Σελίδες


Κυριακή 28 Νοεμβρίου 2010

Τάι-Τάι , Χορός στο Αηδονοχώρι Καρδίτσας με το ομώνυμο τραγούδι

-[Λουκάτος 1958-59, 306] Αηδονοχώρι Θεσσαλικών Αγράφων: Εις το Αηδονοχώρι ηχογράφησα και την μουσικήν ιδιάζοντος τοπικού χορού, του είδους των διπλών ή θηλυκωτών, όστις εκτελείται υπό ανδρών και γυναικών μόνον την Τρίτη του Πάσχα. Κατά την ημέραν εκείνην η διασκέδασις είναι ελευθεριώτερα δι' άνδρας και γυναίκας, ως εκ τούτου δε λαμβάνουν χώραν και μεταμφιέσεις και μιμικαί παραστάσεις με την πρωτοβουλίαν γυναικών. Ο εν λόγω χορός ονομάζεται "Τάι-τάι", πιθανώς από τας επαναλαμβανομένας συλλαβάς του "τ' αϊνέβαινε", λέξεως υπαρχούσης εις τον δεύτερον στίχον του άσματος. Χορεύεται με γραφικότητα και μεγαλοπρέπειαν, κάμνει δε εντύπωσιν η εναλλαγή των ανδρικών και γυναικείων φωνών, αίτινες διαδέχονται ομαδικώς η μία την άλλην, πριν ή τελειώσουν. Σημειωτέον ότι οι Αηδονοχωρίται μετά δυσκολίας εδέχθησαν ν' αναπαραστήσουν κατά μήνα Ιούλιον (έστω και εν εορτή της Αγίας Παρασκευής) τον χορόν τούτον, διότι τον εκτελούν με λατρευτικήν αποκλειστικότητα μόνον την εβδομάδα του Πάσχα. Παραθέτω τους πρώτους στίχους μετά της μουσικής του άσματος, κατά μεταγραφήν υπό Σπ. Περιστέρη. Πρόκειται περί παραλλαγής του γνωστού τραγουδιού "Κόρη και χρυσικός". "Της Αλεξάνδρας το βουνό κανείς δεν τ' ανεβαίνει, κι η κόρη οπού τ' ανέβαινε πλέκοντας το γαϊτάνι...". Ως προς το γλωσσικόν ιδίωμα, σημειώ το φαινόμενον της αναπτύξεως του ι έπειτα από τα φωνήεντα α και ο (π.χ. τα κλεφτόιπουλα, ταϊ πουλιά, σ' αϊγαπώ, στάι βουνά).


-[Στράτου 1970;, αδημ.] Αηδονοχώρι Καρδίτσας: Ανακαλύφθηκε και χορεύεται στο θέατρό μας ο χορός Τάι-Τάι.

-[Παπαχρήστος 1972, 93] Αηδονοχώρι Καρδίτσας: Το Τάι-Τάι είναι βυζαντινής προελεύσεως χορός που ανακαλύφθηκε πριν από λίγα χρόνια. Οι χορευτές σχηματίζουν δύο ομόκεντρους κύκλους. Οι έξω κρατιώνται με μαντήλια, περνούν τα χέρια τους πάνω από τους μέσα και τα κατεβάζουν μπροστά. Αποτελείται από δυό μέρη, το στρωτό και το πηδηχτό. Περιγράφονται τα βήματα, παρατίθενται σχήματα πελμάτων και καταγραφή μελωδίας σε μέτρο 2/4.

http://www.dance-pandect.gr/pds_cosmos/pop/pop_lhmma_gr.php?oid=E-EEFCA&ActionP=Play&mode=Med&Obj=T&eid=E-EEFCA&aa=1

Σουσάνα , Δίπατος χορός με το ομώνυμο τραγούδι στον Κέδρο Καρδίτσας

-[Πετρίδης 1979, 601] Κέδρος Καρδίτσας: Δίπατος χορός με το τραγούδι "Ε, μαρή Σουσάνα και Σουσανοπούλα...".                                                                                                                                                    http://www.dance-pandect.gr/pds_cosmos/pop/pop_lhmma_gr.php?oid=E-154A7&ActionP=Play&mode=Med&Obj=T&eid=E-154A7&aa=1

Μπάλος Κύθνου

Σάββατο 27 Νοεμβρίου 2010

Μαλαματένιος αργαλειός-Γυναικείος κυκλικός κλειστός χορός από τη Σινασό της Καππαδοκίας

Μαλαματένιος αργαλειός κι' ελεφαντένιο χτένι

κι ένα κορμί κι αμάν αμάν κι ένα κορμί αγγελικό

κι ένα κορμί αγγελικό κάθεται και υφαίνει

πραματευτής κι αμάν αμάν, πραματευτής επέρασε

πραματευτής επέρασε στο μαύρο καβαλάρης

κοντοκρατεί κι αμάν αμάν, κοντοκρατεί το μαύρο του

κοντοκρατεί το μαύρο του και την καλημερίζει

καλή σου μέ- κι αμάν αμάν, καλή σου μέρα λυγερή

καλή σου μέρα λυγερή, καλώς τον ξενο που 'ρθε

κόρη 'μ για δε κι αμάν αμάν, κορή μ' για δε παντρεύεσαι

κόρη μ' για δε παντρεύεσαι να πάρεις ξένον άντρα

κάλλιο ν α σκα- κι αμάν αμάν, κάλλιο ν ασκάσει ο μαύρος σου

κάλλιο να σκάσει ο μάυρος σου παρά το λόγο που πες

κι έχω άντρα κι αμάν αμάν κι έχω αντρα στην ξενητειά

κι έχω άντρα στην ξενητεία τώρα δωδέκα χρόνους

http://www.stixoi.info/

Kατσούλι

Παρά τη ραγδαία ανάπτυξη των τελευταίων χρόνων οι κάτοικοι της πεδιάδας του Αλιάκμονα δεν ξεχνούν τις παραδόσεις τους. Η παραδοσιακή φορεσιά των γυναικών στα περίπου πενήντα χωριά του Ρουμλουκιού θεωρείται κατάλοιπο στρατιωτικής ενδυμασίας, της οποίας το κυρίαρχο στοιχείο είναι ο πρωτότυπος κεφαλόδεσμος, το κατσούλι, που φτιάχνεται από τρία μαντήλια και αναπαριστά αρχαία περικεφαλαία. Θεωρείται σημάδι γνήσιας ελληνικής καταγωγής και οι γυναίκες της περιοχής καυχώνται, ότι το κατσούλι τους το δώρισε ο Μέγας Αλέξανδρος. Σύμφωνα με την παράδοση, όταν κατά τη διάρκεια της απουσίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου σε εκστρατεία, εισέβαλαν στην περιοχή αυτή επιδρομείς, οπότε η ολιγάριθμη φρουρά άρχισε να υποχωρεί, οι γυναίκες πήραν τα όπλα, πολέμησαν γενναία και έδιωξαν τον εχθρό. Όταν λοιπόν επέστρεψε ο Μέγας Αλέξανδρος και πληροφορήθηκε το κατόρθωμά τους, διέταξε τους άνδρες του να βγάλουν τις περικεφαλαίες και να τις δώσουν στις γυναίκες, οι οποίες από τότε τη φορούν με καμάρι και αποτελεί το κύριο χαρακτηριστικό αυτής της περιοχής.


Η τοπική φορεσιά των γυναικών του Ρουμλουκιού διέσωσε μέχρι τις μέρες μας διάφορα ενδυματολογικά στοιχεία που ανάγονται στους ελληνιστικούς, τους ρωμαϊκούς και τους βυζαντινούς χρόνους.

Σύμφωνα με τα ιστορικά στοιχεία που προαναφέρθηκαν η Καμπανία ήταν τόπος κατοικίας ή ζωτικών συμφερόντων πάμπολλων στρατιωτικών οικογενειών από τη Θεσσαλονίκη και τη Βέροια, οπότε δεν είναι υπερβολή να δεχθούμε ότι αυτή η πεδιάδα κυριολεκτικά στρατοκρατούνταν. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα και την κυρίαρχη προσαρμογή των ενδυμάτων των κατοίκων της πεδιάδας αυτής στα αντίστοιχα στρατιωτικά ενδύματα. Οι βυζαντινοί στρατιώτες έφεραν το σαγίον, ένδυμα από το οποίο προέρχεται ο σαγιάς των γυναικών του Ρουμλουκιού. Το Ρωμαϊκό sagum και sagus σημαίνει μάλλινος στρατιωτικός επενδύτης – χλαμύδα, ενώ τα όπλα τους ήταν ένα σπαθί, ένα εγχειρίδιο, φαρέτρα, τόξο και μία λόγχη. Επίσης βασικό εξάρτημα της ρουμλουκιώτικης φορεσιάς των γυναικών ήταν και το ασημομάχαιρο ή ασημοσουγιάς, που αντικατέστησε τα σπαθιά της αρχαίας και της βυζαντινής εποχής. Το λοφίο του κράνους, η σημαιούλα της λόγχης και ο μανδύας των βυζαντινών στρατιωτικών είχαν διαφορετικό χρώμα, ανάλογα με το σύνταγμα που υπηρετούσαν. Η λέξη φλάμουλα – flammulum σημαίνει τη στρατιωτική σημαιούλα στο σχήμα φλόγας. Οι Ρουμλουκιώτες χρησιμοποιούσαν τρία φλάμπουρα ή «χλάμπουρα» στους γάμους.

Απαραίτητο στοιχείο της στρατιωτικής εξάρτησης, ήταν οι θώρακες με ραμμένα μεταλλικά ελάσματα ή λωρίδες, συνήθεια που διατηρήθηκε στα φαρδιά πουλένια ζωνάρια της ρουμλουκιώτικης γυναικείας φορεσιάς.

Στο Ρουμλούκι το ντύσιμο της νύφης το έλεγαν «αρμάτωμα», ενώ η χρήση πολλών κοσμημάτων με αλυσίδες και φλουριά, καθώς και τεμαχίων υφασμάτων με συρματερά νήματα (π.χ. τραχηλιά), παραπέμπει στα αλυσιδωτά στρατιωτικά ενδύματα της μεσαιωνικής εποχής.

Η καλύπτρα κεφαλής – περικεφαλαία των απλών βυζαντινών στρατιωτών διαφοροποιούνταν από αυτή των βοηθητικών στρατιωτών, που ήταν απλούστερη, ενώ αντίθετα των ιππέων αξιωματικών ήταν πιο επιβλητική και διακοσμημένη με μία ή περισσότερες σειρές από λοφία ή τουφία (φούντες). Παρόμοια διαβάθμιση παρατηρείται και στους ρουμλουκιώτικους κεφαλόδεσμους, δηλαδή στα τσεμπέρια των κοριτσιών, στις φούντες τις νύφης και στο κατσούλι της παντρεμένης Η Αγγελική Χατζημιχάλη υποστήριξε ότι το σχήμα που παίρνει ο ρουμλουκιώτικος κεφαλόδεσμος, όταν μπαίνουν οι νυφιάτικες φούντες πάνω στο κατσούλι, θυμίζει την κόμμωση των γυναικών στην αρχαία Ρώμη, που της έδιναν σχήμα κράνους με πρόσθετα μαλλιά, οι οποίες με τον καιρό αντικαταστάθηκαν με τις μεταξωτές κλωστές, που θυμίζουν στολισμένα κράνη.

Παράλληλα οι βαθμοί των στρατιωτικών επισημαίνονταν με σειρά εξαρτημάτων – κοσμημάτων της στρατιωτικής φορεσιάς, που δήλωναν τη διαβάθμιση του αξιώματός τους, καθώς και με διάφορα ζωνάρια, αφού η λέξη ζώνη μεταφορικά σήμαινε και το αξίωμα. Σημαντικό λοιπόν στοιχείο της βυζαντινής ενδυμασίας ήταν η ζώνη ενώ και στη ρουμλουκιώτικη φορεσιά το αστραφτερό πουλένιο ζωνάρια αποτελεί σημαντικό στοιχείο της.
Τα βυζαντινά επιμανίκια, τα οποία ήταν ιδιαίτερα στολισμένα τόσο στις ανδρικές όσο και στις γυναικείες φορεσιές και διασώθηκαν στα μπρουμάνικα (προμάνικα) του Ρουμλουκιού.

