Αν και όλες οι παραδοσιακές ενδυμασίες της Κύπρου είναι σήμερα σχετικά παραγνωρισμένες, αλλά και παραμορφωμένες από τα διάφορα κυπριακά λαογραφικά χορευτικά συγκροτήματα, η γυναικεία σαγιά της Πάφου είναι ίσως η πιο παραγνωρισμένη και άγνωστη από όλες τις άλλες.
Η σαγιά είναι η πιο αρχέγονη γυναικεία ενδυμασία της Κύπρου, και κατάφερε να επιζήσει στα δυο απομονωμένα άκρα του νησιού, την Καρπασία και την Πάφο, μέχρι και τις αρχές του εικοστού αιώνα.
Η σαγιά της Πάφου και της Καρπασίας έχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά μεταξύ τους, εντούτοις, όμως, έχουν και συγκεκριμένες διαφορές που τις κάνουν να ξεχωρίζουν η μια από την άλλη. Γι' αυτό έχουμε την καρπασίτικη σαγιά (η οποία είναι πιο γνωστή) και την παφίτικη σαγιά. Οι κύριες διαφορές είναι στο κόψιμο και στο φάρδος. Η παφίτικη σαγιά είναι πιο κοντή και πιο φαρδιά από αυτή της Καρπασίας, ενώ το κόψιμο στα πλαϊνά ανοίγματα είναι μικρότερο στη σαγιά της Πάφου.
Εκτός από το κόψιμο της σαγιάς, υπήρχε και διαφορά στο χρώμα των βρακιών. Στην Πάφο μέχρι και το τέλος του δέκατου ένατου αιώνα, οι γυναίκες προτιμούσαν να βάφουν τα βρακιά τους πορφυροκόκκινα χρησιμοποιώντας τις ρίζες του φυτού ριζάρι. Αυτή η συνήθεια, όμως, εγκαταλείφθηκε μετέπειτα, ίσως επειδή σταμάτησαν πλέον οι νεαρές γυναίκες να φορούν τη σαγιά. Το βέβαιο πάντως είναι ότι κατά την δεκαετία του 1920 όπου εγκαταλείφθηκε η σαγιά για το φουστάνι, τα βρακιά ήταν άσπρα όπως αυτά της Μεσαορίας. Όπως και στην Καρπασία, τα κάτω άκρα του βρακιού της παφίτικης ενδυμασίας της σαγιάς (τα οποία έφθαναν μέχρι τον αστράγαλο) και που ήταν γνωστά ως ποβράτζια, ήταν συνήθως κεντημένα. Τα κεντίδια αυτά γίνονταν πάνω στα άσπρα βρακιά και αποτελούνταν από τα διακριτικά σχέδια της Πάφου, γνωστά ως φυθκιώτικα. Δεν γνωρίζουμε αν κεντούσαν και τα πορφυροκκόκκινά τους βρακιά, επειδή δυστυχώς δεν έχουν διασωθεί δήγματα μέχρι τις μέρες μας. Τα ποβράτζια της Πάφου ήταν κεντημένα μέχρι πάνω στα γόνατα, λόγο του ότι η παφίτικη σαγιά ήταν κοντότερη από αυτή της Καρπασίας, ενώ στην Καρπασία τα κεντίδια στα ποβράτζια ήταν πολύ χαμηλότερα.
Εκτός από όλα όσα έχουμε αναφέρει, η σαγιά της Πάφου, διακρινόταν και από τα σκούρα απαλά της χρώματα, σε αντίθεση με τη σαγιά της Καρπασίας στην οποία κυριαρχούσε το κόκκινο χρώμα, αλλά και που μπορούσε να είναι και ολόασπρη. Αντίθετα από την Πάφο, οι γυναίκες που ζούσαν στην πεδιάδα της Μεσαορίας φορούσαν φορέματα με έντονους χρωματισμούς από κόκκινο, κίτρινο, πράσινο, ακόμη και πορτοκαλί. Αυτές οι επιδράσεις στους χρωματισμούς, ήταν φυσικά, λόγο της γειτνίασης της περιοχής με την πρωτεύουσα της Λευκωσίας.
Οι ενδυμασίες της Πάφου, πρώτα η σαγιά και ύστερα το φουστάνι, ήταν από την άλλη, μουντές. Συνήθως αποτελούνταν από κόκκινες ή κίτρινες στενές ρίγες σε φόντο δερματί (μπεζ), αν και οι μπλε με άσπρες ρίγες ήταν επίσης σε προτίμηση.
Οι γυναίκες κάτοικοι των ορεινών περιοχών της Πάφου κατασκεύαζαν τις ενδυμασίες τους, αλλά και αυτές των ανδρών, από ύφασμα καμωμένο από μαλλί και βαμβάκι, για πρόσθετη ζεστασιά.
