ τους και με τους προσκαλεσμένους τους, στα πανηγύρια τους, μπορεί να αντιληφθεί από που αντλούν τη δύναμη για  να αντιμετωπίζουν με τόση  επιτυχία τις σύγχρονες διεθνείς προκλήσεις και να αντιστέκονται τόσο σθεναρά στην πολιτιστική πλημύρα που απειλεί να τους πνίξει”.
_mg_3011
Όταν ήλθε η ώρα του αποχαιρετισμού, διοργανωτές, ομιλητές, εκπρόσωποι της τοπικής αυτοδιοίκησης και κοινό είχαμε έντονα τα συναισθήματα της ικανοποίησης. Γιατί νοιώθαμε οτι  ολάκαιρη η Μύκονος ήταν εκεί. Με την ιστορία της, τον κόσμο της, την εξέλιξή της, τα προβλήματά της, τις αδυναμίες, τους προβληματισμούς της, τις επιτυχίες και τα πανηγύρια της. Αισιόδοξοι και οπλισμένοι από ακόμα μερικές δόσεις αυτογνωσίας και συλλογικότητας.
Απόντες βέβαια, αυτοί που αγαπούν την Μύκονο μόνο για κάποιο αποσπασματικό κομμάτι της, για τις παραλίες της και τα κοσμικά γλέντια της. Αυτοί που ίσως αδιάφορα πούν  : “Α, έγινε και μια  διημερίδα για την άλλη Μύκονο”,  χωρίς δυστυχώς να γνωρίζουν ότι η “άλλη” Μύκονος είναι αυτή η ολόκληρη, που ζει όλο τον χρόνο  και αγαπιέται από αυτούς που ξέρουν να την ζουν και να την  αγαπούν χειμώνα – καλοκαίρι."

Παρασκευή 14 Ιανουαρίου 2011

Τίνος είναι η κούπα η Μονοβασιά;

Αυτό το video είναι από την Κάρπαθο, που η μουσική της παράδοση έχει άμεση σχέση με την αντίστοιχη Κρητική. Η “Μονοβασιά“, ή “Τίνος είν’η κούπα” δε γνωρίζω αν έχει Καρπάθιες, Κρητικές ή άλλες ρίζες. Ομως σαν “μουσικό δρώμενο”, είναι το κάτι άλλο!

Μαρτυρίες λένε ότι η “Μονοβασιά” υπήρχε σαν έθιμο παλιότερα στις Ανατολικές επαρχίες της Κρήτης και δεν είναι τίποτε άλλο από τραγουδιστική κάλεση σε κούπες!

Τίνος είναι η κούπα η Μονοβασιά
του παπετάν του Στέλιου του μπέη, του πασά.
 Πιε τη γιε μου, πιε τη και ξαναγέμισέ τη
και δως στο γείτονά σου που κάθεται κοντά σου.
 Ας την ανεβάσουμε στα επουράνια
κι ας την κατεβάσουμε στα καταχθόνια.
 Δως της μια να πάει κάτω
για να βρει η κορφή τον πάτο.
 Φίλισέ την κι από κάτω!

πηγή

Καστελλόριζο - "ο τόπος και το τραγούδι του"

"Είναι δικά μου βάσανα" -τραγούδι από τ΄ Αγαθονήσι



Ερμηνεία : Ι. ΚΟΤΤΟΡΟΣ

Καταγραφή-Ερευνα-Επιμέλεια παραγωγής : ΜΑΝΩΛΗΣ ΚΟΤΤΟΡΟΣ

Παραγωγή: ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΑΓΑΘΟΝΗΣΙΩΤΩΝ «Ο ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ»

Σουλεϊμάν ή Σουλεϊμάνοβο , Χορός στη Δυτική Μακεδονία.

-[Μαγγούτης 1975, 23] Εδεσσα: Ο Σουλεϊμάν ή Μακεδονικός Τσάμικος σε 3/8, είναι χορός κυκλικός που χορεύεται από άνδρας και γυναίκες εις όλον τον νομό μας. Αρχική θέσις η προσοχή, σύνδεσις των χειρών διά των ώμων. Αποτελείται από 4 μέρη, 6 βήματα των οποίων τα τρία πρώτα είναι αργά, ενώ το τέταρτον είναι γρήγορον. Ο Σουλεϊμάν αγκάς (αγάς) έζησε περίπου το 1800 έως 1870. Ητο ένας απλός, μετριόφρων αλλά πλούσιος αγάς. Είχε 12 τσιφλίκα, 2.000 πρόβατα τα οποία πωλούσε για να πάρει γυναίκα την Ελένη, αλλά δεν του την έδιναν. Ο μύλος ο οποίος ευρίσκεται σήμερον εις το Κιουπρί, εις την Εδεσσαν, ήτο περιουσία του. Περιγραφή των βημάτων και σχήμα με πέλματα. Λόγια του τραγουδιού "Ο Σουλεϊμάν είχε δώδεκα τσιφλίκια, τα τσιφλίκια τα πουλάει, την Ελένη να την πάρει. Η Ελένη λέει: Το κεφάλι δίνω, πίστη δεν δίνω...".


