Σελίδες


Σάββατο 29 Δεκεμβρίου 2012

Το έθιμο της μπουλουστρίνας στη Ρόδο

Την Πρωτοχρονιά ένα από τα έθιμα τα οποία και σήμερα διατηρείται είναι το έθιμο της "μπουλουστρίνας".

Τα μικρά παιδιά την πρώτη ημέρα του χρόνου επισκέπτονται τους συγγενείς (γιαγιάδες, παππούδες, θείους, νονούς) και παίρνουν από αυτούς χρηματικό ποσό εν είδει δώρου το οποίο ονομάζεται μπουλουστρίνα.

Το έθιμο αυτό διατηρείται μέχρι και τώρα στις περισσότερες περιοχές της Δωδεκανήσου.

Από τα αξιοσημείωτα των ημερών είναι ότι την ημέρα των Χριστουγέννων οι κάτοικοι της Ρόδου συνηθίζουν να πηγαίνουν οικογενειακά στην εκκλησία και αμέσως μετά να επισκέπτονται τους ηλικιωμένους γονείς και παππούδες για τις σχετικές ευχές

Πηγή:  http://1myblog.pblogs.gr/2009/11/hristoygenniatika-ethima-rodos-ta-mpoyloystrina.html

Τρίτη 25 Δεκεμβρίου 2012

Χριστούγεννα στη Σαντορίνη

 

Ας δουμε το λοιπός λίγα πράγματα για τον τρόπο βίωσης των Χριστούγεννων στη Σαντορίνη.
Οι φιλόθρησκοι κάτοικοι του νησιού μας γιορτάζουν ιδιαίτερα βυζαντινά και τις γιορτές του Δωδεκαημέρου. Παλιότερα όπως γράφει η Γουλιελμία Συρίγου «υπήρχε ένα έθιμο στη  Θεία Λειτουργία των Χριστουγέννων το φερτάρισμα του ιερέα και των πιστών για τον μικρό βοηθό της εκκλησίας. Ήταν ένα είδος καληχέρας για το ακούραστο κοπέλι...» Ο Ειρμός αυτός, διαβάζεται στο μέσο της εκκλησίας και αναφέρει: Στέργειν μὲν ἡμᾶς, ὡς ἀκίνδυνον φόβῳ,...... Ὅση πέφυκεν ἡ προαίρεσις δίδου." εκείνη τη στιγμή ο αναγνώστης-παπαδοπαίδι δεν φεύγει από τη θέση του .... ενώ ο ιερέας βγαίνει από το ιερό κατευθυνόμενος προς το παπαδοπαίδι και του δίνει τη χριστουγεννιάτικη φέρτα-τη χριστουγεννιάτικη "προαίρεσις" Στη συνέχεια ακολουθεί όλο το εκκλησιάσμα.....Αυτή είναι η προαίρεσις το λοιπόν, στην οποία όπως αναφέρει σε παλαιότερη εφήρίδα των Θ.Ν. ο Φ. Κατσίπης γινόταν μόνο στο Μεγαλοχώρι
Το βράδυ βγαίναν τα παιδιά σε όλο το νησί,  με καράβια κ αι φαναράκια για τα κάλαντα
Από μία λαογραφική εργασία της Μαρίας Μαυρομάτη το 1969 η οποία εντοπίστηκε στο Λαογραφικό Αρχείο –Πανεπιστημιακή Συλλογή του Πανεπιστημίου Αθηνών, εκτός από τους βασικούς στίχους στα Πανελλήνια Κάλαντα έχουμε και τα παρακάτω…:
«Καλην εσπέρα Άρχοντες κ.τ.λ.
Απάνω στο παράθυρο γαρυφαλάκι πράσινο στέκει μια περιστέρα και του χρόνου τέτοια μέρα ( τσάκισμα)
Φέρτε πανέρια κάστανα Φέρτε και πορτοκάλια
Για φέρτε και γλυκό κρασί να πιουν τα παληκάρια….».
Τα κάλαντα τα λέγανε και οι μεγάλοι ….. Σύμφωνα δε με την προαναφερθείσα εργασία  «το λιγότερο που ημπόργιες να τσι δώκεις ήτανε το τάλληρο…». Σαν μια ξεβάρεση και εκείνοι από τις έγγνοιες τις καθημερινές
Στη Σαντορίνη τα παλιά τα χρόνια συνήθιζε όλη η οικογένεια να νηστεύει …. Το βράδυ λοιπόν, όταν τα παλαιότερα χρόνια τελείωνε η λειτουργία των Χριστουγέννων τη νύχτα,  πήγαιναν στα σπίτια τους και έτρωγαν. Το συνηθισμένο φαγητό ήταν πετεινός ή κότα σούπα. Εκτός όμως απ’ αυτό το φαγητό, απαραίτητος στο Χριστουγεννιάτικο τραπέζι ήταν και ο «κοφτός» που τον έφτιαχναν ως εξής: Από την προηγουμένη έβαζαν σιτάρι σε μία λεκάνη με νερό και άμα τούτο μαλάκωνε το κοπάνιζαν στο πέτρινο μουρτάρι με τη μάτσα για να αφαιρεθεί ο φλοιός και κατόπιν τη νύκτα πριν από τη λειτουργία έβραζαν το σιτάρι με λαρδί».
Φυσικά η νοικοκυρά του σπιτιού θα  πρεπε μέχρι το απόγευμα το πολύ της παραμονής να είχε τελειώσει το  εργόχειρό τση γιατί πίστευαν ότι θα το τελείωναν οι καλλικάτζαροι…
Ένα έθιμο που μου μεταφέρθηκε είναι και αυτό με τους καλικάτζαρους.
Όλο το σαραντάμερο βάζουν ένα κόσκινο στην καμινάδα του σπιτιού, όταν θα ρθουν οι Καλικάντζαροι, μέχρις να μετρήσουν τις τρύπες του κόσκινου  να έχει ξημερώσει και  να φύγουν.Παράλληλα δε λένε ότι όσοι γεννηθούν παραμονές Χριστουγέννων γίνονται Καλικάντζαροι γι’ αυτό πρέπει να βάζουν μπροστά στο κρεβάτι τους μια σκάφη με νερό, ώστε  μόλις πάνε να σηκωθουν να πατουν μέσα στο νερό και να ξυπνούν και να μη γίνονται Καλλικάτζαροι, ενώ ταυτόχρονα σύμφωνα με αφήγηση της Ε.Σ. από το Μεγαλοχώρι: « τι όσοι έχουν γεννηθεί παραμονές Χριστουγέννων, όταν φθάνουν τέτοιες μέρες καταλαμβάνονται από μελαγχολία ( και τούτο γιατί θεωρείται αμάρτημα, να γεννώνται άνθρωποι την ημέρα που γεννήθηκε ο Χριστός).»
Τα παλιά τα χρόνια την παραμονή των Χριστουγέννων βάζανε έξω από την πόρτα ένα κόσκινο με πολλές τρύπες και σα ριβαίρνανε οι καλλικάτζαροι ώσπου να μετρήσουνε τις τρύπες του κόσκινου  κτυπούσε η καμπάνα οπότε απομακρύνονταν από τα σπίτια.
Στον Πύργο υπάρχει και το εξής χαρακτηριστικό στοιχείο της εορτής των Χριστουγέννων Τη δεύτερη μέρα γιορτάζει σύμφωνα με το έθιμο το εξωκκλήσι της Γέννησης στους Πρόποδες του Προφήτη. Απ όσο μπορώ να ξέρω πολύ παλιά πηγαίναν από βραδύς παραμονή των Χριστουγέννων όχι μόνο Πυργιανοί αλλά και από άλλα μέρη μαζί με τα φαναράκια τους  και κάνανε τον Εσπερινό των Χριστουγέννων εκει… μένανε το βράδυ στο Εκκλησάκι όσοι μπορούσαν και τιμούσαν τα Χριστούγεννα το επόμενο πρωι…..
Δεν είχαν στην ουσία κάποιο ιδιαίτερο έθιμο για τα Χριστούγεννά αλλά  βίωναν πολύ έντονα με θρησκευτική ευλάβεια  το Σαραντάμερο της Εορτής ….









Γ.Μ.Σ.: « Η Σαντορίνη μου», εκδόσεις Θ.Ν.
Μ.Α.Ρούσσου: «Σαντορίνη - Ήθη, ΄Εθιμα και Παραδόσεις

πηγή: http://kallistorwntas.blogspot.gr

Η γιορτή των Χριστουγέννων στην Κύπρο

 Η πρώτη από τις μεγαλύτερες γιορτές του χειμώνα- ο πιο σημαντικός θρησκευτικός σταθμός, που οι χριστιανικοί γενικά λαοί εορτάζουν με ξέχωρα χαρμόσυνη ευφροσύνη, με ψυχική και πνευματική ανάταση, με λυτρωτική γαλήνη- είναι τα Χριστούγεννα.Το άστρο της Βηθλεέμ, άσβεστος φάρος παντοτινής ελπίδας και σωτηρίας, ξεχύνει τη φεγγοβολιά του σε πολιτείες και σε χωριά, καταυγάζοντας την οικουμένη. Οι άνθρωποι, τη θεοφώτιστη ετούτη μέρα, ξαλαφρωμένοι από τις έγνοιες της σκληρής βιοπάλης ξαναγίνονται πρόσχαροι και καλωσυνάτοι σαν παιδιά, ιδιαίτερα οι άνθρωποι της υπάιθρου με τα δικά τους ήθη κ΄έθιμα που την παράδοσή τους εξακολουθούν να τη διατηρούν πιστά σαν ιερή προγονική κληρονομιά από τα παλαιότερα ως τα σημερινά χρόνια.
παφίτικη γεννόπιττα
 Στην Κύπρο- όπως και σ΄όλη την Ελλάδα- τα σπίτια των χωρικών βρίσκονται από μέρες πριν σε εξαιρετική κίνηση. Οι γυναίκες μπαντανίζουν (ασπρίζουν) το σπίτι, πλένουν, σιδερώνουν, ζυμώνουν τις «γεννόπιττες» (χριστόψωμα), τα «κουλούρκα», τις «γυρισταρκιές» (τραγανά κουλούρια με σησάμι) κ. ά. Οι άντρες, ύστερα από τον αδιάκοπο μόχθο της δουλειάς- όργωμα της γης, σκάψιμο, σπορά και τ΄άλλα παρόμοια- κι αφού κουβαλήσουν στο σπίτι μπόλικα ξύλα, μαζιά και θρουμπιά (κυπριακό θυμάρι) για προσάναμμα για τον φούρνο και τη νιστιά (τζάκι), σφάζουνε στην αυλή του σπιτιού, ή φέρνουν τον μακελλάρην να σφάξει το γουρούνι.
Η χοιροφαγία στις επίσημες γιορτές είναι πανάρχαιο έθιμο που το συνήθιζαν οι ρωμαίοι γεωργοί όταν εγιόρταζαν τα λεγόμενα- προς τιμήν του Κρόνου- Σατουρνάλια, στις 17-20 του Δεκέμβρη, και θυσίαζαν τους χοίρους τους στον πατέρα του Δία και στη Δήμητρα για να ευλογούν τα σπαρτά και τις σοδείες των. Αν το σφαχτό είναι μεγάλο κ΄έχει μπόλικα «κριάτα» και πάχητα, ένα μέρος απ΄αυτά το διαιρούν σε μικρά κοψίδια και τα κάνουν «πασπαλά», δηλ. τα παστώνουν με το λίπος τους μέσα σε τενεκέδες του λαδιού ή σε κούμνες (πήλινα πλατύστομα δοχεία) τα υπόλοιπα κομμάτια βράζονται με ρύζι ή με τραχανά αποβραδίς στο χαρτζίν (καζάνι) για τη χριστουγεννιάτικη σούπα, ενώ άλλα τα τα ψήνουνε στον φούρνο. Μα και ο «γουμάς» (κοτέτσι) προσφέρει και αυτός τα θυματά του στη γιορτάσιμη αυτή πανδαισία. Ύστερα από την αυστηρή νηστεία του Σαρανταήμερου, που τη διατηρούν με περίσσια ευλάβεια, οι χωρικοί δεν βλέπουν την ώρα να ευφρανθεί η καρδιά τους από τα νοστιμομαγειρεμένα φαγητά και τη γλυκόπιοτη κουμανταρία, με τελευταία πιατέλα τα «κουπέπκια» (ντολμάδες). Απαραίτητο συμπλήρωμα του γεύματος είναι το «χαλλούμιν» (κυπριακό τυρί) και η αναρή (μυζήθρα), με τελευταίο γλύκισμα μικρές πίττες με σταφίδες, τυρί και μέλι, τα «πουρέκια». Ιδιαίτερα χριστουγεννιάτικα πιτάκια δίνουν οι χωρικοί στα κτηνά τους, για να γιορτάσουνε κι αυτά τη Γέννηση του Σωτήρα Χριστού: στην «κατσελλού» (αγελάδα), στο γάρο (γάϊδαρο), στον άππαρο (άλογο), στην αίγια (κατσίκα), στην κουβέλλα (προβατίνα), στις όρνιθες (κότες), αφού πρώτα λιβανίσουν το παχνί.