Το μεγάλο άνοιγμα στο στήθος, δεν χρησίμευε μόνο για να επιδεικνύει το περίτεχνα διακοσμημένο πουκάμισο που φοριόταν κάτω από τη σαγιά (και που έφτανε μέχρι περίπου μιισό δάκτυλο κάτω από αυτήν), αλλά και για να μπορούν εύκολα να θηλάζουν τα νεογέννητα παιδιά τους.
Όπως και στις υπόλοιπες περιοχές της Κύπρου, το φουστάνι, που αντικατέστησε τις παλαιότερες γυναικείες φορεσιές του νησιού, έφθασε (αν και κάπως ταλαιπωρημένα) μέχρι τα μέσα τις δεκαετίας του 1920 και στη μακρινή Πάφο. Το φουστάνι ήταν ένα εφαρμοστό, μονοκόμματο φόρεμα με μανίκια και πιέτες στη μέση, και με βαθύ άνοιγμα στο στήθος.
Το φουστάνι εμφανίστηκε στην Κύπρο κατά τα τέλη του 190υ αιώνα, και είχε ευρύτατη διάδοση, τόσο στις ορεινές, όσο και στις πεδινές περιοχές του νησιού. Έτσι, όταν έφθασε στην Πάφο μερικές δεκαετίες αργότερα, αντικατέστησε πολύ γρήγορα την αρχέγονη παφίτικη σαγιά. Τα παφίτικα φουστάνια διατήρησαν τα μουντά ριγωτά χρώματα της προγενέστερης σαγιάς, και είχαν μάκρος που άφηνε να φαίνονται τα φουσκωτά ποδινάρκα των λευκών βρακιών ή οι χαρακτηριστικές παφίτικες γυναικείες ποδίνες.
Η Πάφος ήταν ξακουστή σ' όλη την Κύπρο για τις παφίτικες γυναικείες μπότες που κατασκευάζονταν από τους τσαγγάριδες του τόπου. Ήταν καμωμένες από λεπτό και επεξεργασμένο μαύρο δέρμα, όμορφα διακοσμημένες με μαυρόασπρες και κόκκινες βελονιές στις άκρες και στο κυρίως μέρος.
Όπως και η γυναικεία ενδυμασία, η ανδρική ενδυμασία της Πάφου χαρακτηρίζεται από τα μουντά και απαλά της χρώματα. Το κυρίαρχο χρώμα του παφίτικου ανδρικού ζιμπουνιού είναι το μπεζ με λιτές διακοσμήσεις στους ώμους και στα γύρω άκρα από κλωστές γήινων χρωμάτων, όπως το καφέ, και το κυπαρισσί πράσινο.
Η παφίτικη ανδρική βράκα είναι πιο κοντή και στενή, χωρίς το μακρύ κάβαλλο (βάκλα) και το μεγάλο όγκο με τις πολλές πιέτες, κάτι πολύ χαρακτηριστικό, σε πολλά άλλα μέρη του νησιού. Το ζωνάρι (ζώστρα) του νεαρού Παφίτη βρακοφόρου, ήταν και αυτό συνήθως μπεζ στο χρώμα, περίτεχνα διακοσμημένο στα δυο άκρα με τα χαρακτηριστικά φυθκιώτικα σχέδια. Μάλιστα το χωριό Φύτη, δεν ήταν μόνο ξακουστό στη Πάφο για τα κεντήματά του, αλλά και για την κατασκευή της παφίτικης ανδρικής ζώστρας καθώς και για τα γαμπριάτικα όμορφα και περίτεχνα διακοσμημένα γιλέκα που έφτιαχναν στο χέρι οι γυναίκες του χωριού, επί παραγγελία.
Φυσικά, όπως και στις άλλες περιοχές της Κύπρου, την ανδρική ενδυμασία της Πάφου συμπλήρωνε το πουκάμισο (ιταρέ, μεταξωτό, ή βαμβακερό), οι ποδίνες και ο κεφαλόδεσμος.
Πιο πάνω βλέπουμε μια ανεπανάληπτη φωτογραφία (από τις αρχές τις δεκαετίας του '70) ενός Παφίτη βρακοφόρου καθ΄οδόν προς το σπίτι του, μετά από σκληρή εργασία στα χωράφια. Φυσικά δεν λείπει από κοντά του και το απαραίτητο γαϊδουράκι. Σήμερα ο βρακοφόροι στην Πάφο μετρούνται στα δάκτυλα του ενός χεριού και είναι όλοι σε πολύ προχωρημένη ηλικία.
NOCTOC