-[Λύκειον των Ελληνίδων LCGW 111, Α2] Νάουσα και Εδεσσα: "Του Σουλεϊμάν (Σουλεϊμάνοβο)", οργανικό (3.50). Θανάσης Σέρκος (κλαρίνο), Βασίλης Βέλκος (νταούλι), Γιάννης Γευγελής (τρομπόνι), Γιώργος Δίγκας (τρομπέτα). Το κινητικό μοτίβο είναι ακριβώς το ίδιο με αυτό της Μήτραινας, του Μάρινε και λοιπών μελωδιών και είναι χαρακτηριστικό των χορών που χορεύονται στα χωριά της Επισκοπής Νάουσας: δύο βασικά κινητικά μοτίβα, άλλο για το αργό μέρος, άλλο για το γρήγορο και ακόμα αυτοσχεδιασμοί - για τον πρωτοσυρτή κυρίως - στο χώρο. Οι διαφορές που μπορεί κανείς να εντοπίσει από περιοχή σε περιοχή δεν είναι μεγάλες (Λευτέρης Δρανδάκης).

πηγή: http://www.dance-pandect.gr/pds_cosmos/pop/pop_lhmma_gr.php?oid=E-DCBF3&ActionP=Play&mode=Med&Obj=T&eid=E-DCBF3&aa=1



Πέμπτη 13 Ιανουαρίου 2011

Τ'ς Δημητρούλας , Χορός στο Ρουμλούκι

-[Μπάμπαλης 1990, 61] Ρουμλούκι: Της Δημητρούλας είναι γυναικείος κυκλικός χορός που το όνομά του οφείλεται στο ομώνυμο τραγούδι της περιοχής. Η λαβή των χεριών είναι από τις παλάμες χαμηλά όταν η κίνηση γίνεται προς τη φορά, και με λυγισμένους τους αγκώνες στο ύψος των ώμων όταν η κίνηση γίνεται με μέτωπο προς το κέντρο του κύκλου. Ο χορός αρχίζει με αργό πρώτο μέρος που έχει 12 βήματα και συνεχίζει με γρήγορο δεύτερο μέρος που έχει τα ίδια ακριβώς βήματα με τη διαφορά ότι γίνονται πιο γρήγορα

πηγή: http://www.dance-pandect.gr/pds_cosmos/pop/pop_lhmma_gr.php?oid=E-71F05&ActionP=Play&mode=Med&Obj=T&eid=E-71F05&aa=1

Τετάρτη 12 Ιανουαρίου 2011

Κεχαγιάς

O χαρακτηριστικός τύπος του Λημνιού, δεν ήταν άλλος από τον κεχαγιά, τον κτηνοτρόφο που καλλιεργούσε τα κτήματα του και διατηρούσε τα κοπάδια του συνήθως στα βουνά της περιοχής του. Μάλιστα η ονομασία αυτή αναφέρεται και σε βιβλία της Αγίας Λαύρας.

Το ντύσιμο λοιπόν των κεχαγιάδων αντρών, περιλάμβανε τα εξής:

Το κάτω μέρος, την σέλα που ήταν πολύ φαρδιά, μέχρι 18 πήχεις.Εσωτερικά είχε το εσώρουχο, που ήταν ίδιων διαστάσεων.Όταν είχε πολύ κρύο οι γεωργοί έβαζαν πάνω από την σέλα το πανωβράκι, δηλαδή και Τρίτη σέλα.
Στο πάνω μέρος φορούσαν την καμιζόλα ή φανελάκι, συνήθως φοριούνταν εσωτερικά.

Από πάνω έμπαινε το πουκάμισο, που ήταν υφαντό, χρώματος μπλε και άσπρο και μετά η σταυρωτή, δηλαδή το γιλέκο.
Το γιλέκο ήταν τσόχινο, μπλε, σταυρωτό και διακοσμημένο με σειρήτια.
Το ύφασμα από το οποίο κατασκευάζονταν το γιλέκο, λεγόταν μπορσοβάνικο.