Τα σκουλαρίκια των πρώτων χριστιανικών χρόνων έδωσαν τη θέση τους στα πρεπενδούλια, τα οποία, ενώ στους αυτοκράτορες κρέμονταν από τα διαδήματα που φορούσαν, στους αυλικούς και αξιωματούχους κρέμονταν από τα φακεωλίδια (ή φακιολίδια), που ήταν τετράγωνα πολυποίκιλτα τεμάχια στόφας και κάλυπταν το κεφάλι. Απομεινάρι των πρεπενδούλιων των αρχόντων στη γυναικεία ρουμλουκιώτικη φορεσιά είναι τα δούλια, που στερεώνονται στο μαφέσι του κεφαλόδεσμου.
Σ’ αυτήν την ενδυματολογική προσαρμογή των τοπικών ενδυμασιών προς τις στρατιωτικές, μπορεί να αναζητηθεί η απαρχή της τοπικής φορεσιάς των γυναικών του Ρουμλουκιού, χωρίς να μπορούμε να την προσδιορίσουμε χρονικά. Βέβαια η επιλεκτική στροφή των κατοίκων προς τον δανεισμό στοιχείων της στρατιωτικής φορεσιάς, προφανώς βρήκε έρεισμα στην περηφάνεια των κατοίκων αυτής της περιοχής, που παραδοσιακά καυχόταν ότι είναι απόγονοι των στρατιωτών του μεγάλου Αλεξάνδρου και διατηρούσαν αλώβητες τις αναμνήσεις που διέσωζαν ενδυματολογικά στοιχεία αρχαιομακεδονικών στρατιωτικών στολών.-

Αλεξάνδρεια Ημαθίας
ΙΩΑΝΝΗΣ Δ. ΜΟΣΧΟΠΟΥΛΟΣ - ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
Ερευνητής της Ιστορίας και Λαογραφίας
Τηλ. 23330-25005 / mosio@otenet.gr

http://www.alexandria.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=3%3Akatsouliar&catid=3%3Akatsoulic&Itemid=15&lang=el

Η ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ ( ΡΟΥΜΛΟΥΚΙ )

Διασχίζοντας ο Αλιάκμονας την εύφορη πεδιάδα της κεντρικής Μακεδονίας χωρίζει στα δύο το Ρουμλούκι, την περιοχή που βρίσκεται καταμεσής στον κάμπο και αποτελείται από περίπου 50 χωριά με κεφαλοχώρι τον Γιδά (σημερινή Αλεξάνδρεια).

Την περίοδο της Τουρκοκρατίας, όλος ο κάμπος ήταν μοιρασμένος σε τσιφλίκια μπέηδων, που τα δούλευαν οι ντόπιοι κάτοικοι ζώντας την δύσκολη ζωή του κολλήγου. Αργότερα όμως άρχισαν να αποκτούν δικά τους κτήματα και να έχουν έτσι την άνεση να ξοδεύουν για την φορεσιά τους, η οποία είναι μοναδική για την αυστηρότητα και την κομψότητά της.

Το γιορτινό πουκάμισο το ¨κιμπάρικο¨, ραμμένο από λεπτό βαμβακομέταξο υφαντό, σκεπάζει την μάλλινη επίσης υφαντή φανέλα, το ¨κατασάρκι¨. Στο άνοιγμα του στήθους έβαζαν την κεντημένη με ασημοκλωστή τραχηλιά.

Ο σαγιάς, από βαμβακερό υφαντό βαμμένο σκούρο μπλε σε μπογιατζήδες της Βέροιας, ραβόταν από ντόπιους ραφτάδες.

Τις δύο κάτω άκρες του, ¨τις ποδιές¨, τις έντυναν από μέσα με μπλε βελούδο και τις κεντούσαν με πλούσιο ασημοκέντημα επειδή τις κρατούσαν πάντα ανασηκωμένες και σκαλωμένες πίσω. Τις κατέβαζαν στην εκκλησία, καθώς και σε μεγάλη ηλικία, δεν ¨σκουμπώνονταν¨. Μετά από τις πρώτες γέννες τον αντικαθιστούσαν με απλούστερο, στα δε σαράντα χρόνια τους που θεωρούνταν πια γριές έβαζαν τον τελείως απλό σαγιά.

Το υφαντό μαύρο ζωνάρι τους, το ¨πουλένιο¨, κεντιόταν με ασημένιες πούλιες από τις ίδιες και από κάτω έδεναν την μαύρη μαλλοβάμβακη ποδιά με τα διακριτικά σχέδια στην ύφανση. Την χρυσοκέντητη βελούδινη ζώνη την κούμπωναν με τα ¨παφύλια¨, τις ασημένιες στρογγυλές πόρπες.

Το ¨κοντόσι¨, το γιορτινό γιλέκο ήταν τσόχινο ραμμένο και ασημοκεντημένο από ράφτη στο στήθος και στην πλάτη, όχι όμως στα μανίκια, γιατί από μέσα τους έβγαιναν τα βελούδινα μπρουμάνικα, κεντημένα στην άκρη με το ίδιο φαρδύ αλλά χρυσό κέντημα.

Ο κεφαλόδεσμος, η νυφική ¨κατσούλα με τις φούντες¨, έπαιρνε το σχήμα περικεφαλαίας. Παλιός θρύλος έλεγε ότι ο Μέγας Αλέξανδρος παίρνοντας τις περικεφαλαίες από τους στρατιώτες τις έδωσε στις γυναίκες της περιοχής γιατί φάνηκαν πιο ανδρείες. Μην ξεχνάμε ότι οι αρχαίες πρωτεύουσες Πέλλα και Βεργίνα βρίσκονται δίπλα στα χωριά τους. Ο περίπλοκος κεφαλόδεσμος φτιαχνόταν από λευκή και μαύρη μαντίλα καθώς κι από δύο σειρές μεταξωτές πυκνές φούντες μαύρες, ενωμένες σε ένα χρυσοκέντητο ύφασμα. Τον τακτοποιούσαν σκαλώνοντάς τον με λουλουδάτες καρφίτσες και βαριά αλυσιδωτά κοσμήματα ¨μαγλικουτάργια¨.

Όταν γερνούσαν ή χήρευαν έβγαζαν το ¨κατσούλι¨ και φορούσαν απλή μαύρη μαντίλα.

Όλα τα ραμμένα και χρυσοκέντητα ρούχα καθώς και όλα τα κοσμήματα ήταν δώρα του γαμπρού συμφωνημένα. Έλεγαν ότι με αυτά ξεπλήρωνε ¨το γάλα της μάνας ¨ που ήπιε η νύφη.

Οι κάλτσες τους, τα ¨σκουφούνια¨, ήταν μαύρες μάλλινες με λεπτές χρωματιστές ρίγες. Παπούτσια φορούσαν μαύρα χαμηλά με κορδόνια.
Η φορεσιά του Ρουμλουκίου είναι τύπου χωρικής με σαγιά.

από το λεύκωμα:
"40 Greek costumes from Dora Stratou Theatre Collection"

http://www.grinbo.de/stoloxormia/endymatologion/stoles/g_gidas.htm

Πέμπτη 25 Νοεμβρίου 2010

Αγιώρ' Αγιώρ' αφέντη μου -Σινασός Καππαδοκίας

Τραγούδι επιτραπέζιο, το οποίο τραγουδιόταν την ημέρα της εορτής του Αγίου Γεωργίου, με προέλευση από την Σινασό Καππαδοκίας. Ο ρυθμός του κομματιού είναι 7/8.

Αγιώρ’ Αγιώρ’ αφέντη μου κι αφέντη καβαλάρη,
αρματωμένε με σπαθί και με χρυσό κοντάρι.

Άγγελος είσαι στη θωριά κι άγιος στη θεότη,
παρακαλώ σε βόηθα μας Άγιε Στρατιώτη.

Από το άγριο θεριό τον δράκοντα μεγάλο,
που δεν αφήνει άνθρωπο κάθε πρωί και άλλο.

Ερίξανε τα μπουλετιά σε μια βασιλοπούλα,
όπου την είχε η μάνα της μία και ακριβούλα.

-Σήκω Αγιώρ’ αφέντη μου και το νερό αφρίζει,
και δράκος τα δοντάκια του για ‘μένα τ’ ακονίζει.

Σηκώθηκεν κι Αγιώργιος σαν παραλογισμένος,
μια κονταριά το χτύπησεν σαν που ήταν μαθημένος.

Μια κονταριά το χτύπησεν το πήρε μέσ’ το στόμα,
και παρευτύς το ξάπλωσε χάμω στη γης στο χώμα.

-Γεώργιο με λέγουνε κι απ’ την Καππαδοκία,
κι αν θες να κάνεις χάρισμα χτίσε μιαν εκκλησία.

Βάλε δεξιά την Παναγιά ζερβά έναν καβαλάρη,
αρματωμένο με σπαθί και με χρυσό κοντάρι.                                                                                     http://www.kanellatou.gr/el/stixoi/464-2010-02-20-17-11-26.html

Ο κυρ Αντώνης και η παρασκευή της σιτάκας σε ένα Κασιώτικο μητάτο

Το μητάτο βρισκόταν σε μια ορεινή περιοχή της Κάσου, τις Τρούλλες λίγο μετά το Αργος.
Ο κυρ Αντώνης αφού με καλωσόρισε, στάθηκε πρόθυμος να με μυήσει σε έναν άγνωστο για μένα κόσμο, τον κόσμο των τσοπάνηδων, έναν ιδιαίτερο κόσμο με τις δικές του καθημερινές συνήθειες και ασχολίες.

Η λέξη "μητάτο" που σήμερα μερικοί (λανθασμένα) γράφουν ως μιτάτο είναι δάνειο από την Λατινική λέξη metatum(=στρατιωτικό κατάλυμα). Υιοθετήθηκε από τους Βυζαντινούς για τους οποίους σήμαινε την υποχρέωση των πολιτών να παρέχουν κατάλυμα και τροφή στους ταξιδεύοντες κρατικούς υπαλλήλους ή επίσημους πολίτες. Η λέξη ταξίδεψε μέσω των Βυζαντινών στη νεοελληνική γλώσσα όπου πλέον μητάτο=τα θερινά καταλύματα των ποιμένων που συνήθως βρίσκονται σε υψηλά όρη .
Τα μητάτα χτισμένα σε ψηλές κορφές μοιάζουν μικρά πετρόχτιστα κάστρα με στενόμακρους φεγγίτες που θα μπορούσε κανείς να περάσει για πολεμίστρες. Το εσωτερικό του μητάτου είναι χωρισμένο σε δύο μέρη με εσωτερικό τοίχο, που ξεκινά από τη μέση του τοίχου.
Ο πρώτος χώρος στον οποίο μπαίνεις από την εξωτερική πόρτα αποτελούσε κάποτε έναν συνδυασμό κατοικίας και τυροκομείου. Σήμερα τα μητάτα χρησιμοποιούνται κυρίως για τυροκομική χρήση, οι κατοικίες βρίσκονται στα χωριά.
Στον δεύτερο χώρο τοποθετούσαν/ουν τα σκαφίδια με το βρασμένο γάλα ή τα άλλα τυροκομικά προϊόντα.

Κατά το χτίσιμο φρόντιζαν να κάνουν στον τοίχο ένα κοίλωμα μέσα στο οποίο τοποθετούσαν την στάμνα (όπου έβαζαν νερό) γι αυτό λεγόταν σταμνοθούτση.
Το καθημερινό πρόγραμμα του κυρ Αντώνη περιλαμβάνει:
Ξύπνημα από τα χαράματα. Πρώτη του δουλειά είναι να φροντίσει τα αμνοερίφιά του, να τα αρμέξει και έπειτα (αυτή την εποχή) να συγκεντρώσει την πρώτη ύλη σε ένα καζάνι που τοποθετεί σε φωτιά με ξύλα (την παρανεστιά) για να αρχίσει η βράση για την παρασκευή της σιτάκας.
Η παρανεστιά είναι κολλημένη στον τοίχο και δεξιά κι αριστερά της υπάρχουν μικρές πεζούλες για να ακουμπάνε το καζάνι και τα εξαρτήματα που χρησιμοποιούν όση ώρα τυροκομούν.Το μοναδικό κάθισμα του μητάτου ήταν ένα πεζουλάκι αριστερά από την πόρτα.
Εκεί κάθησα και παρακολουθούσα τον κυρ Αντώνη. Αφού τον είχα βομβαρδίσει με τις ατελείωτες ερωτήσεις που μου έρχονταν κάθε λίγο στο μυαλό, συνειδητοποίησα πως ίσως να τον ενοχλούσα, να τον αποσπούσα από τη δουλειά του.
Ο κυρ Αντώνης χαμογέλασε σεμνά και μου απάντησε ευγενικά πως η ώρα περνά πιο ευχάριστα κουβεντιάζοντας, ενώ τις άλλες μέρες που έρχεται μόνος του αναγκάζεται να παραμένει σιωπηρός κατά τη διάρκεια όλης της ημέρας και για όση ώρα ψήνεται η σιτάκα. Διαπίστωσα πως ο ίδιος παρ΄όλο που απαντούσε στις πολλαπλές ερωτήσεις που του έθετα, δεν έπαυε ούτε για δευτερόλεπτο να ανακατεύει διαρκώς και με ευλαβική προσήλωση το γάλα. Το γάλα με τη βράση αφυδατώνεται (εξατμίζονται τα υγρά) και σταδιακά παίρνει μια κρεμοειδή μορφή που όμως δυσκολεύει το ανακάτεμα. Οπως μου εξήγησε όση ώρα ψήνεται η σιτάκα δεν μπορείς να σταματήσεις το ανακάτεμα γιατί αν κολλήσει το γάλα στον πάτο του καζανιού, η σιτάκα κινδυνεύει να μυρίσει καπνίλα, οπότε πάει χαμένος ο κόπος.
Αναλόγως της εποχής παρασκευάζεται διαφορετικό είδος τυροκομικού προϊόντος.
Για παράδειγμα το καλοκαίρι που τα αιγοπρόβατα τρώνε κυρίως χορτάρι που έχει πια ξεραθεί, το γάλα που παράγουν λιγοστεύει και είναι πιο χοντρό. Ετσι το γάλα που παράγεται αυτή την εποχή δεν προσφέρεται για την παρασκευή βουτύρου, τυριού και μυζήθρας. Προσφέρεται όμως για την παρασκευή σιτάκας, μάλιστα λέγεται πως το καταλληλότερο γάλα είναι το γάλα της προβατίνας γιατί είναι πλούσιο σε λιπαρά και ψήνεται γρήγορα.
Η σιτάκα δεν γίνεται από γάλα της ίδιας ημέρας, πρέπει να αφεθεί το γάλα να ξινίσει πρώτα και μετά να ψηθεί
(και μη βιαστείτε να βγάλετε συμπεράσματα....αυτός είναι ο πιο φυσικός τρόπος ζύμωσης).

