Η γυναικεία φορεσιά της Ελευσίνας (νυφική & γιορτινή) και γενικά των υπόλοιπων κουντουριώτικων χωριών, σταδιακά δέχθηκε επιδράσεις από τα Μέγαρα, την Σαλαμίνα, και την Αθήνα, αφού πολλά εξαρτήματα έχουν ομοιότητες η φτιάχνονταν σε αυτές τις περιοχές.
Η νυφική φορεσιά αποτελείται από τα παρακάτω εξαρτήματα:
- Την φασκιά. Άσπρη υφασμάτινη λουρίδα περίπου 3 μέτρων όπου τύλιγαν δυο-τρείς φορές το στήθος.
Στην συνέχεια φορούσαν το πουκάμισο, αμάνικο φόρεμα που έφτανε μέχρι τα γόνατα από βαμβακερό ύφασμα. - Τα εσωτερικά μισοφόρια, τα οποία τα κατασκεύαζαν από βαμβακερό ύφασμα (πλιχούρα) και συνήθως
- φορούσαν δύο & τρία μισοφόρια για να «στρώσει» όπως έλεγαν το καλό μεταξωτό μισοφόρι σε ύφασμα σαντούκ ή κρεπ-ντε-σίν το νεότερο. Ο στολισμός στο τελείωμα ήταν δαντέλα η ψιλός πλισές.
- Επίσης η τραχηλιά, για να διακοσμεί το μπούστο από καλό χασέ ή και μεταξωτό ύφασμα, κεντημένη με χρωματιστές κλωστές ,με χειροποίητες δαντέλες, ή και του εμπορίου.
- Συνεχίζουμε με τα κυριότερα κομμάτια όπως είναι ο τζάκος ή καμιζόλα ή ζιπούνι με τερζίδικο κέντημα στα μανίκια (ανάλογα την οικονομική ευχέρεια της οικογένειας) του οποίου η κατασκευή γινόταν στα Μέγαρα στην Σαλαμίνα και στην Αθήνα. Υπήρχαν και ντόπιες κεντήστρες οι οποίες όμως δεν ακολουθούσαν τα παραδοσιακά μοτίβα. Ο νυφικός τζάκος ήταν φτιαγμένος από μεταξωτό βελούδο (κατηφές) ή βαμβακερό (φέλπα) σε διάφορες αποχρώσεις του κόκκινου ή του γκρενά. Οι παλαιότεροι τζάκοι ήταν τσόχινοι. Επίσης χρησιμοποιούσαν και την στόφα. Να επισημάνω ότι στο τζάκο συνήθως δεν έβαζαν βελούδο στην πλάτη, επειδή φορούσαν το σιγκούνι.
- Η ποδιά που φοριόταν με το παλαιότερο τύπου πουκάμισο, ήταν ριγωτή πολύχρωμη υφασμένη στον αργαλειό από λαγάρα μαλλί. Οι νεότερες ποδιές ποικίλουν και δεν μπορούμε να μιλήσουμε για ένα συγκεκριμένο σχέδιο. Τα υφάσματα που χρησιμοποιούσαν ήταν το βελούδο γκρό, στόφα, ατλάζι και το μεταξωτό, τις οποίες τις διακοσμούσαν με διάφορα συμπλέγματα λουλουδιών ,με χρωματιστές κλωστές ή με μοτίβα αγοραστά από το εμπόριο.
- Το σιγκούνι, ή γκούνα, αμάνικος επενδύτης, καθαρό γνώρισμα της παντρεμένης γυναίκας το έφτιαχναν παλαιότερα από σαγιάκι. Το μήκος του έφτανε δυο πιθαμές πάνω από το γόνατο και ήταν διακοσμημένο ολόγυρα από μαύρο μαλακό μαλλί που το έστριβαν σαν κορδονάκι και σχημάτιζαν θηλιές, απ’ όπου έπαιρνε το κέντημα το όνομα του. Στα ανοίγματα και στις μασχάλες περνούσαν για τελείωμα μαύρο γαϊτάνι από μαλλί πλεγμένο στο χέρι. Αργότερα οι θηλιές αντικαταστάθηκαν από μαύρο ύφασμα του αργαλειού. Οι μπροστινές λωρίδες λέγονται κλίντια η λωρίδα στο κάτω μέρος λέγετε φούντι τα πλαϊνά μαύρα κεντήματα τα έλεγαν κούπες και από την μέση και κάτω μπουζάνια.