Το χειμώνα πάνω από το γιλέκο φορούσαν γούνα από προβιά προβάτου.
Χρησιμοποιούσαν συνήθως 5 προβιές για να κατασκευάσουν μια γούνα.
Η γούνα ράβονταν ανάποδα, δηλαδή στο εσωτερικό είχε το μαλλί και εξωτερικά το δέρμα.
Όταν όμως έβρεχε, την έβαζαν ανάποδα με το μαλλί προς τα έξω για να μην χαλάσει η προβιά.
Από εδώ προέρχεται και η παροιμία, έβαλε τ' γούνατ' ανάποδα, όταν κάποιος ετοιμαζόταν να προστατευθεί από τον ξυλοδαρμό.

Στη μέση έμπαινε απαραίτητα το ζωνάρι, υφαντό και πολύ μακρύ περίπου 4 μέτρα, πλατύ και κατέληγε σε κρόσια.

Στο κεφάλι φορούσαν οι γεροντότεροι την σερβέτα που κατέληγε σε κρόσια.
Άλλοι συνήθιζαν να φορούν στο κεφάλι τους αντί της σερβέτας, μαύρο σκούφο αιβαλιώτικο¨, που λέγονταν κατσούλα.

Για παπούτσια χρησιμοποιούσαν τα τσερβούλια, που φτιάχνονταν από χοιρινό δέρμα.
Απαραίτητο συμπλήρωμα ήταν το πόδμα. Κατασκευάζονταν από δέρμα κατσικών και κάλυπτε το πέλμα και όλη την γάμπα.

Στη Λήμνο όπως και παντού, η κοινωνική διάκριση υπογραμμίζονταν ακόμη και από τα ρούχα.

Έτσι τα ρούχα των πλουσίων τα χειμωνιάτικα κατασκευάζονταν από ύφασμα μπορσεβάνικο και τα καλοκαιρινά από μεταξωτό.

Τα έφερναν συνήθως από την Σμύρνη. Το χειμώνα οι πλούσιοι πάνω από την φορεσιά φορούσαν γούνα μακριά.Ενώ τα ρούχα των φτωχών ήταν από υφαντά μάλλινα το χειμώνα και βαμβακερά το καλοκαίρι.
Η στολή του γαμπρού, ήταν ίδια με αυτή που περιγράψαμε με τη διαφορά, ότι ήταν πρωτοφόρεμα, δηλαδή καινούρια.

Οι κεχαγιάδες λοιπόν των Τσιμανδρίων χόρευαν πάντα και μάλιστα ήταν τόσο αναγνωρισμένοι που μαρτυρούνται ακόμα και εμφανίσεις το 1936 στο παναθηναϊκό στάδιο
πηγή
 
Δείτε ένα αφιέρωμα για τους Κεχαγιάδες της Λήμνου , από το ψηφιακό αρχείο της ΕΡΤ


Τρίτη 11 Ιανουαρίου 2011

Οι χοροί της Κέρκυρας. Μύθος και πραγματικότητα

Από την μυθολογία η Κέρκυρα είναι γνωστή για την αγάπη των κατοίκων της στη μουσική και το χορό. Οι Φαίακες μπορεί να μη φημίζονται ως δεινοί πολεμιστές, αλλά "είναι καλοί ναυτικοί, γρήγοροι στα πόδια και αγαπούν τη μουσική και το χορό" θα πει ο Αλκίνοος στο ναυαγό Οδυσσέα στη δεξίωση που δόθηκε προς τιμήν του (κεφάλαιο Θ’ της Οδύσσειας). Εκεί λοιπόν μπορούμε να απολαύσουμε την πρώτη περιγραφή χορού, από τους γιους του Αλκίνοου, Αλιο και Λαοδάμαντα, με μουσική υπόκρουση από τη λύρα του Δημόδοκου συνοδευόμενη από τα ρυθμικά παλαμάκια των παρευρισκομένων.

Μεταφερόμενοι στη σύγχρονη εποχή, περιγραφές χορών της Κέρκυρας έχουμε από τους περιηγητές που επισκέφθηκαν την Ελλάδα τον 18ο και 19ο αιώνα, έως και τις αρχές του 20ου. Οι σημαντικότερες είναι αυτές του Lear και του CharlesRabot, καθώς και φωτογραφίες του FredBoissonas, όπου σχεδόν αποδεικνύεται για το πώς σήμερα διασώθηκαν και πώς πρέπει να παρουσιάζονται οι κερκυραϊκοί χοροί, ιδίως ο Συρτός, στον οποίο αναφέρονται οι περιγραφές.