Η ζέστη ολοένα πύκνωνε και όταν τα υγρά του γάλακτος άρχισαν να εξατμίζονται, το μητάτο γέμισε καπνό. Παρατήρησα πως τα μάτια του κυρ Αντώνη είχαν αρχίσει να κοκκινίζουν από τη φωτιά και τη κάπνα. Αντιλαμβάνεστε τι σημαίνει μέσα στο κατακαλόκαιρο να ανακατέβεις γάλα με τη ζέστη που βγάζει η φωτιά!!! Οση ώρα ψηνόταν η σιτάκα ο κυρ Αντώνης έξυνε διαρκώς τον πάτο του καζανιού με τον "καλαμούσση".
Οπως έμαθα, για το ανακάτεμα κάθε είδους γαλακτοκομικού προϊόντος χρησιμοποιείται διαφορετικό εξάρτημα....Η δουλειά του κυρ Αντώνη προς το τέλος δυσκόλευε, αφού το ανακάτεμα γινόταν πιο δύσκολο τώρα που έσφιγγε η σιτάκα και έπαιρνε το κρεμ χρώμα που σήμαινε πως κόντευε να ψηθεί. Ετσι αποφάσισα να σταματήσω να τον ζαλίζω με τις ερωτήσεις....ή τουλάχιστον για λίγο. Η ματιά μου πήγε και προσγειώθηκε στα παράξενα παπούτσια που φορούσε ο κυρ Αντώνης. Με αντιλήφθηκε αμέσως, θαρρείς και διάβαζε τη σκέψη των ανθρώπων. Χωρίς να τον ρωτήσω, μου εξήγησε πως τα παπούτσια αυτά τα κατασκεύασε μοναχός του. Παλιά όλοι οι άνθρωποι κατασκεύαζαν μοναχοί τους παπούτσια από τα δέρματα των αιγοπροβάτων τους. Τα ονομάζουν "τομαρένα" δηλαδή καμωμένα από τομάρι αιγοπροβάτων.
Το κάτω μέρος των παπουτσιών επενδυόταν με λάστιχο αυτοκινήτων!!!
Ηταν κατάλληλα για τις σκληρές αγροτικές και κτηνοτροφικές δουλειές. Τον χειμώνα πρόσθεταν στο συγκεκριμένο παπούτσι ακόμη ένα κομμάτι μαλακού δέρματος και τα μετέτρεπαν σε μπότες (στιβάνια) που έφταναν μέχρι το γόνατο για να τους κρατούν ζεστά τα πόδια.

Εστρεψα το βλέμμα μου στο εσωτερικό χώρο του μητάτου.
Σκεφτόμουν πως κάποτε οι άνθρωποι έμεναν εδώ μόνιμα, χωρίς φως, χωρίς νερό....
Η ανάγκη τους έκανε να μαζεύουν το βρόχινο νερό στις"λασσίες" (όπως λένε στη Κάσο τις χτιστές ή λαξευμένες στο βράχο στέρνες) και στη συνέχεια το χρησιμοποιούσαν για πόσιμο νερό για τους εαυτούς τους, τα αιγοπρόβατά τους αλλά και την καθημερινή τους λάτρα. Το μητάτο δεν έχει παράθυρα...τα μοναδικά ανοίγματα είναι οι πόρτες και οι θυρί(δ)ες, τα μικρά ανοίγματα κατασκευασμένα σε ψηλό σημείο του βορινού τοίχου από τα οποία φωτίζεται και αερίζεται το μητάτο. Ο αέρας που μπαίνει μέσα βοηθά επίσης το γάλα να κρυώνει.

Δεν πέρασε πολλή ώρα και μια μεγάλη ικανοποίηση ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο του κυρ Αντώνη.
Το γάλα είχε τελικά αφυδατωθεί (είχαν εξατμιστεί όλα τα υγρά του) και στον πάτο του καζανιού είχε απομείνει ένας πυκνός πολτός, το περιπόθητο "χρυσό" προϊόν :
Η ΣΙΤΑΚΑ
(ένα είδος τυροκομικού προϊόντος)
Ο κυρ Αντώνης ως ένδειξη φιλοξενίας μας πρόσφερε φρεσκοφτιαγμένη σιτάκα λες και ακριβώς όπως στα Βυζαντινά metatum ένοιωθε την υποχρέωση να μας φιλέψει....
Ενώ εμείς απολαμβάναμε την σιτάκα, το έργο του κυρ Αντώνη συνεχιζόταν. Επρεπε να καθαρίσει το καζάνι για την επόμενη τυροκόμηση, να πλύνει τα σύνεργα που είχε χρησιμοποιήσει και να καθαρίσει τον χώρο του μητάτου. Το κουταλάκι που χρησιμοποίησα για την κατανάλωση της σιτάκας φτιαγμένο από κέρατο, ήταν σκαλισμένο από τον ίδιο τον κυρ Αντώνη. Διαπίστωσα πως σε αντίθεση με τις νεότερες καταναλωτικές συνήθειες, στις παλαιότερες παραδοσιακές κοινωνίες τίποτα δεν πετιόταν. Κάθε αντικείμενο μετατρεπόταν σε χρηστικό αντικείμενο...τα δέρματα από τα ζώα χρησιμοποιούνταν για την κατασκευή των παπουτσιών...τα κέρατα των ζώων για σκεύη λειτουργικά και φυσικά παλαιότερα το μαλλί των ζώων μέσω της υφαντικής τέχνης μετατρεπόταν σε είδη ένδυσης για την οικογένεια. Αντίθετα πριν από ένα χρόνο διάβαζα πως σε κάποια περιοχή (δεν θυμάμαι που) οι κάτοικοι αντιμετώπιζαν σοβαρό πρόβλημα επειδή τα μαλλιά από την κουρά (το κούρεμα) των προβάτων όχι μόνο δεν τα χρησιμοποιούν πλέον μα είχε δημιουργηθεί και πρόβλημα απορριμάτων στην συγκεκριμένη περιοχή επειδή ήταν μεγάλη η ποσότητα και δεν ήξεραν που να τα πετάξουν!!!

Μόλις ο κυρ Αντώνης έπλυνε όλα τα σύνεργα που είχε χρησιμοποιήσει τα τοποθέτησε με τάξη στη θέση τους, έσβησε τη φωτιά και σκούπισε και καθάρισε τον χώρο για να είναι έτοιμος την επόμενη ημέρα που θα συνεχιζόταν η τυροκόμηση.

Φύγαμε....
Ευχαρίστησα τον κυρ Αντώνη για την φιλοξενία, το φίλεμα αλλά και την ευκαιρία που μου έδωσε να βιώσω μια άγνωστη για μένα εμπειρία, μια άλλη πτυχή του λαϊκού μας πολιτισμού.
Ο κυρ Αντώνης κλείδωσε το μητάτο.
Μια μέρα σκληρής εργασίας είχε τελειώσει.
Στον δρόμο της επιστροφής έβλεπα παντού μισογκρεμισμένα κτίσματα. Τα μητάτα και οι τσοπάνηδες λιγοστεύουν, κινδυνεύουν να εξαφανιστούν για πολλούς λόγους. Τα προβλήματά τους είναι πολλά.
Λιγοστά έως ανύπαρκτα τα κίνητρα για τους νέους να συνεχίσουν αυτό το επάγγελμα.
Εξ άλλου το επάγγελμα του βοσκού όντας κοπιαστικό δεν είναι επιθυμητό από τους νεότερους οι οποίοι προτιμούν να αναζητήσουν μια θέση στο Δημόσιο ή να ξενιτευτούν.
Καθώς λένε οι παλιοί Κασιώτες το κακό δεν είναι τωρινό, άρχισε εδώ και πολλά χρόνια όταν οι άνθρωποι άρχισαν να μεταναστεύουν με σκοπό την αναζήτηση μιας καλύτερης και πιο προσοδοφόρας τύχης

"Πόσα μιτάτά 'ναι κλειστά και πόσα χαλασμένα,
και πόσα σοπανόπουλα στα ξένα ξορισμένα"

Φεύγοντας, ένοιωσα να με πλημμυρίζει η ευγνωμοσύνη για τον κυρ Αντώνη και τον φίλο Κασιώτη που με έφερε σε επαφή αφού δέχτηκαν να μοιραστούν μαζί μου έστω και για λίγο, έναν "άλλον"τρόπο ζωής άγνωστο σε όσους ζουν, όπως εγώ, στις μεγαλουπόλεις            http://dyosmaraki.blogspot.com/2008/08/blog-post_7588.html

Λιοτρίβια στα Κουμέικα


Τέλη δεκαετίας του ’60.
Παράξενες εποχές…
Προχωρημένο φθινόπωρο. Οι μέρες, βροχαριές τη μια, ξυλιασμένες την άλλη.
Σταμάτησε το μεγαλόσωμο μουλάρι λίγο πριν την τεράστια πόρτα της εισόδου. Το έδεσε πρόχειρα από το καπίστρι πλάι στα άλλα ζωντανά, αριστερά στην άκρη του δρόμου κι έκανε νόημα στους αγωγιάτες να βάλουν ένα χεράκι στο ξεφόρτωμα. Τέσσερα μεγάλα τσουβάλια ελιές το φορτίο κι ο πεντάχρονος εγγονός του στα καπούλια, να κρατιέται ακόμα γαντζωμένος απ το σαμάρι.
-Κατέβα φτάσαμι!!
Ο Γιώργης γύρισε μπρούμυτα στα καπούλια του ζώου κι άφησε το κορμάκι του να πέσει μαλακά στο έδαφος.
Μια μια τις είχε μαζεμένες, από το χώμα, τις πέτρινες πεζούλες, τα χόρτα και τ’ αγκάθια! Πρώτα ξεχώρισε τις χαμάδες. Οι περισσότερες για τον έμπορο απ το Νιχώρι κι οι υπόλοιπες για το σπίτι για τον καφέ και το τσάι. Σκόρπια τα χωράφια από δω κι από κει έτρεχε να τις προλάβει όλες πριν πιάσουν τα μεγάλα κρύα του Δεκέμβρη. Πότε στο «Κλίμα», πότε στα «Σταμλέικα»,την «Πανωκλησά», τη «Σφόντλα», τ’ «Αλώνια», τα «Μπρουζέικα». Τα δέντρα γέρικα και μεγάλα. Όλα ντόπια. Χρονιά παρά χρονιά «έδεναν» καρπό. Δεν ήταν άσχημα φέτος τα πράγματα. Θα γέμιζε τα κιούπια στο κατώι, θα περίσσευαν και μερικές οκάδες για πούλημα. Δόξα να χει ο Γιαραμπής…
Οι πέτρινοι τοίχοι μαστορικά χτισμένοι στο τέλος της κατηφόρας δίπλα στο ρέμα, ορθώνονταν μέχρι πάνω. Πλατάνια, θεόρατα κυπαρίσσια, πλεγμένοι κισσοί, ελιές και χαρουπιές συμπλήρωναν το τοπίο. Κοτσύφια κυριαρίνες και κομπογιάννια κρύβονταν στα κλαδιά και χοροπηδούσαν. Το στενό γεφύρι ακριβώς πάνω στη στροφή, έδινε συνέχεια στο δρόμο για το διπλανό χωριό.
Χαλούσε τον κόσμο το νερό καθώς κατέβαινε με ορμή τη ρεματιά. Χτυπούσε στους βράχους και στους κορμούς που είχαν φυτρώσει καταμεσής και στις άκρες κι έτρεχε να φτάσει στη θάλασσα. Ένα μικρό φράγμα λίγο πιο πάνω το οδηγούσε σ’ ένα φαρδύ αυλάκι κι έπεφτε από ψηλά πάνω στη μεγάλη «ρόδα». Η σιδερένια φτερωτή καλά στερεωμένη στο πίσω μέρος του πλαϊνού τοίχου, γυρνούσε με δύναμη κι έκανε ένα θόρυβο ρυθμικό κι επαναλαμβανόμενο.
Αγκομαχούσαν οι τεράστιες μυλόπετρες καθώς έλιωναν τον καρπό. Η φωτιά που έκαιγε χωρίς σταματημό ζέσταινε το νερό για το ξέπλυμα των σακιών και τη διύλιση του λαδιού. Μεγάλα κούτσουρα και φορτία ελαιοπυρήνα την τάιζαν με τα φτυάρια οι εργάτες όλη μέρα. Πρόσωπα δύσκολα ξεχώριζες από την ψίχα της ελιάς που είχε κολλήσει γύρω από τα μάτια και τα μάγουλα.
-Έλα πιάσι του ψουμί κι πάινι βάλτου απ' παν απ' τ(μ)πυρουστιά.
Κράτησε στα μικρά του δάχτυλα δυο τεράστιες φέτες απ το ζυμωτό καρβέλι της γιαγιά του της Λουλούδας και προχώρησε διστακτικά στο βάθος αριστερά, προς τη φωτιά. Άφησε για λίγο στην άκρη το φτυάρι ο εργάτης μόλις τον είδε να πλησιάζει, του πήρε τα ψωμιά απ το χέρι και τα ακούμπησε πάνω στη τη θράκα. Σαν πήραν λίγο χρώμα, τα έβγαλε και πήγε από την άλλη μεριά. Από την άκρη του χάλκινου σωλήνα έτρεχε πηχτό, ζεστό κιτρινωπό το φρέσκο λάδι. Έβαλε από κάτω τις φρυγανισμένες φέτες και τις έβρεξε καλά. Έπιασε στα ακροδάχτυλα και μια πρέζα αλάτι απ το σακούλι και το έριξε από πάνω.
-Έτοιμ' η καπίρα!! Για δουκίμασι λγακ' βρε συ να μ' πεις!! Σ' αρέσ; Μουνάχα πρόσιξι μη λαδουθείς κι σι μαλώσ η μάνα σ!!
Έφερε τη φέτα το ψωμί στο στόμα του κι όλες οι μυρωδιές της γης, τρύπωσαν στα ρουθούνια του. 
Σαν έκλεισε τα δόντια του στην πρώτη δαγκωματιά, ασύλληπτες γεύσεις πλημμύρισαν τον ουρανίσκο του. 
Τραγανό ζεστό μυρωδάτο! 
Ασύγκριτη νοστιμιά!! Δεν είχε δοκιμάσει άλλη φορά τέτοια!!! 
Κι αν είχε, έτσι δεν ήταν…                                                                                                                       http://mpalos.blogspot.com/