παφίτικη γυρισταρκά
 Από τα βαθιά χαράματα, με τον πρώτο ήχο του σήμαντρου, όλοι βρίσκονται στο πόδι ντυμένοι με τα γιορτινά τους. Ο πατέρας συνοδεύει τα παιδιά στην εκκλησία, όπου τα παραλάβουν οι «τατάδες» (νονοί) και οι «νουνάδες» (νονές) για να τα μεταλάβουν, ενώ η μάνα με τις πρωτοθυγατέρες της ετοιμάζουν το σπίτι και τα χρειαζούμενα για το οικογενειακό τραπέζι. Γι' αυτή τη δουλειά κατεβάζουν από τις «σουβάντσες» (ράφια) τις «καντήλες» (ποτήρια), τα πιατικά, όπως και τις «γεννόπιττες», τις γυρισταρκές, τα «ψουμιά του νερού» (καρβέλια συνηθισμένα) που η ζεστή μυρωδιά τους γεμίζει τον αέρα της «τσάμπρας» (κάμαρης). Ταυτόχρονα  οι «μαείρισσες» (κατσαρόλες), γεμάτες από Χριστουγεννιάτικα φαγητά, χύνουν τη μοσχοβολιά τους σ΄όλο το σπίτι έτσι που βράζουν στις «νιστιές» και στο «μαειρκόν» (κουζίνα).
Ιδιαίτερη συγκίνηση και χαρά νιώθουν οι «χαρτωμένοι» (αρραβωνιασμένοι), που ξεκινούν καμαρωτοί-καμαρωτοί για την εκκλησία, η κοπέλα με το καλύτερό της φουστανάκι, ντροπαλή και χαμηλόθωρη, και ο «σκάπουλος» (παλληκάρι) με την καλοραμμένη φράγκική του φορεσιά που τελευταία αντικατάστησε την «προσιαστή» (πολύπτυχη) βράκα με τη μακριά «βάκλα» (φουφούλα), το κεντητό γιλέκι, το ζιμπούνι και τη ζώστρα, τα καινούργια «κοφτά» παπούτσια, που προτιμήθηκαν από τις μακριές «τσαγγαροποδίνες» (μπότες), και τις ριγωτές «κλάτσες» (κάλτσες). Όλα αυτά συμπληρώνουν την ευρωπαϊκή φορεσιά της λεβέντικης κορμοστασιάς του παλληκαριού. Ευτυχισμένοι οι δύο νέοι δέχονται- όταν τελειώσει η λειτουργία- τις ευχές των συγχωριανών τους και γυρίζουν χαρούμενοι στο σπίτι του ενός ή της άλλης. Όλο το συμπεθεριό θα παρακαθίσει στο τραπέζι με τον παπά επικεφαλής, που θα το ευλογήσει με το τροπάριο της ημέρας: «Η γέννησις σου, Χριστέ ο Θεός ημών κτλ.». Σαν επωδό θα χτυπήσουν όλοι μαζί τις «πρότσες» (πιρούνια) στα πιάτα τους και θ' αρχίσει πια το χαρούμενο φαγοπότι με το τσούγκρισμα των ποτηριών για τη δόξα του νεογέννητου Χριστού και για την ευτυχία των παιδιών τους.

Πηγή: Από το βιβλίο της Αθηνάς Ταρσούλη «ΚΥΠΡΟΣ», τόμος Β', 1963
Μεταφέρθηκε στο διαδίκτυο από NOCTOC

παφίτικος εορταστικός άρτος


Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2012

Ποντιακά έθιμα Χριστουγέννων


Οι Γιορτινές προετοιμασίες του χειμερινού κύκλου ξεκινούσαν τον Δεκέμβρη, στη γιορτή της Αγίας Βαρβάρας. Οι νοικοκυρές έφτιαχναν μελόπιτες και βαρβάρα με σιτάρι, καλαμπόκι και φασόλια και τα μοίραζαν σε γείτονες και παιδιά. Τις μελόπιτες τις ετοίμαζε κάποιος ηλικιωμένος από την οικογένεια με μέλι, σιτάρι, καρύδια, και αλεύρι, προσφορά της γειτονιάς. Σύμφωνα με το έθιμο, με το μέλι της πίτας σχημάτιζαν σταυρό στην πόρτα του σπιτιού.

Στις 15 του Δεκέμβρη, στις αγροτικές περιοχές γιόρταζαν τα « Αλώα» στους αγρούς για τη ευόδωση των καρπών της γης, ένα έθιμο που σήμερα έχει εκλείψει.

Για τα Χριστούγεννα, σε πολλά μέρη του Πόντου, οι νοικοκυρές συνήθιζαν να παρασκευάζουν πίτες από καλαμποκάλευρο, αλευροχαλβά, κατμέρια και τον «πουρμά», ένα σιροπιαστό γλυκό που θύμιζε το σαραϊγλί. Στην Τραπεζούντα τις παραμονές των Χριστουγέννων οι νοικοκυρές απαραιτήτως ζύμωναν κουλούρια για το σπίτι και τα ζώα. Επίσης ζύμωναν τα χριστόψωμα τα οποία περιείχαν καρύδια και όταν ψήνονταν τα περίχυναν με μέλι. Πάνω στο χριστόψωμο κεντούσαν με αμύγδαλα τη γέννηση του Χριστού. Στόλιζαν ένα τραπέζι δίπλα στο Χριστουγεννιάτικο δένδρο, με διάφορα γιορτινά καλούδια κι ένα εικόνισμα, αφιερωμένο στην Παναγία, το « Τραπέζι της Παναγίας». Στην Ινέπολη του νομού Κασταμονής, οι νοικοκυρές ετοίμαζαν για τα Χριστούγεννα τα παραδοσιακά γλυκά « κετέ», «ιτσλί» και «κατμέρια». Στην Αμάσεια, τα βασικά γιορτινά εδέσματα ήταν το κεσκέκι, το σουμπορεγί και το τζεβιζλί τσορέκ. Διαδεδομένο υλικό για τις πίτες ήταν το χασισόλαδο και οι χασισόσποροι τους οποίους επεξεργαζόταν όπως τους κόκκους του καφέ. Καβουρντίζανε τους σπόρους σ' ένα τηγάνι χωρίς λάδι ώσπου να πάρουν μαύρο χρώμα και να βγάλουν το λάδι τους .

Τη νύχτα της 24ης Δεκεμβρίου, παραμονή των Χριστουγέννων, «εθύμιζαν» τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα με λύρα και με νταούλζουρνά. Γύριζαν όλα τα σπίτια του χωριού παρέα με τους μωμόγερους, αψηφώντας το τσουχτερό κρύο και με αραιούς πυροβολισμούς και ψάλλοντας τα κάλαντα θύμιζαν τη γένεση του θεανθρώπου. Στα ορεινά του Πόντου λέγανε τα κάλαντα και την ημέρα γιατί οι καιρικές συνθήκες ήταν συχνα απαγορευτικές για έξοδο την νύχτα. Οι "καλαντάδες" εκτός από τη συνοδεία της λύρας, φρόντιζαν να φέρουν μαζί τους και ένα στολισμένο καράβι, φτιαγμένο από χαρτόνι και λεπτό σανίδι για να εντυπωσιάσουν τους νοικοκυραίους. Συνήθως φώτιζαν τα καραβάκια τους με κεριά, ενώ κάθε ομάδα προσπαθούσε να φτιάξει το πιο όμορφο και φανταχτερά στολισμένο, εν είδη συναγωνισμού. Προτού αρχίσουν να ψάλλουν, ένας της παρέας έλεγε μεγαλόφωνα τον πολυχρονισμό, αρχίζοντας από τον αρχηγό της οικογένειας και τελειώνοντας και στο πιο μικρό παιδί και σ' αυτούς τους ξενιτεμένους: «Ο Θεός να πολυχρονίζ' τον κύριο τάδε...και στη συνέχεια έψαλλαν:

«Καλημέρα σας και πολλούς χρόνους
ύγειαν και χαρά στον νοικοκύρη
ύγειαν και χαρά στα παλικάρια.

Έξω στην αυλή και στο παλάτι
στέκουν θυμίζουν τα παλικάρια,
στέκουν θυμίζουν εσένα, αφέντη.

Έ αφέντη μας, μα μη κοιμάσαι΄.
Οψεζνί βραδύ καλή βραδύ έν,
οψεζνί βραδύ Χριστός γεννέθεν,
οψές γεννέθεν και αύριο εστάθεν,
γράφει γράμματα, βαστά βαγγέλια,
γράφει γράμματα και πάλ' εγνώθι,
αρχοντόπουλο και καλαμιόνι,
μύρος έτουνε και μυροϊδόνι
και μυρόδισεν όλον τον κόσμον,
εμυρόδισε κ' εσένα, αφέντη.

Έ αφέντη μας, να μη κοιμάσαι,
άψο το κερί κι έλα σήν πόρτα.»

Με τον τελευταίο στίχο «άψο το κερί κι έλα σήν πόρτα», ο νοικοκύρης, με αναμμένο κερί στο χέρι, θ' ανοίξει την πόρτα και θα υποδεχτεί όλους χαρούμενος και γελαστός.

Οι νοικοκυρές, χαρούμενες και γελαστές, πρόσφερναν άφθονα καρύδια, μήλα, τσίρα και ούβας σ' όλους. Ο αρχηγός της οικογένειας με την κανάτα γεμάτη κρασί στο χέρι, κερνούσε κρασι. Μετά το κρασοπότι, η Σχολική Επιτροπή, από τους γεροντότερους του χωριού, εισέπραττε ό,τι πρόσφερναν σ' αυτήν υπέρ του σχολείου, χρήματα, νήμα κανναβένιο, καλαμπόκι, φασόλια, καννάβι, ακατέργαστο κ.ά.

Στο χωριό Ζησινώ ψαλλόταν και το εξής τροπάριο:

«Ιδού ο χρόνος πέρασε
και ήρθεν η ημέρα
της του Χριστού γεννήσεως
και ταύτη τη εσπέρα.

Χριστός γεννάται σήμερον
εν Βηθλεέμ τη πόλει,
οι ουρανοί αγάλλονται,
χαίρει η κτήσις όλη.

Εντός της φάτνης τίκτεται
υπό σπηλαίου θόλου
ο βασιλεύς των ουρανών
και ποιητής των όλων.