Στα νεώτερα χρόνια χρησιμοποιούσαν σαγιάκια ή τσόχες που έφερναν από την Νάουσα και τα λέγανε βουλγάρικα . Οι φάσες του ήταν πάντα σε μαύρο χρώμα στολισμένες με χρυσές ή κίτρινες κλωστές και με μοτίβα του εμπορίου . Τον χειμώνα ,αντί για το σιγκούνι φορούσαν το γιουρντί, επίσης αμάνικος επενδύτης σε άσπρο χρώμα. Παλαιότερα το σιγκούνι ποτέ δεν το έβγαζαν, ούτε μέσα στο σπίτι.
Τα κοσμήματα τα οποία έδειχναν και την οικονομική κατάσταση της οικογένειας ήταν τα σκουλαρίκια, δαχτυλίδια , το μανταλιό (υπήρχαν δύο ειδών μανταλιό το παλαιότερο ήταν το πλεχτό «κοντό» δώρο του πατέρα και στην συνέχεια το υφασμάτινο το μακρύ, δώρο του γαμπρού) πολλές νύφες φορούσαν και τα δυο είδη. Επίσης το κορδόνι, ο σταυρός, οι πόρπες, και το μικρό γιορντάνι.
Από αναφορές περιηγητών και ενδυματολόγων βλέπουμε ότι υπήρχε και φέσι στο κεφάλι με νομίσματα, το οποίο συναντάτε στα Μέγαρα και στην Σαλαμίνα. Δυστυχώς δεν κατέστη δυνατό να βρω για να σας το παρουσιάσω και έτσι μένω μόνο στην αναφορά αυτού.
Το επιστέγασμα της φορεσιάς ήταν η μπόλια. Παλαιότερα άσπρη βαμβακερή του αργαλειού, τα κεντήματα της οποίας είχαν τα ίδια θέματα,την ίδια τεχνοτροπία και τους ίδιους χρωματισμούς με τις μπόλιες της Κορινθίας. Οι νεότερες ήταν από μεταξωτό ύφασμα 2.5 μέτρων όπου οι άκρες της ήταν στολισμένες με χρυσή δαντέλα (κοπανέλι) ή και κεντημένη με χρωματιστές κλωστές.
Σαν κόσμημα των μαλλιών μπορούν να θεωρηθούν τα πεσκούλια ή οι μασούρ πλεξούδες.
Οι ανύπανδρες δεν φορούσαν ποτέ κάλτσες γιατί ήταν δείγμα αδύναμης γυναίκας. Αργότερα έπλεκαν κάλτσες από άσπρο μαλλί, κλωσμένο στο χέρι και στα νεότερα χρόνια με στριμμένο βαμβάκι.
Τέλος για υποδήματα παλαιότερα φορούσαν τα γουρουνοτσάρουχα και αργότερα φορούσαν τις κοντούρες. Στην συνέχεια τα νεότερα υποδήματα ήταν από βιδέλο, λουστρίνι και γενικά παπούτσια του εμπορίου.
Κατά την περίοδο του μεσοπόλεμου , αλλάζει μορφή η νυφική φορεσιά, με απλά αγοραστά μεταξωτά υφάσματα διακοσμημένα με δαντέλες και τρέσες του εμπορίου ,χωρίς τα βασικά κοσμήματα ,το μανταλιό, το κορδόνι και το γιορντάνι. Το σιγκούνι παραμένει & ο κεφαλόδεσμος (μόνο ο γαμήλιος) είχε ακόμα την μπόλια, και στη συνέχεια μαντήλι πονζέ, σε ζαχαρί χρώμα .