Μπίλιοι (αρχαίο μπόουλινγκ) - Θολάρια Αμοργού

 

Κυριακή 21 Νοεμβρίου 2010

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΣΟΡΩΝΙΑΤΙΚΟΥ ΓΑΜΟΥ, ΠΡΙΝ ΤΟ 1930 - ΡΟΔΟΣ


Πριν το 1930 η γαμήλιος προετοιμασία αρχινούσε από την προηγούμενη Κυριακή. Οι συμπεθέροι, οι γονείς του γαμπρού και της νύφης, πήγαιναν σ' ένα ευρύχωρο σπίτι, δικό τους ή κάποιου στενού συγγενή και έπαιρναν από ένα ή δύο κιλά σιτάρι πολίτικο. (Ένα κιλό σιτάρι πολίτικο ισοδυναμούσε με τριάντα κιλόγραμ).
Εκεί θα μαζεύονταν οι κοπέλες και άλλες συγγενικές γυναίκες και άρχιζαν να κορδινίζουν το σισάμι.
Οι συγγενείς και γενικά οι χωριανοί έρχουνταν να προσφέρουν την βοήθειάν τους στο νέο αντρόγυνο, έρνοντας μαζί τους όσο σιτάρι είχε ευχαρίστηση ο καθένας. πήρχε περίπτωση που μαζεύασι χίλια- χίλιαδιακόσια κιλόγραμμα.
Ο καθένας μέσα στο σιτάρι έκρυβε καρύδια, αμύγδαλα, μέντες, ότι μπορούσε.
Οι κοπέλες λοιπόν έτρεχαν και εμπάλευαν γελώντας και φωνάζοντας ποια θ' αρπάξει τα γκλεβούδια, όπως τα έλεγαν.
Eντομεταξύ κάποιος συγγενής επρόσφερε ένα ποτό σε όσους έφερναν σιτάρι.
Όταν τελείωνε το κορδίνισμα δυό- τρείς άντρες έβαζαν το σιτάρι στα σακιά. Ξεχώριζαν τρία-τέσσερα για να τα στείλουν στον μύλο και τα υπόλοιπα τα έβαζαν σ' έναν πάγκο και τον κλειδώναν. Αυτά προορίζονταν για το καινούργιο σπιτικό. Τα πρώτα τα φόρτωναν στα ζώα και τα πέρνασι στον μύλο.
Την Δευτέρα βράδυ, για να μην αρχινήσουν τα ζημώματα την Τρίτη γιατί δεν το είχαν καλό, έβαλαν ένα κοριτσάκι, που 'πρεπε να είναι μανάτο και κυράτο, να κάμει το πρώτο ζυμάρι. (Ήταν η μαγιά για το ζήμωμα).
Την Τρίτη βράδυ έβαλαν μικρά παιδιά, από ένα αγόρι κι' ένα κορίτσι και έκαμναν ακόμα μερικά ζυμάρια. Μέσα στο αλεύρι οι συγγενείς έβαλαν χρήματα και τα παιδιά ήταν υποχρεωμένα να τα πιάσουν με το στόμα τους. Άλλα παιδάκια τους έσπρωχναν το κεφάλι και το πρόσωπό τους εγέμιζε αλεύρι και έτσι πλαντούσαν που τα γέλια.
Την Τετάρτη αρχινούσαν τα ζημώματα. Δυό- τρείς σκάφες, από δυο κοπέλες στην κάθε μια ζυμώνασι την ζύμη.(Αφού πρώτα έπιαναν τα λεφτά που τους έβαζαν με το στόμα).
Αφού την ετοίμαζαν, οι μαστόρησσες έπλαθαν τα κουλούρια που είχαν σχήμα στρογγυλό και τα ψωμόπουλα που ήταν μικρά ψωμάκια του ενός κιλού περίπου. Όταν ψήνονταν στον φούρνο τα έπερναν στο σπίτι. Έκοβαν κάμποσα ψωμόπουλα σε μικρά κομμάτια, τα έβαζαν σε δυό-τρείς κατσαρόλες, έριχναν από πάνω ελαιόλαδο και μέλι -η λεγόμενη μαλάκκα- και κάθιζαν όλοι μαζί και έτρωγαν.
Την Πέμπτη, άλλοι ασχολούνταν με το ζύμωμα και άλλοι έπερναν τα προικιά της νύφης και του γαμπρού στον γάμο,όπου οι στολίστρες τα στόλιζαν.
Το βράδυ γινόταν το μελεκούνι. Οι συμπεθέροι έβαζαν το σισάμι και το μέλι και οι συγγενείς έφερναν άλλος σισάμι, άλλος μέλι και οι δικοί τους άνθρωποι έκαμναν το μελεκούνι. Οι κοπέλες και τ' αγόρια κυνηγιούνταν ποιος να κολλήσει τον άλλο με το μελεκούνι, φωνάζοντας.
-Και που τα δικά σου, γελώντας όλοι μαζί.
Την Παρασκευή εσυνεχίζονταν το στόλισμα του γάμου.

Πέμπτη 18 Νοεμβρίου 2010

Η παραδοσιακή νιώτικη φορεσιά

Η φορεσιά των ανδρών αποτελείται από ένα κάλυμμα του κεφαλιού το οποίο ονομάζεται «σωκάδι» και το «γελέκι», αλλά και ζωνάρι, βράκα, κάλτσες, τσαρούχια και εσώρουχα. Όσον αφορά τη φορεσιά των γυναικών, αποτελείται από τα κυρίως εσώρουχα, το «καρκάλι», το «σωπιναμικό μπρουζιτσένιο», το «σωκάρδι», το «κοντογούνι με προφίλια», το μεταξωτό φουστάνι, το μαντίλι στους ώμους και το χειμώνα το «μποξαδάκι» και το μαντίλι στο δεξί πλευρό.


Ακόμα, στο κεφάλι τους οι γυναίκες φορούσαν μια ιδιόρρυθμη καλύπτρα, γνωστή με την ονομασία «βενετική σκεπή». Γενικότερα, πρέπει να αναφερθεί ότι η ενδυμασία των γυναικών της Ίου ήταν αρκετά κομψή, καθώς υπήρχε σχετική ευημερία στο νησί. Ακόμα οι γυναίκες της Ίου διακρίνονταν για την έμφυτη καλαισθησία τους, γι’ αυτό και έχουν σωθεί τόσο ωραία κεντήματα, δαντέλες αλλά και πλούσια ενδύματα                                                                                          http://www.ios.gr/tournets.htm

Ο τόπος και το τραγούδι του - Τήνος

Τετάρτη 17 Νοεμβρίου 2010

Η παραδοσιακή φορεσιά της Θάσου

H νήσος Θάσος τοποθετημένη από το χέρι του Θεού στο βόρειο Αιγαίο, γειτνιάζει με την πόλη της Καβάλας. Είναι όμως κοντά και στα μεγάλα αστικά κέντρα της Θεσσαλονίκης και της Κωνσταντινούπολης. Από παλαιά οι εμπορικές συναλλαγές όπως και άλλες δραστηριότητες σε σχέση με τις ανωτέρω πόλεις είχαν ως αποτέλεσμα τη διαμόρφωση μίας πλούσιας πολιτιστικής κληρονομιάς, που χαρακτηρίστηκε από πλήθος Βυζαντινών στοιχείων, τα οποία διαφαίνονται και διατηρούνται έως και τις ημέρες μας.
Βυζαντινής τεχνοτροπίας και ύφους είναι και οι ενδυματολογικές επιλογές των Θασίων γυναικών. Η τοπική ενδυμασία των αντρών, δεν έχει κανένα σημαντικό χαρακτηριστικό γνώρισμα. Η νησιώτικη βράκα ισορροπεί ανάμεσα στα σκέλη, που κλείνουν κάτω απ' το γόνατο. Γιλέκο σταυρωτό, παπούτσια χαμηλά, με μάλλινη κάλτσα, και κάλυμμα κεφαλιού μαύρο, σαν καθιστό φέσι.

Έτσι, στην γυναικεία φορεσιά συναντούμε βαριά και φίνα υφάσματα όπως βελούδο, μετάξι κ.α. χρυσοκεντημένα με φιστόνι και σε σχεδιαστικά μοντέλα που φανερώνουν το αρχαιοελληνικό και βυζαντινό πνεύμα στην ενδυμασία.
Στο σύνολο της η φορεσιά, η οποία φοριόταν έως τα μέσα του προηγούμενου αιώνα και σε μεμονωμένες περιπτώσεις από γερόντισσες ως τις ημέρες μας αποτελείται από το «φστάνι», το «πκάμσο», την «τραχηλιά», τον «αλατζά», το «τσικέτο», την «ποδιά», το «ζουνάρ», το «σπαλέτο» και τα «σκφούνια».

Τα βαρύτιμα, κυρίως μεταξωτά φστάνια ή φστάρες συναντώνται σε ποικίλους χρωματικούς συνδυασμούς όπως ροζ, φους, γαλάζιο κ.α. είτε μονόχρωμα είτε διανθισμένα με μοτίβα ομοίου ή άλλου χρώματος. Αμάνικα και μακριά, σχεδόν ως τον αστράγαλο, στολίζονται στο V της λαιμουδιάς και στον ποδόγυρο με χρυσαφί σιρίτια και άλλα πολύχρωμα γαϊτάνια. Ιδιαίτερα φαρδιά στο κάτω άκρο φοριούνται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να σχηματίζουν τα λεγόμενα «κανάτια».

Στο χωριό Πρίνος τα φστάνια παρουσιάζονται μονόχρωμα σε μαύρο, σκούρο μπλε, βυσσινί και όχι λουλουδάτα. Έχουν μικρό σκίσιμο στα πλαϊνά του ποδόγυρου και είναι κεντημένα με σιρίτια και πούλιες.

Η τραχηλιά και το πκάμισο χρησιμοποιούνται ως εσώρουχα και είναι λευκά. Έτσι, μέσα από τη φστάρα, στη λαιμουδιά φοράνε την τραχηλιά, βαμβακερή ή μεταξωτή και είναι ένα χειροτέχνημα από κοπτό και δαντέλα. Η κα Άννα Παπαγεωργίου από τον Πρίνο, μας περιγράφει με απαράμιλλο τρόπο όπως παρακάτω:
«Πκάμισο το λεν, όχι πουκάμισο, θα το γράψεις όπως το λέγαν. Είναι μακρύ μέχρι τον αστράγαλο κι από κατ' έχει δαντελίτσα με «κουτσούδες», πλεκτό με το βελονάκι, άσπρο και αυτό κι η δαντέλα και τα μανίκια είναι πιο κοντά γιατί «μπαιν από παν ο αλατζάς». Δε θα βγει το πκάμισο απ'το «χερότ», ίσα-ίσα να φαίνεται λίγο η δαντέλα».