Τρεις μαγιδώους έτρεφε
μια Συρία χώρα,
βαστούσαν σμύρναν και χρυσόν
και λίβανον ως δώρα.

Χοροί αγγέλων ψάλλουσι
το δόξα εν υψίστοις
και υπό ποιμένων άδεται
του Σύμπαντος ο κτίστης.

Ως οδηγόν υπέρλαμπρον
αστέρα ακολουθούσι.
Ελθόντες εις το σπήλαιον
το βρέφος προσκυνούσιν.»

Τα Ποντιακά Κάλαντα των Χριστουγέννων, που είναι και τα πιο διαδεδομένα, περιέχουν όλη τη ζωή του θεανθρώπου, από τη στιγμή της Γέννησης του, μέχρι τη στιγμή της Σύλληψης του, χωρίς όμως να προχωρούν και στη Σταύρωση του, γεγονός που θα ερχόταν σε αντίθεση με το χαρμόσυνο γεγονός των Χριστουγέννων.

Χριστός γεννέθεν χαράν σον κόσμον
χα! καλή ώρα, καλή σ΄ μέρα
χα! καλόν παιδίν οψέ γεννέθεν

οψέ γεννέθεν ουρανοστάθεν
τον εγέννεσεν η Παναγία
τον ενέστεσεν αε παρθένος

Εκαβάλκεψεν χρυσόν πουλάρι
κι εκατήβεν σο στραυροδρόμι
σταυροδρόμι και μυροδρόμι.

Ερπαξάν ατόν οι χιλ Εβραίοι
χιλ Εβραίοι και μύρι Εβραίοι
χιλ Εβραίοι και μύρι Εβραίοι.

Α σ ακροντικά κι α σην καρδίαν
αίμα έσταξεν χολήν κι εφάνθεν
ούμπαν έσταξεν και μύρος έτον
μύρος έτον και μυρωδία.

Εμυρίστεν ατό ο κόσμος όλον
για μυρίστ ατό κι εσύ αφένταμ
συ αφένταμ καλέμ αφένταμ.
Ερθαν τη Χριστού τα παλικάρια
και θυμίζνε τον νοικοκύρην
νοικοκύρην και βασιλέαν.

Δέβα σο ταρέζ κι έλα σην πόρταν
δος μας ούβας και λεφτοκάρα
κι αν ανιοιείς μας χαρά σην πόρτα σ

http://thalassa-karadeniz.mylivepage.com/

Ο τόπος και το τραγούδι του - Γαρδίκι Ασπροποτάμου Τρικάλων

Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2012

Ελλήνων Δρώμενα : Ρουμλούκι


Ο τόπος και το τραγούδι του - Το Βελβεντό το ζηλευτό


Ο τόπος και το τραγούδι του - Βεργίνα



Μουσικές, γνωστοί και άγνωστοι χοροί και τραγούδια, λαϊκά δρώμενα και εθνογραφικές δράσεις απ' όλη την Ελλάδα και το μείζονα ελληνισμό θα παρουσιαστούν στο νέο κύκλο της εκπομπής "O τόπος και το τραγούδι του".

Η εκπομπή αναδεικνύει την Ελλάδα του σήμερα και του χθες, αναλλοίωτη μέσα στην ιστορική της διαδρομή, με τις αδαπάνητες δυνατότητές της να υπάρχει και να εντυπωσιάζει με εθνολογικές και λαογραφικές δράσεις, που ξεχωρίζουν στο χάρτη της βαλκανικής και ευρωπαϊκής κοινωνικής ανθρωπολογίας.

Η έναρξη γίνεται στη Βεργίνα, όπου για πρώτη φορά μετά από 2340 χρόνια στο Ανάκτορο των Αιγών δεκάδες χορευτές από 15 χωριά του Ρουμλουκιού συνοδεία μουσικών οργάνων ζωντανεύουν το μύθο που θέλει το κεφαλοδέσι των γυναικών της περιοχής να κληροδοτείται σε αυτές από τον ίδιο το Μέγα Αλέξανδρο. Ένας μύθος που φανερώνει τις απαρχές του αρχαιότερου γυναικείου κεφαλοδεσίματος στον κόσμο.
Με ιστορική και αρχαιολογική τεκμηρίωση η διευθύντρια της ΚΖ' Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Δρ. Αγγελική Κοτταρίδη συνδέει την περίφημη «Δέσποινα των Αιγών» του 10ου π.Χ αιώνα με την παραδοσιακή φορεσιά της σημερινής Ρουμλουκιώτισσας. Πρόκειται για έναν παράλληλο αρχαιολογικό και λαογραφικό διάλογο της κυρίας Κοτταρίδη και του Γιώργη Μελίκη, στον οποίο η «μνήμη» της πέτρας γίνεται παρόν και μέλλον, γεφυρώνοντας τριάντα και πλέον αιώνες ελληνικού -- μακεδονικού ιστορικού βίου.

Σκηνοθέτης: Μανώλης Ζανδές
Δημοσιογραφική Έρευνα: Γιώργης Μελίκης
Αρχισυνταξία: Στέλλα Κιοσόγλου
Παρουσιαστής: Γιώργης Μελίκης

Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2012

Ο Χριστός και η Παναΐα: Διήγημα από τη κυπριακή ύπαιθρο

 Μιαν ημέρα η Χαρικλού ήταν έσσω κι είπε να κάμει λίγα πουρέκια. Ήρθαν και οι κόρες της αδελφής της της Λευκούς, η Ευπραξία η Μαριά... Κουλούρεψε ζυμάρι και τό ΄κοψε κομματούδια.
Έ! λαλεί τους, ένι του Ιησού Χριστού τούτο το πουρέκι. Τούτο ένι της Παναΐας και τούτο ένι του παππού σας του Διάκου. Και τούτο ένι δικό μου και τούτο ένι δικό σου... Τα διαμοίρασε όλα και τα εβάλασιν στο πανέρι παράμερα. Ανάψασιν τη φωτιά να τα ψήσουσιν.

Μόλις η Χαρικλού έβαλεν τα πρώτα πουρέκια στο τηγάνι, ανέφαναν από το διπλανό χωριό ο Αργύρης ο αόμματος με τη γυναίκα του. Ανεφάνησαν κρατώντας ο τυφλός τη γυναίκα του από την κόξα και διακονούσαν.

Χριστός και Παναΐα μου! λαλεί η Χαρακλού, τούτοι ένι ο Χριστός κι η Παναΐα! Έβγαλε από το τηγάνι τα πρώτα και τους τα έδωκε. Τους έδωκε ψωμί και άλλα πράματα. Της έβαλαν κάμποσες ευχές και πήγαν εις το καλόν.

Δεν άργησε ο θεός, λαλεί η Χαρικλού, στις κορούες. Τους έπεμψε καταύτις για να δούμε αν κιάρω να τους δώκω πουρέκια, ψωμί, τίποτες, όπως έταξα.

Κυπριακό Παραμύθι: Ο Ιησούς Χριστός και ο γάμος των αρκόντων


Μια φορά κ' έναν καιρόν ο αρκοντότερος του χωρκού επάντρευκεν την κόρην του με τον γυιόν ενός μεγάλου πραματευτή. Εκαλέσαν εις τον γάμον ούλον το χωρκόν κι ούλον το αρκοντολόϊν. Άμα κ΄ήρατσιν ΄που την εκκλησιάν που εστεφανώσαν τ΄αντρόϋνον εκάτσασιν ούλοι στα τραπέζια κ΄εκουβαλούσαν οι μαείροι κ΄οι σεττοκόποι* τα φαγιά και τα κρασιά, κ΄οι ξιφάντωσες* και τα τραούδκια εβκαίναν μεσούρανα. Μεσ΄κείνην την ανακατωσιάν, μέσ΄κειν΄τα τραούδκια ήρτεν κ΄εστάθηκεν εις την πόρταν ένας ασπρομάλλης με κάτι ρούχα παστρικά χιόνι αμμά πολλά φτωχικά και κομματιασμένα. Εστάθην έτσι περίλυπος κ' εθώρεν, ζαβαλί μου,* που τρώαν κ΄επίναν. Ένας μισταρκός* είδεν τον: «Είντα θέλεις, γέρο; άτε τράβα στην δουλειάν σου, μεν μας εμποδίζεις· στέκεις μέσ' την πόρταν», κ΄εδκιωξέν τον κ' επήεν κείθε μέρου κ΄εστάθην μέσ' τον ηλιακόν.* Είδαν τον οι μαείροι κ' οι σεττοκόποι και επήαν κατά πισόν του: «Είντα, γέρο, είντα που θέλεις δαχαμαί;»* «Ήρτα, γυιέ μου, να δω κ΄εώ ο κακορίζικος τον γάμον και να κάτσω και εώ να φάω νακκουρίν.»* «Λάμνε,* γέρο, στην δουλείαν σου· εν αντρέπεσαι την μουτσούνα σου κ΄εν πάεις· με τουν τα παληόρουχα εννά κάτσης εις το τραπέζιν του γάμου; Μη χειρότερα! Χάτε,* χάτε, λάμνε στην δουλειά σου», κ΄εκουντήσαν τον όξω. Ο γέρος έφυεν κ΄ύστερα ΄που λίην ώραν ήρτεν ένας άρκοντας με κάτι ρούχα ούλα τσοχάδες, με τα πλουμιά τα ολόχρυσα, με κάτι γούννες βισιλικές, κ΄επήεν εις τον γάμον. Άμα τον είδασιν οι δούλοι εβουρήσαν κατά πάνω του: «Κόπιασε, κόπιασε, αφέντη μου πολυχρονημένε μου, κόπιασε στο τραπέζι.» Επροσηκωθήκαν του ούλοι, ως κ΄η νύφη επροσηκώθην του κ΄έκατσεν τον προ κεφαλής των πραπεζιών. Ετρέξασιν οι σεττοκόποι με τα φαγιά, με τους καλύττερους μεζέδες, με τα κρασιά. Έκατσεν ο άθθρωπος κ΄έππιανεν τα φαγιά με το κουτάλιν κ΄εχένωνέν τα πα στα ρούχα του και πα στες γούννες του κ΄ελάλενεν: «Φάτε, ρούχα, και τα ρούχα έχουν τιμήν·» Τότε οι καλεσμένοι κ΄ούλος ο κόσμος έμεινε ξηστικός κ΄εθωρούσαν τον έσσω κ΄έσσω. Άλλος ελάλεν: «άτζιαπις* περιπαίζει μας;» και άλλος: «άτζιαπις εν πελλός;», άλλος: «είντα εν τούτα, αφέντη μου, που κάμνεις;»  Ευτύς ο άθθρωπος εσηκώθη πάνω κ΄είπεν τους: «Εγώ είμαι ο Ιησούς Χριστός κ΄ήρτα να σας δοκιμάσω. Ήρτα φτωχός κακορίζικος, νηστικός πεινασμένος, κ΄εδκιώξετέ με. Τώρα που ήρτα με τες γούννες και με τα χρυσά, εκάτσετέ με ΄που πάνω ΄που την κεφαλήν σας. Έτσι κ' εώ ετάϊζα τα ρούχα μου, γιατί τα ρούχα μου είχαν την τιμήν και την υπόληψίν· εν την είχα εώ.» Άμαν τα είπεν τουν τα λόγια εχάθηκεν ΄που την μέσην τους κι αντροπιαστήκαν ούλοι κ΄εγινήκαν ρεζίλι.
Κι άφηκα κείνους καλά κ΄ηύρα σας εσάς καλύττερα.


Γλωσσάρι

σεττοκόποι = σερβιτόροι, ξιφάντωσες = ξεφαντώματα, ζαβαλλί μου = ο καημένος, μισταρκός = υπηρέτης, ηλιακός = υπόστεγη αυλή, δαχαμαί = εδώ χάμω, νακκουρίν = λίγο, λάμνε = πήγαινε, χάτε = άντε, άτζιαπις = άραγε (λ. τουρκ.).

Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2012

Νεαρή Κερκυραία με παραδοσιακή ενδυμασία


Νεαρή Κερκυραία με παραδοσιακή ενδυμασία από το χωριό Καρουσάδες της Βόρειας Κέρκυρας. Περίπου στα 1920

πηγή:  http://tab.ionio.gr

Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2012

Κυπριακά νανουρίσματα: την Αλεξάνδρειαν ζάχαριν και το Μισίριν ρύζιν


Η Παναγία του Λιοπετρίου, έργο του Γεωργίου Πολ. Γεωργίου

Το νανούρισμα της μάνας στο παιδί της είναι η πιο τρυφερή εκδήλωση της γυναικείας καρδιάς στο πλάσμα που βλάστησε στα σπλάχνα της, όπως ο σπόρος του καρπού που κυοφορείται στης μάνας γης την αγκαλιά για να ξεπεταχτεί στο φως ίδιος λουλούδι προφαντό κι ολόδροσο κάτω από τη θαλπωρή του ήλιου. Έτσι και το μωρό, κοιτάζοντας με τ' αθώα ματάκια του Εκείνην που στημένη πάνω από το λίκνο του ξεχύνει γύρω του τη ζεστασιά της πιο άδολης αγάπης, ακούει μέσα από τον παλμό της απαλότρεμης φωνής της την πρώτη μουσική, που έρχεται σαν ουράνιο χάδι από άγνωστους κόσμους να το αποκοιμίσει. Οι περισσότερες μανάδες, ιδίως στην ύπαιθρο, κουνάνε τα μικρά τους ρυθμίζοντας με κάθε κούνιμα και το νανούρισμά τους.
Στην Κύπρο τα νανουρίσματα τα λένε «τραούδκια της σούσας».* Οι χωρικοί φτιάχνουν τις κούνιες των παιδιών τους με ξύλα κατά ένα τρόπο που να μπορούν να τις κρεμούν και δίπλα στο κρεβάτι τους, δεμένες με σκοινί, από τα δοκάρια της στέγης. Τις πιο πρόχειρες κούνιες τι κάνουν από δερμάτινες σακούλες που τις κρεμούν με το μωρό στα δέντρα όταν πάνε να δουλέψουν στα χωράφια, στα αμπέλια ή σε άλλες αγροτικές εργασίες. Πόσα όνειρα δεν πλάθει η κάθε μάνα για τον γυιό τον κανακάρη της ή για την κόρη της την «μαρκαριταρένια» όταν αρχίζει το τραγουδιστό νανούρισμα:

Έργο του Αδαμάντιου Διαμαντή

Νάννι, νάννι το γυιούϊν μου και το παλληκαρούϊν μου.
Κοιμήσου, γούϊν μ' ακριβό, κι' έχω να σου χαρίσω
την Αλεξάντραν* ζάχαριν και το Μισίριν* ρύζιν
και την Κωνσταντινούπολιν τρεις χρόνους να την ΄ρίζης.
Τρεις χώρες και τρία χωρκά και τρία μοναστήρια.
Στες χώρες να δκιανεύκεσαι* και στα χωρκά να νυιέσαι*
και στα μοναστηράκια σου να πας να λειτουρκέσαι.

Άγια Μαρίνα και Κυρά, που ΄ποκοιμίζεις τα μωρά,
ρομάνισ'* τα ΄ξωπόρκια μου να κοιμηθεί ο γυιόκκας μου.
Να κοιμηθή ν' αναγυιωθεί,* να σηκωθή να παραπατή,
να πκιάση πένναν και χαρτίν, να πα στον δάσκαλον ευτύς
να μάθει τ' Άλφα και το Βη, να βάλη νουν και προποπήν.

Άγια Μαρίνα και Κυρά, που ΄ποκοιμίζεις τα μωρά,
΄ποκοίμισ' τούτον το μωρόν κ' η μάνα του εν΄ στον γιαλόν,
να φέρη δάφνες και νερόν,
να πλύνει τα ρουχούθκια του και τα τουλουπιστρούθκια του,*
και να τ΄απλώση στις νοθκιές,* στις κόκκινες μουσκοκαρκιές.*

Άγια Μαρίνα και Κυρά, που μερανίσκεις* τα μωρά,
μέρανε μου την κόρην μου και παρ΄την πέρα, γύρισ΄την,
κ΄έπαρ΄την πέρα των περών να φέρη δάφνην και νερόν,
να δη τα δέντρα πως αθκιούν και τα πουλιά πως κελαδούν
και τα πεζούνια* πως πετούν, πως κελαδούν, πως χαίρουνται,
πως χαίρουνται και πέτουνται, πως πάσιν πέρα κ΄έρκουνται.
Να δη νερά τρεχάμενα, να δη πουλιά πετάμενα,
και πάλι στράφου φερ΄ την μου
γιατ΄είν΄μωρούϊν τρυφερόν και θέλω την να την θωρώ,
να την θωρώ, να την φιλώ, γιατί εγιώ την αγαπώ,
και πάλε στράφου φερ΄μου την, μεν τη γυρέψη η μάνα της
και χαλαστή το γάλαν της, μεν την γυρέψη ο κύρης της
και θυμωθή της μάνας της και δέρη τους μαείρους του.

Άγια* κοιμήθου, κόρη μου, στην κούνιαν σου την αρκυρήν
και στην καμάραν την γρουσήν, και το καμαροσκούλλισμαν*
της Πόλης ένι πλούμισμαν, της Βενετιάς εν΄κέντημαν.
Άγια κοιμήθου, μάνα μου, κ΄η μάνα σου εν΄εν'* εδώ· 
πήε στον Δάφνην ποταμόν να φέρη δάφνην και νερόν
να πλύνη τα ρουχούθκια σου και τα πουκαμισούθκια σου
σε μαρμαρένην βούρναν,
να έμπη ο Χριστός τατάς* και η Παναΐα νούνα.


 Γλωσσάρι

τραούδκια της σούσας = τραγούδια της κούνιας, Αλεξάντραν = Αλεξάνδρεια, Μισίριν = Αίγυπτος, δκιανεύκεσαι = σεργιανάς, νυιέσαι = ησυχάζεις, ρομάνισε = βάλε το σύρτη, αναγυιωθεί = να μεγαλώσει, τουλουπιστρούθκια = πανιά του μωρού, νοθκιές =  στο νοτιά, μουσκοκαρκιές = γαριφαλιές, μερανίσκεις = ημερώνεις, πεζούνια = περιστέρια (από το γαλλικό pigeon), άγια = άϊντε, καμαροσκούλλισμαν = κουνουπιέρα, εν΄εν' = δεν είναι, τατάς = νουνός, νούνα = νονά.

Πηγή

Από το βιβλίο της Αθηνάς Ταρσούλη «ΚΥΠΡΟΣ», τόμος Β', 1963
Μεταφέρθηκε στο διαδίκτυο από NOCTOC
Η Παναγία της Περιστερώνας, έργο του Γεωργίου Πολ. Γεωργίου

Ο τόπος και το τραγούδι του - Πετρωτά Έβρου

Τρίτη 13 Νοεμβρίου 2012

Μαντζουράνα - Χορός με το ομώνυμο τραγούδι στο Μοναστηράκι Δράμας



-[Παπουτσής 1992, 4] Μοναστηράκι Δράμας: Η "Ματζουράνα" είναι ερωτικό τραγούδι που το χόρευαν μόνο κοπέλες, οι οποίες το τραγουδούσαν στ' αλώνια αλλά και στις σάλες και αυλές των σπιτιών. "Στης μαντζουράνας τον ανθό, πλάγιασα ν' αποκοιμηθώ...". Τα βήματα του χορού έχουν ως εξής: Μπαίνουμε στον κύκλο με το αριστερό πόδι σηκώνοντας το δεξί, πάμε πίσω με το δεξί σηκώνοντας το αριστερό και ένα βήμα αριστερά σημειωτόν, γυρίζουμε προς τη δεξιά φορά του κύκλου και με το δεξί πόδι πάνω κάνουμε τρία βήματα και το τέταρτο σημειωτόν (σαν Παϊτούσκα)

πηγή: http://www.dance-pandect.gr

Παιχνίδια στο χρόνο


 Η διαχρονικότητα της Ελληνικής γλώσσης είναι αδιαμφισβήτητη και αυταπόδεικτη!

Μεταξύ πολλών παραδειγμάτων ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα:

Μικροί είχαμε παίξει το γνωστό παιδικό παιχνίδι : δύο ομάδες αντιπαρατιθέμενες, εναλλάξ να εφορμούν η μία της άλλης ψελλίζοντας ακαταλαβίστικα λόγια, που όλοι νομίζαμε αποκυήματα παιδικής φαντασίας και κουταμάρας (μετέπειτα πήρε την μορφή: «έλα να τα βγάλουμε»)

«Ά μπε, μπα μπλόν, του κείθε μπλόν, ά μπε μπα μπλόν του κείθε μπλόν, μπλήν-μπλόν.»

Τι σημαίνουν αυτά? Μα , τι άλλο, ακαταλαβίστικες παιδικές κουταμάρες, θα πεί κάποιος.
Όμως δεν είναι έτσι.

Ατυχώς, η Ελληνική, εδέχθη πλείστες όσες προσβολές από εξελληνισμένους βαρβάρους, Σλάβους, Τουρκόφωνους, Λατίνους κ.ά.., που δεν κατανοούσαν την ελληνική -ούτε κάν είχαν την φωνητική ανατομία που θα τους επέτρεπε σωστές εκφωνήσεις φωνηέντων – εμιμούντο τις φράσεις, παραφράζοντάς τις συχνότατα, και έτσι διεστραμμένα και παραμορφωμένα, έφθασαν μέχρι των ημερών μας, ώστε πλέον να μη αναγνωρίζονται.

Κατ’΄αυτόν τον τρόπο, εισήχθησαν εις την Ελληνική, όροι, λέξεις και φράσεις, ως μέσα από παραμορφωτικό κάτοπτρο είδωλα, καθιστάμενα αγνώριστα στον απλό κόσμο.

Ας επανέλθουμε στο πιο πάνω.
Η όλη. στιχομυθία, προήρχετο από παιδικό παιχνίδι που έπαιζαν οι Αθηναίοι Παίδες και ταυτόχρονα εγυμνάζοντο στα μετέπειτα αληθινά πολεμικά παιχνίδια.

Πράγμα απολύτως φυσικό, αφού πάντοτε ο Αθηναίος Πολίτης ετύγχανε και Οπλίτης! (βλέπετε παίζοντας και με τα γράμματα, προκύπτουν συνδεόμενες έννοιες Πολίτης – Οπλίτης)

Τι έλεγαν λοιπόν οι αντιπαρατιθέμενες παιδικές ομάδες, που τόσον παραφράσθηκε από τους μεταγενέστερους;

Ιδού η απόδοση:

«Απεμπολών, του κείθεν εμβολών !!!…» (επαλαμβανόμενα με ρυθμό, εναλλάξ από την δείθεν επιτιθέμενη ομάδα)

Τι σήμαιναν ταύτα; Μα..απλά ελληνικά είναι! « Σε απεμπολώ, σε απωθώ, σε σπρώχνω, πέραν (εκείθεν) εμβολών σε (βλ. έμβολο) με το δόρυ μου, με το ακόντιό μου!!!


πηγή: http://www.thestival.gr

Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2012

Νοέμβριος


Ονομασίες:

Βροχάρης, γιατί πέφτουν πολλές βροχές.

Σποριάς ή Σπορίτης, εξαιτίας της σποράς.