Παρόλες τις πολιτισμικές επιρροές ένεκα της γεωγραφικής της θέσης, η Κέρκυρα κατόρθωσε να απορροφήσει και να αφομοιώσει με το δικό της ιδιότυπο όλες τις ξενόφερτες επιρροές και να δημιουργήσει το δικό της στυλ στην παραδοσιακή μουσική, στον παραδοσιακό χορό που σε συνδυασμό με την μοναδική σε ομορφιά φορεσιά επιλέγεται να παρουσιάζεται στην ελληνική φολκλορική αγορά. Πόσο όμως παρουσιάζεται σωστά είναι μια άλλη ιστορία, που απλά θα αναλύσουμε.

Οι κερκυραϊκοί χοροί χωρίζονται γενικά και κατεστημένα σε τρεις ενότητες.

Α.Αυτή που συνήθως επέβαλαν γνωστοί "εργολάβοι" της Αθήνας, παρακινούμενοι προφανώς από τον ελληνικό κινηματογράφο (Βλαχοπούλου, Μεταξόπουλος κ.α.).

Β.Αυτή που ερευνώντας αναδείξαμε και με στοιχεία επιστημονικά αποδεικνύουμε χωρίς αμφιβολίες ως σωστότερη.

Γ.Την ενότητα που αναφέρεται σε χορούς, φορεσιά και τραγούδιαπου καταγράφονται ως εθιμικά και είναι άγνωστα στο πλήθος των απανταχού ασχολούμενων με το είδος (αποκριάτικοι χοροί, χορευτικά τραγούδια, ο χορός των παπάδων κ.ά.).

Επ' ευκαιρία του 16ου Διεθνούς Συνεδρίου, που θα διεξαχθεί στη Κέρκυρα από 30/10 έως 3/11/2002, επιθυμώ να επικοινωνήσω με τους αγαπητούς μου φίλους και γνωστούς στην Ελλάδα και το εξωτερικό, να πω δύο πράγματα για τη δεύτερη ενότητα που αναφέρω πιο πάνω.

Οι χοροί της Κέρκυρας που χορεύονταν πριν το 1900 στο νησί στα πανηγύρια και τους γάμους ήταν κυρίως ένας: ο Συρτός "Κερκυραϊκός", χορός που χορεύεται με τις μελωδίες του Γαστουριώτικου, του Μεσιώτικου, Σπαρτιλιώτικου, Σινιώτικου, Κατωμερίτικου, και άλλων μελωδιών συρτού χορού. Χορεύεται κυρίως από γυναίκες στο κύκλο, με την παρουσία ανδρών στο μέσα μέρος, ελεύθεροι. Ο πρώτος ονομάζεται "κεφαλή" και ο δεύτερος "κούδα", δηλαδή ουρά. Οι άνδρες χορεύουν στο ρυθμό με "τσαλιμάκια", το λεγόμενο "παιγνίδι". Η κούδα για να γίνει κεφαλή παίρνει άδεια από τον πρώτο με νεύμα. Οι γυναίκες χορεύουν στρωτά, με τήρο και στηθάτα (έκφραση που σημαίνει υπερηφάνεια και στημένο μπούστο, δηλαδή στήθος.

Στην ορεινή Κέρκυρα και στα χωριά της Μέσης, όταν ο χορός είναι μεγάλος και το χορευταριό μικρό, χορεύουν σε δυάδες και τριάδες, όπου συνδέονται μεταξύ τους με χρωματιστά μαντήλια. Ο χορός μετά το 1950 παρουσιάζεται και με ζευγάρια, οι δε άντρες μπαίνουν στον κύκλο. Στις αρχές του 20ου αιώνα εμφανίζεται στην περιοχή Λευκίμμης (νότος) ο χορός Αη-Γιώργης. Περιγράφεται από τον Λουκάτο και απαντά σε μελωδία του γνωστού ακριτικού τραγουδιού "Τ' Αγιωργιού". Χορεύεται μόνο από γυναίκες. Εχουμε καταγραφή προφορική ότι χόρευαν και άνδρες στη Λευκίμμη το 1960, σε δίσημο και τετράσιμο ρυθμό δέκα κινήσεων. Τα χέρια των χορευτών είναι πιασμένα με λυγισμένους τους αγκώνες και ελαφρώς στην πρόταση χωρίς να κινούνται πάνω κάτω. Η κίνηση περιλαμβάνει ελαφρό σουστάρισμα στα γόνατα. Μέχρι το 1950 χορευόταν χωρίς μουσική, τραγουστά, ιδίως τις Απόκριες, από την κορυφαία και μετά επαναλαμβανόταν από τους χορευτές.