Ο αλατζάς είναι ένα κοντό γιλέκο μεταξωτό ή βελούδινο. Έχει στενά μανίκια, που καταλήγουν στα χερότια. Ο καλός αλατζάς είναι κεντημένος με χρυσό φιστόνι, ενώ ο καθημερινός με μαύρο. Συναντάται συνήθως σε χρώμα κόκκινο, καφέ, βυσσινί, πράσινο και κυπαρίσσι.
Το τσικέτο είναι το γιλέκο που φοράνε πάνω από τον αλατζά. Φτιάχνεται από μαύρο ή μπλε βαθύ βελούδο και είναι χρυσοκεντημένο στο περίγραμμα του, στην πλάτη και στα μανίκια, το λεγόμενο «ολόπλακο». Από τσόχα καλής ποιότητας είναι ραμμένα τα χειμερινά τσικέτα για να είναι πιο ζεστά, όλα κεντημένα με βάση τη φαντασία των Θασίων γυναικών. Πραγματικά έργα τέχνης.
Οι ποδιές είναι άλλοτε πολύχρωμες με τριαντάφυλλα και άλλα σχέδια στην ύφανση τους και μονόχρωμες. Οι λουλουδάτες είναι συνήθως στρογγυλές στο κάτω μέρος και έχουνε πολλά «χαραλαμπίδια», δηλαδή πιέτες, δαντέλες, νερβύρ κ.α. ενώ οι μονόχρωμες είναι κεντημένες στο μέσο τους ή στη μπορντούρα με κλωστές ζωηρού χρώματος ροζ, κροκί, κίτρινο. Οι Πρινιότικες ποδιές είναι οι περισσότερες βυσσινί ήμαύρες, κεντημένες επίσης με ολόπλακο και στολισμένες πολλές φορές με φλουριά. Ποδιές υπάρχουν και υφαντές. Είναι μάλλινες με «σταμνάκια» και άλλα σχέδια και φοριούνται ως καθημερινές το χειμώνα. Σε αυτές συχνά ράβουνε πούλιες.

Κάτω από την ποδιά φοράνε το ζουνάρ το οποίο είναι μονόχρωμο, κυρίως μάλλινο ενώ τα υφαντά ζουνάρια είναι βαμμένα με λουλάκι. Πάνω από το ζουνάρ και την ποδιά βάζουνε τη «πόρπα» ή αλλιώς το «μπακιροζούναρο».
Στο κεφάλι φορούν το σπαλέτο, που είναι μία μαντίλα μεγάλων διαστάσεων, την οποία είτε την αφήνουν να πέφτει ριχτή, είτε τη δένουν γύρω από το λαιμό. Κάτω από το σπαλέτο τοποθετούν ένα μικρό φέσι, πάνω στο οποίο τυλίγουν τις πλεξούδες τους και το «σαρίκι», που είναι ένα κομμάτι υφάσματος ή μαντήλι χρώματος βυσσινί, καφέ, κίτρινου κ.α.

Οι γυναίκες της Θάσου, σημειώνουμε ότι παλαιότερα είχανε πλεξίδες, οι οποίες πολλές φορές έφταναν έως την «κλείτσα», δηλαδή την κλείδωση του γόνατου. Τέλος, στα πόδια φοράνε τα σκφούνια, άσπρες κάλτσες πλεχτές με βελόνες, που το χειμώνα είναι μάλλινες και το καλοκαίρι βαμβακερές. Όσον αφορά τα υποδήματα πριν από την εμφάνιση των δερμάτινων παπουτσιών φορούσανε βελούδινες παντόφλες ή πασούμια.

Καταγράφοντας πληροφορίες για τα κοσμήματα που στολίζουν τη φορεσιά ακούσαμε την κυρία Γαλάνη Παναγιώτα να μας αφηγείται:

«στη λαιμουδιά φορούσαν καρφίτσες χρυσές και καδένες. Είχε η γιαγιά 'μ μια καδένα μπρούστο μάλλον την έλεγαν, με πέτρες κόκκινες, μπλε και κίτρινες. Αυτό το έπιανε όχι στο τσικέτο, αλλά επάν στο φστάνι, εδώ που έχει τα νερβύρια. Φορούσαν και σκλαρίκια. Φλουριά έβαζαν οι πλούσιες στην ποδιά.».

http://www.thassos-island.gr/laografia/foresia

Η παραδοσιακή φορεσιά του Τρικερίου


Η γυναικεία φορεσιά, όπως όλες οι φορεσιές , έχει το γιορτινό και τον καθημερινό τύπο της, που σε γενικές γραμμές είναι όμοιοι. Διαφέρουν μόνο στην ποιότητα των υφασμάτων και στα κεντήματα , που άλλοτε ήταν με χρυσή κλωστή και άλλοτε με μεταξάκι. Εκείνο όμως που κάνει πραγματικά την γιορτινή φορεσιά να ξεχωρίζει απο την απλή και την καθημερινή είναι οι μαλαματοκαπνισμένες ή ασημένιες πόρπες, τα γνωστά κλειδωτάρια που στην απλή και καθημερινή φορεσιά αντικαθιστούνται απο την ποδιά. Ανάλογα την περίσταση διαφέρει και το πουκάμισο. Τα Τρικεριώτικα πουκάμισα διαφοροποιούνται με βάση το σχέδιο τους και το χρώμα τους και παίρνουν διάφορες ονομασίες και μαζί μ'αυτές παίρνει το όνομα ολάκερη η φορεσιά. Έτσι με κριτήριο το σχήμα μπορεί να έχουμε κοτάκια ζουρλίδικα, πετροπούλια , πάπιες ίσιες, αναποδοπάπιες , ράγες, θναίικο (Αθηναϊκο) , σταφυλάκι, ραϊτσες, κλήμα με τα κομμάτια, κλήμα με το μήλο, κλήμα με το σταυρό , κλήμα με τη ραϊτσα, κλήμα με το λαγό , κουρβέτια γερτά, κουρβέτια ίσια, κορφάδες γερτές, ξόμπλι όρθιο , ξόμπλι γερτό , ξόμπλι με ξάφι, ξόμπλι σαντέλκο, ξόμπλι με σταυρό , ξομπλάκι με πετροπούλι.Ενώ με κριτήριο το χρώμα μπορεί να έχουμε το άλικο (ζωηρό κόκκινο), αρκελάτο(βυσσινί), κρεμεζί (ανοιχτό βυσσινί) και το λευκό που το φοράνε κυρίως οι ελεύθερες κοπέλες.

Η ΓΙΟΡΤΙΝΗ ΦΟΡΕΣΙΑ

 Η γιορτινή φορεσιά, είναι φτιαγμένη με περίσσιο μεράκι, επηρεασμένη απο την ναυτική παράδοση του χωριού. Αποτελείται απο πολλά κομμάτια που φορεμένα με συγκεκριμένη σειρά δίνουν μια πνοή αρχοντιάς.
Αρχικά η Τρικεριώτισσα φορά κατάσαρκα ένα πάνινο κοντό πουκάμισο για τον ιδρώτα, το ντεκοντέ. Το ντεκοντέ διαδέχονται 2 ή περισσότερες μαλλίνες, μεσοφόρια απο μάλλινο ύφασμα που έχουν το σχήμα του εξωτερικού φουστανιού, με σκοπό να δώσουν όγκο στη στολή. Στη συνέχεια φοριούνται 2 χασεδένια, καλοκολαρισμένα πουκάμισα με ασπροκέντια στην τραχηλιά, στα μανίκια και στον ποδόγυρο, οι λεγόμενες ασπρούδες. Πάνω απο αυτές φοριέται το ολομέταξο, χρυσοκέντητο πουκάμισο. Τελευταίο μπαίνει το μεταξωτό φουστάνι, με τις πιέτες, που το Τρίκερι τις ονομάζει ντούκες και τον χρυσοϋφαντο ποδόγυρο.

Στη μέση, η Τρικεριώτισσα φορά χρυσοκέντητη ζώνη που μπροστά κλείνει με μαλαματένια κλειδωτάρια και κάτω απο αυτά φορά τον τσεβρέ, ένα τετράγωνο λευκό κεντημένο μαντήλι απο οργαντίνα , διπλωμένο τριγωνικά. Την φορεσιά συμπλήρώνει το κίτρινο μαντήλι με τα κρόσια , ενώ η τραχηλιά του πουκαμίσου κλείνει με ένα χρυσό βελονάκι (καρφίτσα) απο το οποίο κρέμονται 3 μεγάλα χρυσά νομίσματα (ντούμπλες).
ΑΠΛΗ ΦΟΡΕΣΙΑ
Σε αυτή την παραλλαγή της φορεσιάς αντί για ζώση και κλειδωτάρια φοριέται σατινένια ποδιά, στολισμένη με δαντέλα , ενώ στην καρφίτσα , τις τούμπλες αντικαθιστούν τα φλουριά. Μερικές απλές φορεσιές είναι τα ξόμπλια, το κλίμα, οι πάπιες. Είναι η φορεσιά για τις περισσότερες εκδηλώσεις. Φοριέται σε πανηγύρια, την παραμονή των Βαϊων,την Πρωτομαγιά.
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΦΟΡΕΣΙΑ
Η καθημερινή φορεσιά ανήκει πλέον στο παρελθόν. Μόνο μερικές ηλικιωμένες γυναίκες εμμένουν να κρατούν την παράδοση και να απαρνιούνται τον σύγχρονο τρόπο ντυσίματος, τα "ευρωπαϊκά". Η στολή με χαρούμενα χρώματα και σχέδια για τις κοπέλες , σκουρόχρωμη για τις γυναίκες που ο σύντροφός τους έλειπε στα ξένα και μαύρη για τις χήρες , ήταν φτιαγμένη απο τσίτια για τις πιο ζεστές μέρες και φανελένια το χειμώνα.

http://www.trikeri-pilio.gr/foresia.html

Τρίτη 16 Νοεμβρίου 2010

Η μουσική παράδοση της Σαντορίνης

«Άρχισε γλώσσα μ άρχισε τραγούδια να αραδιάζεις και την καλή μας συντροφιά να τη διασκεδάζεις». Ένα δίστιχο της Σαντορίνης με το οποίο ξεκινάνε οι θρυλικές βεγγέρες στο νησί. Η ιστορία κάθε νησιού και κάθε τόπου περιπλέκεται άμεσα με τις έννοιες της παράδοσης, των ηθών και εθίμων των λαών. Έτσι και στη Σαντορίνη, αν θέλεις να κανείς συνολική παρουσίαση του νησιού, δεν μπορείς να μην εντάξεις για πχ τα έθιμα της ( Γάμος, Πάσχα, βεντέμα – τρύγος, εορτές Αγίων,) ή ακόμα δεν θα μπορούσες να μην ανατριχιάσεις αν ποτέ πετύχεις “ live” το τραγούδι της Βεντέμας ( Βεντέμα ήλθε βρε παιδιά…..).
Η παράδοση της Σαντορίνης κατηγοριοποιείται σε τρείς ομάδες: α) Καταγραφή – και διατήρηση Ηθών και Εθίμων ( Πάσχα, Χριστούγεννα, έθιμο του γάμου κ.ο.κ.) Μουσική παράδοση : α) χορευτικά τραγούδια ( Νεράιδα είσαι μάτια μου, Κυρά Δασκάλα κ.ο.κ.), β) τραγούδια της Βεγγέρας, του Γάμου, του Κλήδωνα ( γενικά για ειδικές περιπτώσεις), γ) τραγούδια του τραπεζιού, και αστεία, δ) παιδικά τραγούδια, ε) ρίμες, κάλαντα στ) νανουρίσματα. Γ) Χορευτική παράδοση

Η Καταγραφή των Ηθών και Εθίμων του τόπου μας έχει γίνει από πιο ειδικούς ( Εμμ. Α. Λιγνό, Φίλιππα Κατσίπη, Γουλιελμία Συρίγου, Μάρκο Αβ.Ρούσσο), από την αφεντιά μου και εκτός των άλλων ο σκοπός του άρθρου αυτόύ δεν είναι η λαογραφική αποτύπωση όλων των ηθών και εθίμων, παρά μόνο της όσο το δυνατόν συνοπτικής αλλά και κατατοπιστικής μουσικής παράδοσης του νησιου.

Πρέπει βέβαια να τονιστεί ότι η Σαντορίνη δεν είναι σαν την Νάξο, την κοιτίδα του Κυκλαδικού Λαϊκού Πολιτισμού. Εδώ δεν έχουμε κάθε χωριό και διαορετικό σκοπό, ούτε κάθε χωριό και διαφορετικό άκουσμα του βιολάτορα. Στο νησί μας, τα στοιχεία του λαϊκού - μουσικού πολιτισμού αναδεικνύονται και παρουσιάζονται μέσα από τη φυσιογνωμία της παλιάς κοινωνίας του νησιού. Ένα όμως από τα χαρακτηριστικά σημεία του μουσικού θησαυρού της Σαντορίνης είναι οι πλείστες όσες μαντινάδες για τις διάφορες γιορτές. Για τον πλούτο αυτό, σε όσα βιβλία και να καταγραφούν, σε όσες εκπομπές – εκδηλώσεις ακουστούν, είναι πάντα ανεξάντλητος.

Αξιοσημείωτες επίσης μπορούν να θεωρηθούν οι ρίμες ( αρκετές παραλλαγές για τον Άγιο Γεώργιο), αλλά και η μία μέχρι στιγμής επίσημη καταγραφή νανουρίσματος του νησιού.