Μεσοσπορίτης, γιατί μέχρι 21 Νοεμβρίου πρέπει να έχει τελειώσει τουλάχιστον

η μισή σπορά.

Κρασομηνάς, λέγεται στα μέρη που τότε ανοίγουν τα κρασιά και

Τρυγομηνάς εκεί που αργεί ο τρυγητός.

Σκιγιάτη, γιατί μεγαλώνει η νύχτα και η γη σκιάζεται (φοβάται)

Χαμένο,επειδή η διάρκεια της ημέρας είναι μικρή κι η δουλειά χάνεται.

Παχνιστή, γιατί κλείνουν τα ζώα στο παχνί και

Νιαστή, επειδή γίνονται τα τελευταία οργώματα (νεάσματα).Εξαιτίας των γιορτών ονομάζεται:

Αι-Στράτηγος και Αι-Ταξιάρχης ή Αρχαγγελιάτης απ' την γιορτή των Ταξιαρχών

στις 8.

Αι-Φίλιππας ή Φιλιππιάτης απ' του Αγίου Φιλίππου στις 14.

Αγι-Αντρέας ή Αντριάς ή Αγι-Αντριάς απ' την γιορτή του Αγίου Ανδρέα στις 30.


Αγροτικές εργασίες

Ξεκινάει το μάζεμα της ελιάς, το μάζεμα των ζώων και βγαίνουν καρποί, κάστανα, καρύδια, σταφίδες, αμύγδαλα.

πηγή:  http://laikiparadosi.blogspot.gr

Ο χειμώνας και το καλοκαίριν: κυπριακό παραμύθι


 
Μιαν βολάν κ' έναν καιρόν είχεν έναν γέρον και μιαν κοτζιάκαρην.* Μιαν ημέραν ο γέρος, σαν εσάριζεν,* ηύρεν κουκίν κ' εφύτεψέν το μέσ' στην αυλήν του. Το κουκίν εβλάστησεν κ' εΐνειν μια κουκιά μιάλη που ΄φταννεν ως τον ουρανόν. Ύστερις 'που λλίον καιρόν ο γέρος εσκέφτην να βκη πα' στην κουκιάν να δη ως που φτάνει. Πα στην μούτην της εύρεν τον χειμώναν και το καλοκαίριν κ' εμαλλώνναν πκοιος εν' ο καλός: ο χειμώνας όξα* το καλοκαίριν. Άμαν είαν τον γέρον, αρωτήσαν τον να' ΄ούμεν είντα λαλεί.
Ο γέρος λαλεί τους: «Κι' ο χειμώνας εν' καλός και το καλοκαίριν εν' καλόν.» Άμαν τους είπεν έτσι, άρεσέν τους κ' εχαρίσαν του έναν χερομυλούϊν* και λαλούν του: «Γέρο, τουν το χερομυλούϊν, άμα του πης "έβκαρ' μου ττουρλού-ττουρλού", έννα σου βκάλη λογιών-λογιών πράματα.»
Ο γέρος έπκιαεν το χερομυλούϊν κ' εκατέην κάτω. Καθίσκει το μέσ' στην αυλήν και λαλεί του: «Έβκαρ' μου ττουρλού-ττουρλού, χερομυλούϊν μου.» Το χερομυλούϊν αρκίνησεν κ' έβκαλλεν λογιών-λογιών πράματα κ' εγέμωσεν η αυλή.
Έμαθεν ο βασιλέας κ' εμήνυσέν του γέρου πως έννα πάη έσσω του. Όσον κι άκουσεν έτσι ο γέρος, εσιάσιαρεν* και εβούραν* πάνω-κάτω, κ' εσκέφτετουν που να τον κάτση κ' είντα λλοής να τον εφκαριστήση αφούς ήτουν φτωχός. Αθθυμήθηκεν το χερομυλούϊν κ' έβαλέν το, κι' έβκαλλεν του τραπέζια, τσαέρες*, μαχέρκα και κουτάλια και πρότσες* ολόγρουσα, γάλους, όρνιθες και άλλα πράματα, ό,τι εγρειάζετουν.
Έμπην ο βασιλέας κ' επεριποιήθην τον όπως έπρεπεν. Ο βασιλέας επαραξενεύτην που τα εΐεν ΄κείνα ούλλα κι αρώτησεν τον γέρον πού τα ηύρεν κείνα ούλλα φτωχός άθθρωπος. Ο γέρος είπεν του την αλήθκειαν, πως κείν' τα πράματα ούλλα έβκαλέν τα το χερομυλούϊν του. Ο βασιλέας έπκιασεν τον γέρον ΄πο κει ΄πο δα κ' εκατάφερέν τον ν' αλλάξουν: Να του δώκει ο γέρος το χερομυλούϊν και να του δώκη κι ο βασιλέας έναν γαούριν που ΄χεζεν γρουσά. Εδέχτην ο γέρος, γιατί ο βασιλέας επήρεν το γαούριν μετά του και, άμαν του 'γγιξεν ετσά, έβκαλεν έναν γρουσόν· εξανάγγιξεν του, έβκαλεν άλλο΄ναν, αλλό ΄ναν ως τα πέντε. Ο βασιλέας επήρεν το χερομιλούϊν έσσω του.
Άμαν κ' επήρεν το, λαλεί του: «Έβκαρ' μου ττουρλού-ττουρλού, χερομυλούϊν μου», κ' έβκαλεν του μιαν κοπήν* μαύρους, κ' οι μαύροι κείνοι έθεν να σκοτώσουν τον βασιλέαν. Ο βασιλέας εφοήθηκεν κ' έπκιασεν το χερομυλούϊν κ΄ επήρεν το του γέρου, κ' έπκιασεν το γαούριν του πίσω.
Μιαν ημέραν η κοτζιάκαρη έοξέν της να βκη πα στην κουκιάν. Πα στην μούττη ηύρεν τον χειμώναν και το καλοκαίριν, κ' εμμαλλώνναν πκοιος εν' ο καλλίττερος. Άμαν εΐαν την κοτζιάκαρην αρωτήσαν την να ΄ούμεν είντα λαλεί:
«Ανάθθεμάν τα και τα δκυό», λαλεί τους· «με ο χειμώνας φελά, με το καλοκαίριν.»
Εώκαν* της μιαν σακκούλλαν γεμάτην κ' είπαν της να πάη έσσω της, να βαώη* πόρτες και παναθύρκα* και να στουππώσει ούλλες τες τρύπες, κ' ύστερα να την αννοίξη.
Η κοτζιάκαρη εθάρκεν πως η σακκούλλα εν' γεμάτη γρουσά και για τούτον επαραγγείλαν της έτσι για να μεν την δη κανένας. Έκαμεν σαν της επαραγγείλαν κι άνοιξεν την σακκούλλαν. Επεταχτήκαν ΄πο μέσα κουάφες* κ' εγεμώσαν το σπίτι. Οι κουφάες ετυλιχτήκαν πάνω στην κοτζιάκαρην κ' επνίξαν την.
Έρκεται ο γέρος ΄πόξω, πάει ν' ανοίξη την πόρταν, εν' αννοίει. Αχτυπά της μιαν, άννοιξεν. Μπαίνει μέσα και βρίσκει την κοτζιάκαρην πεθαμμένην. Λαλεί:
«Το καλοκαίριν εν' πυρά, χειμώνας εν κρυότη,
που τα φοάται και τα δκυό, την κεφαλήν του τρώ' την.»

* κοτζιάκαρη = γριά,  εσάριζεν = εσκούπιζε, όξα = ή, χερομυλούϊν = μικρό χειρόμυλο, εσιάσιαρεν = σάστισε, εβούραν = έτρεχε, τσαέρες = καρέκλες, πρότσες = πιρούνια, μιαν κοπήν = ένα σωρό, εώκαν = έδωσαν, βαώσει = να κλείσει, παναθύρκα = παράθυρα, κουφάες = οχές.

Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2012

Φορεσιές στην Επαρχία Μεγαρίδας

Φορεσιά Ελευσίνας

Η γυναικεία φορεσιά της Ελευσίνας (νυφική & γιορτινή) και γενικά των υπόλοιπων κουντουριώτικων χωριών, σταδιακά δέχθηκε επιδράσεις από τα Μέγαρα, την Σαλαμίνα, και την Αθήνα, αφού πολλά εξαρτήματα έχουν ομοιότητες η φτιάχνονταν σε αυτές τις περιοχές.

Η νυφική φορεσιά αποτελείται από τα παρακάτω εξαρτήματα:
  • Την φασκιά. Άσπρη υφασμάτινη λουρίδα περίπου 3 μέτρων όπου τύλιγαν δυο-τρείς φορές το στήθος.
    Στην συνέχεια φορούσαν το πουκάμισο, αμάνικο φόρεμα που έφτανε μέχρι τα γόνατα από βαμβακερό ύφασμα.
  • Τα εσωτερικά μισοφόρια, τα οποία τα κατασκεύαζαν από βαμβακερό ύφασμα (πλιχούρα) και συνήθως



Φορεσιές Ελευσίνας


  • φορούσαν δύο & τρία μισοφόρια για να «στρώσει» όπως έλεγαν το καλό μεταξωτό μισοφόρι σε ύφασμα σαντούκ ή κρεπ-ντε-σίν το νεότερο. Ο στολισμός στο τελείωμα ήταν δαντέλα η ψιλός πλισές.
  • Επίσης η τραχηλιά, για να διακοσμεί το μπούστο από καλό χασέ ή και μεταξωτό ύφασμα, κεντημένη με χρωματιστές κλωστές ,με χειροποίητες δαντέλες, ή και του εμπορίου.
  • Συνεχίζουμε με τα κυριότερα κομμάτια όπως είναι ο τζάκος ή καμιζόλα ή ζιπούνι με τερζίδικο κέντημα στα μανίκια (ανάλογα την οικονομική ευχέρεια της οικογένειας) του οποίου η κατασκευή γινόταν στα Μέγαρα στην Σαλαμίνα και στην Αθήνα. Υπήρχαν και ντόπιες κεντήστρες οι οποίες όμως δεν ακολουθούσαν τα παραδοσιακά μοτίβα. Ο νυφικός τζάκος ήταν φτιαγμένος από μεταξωτό βελούδο (κατηφές) ή βαμβακερό (φέλπα) σε διάφορες αποχρώσεις του κόκκινου ή του γκρενά. Οι παλαιότεροι τζάκοι ήταν τσόχινοι. Επίσης χρησιμοποιούσαν και την στόφα. Να επισημάνω ότι στο τζάκο συνήθως δεν έβαζαν βελούδο στην πλάτη, επειδή φορούσαν το σιγκούνι.
  • Η ποδιά που φοριόταν με το παλαιότερο τύπου πουκάμισο, ήταν ριγωτή πολύχρωμη υφασμένη στον αργαλειό από λαγάρα μαλλί. Οι νεότερες ποδιές ποικίλουν και δεν μπορούμε να μιλήσουμε για ένα συγκεκριμένο σχέδιο. Τα υφάσματα που χρησιμοποιούσαν ήταν το βελούδο γκρό, στόφα, ατλάζι και το μεταξωτό, τις οποίες τις διακοσμούσαν με διάφορα συμπλέγματα λουλουδιών ,με χρωματιστές κλωστές ή με μοτίβα αγοραστά από το εμπόριο.
  • Το σιγκούνι, ή γκούνα, αμάνικος επενδύτης, καθαρό γνώρισμα της παντρεμένης γυναίκας το έφτιαχναν παλαιότερα από σαγιάκι. Το μήκος του έφτανε δυο πιθαμές πάνω από το γόνατο και ήταν διακοσμημένο ολόγυρα από μαύρο μαλακό μαλλί που το έστριβαν σαν κορδονάκι και σχημάτιζαν θηλιές, απ’ όπου έπαιρνε το κέντημα το όνομα του. Στα ανοίγματα και στις μασχάλες περνούσαν για τελείωμα μαύρο γαϊτάνι από μαλλί πλεγμένο στο χέρι. Αργότερα οι θηλιές αντικαταστάθηκαν από μαύρο ύφασμα του αργαλειού. Οι μπροστινές λωρίδες λέγονται κλίντια η λωρίδα στο κάτω μέρος λέγετε φούντι τα πλαϊνά μαύρα κεντήματα τα έλεγαν κούπες και από την μέση και κάτω μπουζάνια.
    Στα νεώτερα χρόνια χρησιμοποιούσαν σαγιάκια ή τσόχες που έφερναν από την Νάουσα και τα λέγανε βουλγάρικα . Οι φάσες του ήταν πάντα σε μαύρο χρώμα στολισμένες με χρυσές ή κίτρινες κλωστές και με μοτίβα του εμπορίου . Τον χειμώνα ,αντί για το σιγκούνι φορούσαν το γιουρντί, επίσης αμάνικος επενδύτης σε άσπρο χρώμα. Παλαιότερα το σιγκούνι ποτέ δεν το έβγαζαν, ούτε μέσα στο σπίτι.
Φορεσιές των Μεγάρων