Την νυφική φορεσιά την φορούσαν ολοκληρωμένη τις πρώτες 40 ημέρες μετά τον γάμο τις Κυριακές και τις γιορτές, μέχρι την γέννηση του πρώτου παιδιού.
Πριν κλείσω την αναφορά μου για την φορεσιά της Ελευσίνας και γενικότερα των Κουντουριώτικων χωριών θέλω να επισημάνω κάτι το οποίο ίσως είναι άγνωστο στην Ελευσίνα. Όταν ρωτούσαν τις Ελευσίνιες ποια χωριά φορούσαν σταμπωτά μαντήλια η απάντηση ήταν οι Καλυβιώτισσες οι Μεγαρίτισσες και οι Κουλουριώτισσες. Η έρευνα όμως, έβγαλε στην επιφάνεια τα σταμπωτά μαντήλια το οποία φορέθηκαν στην Ελευσίνα μετά την κατάργηση της μπόλιας και τα οποία είχαν άμεση σχέση όχι με αυτά του Ασπρόπυργου (Καλύβια) αλλά με αυτά των Μεγάρων. Η αντικατάσταση της μπόλιας με το μαντήλι άρχισε όταν οι έμποροι και οι ξενιτεμένοι άνδρες άρχισαν να φέρνουν τα πρώτα μαντήλια στην Ελλάδα. Αυτά ήταν ζωγραφιστά στο χέρι και για αυτό πανάκριβα ισάξια, αν όχι ακριβότερα από τις μπόλιες.
«ΟΙ ΦΟΡΕΣΙΕΣ ΣΤΑ ΜΕΓΑΡΑ»
Σταυροδρόμι τα Μέγαρα με πλούσια μουσική, χορευτική αλλά και ενδυματολογική παράδοση. Συναντάμε δυο τύπους γυναικείας φορεσιάς ,τα «φουστάνια» & τους «καπλαμάδες».Στα «φουστάνια» ανήκει η νυφική φορεσιά «τα κατηφένια». Για την ονομασία κατηφένια, έχουν ακουστεί πολλές εκδοχές, σωστές μα και κάποιες λανθασμένες πέρα ως πέρα!
Την ονομασία κατηφένια την πήραν αρχές του 20ου αιώνα, όταν έφτιαχναν τα ζιπούνια από βελούδο (κατηφές ήταν ένα είδος μεταξωτού βελούδου, όπου σαν λέξη την συναντάμε και στα παραδοσιακά τραγούδια, στον κατηφένιο σου οντά μας λέει ένας μικρασιάτικος στίχος) ενώ τα παλαιότερα ζιπούνια ήταν από τσόχα.
Επίσης στα φουστάνια ανήκε και η πρώτη φορεσιά το φούντι με το κοντοζίπουνο. Πάμπολλες οι αναφορές από περιηγητές, ζωγράφους ,ενδυματολόγους για την συγκεκριμένη φορεσιά. Χαμένη στα βάθη της ιστορίας, και άγνωστη μέχρι πρότινος στους ντόπιους κατοίκους.
Έγινε γνωστή πάλι (ολοκληρωμένη) από τον κ. Δημήτρη Ηλία που ασχολήθηκε σε βάθος με την έρευνα των χορών και των φορεσιών.
Δεύτερος τύπος φορεσιάς είναι οι «καπλαμάδες» οι οποίοι συνυπήρχαν με τα φουστάνια. Εδώ βλέπουμε πολλές παραλλαγές ανάλογα την περίσταση.
Αναφέρω λίγες από τις ονομασίες που υπήρχαν. Ο καπλαμάς με το φούντι, ο καλός ή ψιλός καπλαμάς, ο σπαθάτος, ο καπλαμάς με τα σκούρα και ο χοντρός (καθημερινός).
Παναγιώτης Σ. Πέστροβας
Ερευνητής – δάσκαλος παραδοσιακών χορών
Ερευνητής – δάσκαλος παραδοσιακών χορών