Τα χορευτικά τραγούδια του νησιού έχουν τα εξής βασικά χαρακτηριστικά: Μέχρι στιγμής δεν υπάρχει μια συνολική κατάγραφή σε μουσικό cd όπως συμβαίνει σε άλλες περιοχές. Μερικά δείγματα, έχει προσθέσει σε cd της η δικιά μας Μαρίζα Κωχ, μαζί με τη συμμετοχή του πάντα πρωτοπόρου στα πολιτιστικά δρώμενα του τόπου μας Λαογραφικού Ομίλου Σαντορίνης ( cd: Αιγαίο – Νεράϊδα είσαι μάτια μου, Κυρά Δασκάλα), αλλά και του Συλλόγου Ακρωτηριανών ( cd Santorini αλλά και Πνοή στο Αιγαίο- Μαντινάδες Βεγγέρας – γύρισμα σε Μπάλλο, αλλά και Νανούρισμα Σαντορίνης).Από την άλλη τα τελευταία χρόνια, έχουν δημιουργηθεί πολλές πρόχειρες ή μη πρακτικές καταγραφές των τραγουδιών της Σαντορίνης. Οι πρακτικές αυτές καταγραφές εκτός από την οργανωμένη πρσπάθεια ανάδειξης των Σαντορινιών τραγουδιών, έχουν γίνει με βασικό σκοπό το μεράκι.

Εκτός των άλλων διάφοροι πολιτιστικοί Σύλλογοι έχουν καταφέρει μέσα από τα δρώμενα τους να φέρουν στη μνήμη παλιά ξεχασμένα τραγούδια της Σαντορίνης ( όπως ο Πολιτιστικός Σύλλογος το Μετόχι κ.ο.κ). Βασική όμως πηγή πληροφόρησης των παραδοσιακών τραγουδιών του νησιού είναι οι αντίστοιχες ενότητες σε λαογραφικά βιβλία. ( Γεώργιου Βενετσάνου, Μάρκου Αβ.Ρούσσου, Εμμ. Ά. Λιγνού).

Παράλληλα δε, οι μουσικοί της Σαντορίνης μέσα στο πέρασμα των χρόνων έχουν αφήσει χαρακτηριστικό σημάδι στη προσπάθεια διατήρησης των ηθών και εθίμων: οι βιολάτορες όπως Αντώνης Πρέκας ( Φαρισσαίος), Μανώλης και Δημήτρης Νομικός ( Μανολίτσος), οι τσαμπουνιέρηδες ( Ευστάθιος Αρβανίτης, Μαρκουλης) κ.ο.κ. έχουν αναδείξει με τον τρόπο τους το μουσικό άκουσμα της Σαντορίνης μέσα από τα πανηγύρια, τις γιορτές ή οποιαδήποτε άλλη εκδήλωση.- Δράση.

Από πλευράς χορευτικής οφείλουμε να γίνουν οι εξής παρατηρήσεις. Ο Βασικός χορός της Σαντορίνης είναι συρτός –γύρισμά σε γρήγορο μπάλλο – ρεπατί. Ο αλησμόνητος ερευνητής Ματθαίος Μηνδρινός στα Ανάλεκτά του αναφέρει τα εξής πάνω στους χορούς της Σαντορίνης:

• « Γενικά το χρώμα του θηραικού μπάλου έχει παθητικόν μα κλαυθμηρόν χαρακτήρα, τον γλυκύ τόνο του οποίου αποδίδου με λεπτότητα τα θηραϊκά όργανα ( λαούτο, κλαρίνο και βιολί). Επάνω εις τους λεπτοτάτους κυματισμούς του παιγνιδιάρικου τριμητονίου των χρωματικών κλιμάκων του χορού τούτου, χαράσσεται η ζωηρότητης και η χάρης εις τας οποίας η ευγενική νησιωτική ψυχή ξεδιπλώνει τα φτερά της και αγναντεύει την μεγάλη και ευρύχωρον θάλασσαν με τον απέραντο ορίζοντα.

• « Κύριο γνώρισμα του εν λόγω θηραϊκού χορού είναι το αρρενωπό πάθος και το αυστηρό και σοβαρό ήθος. Εν Θήρα, θεωρείται αριστούργημα από άποψη ευρυθμίας»

Παράλληλα δε θα πρέπειι να τονιστεί ότι μέσα από την πρακτική έρευνα, οι θηραίοι μουσικοί έχουν μια ιδιαίτερη σχέση με τα μουσικά τους όργανα, Σαν να τρέχουν πολύ περισσότερο από το κανονικό, οπότε συνδυάζεται και αναλόγως ο ρυθμός του συρτού – μπάλλου – ρεπατί της Σαντορίνης. Ο Ματθαίος Μηνδρινός πάλι στα Ανάλεκτά του, το επεξηγεί με το δικό του χαρακτηριστικό τρόπο: « Συγκλονίζεται και δονείται έτι δε και υποβάλλεται ο γνήσιος Θηραϊος χορευτής κατά την εκτελεσίν του.

Αυτά όμως για κάποιους μπορεί να θεωρούνται αναθήματα του χθες!! Τι γίνεται όμως σήμερα στη Σαντορίνη όλο το χρόνο; Διατηρούνται τα ήθη και έθιμα του τόπου, οι νέοι είναι κοντά στην παράδοση ή θεωρούν ότι είναι «πολύ κακό για το τίποτα»;

Η Σαντορίνη με διάφορους τρόπους, αποδεικνύει ότι δεν είναι μόνο ηλιοβασίλεμα στην Οία, ( κλειστός) αρχαιολογικός χώρος, νυχτερινή ζωή στα Φηρά. Οι ντόπιοι και οι νέοι κυρίως προσπαθούν και διατηρούν όσο το δυνατόν περισσότερο τα έθιμα του τόπου μας. Θα φανεί περίεργο για πχ αν τυχόν γίνει γάμος στο νησί και δεν υπάρχει το παραδοσιακό γκράξιμο του γαμπρού και της νύφης, ή ακόμα να μην συμμετέχουν στον χαρακτηριστικό τρόπο εορτής αγίων του νησιού. Παράλληλα δε στο άκουσμα παραδοσιακών οργάνων οι νέοι αναδεικνύονται μπροστάρηδες στο χορό. Τα τελευταία χρόνια πολλοί νέοι μαθαίνουν παραδοσιακούς χορούς ή μέσα από τα σχολεία ή μέσα από Συλλόγους

Κλείνοντας, θα σας αντιγράψω μια φράση της γιαγιάς μου Γουλιελμίας Συρίγου από το βιβλίο της « Η Σαντορίνη μου»: «Με το πλησίασμα στις ρίζες αυτές γινόμαστε προσκυνητές των προγόνων μας, μαθαίνουμε και νοιώθουμε πως ζήσανε, δένοντας έτσι γερά με αδιάσπαστη ενότητα το παρελθόν με το παρόν».

Ιωσήφ Πέρρος
Γενικός Γραμματέας Συλλόγου Μεγαλοχωριτών Αθήνας
Ιστορικός Μελετητής – Μουσικός Παραγωγός                            http://kallistorwntas.blogspot.com/2010/08/blog-post.html

Γεωργός - Λουτρουβιάρης (Ελαιοτρίβης)

Οι ελαιοπαραγωγοί πήγαιναν τις ελιές στο λουτρουβιό, τις ζύγιζαν και τις έριχναν λίγες-λίγες στο τσακιστήρι, που αποτελούνταν από την κωνική πέτρα και την κοφινία. Η πέτρα ήταν πάνω στην κοφινία και την γύριζε ένα υποζύγιο. Σε κάποια λουτρουβιά τη γύριζαν εργάτες.

Τις λιωμένες ελιές (χαμούρι), τις έβαζαν σε βαρέλι ή σε ξύλινο αποθετάρι και από εκεί μέσα σε τρίχινες πετσέτες, τις οποίες τοποθετούσαν πάνω σε ειδικά τραπέζια επενδυμένα με λαμαρίνα. Πολλές πετσέτες μαζί έβαζαν στην πλάκα του στηρακιού (πιεστηρίου). Με ξύλινο μοχλό δυο εργάτες γύριζαν τη βίδα της πάνω πλάκας του στηρακιού, για να σφίξουν όσο μπορούσαν πιο πολύ τις πετσέτες. Στη συνέχεια χρησιμοποιούσαν τον μποτζεργάτη, ένα χοντρό κάθετο στύλο, που ήταν συνδεδεμένος με σκοινί με τον μοχλό του στηρακιού. Δυο άντρες γύριζαν τον μποτζεργάτη και άλλος τον μοχλό, για να σφίξει πιο δυνατά τις πετσέτες με το χαμούρι. Το υγρό (αμούργη ανακατεμένη με λάδι) χυνόταν στον πρώτο χώρο μιας διπλανής γούρνας. Στον δεύτερο χώρο, ως πιο ελαφρύ, πήγαινε το λάδι. Κατόπιν έριχναν στις πετσέτες ζεστό νερό, για να στραγγίσουν πιο πολύ. Υπήρχαν στηράκια μεταλλικά, στηράκια ξύλινα και πολύ παλιότερα στηράκια με δυο μεγάλες πέτρες. Στα τελευταία ή κάτω πέτρα είχε διάφορα αυλάκια, για να βρίσκει κανάλια ροής το λάδι.

Ο λουτρουβιάρης πληρωνόταν σχεδόν πάντα με λάδι.

(Το κείμενο είναι από το βιβλίο "Μιάν βολάν τσ΄έναν τσαιρόν ήτον..." του Γιάννη Κολλιάρου)

http://gym-kallim.chi.sch.gr/exhibits.php?node_id=73

Τραγούδια και χoροί των Σαρακατσαίων

Δευτέρα 15 Νοεμβρίου 2010

Κάρπαθος - ο τοπος και το τραγουδι του

ΟΙ ΧΟΡΟΙ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

Αποσπάσματα από το βιβλίο του Ιωάννη Τσουχλαράκη ΟΙ ΧΟΡΟΙ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ, μύθος, ιστορία, παράδοση, Αθήνα 2000,
(Α’ ΕΠΑΙΝΟΣ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ ΑΘΗΝΩΝ) και από άρθρα του ιδίου που έχουν δημοσιευθεί σε εφημερίδες και περιοδικά.
Σύμφωνα με τα κείμενα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, ο χορός πρωτο-εμφανίστηκε στην Κρήτη, όπου αναπτύχθηκε ως τέχνη κάτω από θεία έμπνευση και καθοδήγηση, και από εκεί διαδόθηκε στον υπόλοιπο ελληνικό κόσμο.

Οι αρχαίοι συγγραφείς αναφέρονται στη γέννηση του χορού, αποδίδοντας την πατρότητά του στη Μητέρα των Θεών (Ρέα ή Κυβέλη), η οποία τον δίδαξε στους Κρήτες και συγκεκριμένα στους Κουρήτες, κάποια φυλή ή υποδιαίρεση του κρητικού λαού, αρχαιότατη αν κρίνουμε από την παράδοση που τους ονομάζει «γιους της Γης», ή μια ιερατική οικογένεια θεραπευτών - καθαρτών, που εκτελούσαν χαρακτηριστικούς χορούς, προκειμένου να επιτύχουν τον εξαγνισμό. Γι αυτό και θεωρείται ότι οι περισσότεροι χοροί της κλασικής αρχαιότητας ανάγονται στην Κρήτη.

Ο πιο φημισμένος κρητικός χορός ήταν ο πυρρίχιος και με τη γενική ονομασία «πυρρίχη» χαρακτηρίζονταν όλοι οι πολεμικοί χοροί της αρχαιότητας. Οι πηγές μας πληροφορούν ότι με τα χρόνια ο χορός εξαπλώθηκε σε όλη την Ελλάδα και η κάθε πόλη που άρχιζε να τον χορεύει, δίνοντάς του και διαφορετικό όνομα, φιλοδοξούσε την πατρότητά του. Από το 300 μ.Χ. τον πυρρίχιο αρχίζουν να χορεύουν και οι γυναίκες και από τότε κάποιες παραλλαγές του παίρνουν χαρακτήρα χορού ερωτικού.
Οι περισσότεροι μελετητές σήμερα είναι πεπεισμένοι ότι αρκετούς χορευτικούς τύπους οι αρχαίοι Έλληνες τους διδάχτηκαν από την Κρήτη.

Για πολλούς από τους παραδοσιακούς χορούς της Κρήτης, μπορούμε να πούμε πως αποτελούν απόηχους των χορών των Κουρητών ή των χορών της πυρρίχης, ως παραλλαγές ή άλλες ονομασίες τους, μετασχηματισμένες στο πέρασμα των αιώνων.