Τα κοσμήματα τα οποία έδειχναν και την οικονομική κατάσταση της οικογένειας ήταν τα σκουλαρίκια, δαχτυλίδια , το μανταλιό (υπήρχαν δύο ειδών μανταλιό το παλαιότερο ήταν το πλεχτό «κοντό» δώρο του πατέρα και στην συνέχεια το υφασμάτινο το μακρύ, δώρο του γαμπρού) πολλές νύφες φορούσαν και τα δυο είδη. Επίσης το κορδόνι, ο σταυρός, οι πόρπες, και το μικρό γιορντάνι.
Από αναφορές περιηγητών και ενδυματολόγων βλέπουμε ότι υπήρχε και φέσι στο κεφάλι με νομίσματα, το οποίο συναντάτε στα Μέγαρα και στην Σαλαμίνα. Δυστυχώς δεν κατέστη δυνατό να βρω για να σας το παρουσιάσω και έτσι μένω μόνο στην αναφορά αυτού.


Μεγαρίτες


Το επιστέγασμα της φορεσιάς ήταν η μπόλια. Παλαιότερα άσπρη βαμβακερή του αργαλειού, τα κεντήματα της οποίας είχαν τα ίδια θέματα,την ίδια τεχνοτροπία και τους ίδιους χρωματισμούς με τις μπόλιες της Κορινθίας. Οι νεότερες ήταν από μεταξωτό ύφασμα 2.5 μέτρων όπου οι άκρες της ήταν στολισμένες με χρυσή δαντέλα (κοπανέλι) ή και κεντημένη με χρωματιστές κλωστές.
Σαν κόσμημα των μαλλιών μπορούν να θεωρηθούν τα πεσκούλια ή οι μασούρ πλεξούδες.
Οι ανύπανδρες δεν φορούσαν ποτέ κάλτσες γιατί ήταν δείγμα αδύναμης γυναίκας. Αργότερα έπλεκαν κάλτσες από άσπρο μαλλί, κλωσμένο στο χέρι και στα νεότερα χρόνια με στριμμένο βαμβάκι.
Τέλος για υποδήματα παλαιότερα φορούσαν τα γουρουνοτσάρουχα και αργότερα φορούσαν τις κοντούρες. Στην συνέχεια τα νεότερα υποδήματα ήταν από βιδέλο, λουστρίνι και γενικά παπούτσια του εμπορίου.
Κατά την περίοδο του μεσοπόλεμου , αλλάζει  μορφή η νυφική φορεσιά, με απλά αγοραστά μεταξωτά υφάσματα διακοσμημένα με δαντέλες και τρέσες του εμπορίου ,χωρίς τα βασικά κοσμήματα ,το μανταλιό, το κορδόνι και το γιορντάνι. Το σιγκούνι παραμένει & ο κεφαλόδεσμος (μόνο ο γαμήλιος) είχε ακόμα την μπόλια, και στη συνέχεια μαντήλι πονζέ, σε ζαχαρί χρώμα .


Ελευσίνιος


Την νυφική φορεσιά την φορούσαν ολοκληρωμένη τις πρώτες 40 ημέρες μετά τον γάμο τις Κυριακές και τις γιορτές, μέχρι την γέννηση του πρώτου παιδιού.
Πριν κλείσω την αναφορά μου για την φορεσιά της Ελευσίνας και γενικότερα των Κουντουριώτικων χωριών θέλω να επισημάνω κάτι το οποίο ίσως είναι άγνωστο στην Ελευσίνα. Όταν ρωτούσαν τις Ελευσίνιες ποια χωριά φορούσαν σταμπωτά μαντήλια η απάντηση ήταν οι Καλυβιώτισσες οι Μεγαρίτισσες και οι Κουλουριώτισσες. Η έρευνα όμως,  έβγαλε στην επιφάνεια τα σταμπωτά μαντήλια το οποία φορέθηκαν στην Ελευσίνα μετά την κατάργηση της μπόλιας και τα οποία είχαν άμεση σχέση όχι με αυτά του Ασπρόπυργου (Καλύβια) αλλά με αυτά των Μεγάρων. Η αντικατάσταση της μπόλιας με το μαντήλι άρχισε όταν οι έμποροι και οι ξενιτεμένοι άνδρες άρχισαν να φέρνουν τα πρώτα μαντήλια στην Ελλάδα. Αυτά ήταν ζωγραφιστά στο χέρι και για αυτό πανάκριβα ισάξια, αν όχι ακριβότερα από τις μπόλιες.


«ΟΙ ΦΟΡΕΣΙΕΣ ΣΤΑ ΜΕΓΑΡΑ»

Σταυροδρόμι τα Μέγαρα με πλούσια μουσική, χορευτική αλλά και ενδυματολογική παράδοση. Συναντάμε δυο τύπους γυναικείας φορεσιάς ,τα «φουστάνια» & τους «καπλαμάδες».


Φορεσιές Μεγαρίδας


Στα «φουστάνια» ανήκει η νυφική φορεσιά «τα κατηφένια». Για την ονομασία κατηφένια, έχουν ακουστεί πολλές εκδοχές, σωστές μα και κάποιες λανθασμένες πέρα ως πέρα!
Την ονομασία κατηφένια την πήραν αρχές του 20ου αιώνα, όταν έφτιαχναν τα ζιπούνια από βελούδο (κατηφές ήταν ένα είδος μεταξωτού βελούδου, όπου σαν λέξη την συναντάμε και στα παραδοσιακά τραγούδια, στον κατηφένιο σου οντά μας λέει ένας μικρασιάτικος στίχος) ενώ τα παλαιότερα ζιπούνια ήταν από τσόχα.
Επίσης στα φουστάνια ανήκε και η πρώτη φορεσιά το φούντι με το κοντοζίπουνο. Πάμπολλες οι αναφορές από περιηγητές, ζωγράφους ,ενδυματολόγους για την συγκεκριμένη φορεσιά. Χαμένη στα βάθη της ιστορίας, και άγνωστη μέχρι πρότινος στους ντόπιους κατοίκους.
Έγινε γνωστή πάλι (ολοκληρωμένη) από τον κ. Δημήτρη Ηλία που ασχολήθηκε σε βάθος με την έρευνα των χορών και των φορεσιών.
Δεύτερος τύπος φορεσιάς είναι οι «καπλαμάδες» οι οποίοι συνυπήρχαν με τα φουστάνια. Εδώ βλέπουμε πολλές παραλλαγές ανάλογα την περίσταση.
Αναφέρω λίγες από τις ονομασίες που υπήρχαν. Ο καπλαμάς με το φούντι, ο καλός ή ψιλός καπλαμάς, ο σπαθάτος, ο καπλαμάς με τα σκούρα και ο χοντρός (καθημερινός).
Παναγιώτης Σ. Πέστροβας
Ερευνητής – δάσκαλος παραδοσιακών χορών

Γυναικείες παραδοσιακές φορεσιές των Μεγάρων

Στα Μέγαρα υπάρχουν δυο είδη γυναικείων κουστουμιών. Είναι ο ''Καπλαμάς'' και το λεγόμενο ''φουστάνι''.
κατιφένιο ζιπούνι
  Ο καπλαμάς ήταν ενα ημιεπίσημο γυναικείο ένδυμα, ενω το φουστάνι ήταν το επίσημό τους.Το ύφασμα του καπλαμά ήταν χοντρό και το ύφαιναν οι ίδιες οι Μεγαρίτισσες. Απο τον αργαλειό έβγαινε άσπρο αλλά μετά το έδιναν στον ''Μπογιατζή'' και το επεξεργαζόταν και το έβαφε με μπακάμι τη φλούδα δηλαδή κάποιου δένδρου ή με βελανίδι και του έδινε χρώμα μπλέ σκούρο. Έπειτα το κοπάναγε πάνω σε στρογγυλό μάρμαρο με τον ξύλινο κόπανο. Έτσι το ύφασμα αποκτούσε σκληράδα και γυαλάδα.
Απο δώ βγήκε και η παροιμία:'' Τα μυαλα σου και μια λίρα και του μπογιατζή ο κόπανος''. Τέτοιος τεχνίτης ήταν στην Κούλουρη ο Ευάγγελος Δουμένης σύγγαμπρος του δασκάλου μου στο βιολί Ευάγγελου Κουτσούκου.
  Πολλές φορές μετά το μάθημα πήγαινα στο εργαστήρι του μπογιατζή κι έβλεπα την επεξεργασία του υφάσματος. Είχαμε και στα Μέγαρα κάποιον μπογιατζή τον Καπιτόρη που ήταν εξίσου καλός. Κι αυτός Κουλουριώτης που έμενε μόνιμα στα Μέγαρα, αλλά δεν προλάβαινε να επεξεργάζεται όλα τα υφάσματα των Μεγάρων γι΄αυτό έρχονταν μπογιατζήδες κι απο την Κούλουρη.
  Απο το ύφασμα του καπλαμά οι γυναίκες κρατούσαν μερικά κομμάτια πριν το δώσουν στον μπογιατζή και με αυτά έφτιαχναν τα ανδρικά κουστούμια. Ο καπλαμάς ήταν λοιπόν ήταν ένα φόρεμα σαν ρόμπα, μακρύς μέχρι τον αστράγαλο, μπροστά ανοιχτός, με μακριά μανίκια κι ενα μεγάλο άνοιγμα στο στήθος, και κούμπωνε με μια μεγάλη κόπιτσα στη μέση. Τα μανίκια είχαν γύρισμα ντουμπλάρισμένο κι ένα γύρο με χρυσό γαιτάνι. Το ίδιο γαιτάνι αλλά φαρδύτερο ήταν ένα γύρο στους ώμους.
Το έθιμο του Μάη σε πίνακα
  Την μια πλευρά την έπαιρναν απο μπροστά και την καρφίτσωναν στο πίσω μέρος που ήταν ντουμπλαρισμένο με ωραίο χασέ και γύρω κόκκινο ύφασμα φάρδους 5-6 εκατοστά. Μπροστά φορούσαν μαι ωραία ποδιά και στο στήθος μια κεντητή τραχηλιά που έδεναν στο λαιμό. Πάνω απο την ποδιά φορούσαν τη ''ζώστρα'', ενα ζωνάρι διπλωμένο στα δυο που τριγύριζε 3-4 φορές στη μέση. Το ζωνάρι αυτό το χρησιμοποιούσαν και για τσέπες. Στο κεφάλι φορούσαν ένα κλαρωτό μαντήλι τη λεγόμενη μαντήλα που άφηνε ανοιχτό στο πίσω μέρος το κεφάλι για να πέφτουν ελαύθερα τα καλοχτενισμένα σε κοτσίδες μαλλιά των γυναικών που πολλές φορές έφταναν μέχρι τον αστράγαλο δεμένες με φιόγκους πλεγμένους μαζί με τις κοτσίδες. Ήταν τα λεγόμενα πισκούλια. Το κουστούμι συμπληρωνόταν με  γόβες και λευκές κάλτσες.
  Στο στήθος φορούσαν σταυρό και λίγα φλουριά χρυσά ή ψεύτικα ή και παράδες (τουρκικά ασημένια νομίσματα)

ο καπλαμάς
  Το δεύτερο γυναικείο κουστούμι ήταν το φουστάνι περισσότερο σοβαρό και επίσημο που το φορούσαν και σαν νυφικό. Κόστιζε πολλά λεφτά γιατί είχε πολύ ύφασμα και η εργασία κατασκευής του απαιτούσε μεγάλη δαπάνη. Γινόταν απο καλό χασέ και είχε καταμήκος πλισσέ και κατα φάρδος αλλά πιο φαρδύ. Δεν είχε μανίκια αλλά νωμίτες και κούμπωνε κι αυτό στη μέση. Επάνω φορούσαν ζιπούνι απο ακριβό βελούδο τον κατιφέ που τον κεντούσαν πολλές μέρες. Για αυτό στα Μέγαρα λένε: '' είσαι σήμερα με τα κατιφεδένια σου''.



(ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΤΩΝ ΜΕΓΑΡΩΝ - Ιακ. Αναστ. Ηλία)

ΠΗΓΗ ΕΙΚΟΝΩΝ: local e-history,gr

"Μπόδα τα περιστέρια σου"




Η εκπομπή "Μουσική Παράδοση" με τον Παναγιώτη Μυλωνά φιλοξενεί το Λαογραφικό Συγκρότημα Μεγάρων σε ένα αφιέρωμα στα τραγούδια και στους χορούς των Μεγάρων.
Το συγκεκριμένο απόσπασμα της εκπομπής περιλαμβάνεται στο α΄μέρος του αφιερώματος που προβλήθηκε για πρώτη φορά το Δεκέμβριο 2009 από την Ετ1

"Στα κατσαρά σου τα μαλλιά"- Συρτό/ Καλαματιανό από ΛΣΜ




Η εκπομπή "Μουσική Παράδοση" με τον Παναγιώτη Μυλωνά φιλοξενεί το Λαογραφικό Συγκρότημα Μεγάρων σε ένα αφιέρωμα στα τραγούδια και στους χορούς των Μεγάρων.


Το συγκεκριμένο απόσπασμα της εκπομπής περιλαμβάνεται στο β΄μέρος του αφιερώματος που προβλήθηκε για πρώτη φορά τον Ιούνιο 2010 από την Ετ1

" 'Αρχισε γλώσσα μου να λες"




Η εκπομπή "Μουσική Παράδοση" με τον Παναγιώτη Μυλωνά φιλοξενεί το Λαογραφικό Συγκρότημα Μεγάρων σε ένα αφιέρωμα στα τραγούδια και στους χορούς των Μεγάρων.
Το συγκεκριμένο απόσπασμα της εκπομπής περιλαμβάνεται στο α΄μέρος του αφιερώματος που προβλήθηκε για πρώτη φορά το Δεκέμβριο 2009 από την Ετ1

Κατηφένια, η παραδοσιακή μεγαρίτικη φορεσιά




Κατηφένια, η παραδοσιακή μεγαρίτικη φορεσιά

Κάνετε κλίκ στο παραπάνω κείμενο για να παρακολουθήσετε το σχετικό βίντεο.

πηγή: http://www.megaratv.gr

"Είσαι άγγελος ωραίος" - Τράτα Μεγάρων




Η εκπομπή "Μουσική Παράδοση" με τον Παναγιώτη Μυλωνά φιλοξενεί το Λαογραφικό Συγκρότημα Μεγάρων σε ένα αφιέρωμα στα τραγούδια και στους χορούς των Μεγάρων.
Το συγκεκριμένο απόσπασμα της εκπομπής περιλαμβάνεται στο α΄μέρος του αφιερώματος που προβλήθηκε για πρώτη φορά το Δεκέμβριο 2009 από την Ετ1

Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2012

Κανελόριζα




Τραγούδι με προέλευση από την επαρχία Λυδίας στα Δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας.


Ο ρυθμός του κομματιού στον πρώτο στίχο κάθε στροφής είναι 9/8 (2-3-2-2), ενώ στο δεύτερο στίχο αλλάζει και γίνεται 7/8 (3-4), χορεύεται στα βήματα του «Μικρασιατικου αντικρυστού» και κινείται μελωδικά σε δρόμο Σαμπά.

Κάτω στον γιαλό κάτω στο περιγιάλι, κάτω στο γιαλό κάτω στο περιγιάλι
κόρην α... κόρην αγαπώ κόρην α... κόρην αγαπώ.

Κόρην αγαπώ ξανθή και μαυρομάτα, κόρην αγαπώ ξανθή και μαυρομάτα,
δώδεκα δώδεκα χρονών δώδεκα δώδεκα χρονών.

Δώδεκα χρονών κι ο ήλιος δεν την είδε, δώδεκα χρονών κι ο ήλιος δεν την είδε,
μόνο η μά... μόνο η μάνα της μόνο η μά... μόνο η μάνα της.

Μόνο η μάνα της κανέλλα τη φωνάζει, μόνο η μάνα της κανέλλα τη φωνάζει,
κανελό... Κανελόριζα κανελό... Κανελόριζα.

Κανελόριζα και άνθος της κανέλλας, Κανελόριζα και άνθος της κανέλλας,
φούντα της φούντα της μηλιάς φούντα της φούντα της μηλιάς.

Φούντα της μηλιάς στα μήλα φορτωμένη, φούντα της μηλιάς στα μήλα φορτωμένη,
τ’ άκουσα τ’ άκουσα κι εγώ τ’ άκουσα τ’ άκουσα κι εγώ.

Τ’ άκουσα κι εγώ πάω να κόψω μήλα, τ’ άκουσα κι εγώ πάω να κόψω μήλα,
μήλα δε μήλα δεν ηύρα μήλα δε μήλα δεν ηύρα.

Μήλα δεν ηύρα μόν’ τον καημό που πήρα, μήλα δεν ηύρα μόν’ το καημό που πήρα,
πέφτω σ’ α... πέφτω σ’ αρρωστιά πέφτω σ’ α... πέφτω σ’ αρρωστιά.

Πέφτω σ’ αρρωστιά σε κίνδυνο μεγάλο, πέφτω σ’ αρρωστιά σε κίνδυνο μεγάλο,
φέρτε το φέρτε το γιατρό φέρτε το φέρτε το γιατρό.

Φέρτε το γιατρό τον πόνο μου να γιάνει, φέρτε το γιατρό τον πόνο μου να γιάνει,
που με λά... που με λάβωσε που με λά... που με λάβωσε.

Που με λάβωσε μια κόρη από την Κρήτη, που με λάβωσε μια κόρη από την Κρήτη,
κόρη κρη... κόρη κρητικιά κόρη κρη... κόρη κρητικά.

Κόρη κρητικιά κόρη παπαδοπούλα, κόρη κρητικιά κόρη παπαδοπούλα,
κόρη κρη... κόρη κρητικιά κόρη κρη... κόρη κρητικά.

πηγή:http://kanellatou.gr


Η Ποντιακή διάλεκτος και η λεκτική της σχέση με την αρχαία Ελληνική

Γράφει η Αρχοντούλα Κωνσταντινίδου - Φιλόλογος

Η ποντιακή διάλεκτος μαζί με την καππαδοκική, την τσακώνικη και την κατωιταλική συνιστούν το σύνολο των διαλέκτων της νεοελληνικής γλώσσας. Ειδικότερα, η ποντιακή και η καππαδοκική αποτελούν τα λεγόμενα μικρασιατικά ιδιώματα. Αναφορικά με την ποντιακή διάλεκτο αξίζει να σημειωθεί πως έλκει την καταγωγή της από την ιωνική διάλεκτο της αρχαίας ελληνικής, καθώς Ίωνες ήταν οι άποικοι της Σινώπης, οι οποίοι με τη σειρά τους αποίκησαν τις άλλες παράλιες πόλεις του Εύξεινου Πόντου.

Δυστυχώς, δε γνωρίζουμε ικανοποιητικά την εξέλιξη της ποντιακής διαλέκτου από τα πρώτα της στάδια μέχρι και την αρχή της περιόδου της Τουρκοκρατίας, καθώς το μοναδικό γραπτό μνημείο που διασώθηκε είναι μια επιγραφή του 1306, ενώ αναφορικά με τη φωνητική της γνωρίζουμε πως είχε διαφοροποιηθεί από την κοινή δημοτική γλώσσα του Βυζαντίου, ήδη από τον 12ο αιώνα, χάρη στην παρατήρηση του Ευσταθίου, αρχιεπίσκοπου Θεσσαλονίκης: «Τα γουν ακάνθια, αχάντια τινές φασίν εώων ανδρών», γράφει στη δική του Ιλιάδα.

Η γεωγραφική εξάπλωση του Εύξεινου Πόντου είχε ως αποτέλεσμα και την επέκταση των ορίων, μέσα στα οποία μιλιόταν η ποντιακή διάλεκτος. Έτσι, η ομιλία της ποντιακής διαλέκτου ξεκινούσε στα δυτικά από την Ινέπολη(Ιωνόπολη) κι έφτανε ως τη Ριζούντα και την Κολχίδα στα ανατολικά, συμπεριλαμβάνοντας σαφώς και την ενδοχώρα ανάμεσά τους. Η πιο μεγάλη ενδοχώρα στην οποία ακουγόταν η ποντιακή διάλεκτος ήταν αυτή της Τραπεζούντας με τις περιοχές της Γεμουράς, της Ματσούκας, της Σάντας, της Κρώμνης και της Χαλδίας.

Μόνο στην περιοχή της Πάφρας και στην ενδοχώρα, που αυτή περιλαμβάνει, μεταξύ των περιοχών Κάβζας- Βεζυρκιοπρού- Λαοδίκειας οι ποντιακοί πληθυσμοί ήταν τουρκόφωνοι, εξαιτίας των συστηματικών διώξεων και βασανιστηρίων, που εξαπέλυσαν οι Τούρκοι εναντίον των Ελλήνων ξεκινώντας από την πτώση της Τραπεζούντας το 1461. Τις πιο άγριες μορφές της τουρκικής θηριωδίας τις γνώρισαν οι κάτοικοι της Πάφρας και της Αμισού, όταν οι Τούρκοι σε μια μέρα μόνο έκοψαν 1500 γλώσσες Ελλήνων για να εκφοβίσουν τους Έλληνες και να πάψουν να μιλούν οριστικά τη μητρική τους γλώσσα, όπως παραδίδουν οι ιστορικοί συγγραφείς Οικονομίδης Δημοσθένης και Βακαλόπουλος Απόστολος. Έτσι, οι κάτοικοι αυτών των περιοχών έχασαν την ελληνική τους γλώσσα, διατήρησαν όμως ακέραιη, αν όχι επαυξημένη, την ελληνική τους συνείδηση και τη χριστιανική τους πίστη.