Ο Κορακιανίτικος χορός είναι ο τρίτος χορός που χορεύεται από τα συγκροτήματα. Δίσημος σε ρυθμό, περιλαμβάνει δύο μέρη, το αργό και το γρήγορο. Εχει διασωθεί με παραλλαγές στις κινήσεις, όμως καμμιά από αυτές δεν έχει τεκμηριωθεί. Η δική μου έρευνα περιέχει κενά κι έτσι παρουσιάζουμε το χορό όπως τον παραλάβαμε από δύο χορευτικούς ομίλους παλαιοτέρους, της κυρίας Νιάρχου και της κυρίας Ασπιώτη (1949-1980).

Οι χοροί Μπαλλέτες και Φουρλάνα είναι βενετσιάνικης προέλευσης, αστικοί χοροί. Παρουσιάζονται μόνο από τα φολκλορικά συγκροτήματα και οι Μπαλλέτες μόνο από τον σύλλογο "Λαοδάμας".

Επιφυλάσσομαι, στις διεργασίες του συνεδρίου να εξηγήσω την κινητική και το ύφος των χορών, καθώς και το ρόλο και τις κινήσεις του πρωτοχορευτή!

Πώς σήμερα τα πολιτιστικά σωματεία αποδίδουν τους κερκυραϊκούς χορούς.
Είναι αλήθεια πως δεν δίνεται ιδιαίτερη σημασία στην ιστορία, την παράδοση, την καταγραφή, ανάδειξη και τεκμηρίωση, τούτο οφείλεται: α) στην έλλειψη χορευτικής παιδείας από τους πρόχειρα υπεύθυνους, β) στη τουριστικοποίηση, που αρκετοί εργάζονται χορεύοντας, γ) στην έλλειψη συνεργασίας και παραδοχής ορισμένων βασικών στοιχείων, και δ) στην έλλειψη μέχρι τώρα ενός σημαντικού γεγονότος όπως είναι το συνέδριο που έχει προγραμματιστεί. Ετσι λοιπόν βλέπουμε τρεχαλητά, σβούρες θυμιατίσματα, σαλτιές, χασαποσέρβικα και Αηγιώργηδες με 16 βήματα για να ταυτίζονται βήματα και μελωδία. Η φορεσιά στραπατσάρεται και παρουσιάζεται αποκριάτικα, θα δούμε "τσουτσουμίδες" δεμένες στους λαιμούς να θυμίζουν MexicoCity, ανδρικά γιλέκα με τριγωνικά πέτα, κεφαλόδεσμους με τορκούς, χωρίς πεσελιά, πλαστικά λουλούδια όπως ακριβώς βάζουν στα άλογα που σέρνουν τις άμαξες (λοντόνια). Τέτοια θα δούμε πάρα πολλά όχι μόνο από αδαείς, αλλά δυστυχώς από δασκάλους που έχουν ειδικότητα στο χορό και τυχαίνει να έχουν παρακολουθήσει κάποιο σεμινάριο. Εκτός Κέρκυρας θεωρώ πως είναι κάπως καλύτερα. Μέσα από τα σεμινάρια που οργανώνει ο σύλλογος μας (Τ.Ε.Φ.Α. Θεσσαλονίκης, Θέατρο "Δόρα Στράτου", Ναύπλιο, Λευκάδα, Σκοτίνα, συνεργασία με καθηγητές Τ.Ε.Φ.Α. Αθηνών) στόχος μας είναι να διαδώσουμε τους χορούς μας, τη φορεσιά μας και τη μουσική μας, όπως αυτά έχουν προκύψει από μακροχρόνια έρευνα. Σιγά-σιγά η προσέγγιση προς την ορθότητα δημιουργεί όλο και μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τους απανταχού φίλους του παραδοσιακού χορού, της φορεσιάς και της μουσικής.

πηγή : Κάντας, Δημήτρης: "Οι χοροί της Κέρκυρας. Μύθος και πραγματικότητα", Παράδοση και Τέχνη 064, σελ. 18-20, Αθήνα, Δ.Ο.Λ.Τ., Ιούλιος-Αύγουστος 2002.
 http://www.dance-pandect.gr/pds_cosmos/pop/pop_lhmma_gr.php?oid=O-885DE99C&ActionP=Play&mode=Med&Obj=T&eid=E-D7D5B&aa=2

πηγή