Ιδιαίτερα ονομαστοί στην Κρήτη, από τη μινωική εποχή, ήταν επίσης οι τελετουργικοί κυκλικοί χοροί, κλειστοί και ανοιχτοί, ως απαραίτητα στοιχεία των θρησκευτικών τελετουργιών. Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι οι Κρήτες είχαν εφεύρει αυτού του είδους τις τελετουργίες με τους συρτούς χορούς, που χορεύονταν κατά τη διάρκεια θυσίας γύρω από το βωμό.
Το ότι η πλουσιότατη μουσικοχορευτική κληρονομιά της Κρήτης, η οποία διαμορφώθηκε και επιβίωσε μέχρι τους νεότερους χρόνους, αναπτύχθηκε ως συνέχεια της αρχαιότερης τοπικής και συμπληρώθηκε επηρεασμένη από τις μακρόχρονες ιστορικές περιπέτειες του νησιού, φαίνεται, επίσης, από το γεγονός ότι μέχρι τα μέσα περίπου του 20ού αιώνα ο μουσικός βρισκόταν στο κέντρο του χορευτικού κύκλου, που όπως επιβεβαιώνεται από τα αρχαιολογικά ευρήματα συνέβαινε στην Κρήτη της αρχαιότητας.

Στη ζωντανή χορευτική κληρονομιά της Κρήτης περιλαμβάνονται είκοσι πέντε, περίπου, παραδοσιακοί χοροί. Μέχρι πριν μερικά, μόλις, χρόνια οι περισσότεροι από αυτούς ήταν περιορισμένης διάδοσης. Γνωστοί σε όλη την Κρήτη ήταν μόνο: η σούστα, ο σιγανός, ο μαλεβιζώτης, ο χανιώτικος (συρτός) και το πεντοζάλι. Να σημειωθεί, πάντως, ότι και οι χοροί αυτοί (πλην του σιγανού) μέχρι το Μεσοπόλεμο δεν ήταν παγκρήτιας εμβέλειας. Πιο συγκεκριμένα, η σούστα ήταν ευρέως γνωστή στο νομό Ρεθύμνου, ο μαλεβιζώτης στο νομό Ηρακλείου και ο χανιώτικος και το πεντοζάλι στο νομό Χανίων. Μόνο ο σιγανός ήταν γνωστός, σε παραλλαγές, στους νομούς Ρεθύμνου, Ηρακλείου και Λασιθίου.

Οι υπόλοιποι, λιγότερο γνωστοί, χοροί είναι: η γιτσικιά σούστα, η γλυκομηλίτσα και το ρόδο, που χορεύονται στην επαρχία Κισσάμου, ο φτερωτός συρτός (παραλλαγή του χανιώτικου με διαφοροποιημένη τη χορογραφία του), που ήταν γνωστός σε μερικά χωριά των νομών Χανίων και Ρεθύμνου, ο κουτσαμπαδιανός και ο τριζάλης, που χορεύονται στην επαρχία Αμαρίου, ο πηδηχτός, που συναντάμε στην επαρχία Μυλοποτάμου, ο απανωμερίτης και το μικρό μικράκι, χοροί γνωστοί σε ορισμένες περιοχές των νομών Ρεθύμνου και Ηρακλείου, ο μπρ(α)ϊμιανός - πρινιώτης, ο αγκαλιαστός, ο ξενομπασάρης και ο ζερβόδεξος, που χορεύονται στις επαρχίες Ιεράπετρας και Μιραμπέλλου, ο πηδηχτός, που συναντάμε στο νομό Λασιθίου (με τις παραλλαγές του, στειακός στη Σητεία και ιεραπετρίτικος στην Ιεράπετρα), ο λαζότης και τα ντουρνεράκια, που είναι γνωστοί σε διάφορες περιοχές του νησιού.

ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ:

Στην Κρήτη υπάρχουν αρκετοί χοροί, από διαφορετικά μέρη του νησιού, που μοιράζονται την ονομασία σιγανός, καθώς και πολλοί άλλοι, επίσης από διαφορετικά μέρη, που μοιράζονται την ονομασία πηδηχτός. Με λίγα λόγια, έχουμε πολλούς διαφορετικούς πηδηχτούς και πολλούς διαφορετικούς σιγανούς στην Κρήτη.

Να πούμε, λοιπόν, ότι έχουμε:
σιγανό στο νομό Ρεθύμνου, σιγανό στο νομό Ηρακλείου, σιγανό στο νομό Λασιθίου, τις τελευταίες δεκαετίες σιγανό (πεντοζάλι) και στο νομό Χανίων (!!), πηδηχτό στην επαρχία Μυλοποτάμου (Ρεθύμνου), πηδηχτό στην επαρχία Μαλεβιζίου (Ηρακλείου), πηδηχτό στην επαρχία Καινουργίου (Ηρακλείου), πηδηχτό στην επαρχία Μονοφατσίου (Ηρακλείου), πηδηχτό στην επαρχία Σητείας (Λασιθίου), πηδηχτό στην επαρχία Ιεράπετρας (Λασιθίου), ενώ δεν πρέπει να παραλείψουμε να πούμε ότι το πεντοζάλι λεγόταν παλαιότερα και πηδηχτός.

Κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα, οι μελετητές των κρητικών παραδοσιακών χορών, όπως και κάποιοι συγγραφείς, προσέδωσαν στην ονομασία του κάθ’ ενός από τους χορούς αυτούς, επιπροσθέτως, έναν επιθετικό προσδιορισμό με ρίζα την ονομασία της επαρχίας στην οποία αυτός διαμορφώθηκε ή ακόμα και του χωριού στο οποίο τον συνάντησαν ή τον κατέγραψαν, ενώ τα τελευτά χρόνια ακόμα και με βάση την καταγωγή αυτού ή αυτών που τον απέδιδαν.

Έτσι προέκυψαν οι ονομασίες: ρεθεμνιώτικος σιγανός, ηρακλειώτικος σιγανός, λασιθιώτικος σιγανός, χανιώτικο σιγανό (πεντοζάλι), μυλοποταμίτικος πηδηχτός, ανωγειανός πηδηχτός, μαλεβιζώτης, καστρινός πηδηχτός, εθιανός πηδηχτός, πηδηχτός μονοφατσίου, λασιθιώτικος πηδηχτός, ιεραπετρίτικος πηδηχτός, στειακός πηδηχτός κ.λπ.

Το ίδιο, τροποντινά, πρέπει να πούμε ότι ισχύει και για την ονομασία του χανιώτη ή χανιώτικου (συρτού), καθώς τα παλαιότερα χρόνια (αλλά ακόμα και σήμερα οι παλαιότεροι) στο νομό Χανίων οι χορευτές ζητούσαν από τους οργανοπαίχτες να τους παίξουν είτε τον «Πρώτο», είτε το «Σελινιώτικο», είτε τον «Ενάντιο», είτε τον «Πρώτο Λουσακιανό», είτε την «Ηλέκτρα», είτε το «Νέο Σελινιώτικο», είτε τον «Κολυμπαριανό» κ.ά., δηλαδή έλεγαν τον τίτλο της μελωδίας (δημιουργία ενός λαϊκού μουσικού) πάνω στην οποία ήθελαν να χορέψουν και βέβαια κάθε φορά χόρευαν τα ίδια βήματα, κάτι που, όπως είπαμε, διατηρείται ακόμη και σήμερα στα Χανιά.

Από τα παραπάνω επιβεβαιώνεται, εμμέσως πλην σαφώς, ότι οι λεγόμενοι παγκρήτιοι χοροί τα παλαιότερα χρόνια ήταν τοπικής μόνο διάδοσης.
Ας πούμε, όμως, δυο λόγια για κάθε έναν από τους κρητικούς χορούς.

Γιτσικιά σούστα
Είναι χορός της επαρχίας Κισσάμου του νομού Χανίων. Ανήκει στην κατηγορία των πηδηχτών χορών. Στις μέρες μας χορεύεται μόνον από άνδρες, παλαιότερα όμως ήταν μικτός χορός. Το μουσικό μέτρο του χορού είναι 2/4, τα βήματά του 6 και η λαβή από τις παλάμες στο ύψος των ώμων (με λυγισμένους τους αγκώνες).
Τα τελευταία χρόνια ο χορός λέγεται και Ρουματιανή σούστα. Την ονομασία αυτή έδωσε στο χορό ο πρωτομάστορας της κρητικής μουσικής Κωνσταντίνος Παπαδάκης, ο περίφημος λαϊκός βιολάτορας Ναύτης (1920-2003) από το Καστέλι Κισσάμου, επειδή τις τελευταίες δεκαετίες χορευόταν μόνο από άτομα που κατάγονταν από το χωριό Παλαιά Ρούματα της επαρχίας Κισσάμου.
Χανιώτικος ή χανιώτης.
Η παλαιότερη μορφή του χορού εντοπίζεται στην επαρχία Κισσάμου Χανίων. Ανήκει στην κατηγορία των συρτών χορών. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι τις τελευταίες δεκαετίες ακούγεται περισσότερο ως χανιώτικος συρτός. Χορεύεται από άνδρες και γυναίκες σε κύκλο. Το μουσικό μέτρο του είναι 5/8, τα βήματα του 11 και η λαβή από τις παλάμες στο ύψος των ώμων. Χορεύεται σε κύκλο.

Σύμφωνα με την προφορική παράδοση, την οποία κατέγραψε ο Ναύτης στο βιβλίο του Κρητική λύρα, ένας μύθος (Χανιά, 1989), ο χορός διαμορφώθηκε στα μέσα του 18ου αιώνα στην επαρχία Κισσάμου Χανίων, πιθανόν μετασχηματίζοντας τα βήματα κάποιου παλαιότερου συρτού χορού. Κατά τη λαϊκή πίστη, η παλαιότερη μελωδία του χανιώτικου, «ο πρώτος», δημιουργήθηκε με βάση δύο μελωδίες που είχαν συνθέσει οι Κρήτες εθελοντές μαχητές της Κωνσταντινούπολης στα 1453, οι οποίοι, ως γνωστόν, ήταν και οι τελευταίοι υπερασπιστές της. Οι μελωδίες αυτές, που όσοι από τους αγωνιστές σώθηκαν επιστρέφοντας τις έφεραν στην Κρήτη, διατηρήθηκαν για δύο αιώνες ως τραγούδια.

Σύμφωνα, πάντα, με τη λαϊκή μαρτυρία, η πρώτη οργανική εκτέλεση της μουσικής του χορού αποδίδεται στον Κισσαμίτη βιολάτορα Στέφανο Τριανταφυλλάκη ή Κιώρο (18ο αιώνα) και η πρώτη βηματική απόδοση του από Κισσαμίτες στον οικισμό Πατεριανά του χωριού Λουσακιές. Ο χανιώτικος έγινε ευρέως γνωστός στην υπόλοιπη Κρήτη την περίοδο του Μεσοπολέμου, αποκτώντας στη συνέχεια παραλλαγές στο ύφος και την έκφραση της μουσικής, του βηματισμού και της φόρμας του.
Είναι χορός μοναδικός και παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, λόγω του ξεχωριστού χορευτικού τρόπου απόδοσης της παλαιότερης μορφής του, που διατηρείται στην επαρχία Κισσάμου, καθώς στον κύκλο του χορού χορεύουν πάντα οι εκάστοτε δύο πρώτοι, ενώ οι υπόλοιποι περπατάνε, αλλά και του πολύ μεγάλου αριθμού συνοδευτικών μελωδιών (μουσικών σκοπών), που οι περισσότερες είναι δημιουργίες σπουδαίων μουσικών του 19ου και του 20ού αιώνα.
Πεντοζάλι.

Ανήκει στην κατηγορία των πηδηχτών χορών. Στις μέρες μας αποδίδεται από άνδρες και γυναίκες, παλαιότερα όμως χορευόταν μόνον από άνδρες. Το μουσικό μέτρο του είναι 2/4, τα βήματά του 1ο και η λαβή από τους ώμους με τα χέρια τεντωμένα. Χορεύεται σε κύκλο.
Σύμφωνα με την προφορική παράδοση, την οποία επίσης κατέγραψε ο Ναύτης στο βιβλίο του, αλλά και τα πολλά ιστορικά στοιχεία που συμφωνούν με αυτήν, ο χορός έλαβε τη σημερινή μουσικοχορευτική μορφή και ονομασία του στην επαρχία Κισσάμου, την περίοδο της Επανάστασης του Δασκαλογιάννη στα 1770-71 (ίσως βέβαια μετασχηματίζοντας έναν παλαιότερο πυρρίχιο ή υπορχηματικό χορό) και αποκτώντας συμβολισμούς στην ονομασία, το βηματισμό και τη μουσική του.
Ονομάστηκε πεντοζάλι, και όχι πεντοζάλης, γιατί συμβολίζει το πέμπτο ζάλο (δηλαδή βήμα), όπως ειπώθηκε η θεωρούμενη πέμπτη κατά σειρά ελπίδα των Κρητικών για απελευθέρωση της Κρήτης από τους Τούρκους και όχι γιατί έχει πέντε βήματα, όπως αβασάνιστα έχουν πει αρκετοί. Έχει δέκα βήματα, σε ανάμνηση της 10ης Οκτωβρίου του 1769, οπότε λήφθηκε η απόφαση των Σφακιανών για την πραγματοποίηση της επανάστασης, και η μουσική του αποτελείται από δώδεκα πάρτες, δηλαδή δώδεκα μουσικές φράσεις (γυρίσματα ή σκοπούς τις λένε στην Κίσσαμο), προς τιμήν των δώδεκα πρωτεργατών της εξέγερσης.