Η ποντιακή διάλεκτος, αν και δέχθηκε επιδράσεις από την τουρκική κι ενσωμάτωσε λέξεις από ξένες γλώσσες (περσικές, αραβικές, ρωσικές) εξαιτίας της γεωγραφικής θέσης του Πόντου διατήρησε ατόφιες λέξεις κι εκφράσεις της αρχαίας ελληνικής, οι οποίες δε διασώθηκαν στη νεοελληνική γλώσσα, ή είναι εγγύτερα στην αρχαία ελληνική απ’ ότι είναι η σημερινή νεοελληνική τους μορφή. Παραθέτουμε πολλές λέξεις κατατάσσοντάς τις στα αντίστοιχα μέρη του λόγου:

Ρήματα:
Σπογγίζω (=σκουπίζω, συναντάται ακόμα και στις Θεσμοφοριάζουσες του Αριστοφάνη), διακλύζω (=ξεπλένω με νερό), αλίζω (=αλατίζω), εγκαλώ (=κατηγορώ), αναλύω (=μουσκεύω), ή ελαφρώς παραλλαγμένα όπως τα ρήματα, γλύνω (=εκλύω), τσανίζω (=κατανίζω), αναστορώ (=ανιστορώ), υβρίζω (ενώ στα νέα ελληνικά λέμε βρίζω).

Ουσιαστικά:
(ι)χώρ (=ζωογόνος ουσία, το υγρό που έρρεε στις φλέβες του μυθικού γίγαντα Τάλου, στα ποντιακά ο κρόκος του αβγού), στέγος (=στέγη), ψύχος (=κρύο), φέγγος (=το φως του φεγγαριού), άρκος (=αρκούδα), έγκλημα (=κατηγορία), ή ελαφρώς παραλλαγμένα όπως κιντέα (=κνίδη, τσουκνίδα), κοχλίδ’(ιν) (=κοχλίας, σαλιγκάρι).

Επίθετα:
Άναλος (=ανάλατος), άβρωτος (=αυτός που δεν τρώγεται), ανώμοτος (=αυτός που δε σέβεται το νόμο), έμνοστος (=νόστιμος), ή ελαφρώς παραλλαγμένα όπως ημ’σός (από το αρχαίο ήμισυς), παλαλός (από τη μετοχή απολωλώς του ρήματος απόλλυμαι=χάνομαι, άκλερος( =άκληρος)

Επιρρήματα:
Όθεν (=όπου, απ’ όπου), άνθεν (από το άνωθεν), κάθεν (από το κάτωθεν), απέσ’ (=από +έσω), άγκαικα (άνω + κάτω)

Αντωνυμίες:
Τ’ εμόν (=δικό μου), τ’ εμέτερον (=δικό μας), αούτος, αούτε (αυτός, αυτή, διατήρησε την προφορά της αρχαίας ελληνικής), καθείς.


Η διατήρηση όλων αυτών των λέξεων της αρχαίας ελληνικής στην ποντιακή διάλεκτο είναι εντυπωσιακή και καταδεικνύει τη δύναμη και την αξία που έχει, όχι μόνο η ποντιακή διάλεκτος, αλλά και οι άλλες διάλεκτοι και τα άλλα ιδιώματα της νεοελληνικής γλώσσας, αφού διακρίνονται από ανάλογα χαρακτηριστικά. Αν αναλογιστούμε σοβαρά τα παραπάνω, θα διαπιστώσουμε πως η προσπάθεια για τη διάσωση της ποντιακής διαλέκτου, έστω και τώρα, και η εκμάθησή της από τις νεότερες γενιές δεν είναι δείγμα στείρας προσκόλλησης στην παράδοση, αλλά προσπάθεια για αξιοποίηση των στοιχείων που έχει να μας προσφέρει. Αντιλήψεις, σύμφωνα με τις οποίες οι διάλεκτοι είναι ένα κατώτερο είδος ή μια παραφθορά της κοινής, είναι ρατσιστικές και προέρχονται από αδαείς ή ημιμαθείς. Άλλωστε, κάθε διάλεκτος είναι φτιαγμένη έτσι ώστε να εξυπηρετεί τις ανάγκες των ανθρώπων που τη χρησιμοποιούν και να ισχυροποιεί τους συνεκτικούς δεσμούς του.

Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης και της ολοένα και αυξανόμενης διακρατικής συνεργασίας, που επιβάλλει την εκμάθηση δύο ή τριών ξένων γλωσσών, η διάσωση της ποντιακής διαλέκτου γίνεται ακόμη πιο δύσκολη, γεγονός που αυξάνει την ευθύνη των πολιτιστικών συλλόγων για το θέμα αυτό. Στην αντίθετη περίπτωση, με το πέρασμα των χρόνων η αδυναμία κατανόησης της ποντιακής διαλέκτου θα επιφέρει την αποξένωση από τα άλλα στοιχεία της παράδοσης, όπως είναι η μουσική και ο χορός, και θα μας καταστήσει «αγροίκους», αφού δε θα «εγροικούμε» πια τη γλώσσα μας.


Βιβλιογραφία:
-Ιστορικόν Λεξικόν της Ποντικής Διαλέκτου, Άνθιμου Παπαδόπουλου, «Αρχείον Πόντου».
-Ετυμολογικόν Ερμηνευτικόν Λεξιλόγιον, Νικόλαου Λαπαρίδη, εκδοτικός οίκος Αδελφών Κυριακίδη.
-Μελετήματα ποντιακής διαλέκτου, Δ.Ε. Τομπαΐδη, εκδ. κώδικας.
- Ιστορία του Ποντιακού Ελληνισμού, Χρήστου Σαμουηλίδη, εκδοτικός οίκος Αδελφών Κυριακίδη.
- Ιστορική γραμματική της Ποντικής Διαλέκτου, Άνθιμου Παπαδόπυλου, «Αρχείον Πόντου».
- «Η εν Πόντω ελληνική γλώσσα», Παντελή Μελανοφρύδη, εκδοτικός οίκος Αδελφών Κυριακίδη».

πηγή: http://pontiaka1.blogspot.gr/2012/03/blog-post.html

Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2012

Τυρφών Μπάφρας





Ιστορικά και λαογραφικά στοιχεία

Τυρφών ή Τρυφών είναι μία μορφή «Τρυγόνας» που χορευόταν στην περιοχή της Μπάφρας. Στην αρχική μορφή του ο χορός πήγαινε προς τα δεξιά ώσπου μπήκε στο χορό ο Τρύφων, ένας άνθρωπος ισχυρογνώμων που έκανε πάντα του κεφαλιού του και οδήγησε τον χορό προς την σωστή μεριά-κατά την γνώμη μου-δηλαδή αριστερά, αφού σχεδόν όλες οι Τρυγόνες κινούνται προς τα εκεί. Ο νεοτερισμός αυτός άρεσε στους Μπαφραίους και από τότε άρχισαν να τον χορεύουν σαν αυτόν. Προς τιμήν του ονόμασαν τον χορό «Τυρφών» που είναι η παραφθορά του Τρυφών δηλαδή του ονόματος του, σύμφωνα με τον Γιώργο Αντωνιάδη (Συμβολή στην Έρευνα του Ποντιακού Χορού, Ν. Ζουρνατζίδη σελ., 133).
Ο χορός Τρυφών θεωρείται μια παραλλαγή της Τρυγόνας που εμφανίζει όμως τις εξής διαφορές:
Α) συνοδεύεται από διαφορετική μουσική και σαν όργανα χρησιμοποιούνται ο ζουρνάς με το νταούλι και λιγότερο η λύρα
Β) χορεύεται με έντονα πηδηχτά βήματα (του δεξιού ποδιού)
Γ) όταν προπορεύεται το δεξί πόδι προβάλει το αριστερό πίσω από την πλάτη, όταν προπορεύεται το αριστερό προβάλει το δεξί μπροστά στο σώμα

Ο χορός:

Μεικτός αριστερόστροφος χορός που έχει 8 βήματα, χορεύεται σε κλειστό κύκλο και λαβή είναι από τις παλάμες με τα χέρια παράλληλα προς το σώμα.
Αναπήδηση (πηδηχτό βήμα στον τόπο) του δεξιού ποδιού μπροστά προς το κέντρο του κύκλου με ταυτόχρονη προβολή του αριστερού-πίσω από την πλάτη-λυγισμένο στην άρθρωση του γονάτου (βήμα 1), πάτημα του αριστερού ποδιού προς τα πίσω στον τόπο (βήμα 2). Μία φορά ακόμη επαναλαμβάνονται τα δύο πρώτα βήματα που και αυτά εκτελούνται στον τόπο (βήματα 3 και 4). Στο 1ο και στο 3ο βήμα τα χέρια αιωρούνται από πίσω προς τα εμπρός, ενώ στο 4ο βήμα σηκώνονται στην ανάταση και παραμένουν εκεί μέχρι το 8ο βήμα. Αναπήδηση του αριστερού ποδιού στην διάσταση αριστερά με ταυτόχρονη προβολή του δεξιού ποδιού μπροστά προς το κέντρο του κύκλου ελαφρά λυγισμένο στο γόνατο (βήμα 5), πάτημα δεξιού ποδιού στον τόπο λίγο πιο μπροστά από το αριστερό (βήμα 6) και επανάληψη των δύο τελευταίων βημάτων μία ακόμη φορά (βήματα 7 και 8).
Ο ρυθμός του χορού είναι πεντάσημος 5/8 (3-2).

επιμέλεια κειμένου καικινούμενης εικόνας : κ.Κοκοβίδης - κ.Σιδηρόπουλος

Αρματσούκ΄ Κάρς



Λαογραφικά στοιχεία

Η ονομασία του χορού πιθανώς να προέρχεται από τη λέξη "σαρματσούκ", η οποία στη τούρκικη γλώσσα σημαίνει γενικά το αναρριχώμενο φυτό, ενώ αρματσούκ ονομάζουν και την μύτη του στόχαστρου στο τουφέκι. Ελματσούκ, στη τούρκικη γλώσσα σημαίνει, "μικρή μηλιά ή μικρό μήλο". Το Αρματσούκ ή Ελματσούκ είναι χορός έντονος, δυναμικός, χορεύτηκε από Πόντιους των περιοχών Κάρς και Σεβάστειας που σαν κύριο όργανο συνοδείας χρησιμοποιούσαν την λύρα-χωρίς τραγούδι-και λιγότερο τα υπόλοιπα.


Ο χορός:

Είναι μεικτός δεξιόστροφος, κυκλικός χορός και η αρχική λαβή είναι από τις παλάμες με τα χέρια παράλληλα προς το σώμα. Τα βήματά του χορού είναι 14 και ο ρυθμός του 2/4 ή 4/8 (2-2).
Με το δεξί πόδι να προπορεύεται του αριστερού και το σώμα να έχει φορά προς την νοητή περιφέρεια του κύκλου στην οποία κινείται ο χορός κάνουμε 4 βήματα, προς τα δεξιά (βήματα 1-4). Πάτημα-χτύπημα του δεξιού ποδιού προς το κέντρο του κύκλου με ταυτόχρονη στροφή του σώματος και αιώρηση των χεριών από πίσω προς τα εμπρός (βήμα 5) ανασηκώνεται το αριστερό στον αέρα και τα χέρια λυγίζουν στους αγκώνες (βήμα 6) . το ίδιο πόδι πατά μπροστά από το δεξί (βήμα 7) ανασηκώνεται το δεξί λυγισμένο στο γόνατο (βήμα 8) και πατά στον τόπο (βήμα 9) ανασηκώνεται το αριστερό λυγισμένο στο γόνατο (βήμα 10) προβολή της φτέρνας προς το έδαφος μπροστά από το δεξί (βήμα 11) ανασηκώνεται στην συνέχεια το ίδιο πόδι, δηλαδή το αριστερό λυγισμένο στο γόνατο (βήμα 12) και επαναλαμβάνεται η τελευταία κίνηση του αριστερού ποδιού για μία ακόμη φορά (βήματα 13 και 14).

Επιμέλεια κειμένου και κινούμενης εικόνας: κ.Κοκοβίδης - κ.Σιδηρόπουλος