Αξιοσημείωτο είναι ότι μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1960 οι κάτοικοι των επαρχιών Κισσάμου και Σελίνου όταν χόρευαν το πεντοζάλι, στο άκουσμα κάθε σκοπού της μουσικής του χορού, φώναζαν το όνομα του καπετάνιου που αντιστοιχούσε ο μουσικός σκοπός, τιμώντας έτσι τη μνήμη του Δασκαλογιάννη των βασικών συνεργατών του και της εξέγερσής των.

Να τονισθεί ότι τα ονόματα των πρωτεργατών της επανάστασης του Δασκαλογιάννη διατηρήθηκαν στη λαϊκή μνήμη μέσω του πεντοζαλιού, δηλαδή μέσα από το συνδυασμό δύο αλληλένδετων μορφών παράδοσης, της ιστορικής προφορικής και της χορευτικής. Αυτό, όμως, που είναι εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια της πολυετούς έρευνας που πραγματοποίησα για τους κρητικούς χορούς εντόπισα σε ένα ιστορικό κείμενο του 1877 τα ονόματα των πρωταγωνιστών της επανάστασης του Δασκαλογιάννη, τα οποία ταυτίζονται απόλυτα (απλώς αναφέρονται με διαφορετική σειρά) με αυτά που διατηρήθηκαν στο «ιστορικό» διαμόρφωσης και την τελετουργία του χορού. Τα στοιχεία αυτά, όπως και πολλά άλλα, πρωτοδημοσιεύτηκαν στο βιβλίο μου Οι χοροί της Κρήτης, μύθος, ιστορία, παράδοση.

Από τα μέσα του 20ου αιώνα, ο χορός, γνωστός πλέον σε όλη την Κρήτη, άρχισε πολλάκις να μετασχηματίζεται. Έτσι διαμορφώθηκαν τα λεγόμενα σιγανά πεντοζάλια, που στην πραγματικότητα είναι οι διάφορες μορφές του σιγανού χορού, και τα οποία χορεύονται ως εισαγωγή, ως το πρώτο μέρος του πεντοζαλιού, που προηγείται του γρήγορου (δεύτερο μέρος). Δηλαδή, δυστυχώς, έγινε μία μορφή νόθευσης και στους δύο χορούς. Ατράνταχτες αποδείξεις των παραπάνω αποτελούν δύο σημαντικότατες διαπιστώσεις: α) σε τίποτα δεν διαφέρει ο ρεθεμνιώτικος σιγανός από το ρεθεμνιώτικο σιγανό πεντοζάλι και β) σε τίποτα δεν διαφέρει ο ηρακλειώτικος σιγανός από το ηρακλειώτικο σιγανό πεντοζάλι.

Ρόδο
Είναι, επίσης, χορός της επαρχίας Κισσάμου Χανίων. Ανήκει στην κατηγορία των συρτών χορών. Στις μέρες μας αποδίδεται κυρίως από γυναίκες, παλαιότερα όμως ήταν μικτός χορός. Το μουσικό μέτρο του είναι 2/4, τα βήματά του 17 και η λαβή από τις παλάμες στο ύψος των ώμων. Χορεύεται σε κύκλο.
Το όνομά του συνδέεται με τις πάμπολλες μαντινάδες με αναφορά στο ρόδο, που τραγουδιόνται κατά την εκτέλεση του χορού. Παρακάτω, αναφέρουμε ορισμένες σχετικές παλαιές μαντινάδες


Ρόδο μου μη μαραίνεσαι, μη χάνεις τη θωριά σου,
κράτα τη δροσεράδα σου, την τόση ομορφιά σου.
Ρόδα και τριαντάφυλλα κι άνθη του παραδείσου
εσύναξεν ο έρωτας κι έφτιαξεν το κορμί σου.

Ρόδο και ‘συ, ρόδο κι εγώ, μαζί να φυτευτούμε,
να σμίξουμε τους κλώνους μας να σφιχταγκαλιαστούμε.
Γλυκομηλίτσα
Είναι και αυτός χορός της επαρχίας Κισσάμου Χανίων. Ανήκει στην κατηγορία των συρτών χορών. Χορεύεται από άνδρες και γυναίκες σε κύκλο. Το μουσικό μέτρο του χορού είναι 2/4 , τα βήματά του 12 και η λαβή από τις παλάμες στο ύψος των ώμων.
Ο χορός παίρνει το όνομά του από το ριζίτικο τραγούδι Το μήλον όσο κρέμεται εις τη γλυκομηλίτσα, με το οποίο μοιράζεται και την ίδια μελωδία.
Η αναβίωση του χορού, η οποία είναι εξαιρετικά πρόσφατη, είναι αποτέλεσμα της ερευνητικής προσπάθειας του πολιτισμολόγου Θρασύβουλου Τσουχλαράκη.


Φτερωτός συρτός
Ο χορός, που λέγεται και ντάμα στο Ρέθυμνο ή πάσο στα Χανιά, αποτελεί παραλλαγή του χανιώτικου με διαφοροποιημένη τη φόρμα του.
Ο χορός την περίοδο της Αποκριάς, αλλά κι εν γένει σε εύθυμες περιστάσεις, έπαιρνε τη μορφή παιχνιδιού
Κουτσαμπαδιανός

Λέγεται και κα(ρ)τσιμπα(ρ)διανός ή κατσαμπαδιανός ή κουτσιστός. Είναι χορός της επαρχίας Αμαρίου Ρεθύμνου. Χορεύεται μόνον από άνδρες σε κύκλο. Το μουσικό μέτρο του χορού είναι 2/4 , τα βήματά του 10 και η λαβή από τις παλάμες στο ύψος των ώμων.
Στην ουσία πρόκειται για παραλλαγή του πεντοζαλιού, κάτι που επιβεβαιώνεται από τη σχετική με τη διαμόρφωση του χορού προφορική παράδοση.
Υπάρχει και μία δεύτερη εκδοχή για τον τυπικό βηματισμό του χορού, με 16 βήματα, η οποία όμως αποδυναμώνεται από την ασυμφωνία της με το παραδιδόμενο χρονικό δημιουργίας του χορού, που αναφέρουμε παρακάτω.
Σύμφωνα με την προφορική παράδοση, την οποία διέσωσε ο λυράρης Γιώργος Μουζουράκης (1904–2001) από την Παντάνασσα Αμαρίου, καταθέτοντάς την σε συνέντευξη που μου παραχώρησε το 1995, το ιστορικό διαμόρφωσης του χορού έχει ως εξής: Αρκετά χρόνια μετά την επανάσταση του Δασκαλογιάννη, εκεί γύρω στα 1800, ένας καπετάνιος από την Αμπαδιά, κουτσός στο αριστερό του πόδι, μετά από μία μάχη με Τούρκους στη Λοχριά της Αμπαδιάς, θέλησε να χορέψει πεντοζάλι. Οι μουσικοί, που έπαιξαν για αυτόν, και οι χορευτές, που χόρεψαν μαζί του, τον τίμησαν, προσαρμόζοντας το ρυθμό της μουσικής του πεντοζαλιού και τα βήματα του χορού, αντίστοιχα, στα ζάλα ενός κουτσού άνδρα. Εκείνος, παρ’ ότι κουτσός, χόρεψε και ο χορός του έμεινε στην παράδοση της επαρχίας Αμαρίου ως κουτσαμπαδιανός ή κα(ρ)τσιμπα(ρ)διανός ή κατσαμπαδιανός ή κουτσιστός για να θυμούνται όλοι το χορό του κουτσού από την Αμπαδιά.

Σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές (στις οποίες επανειλημμένως τα τελευταία χρόνια έχω αναφερθεί μέσα από τα κείμενά μου), ανάμεσα σε αυτούς που συμμετείχαν στην επανάσταση του Δασκαλογιάννη, στα 1770-71, ήταν και ο σπουδαίος οπλαρχηγός Ιωσήφ Δασκαλάκης ή Σηφοδασκαλάκης (πατήρ) από την Αμπαδιά Ρεθύμνου, ο οποίος, μάλιστα, ήταν από αυτούς που επέζησαν του αγώνα, αλλά έμεινε χωλός στο αριστερό του πόδι. Να σημειωθεί ότι ο Σηφοδασκαλάκης ήταν σφακιανής καταγωγής και ο γιος του, που ήταν σημαιοφόρος στο στράτευμα του Δασκαλογιάννη, σκοτώθηκε στις αρχές της επανάστασης. Θεωρώ, λοιπόν, ότι είναι πολύ πιθανόν ο Σηφοδασκαλάκης να είναι ο κουτσός Αμπαδιανός (ή Αμπαδιώτης), που συνδέεται με το παραδιδόμενο ιστορικό του χορού.
Διαπιστώνουμε ακόμη ότι το ιστορικό του πεντοζαλιού ενισχύεται από εκείνο του κουτσαμπαδιανού (1770 το πεντοζάλι, 1800 ο κουτσαμπαδιανός). Το γεγονός δε ότι οι δύο χοροί αυτοί έχουν κοινά πολλά τεχνικά στοιχεία, κάνει ακόμα πιο ισχυρή τη θεώρηση που θέλει τον κουτσαμπαδιανό να προκύπτει από το πεντοζάλι
Σούστα
Είναι χορός του νομού Ρεθύμνου. Ανήκει στην κατηγορία των πηδηχτών χορών. Χορεύεται από ένα ή περισσότερα ζευγάρια (άνδρας με γυναίκα). Το μουσικό μέτρο του είναι 2/4 και τα βήματά του 6. Ξεκινάει σαν κύκλιος χορός. Άνδρες και γυναίκες, με λαβή από τις παλάμες στο ύψος των ώμων, αφού χορέψουν έναν κύκλο χωρίζονται σε δύο ομάδες (ανδρών και γυναικών), η μια απέναντι από την άλλη, φροντίζοντας να βρεθούν αντικριστά οι χορευτές που θα αποτελέσουν ζευγάρι. Στη συνέχεια κάθε άνδρας πλησιάζει το ταίρι του. Από εκεί κι έπειτα αναπτύσσεται μεταξύ των χορευτών του κάθε ζευγαριού ένας χορευτικός διάλογος, γεμάτος συμβολισμούς, με τα ζευγάρια αρχικά σε παράλληλη διάταξη και κατόπιν σε ελεύθερη. Ένα καλό ζευγάρι χορευτών μπορεί να εκφράσει στη σούστα το χρονικό μιας ερωτικής ιστορίας, από τη στιγμή της γνωριμίας μέχρι την ώρα του γάμου.
Τα βασικά βήματα του χορού, που μοιάζουν με πηδηματάκια και κάνουν τα σώματα των χορευτών σαν να ωθούνται από κάποιο ελατήριο, πιστεύω ότι ίσως να ήταν ο λόγος που ο χορός, κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας, μετονομάστηκε σε σούστα από την ομώνυμη ιταλική λέξη, που σημαίνει ελατήριο, έλασμα. Θεωρώ, λοιπόν, πιθανόν οι Βενετοί να έδωσαν την ονομασία αυτή, από τη στιγμή που άρχισαν να χορεύουν τον αντικριστό ερωτιάρικο χορό των Κρητών, αφού από τον Αντρέα Κορνάρο, ιστορικό της εποχής (τέλη 16ου αιώνα), πληροφορούμαστε πως στις γιορτές και στις δεξιώσεις που δίδονταν στο παλάτι του δούκα, στο Χάνδακα, χορεύονταν εκτός από τους ιταλικούς και οι κρητικοί χοροί, που άρεσαν πολύ στους Βενετούς αξιωματούχους και στις κυρίες τους. Μπορεί, βέβαια, και να διαμορφώθηκε τότε ο χορός, μετασχηματίζοντας έναν παλαιότερο.
Τριζάλης
Είναι, επίσης, χορός της επαρχίας Αμαρίου Ρεθύμνου. Ανήκει στην κατηγορία των πηδηχτών χορών. Στις μέρες μας αποδίδεται κυρίως από γυναίκες, παλαιότερα όμως ήταν μικτός χορός. Το μουσικό μέτρο του είναι 2/4 , τα βήματά του 7 ( που εκτελούνται με δύο τρόπους) και η λαβή από τις παλάμες στο ύψος των ώμων. Χορεύεται σε κύκλο.

Πηδηχτός
Έτσι λέγεται ένας χορός της επαρχίας Μυλοποτάμου του νομού Ρεθύμνου, που αποδίδεται μόνο από άνδρες. Το μουσικό μέτρο του χορού είναι 2/4 , τα βήματά του 12 (6 μπροστά, 6 πίσω) και η λαβή χιαστί. Χορεύεται σε κύκλο.
Τις τελευταίες δεκαετίες είναι περισσότερο γνωστός ως ανωγειανός πηδηχτός, επειδή προβλήθηκε ιδιαιτέρως από Ανωγειανούς μουσικούς και χορευτές.

Απανωμερίτης
Είναι χορός της Κεντρικής Κρήτης. Συναντάται σε αρκετές περιοχές των νομών Ρεθύμνου και Ηρακλείου. Στις μέρες μας χορεύεται κυρίως από γυναίκες, παλαιότερα όμως ήταν μικτός χορός. Το μουσικό μέτρο του είναι 2/4, τα βήματά του 10 και η λαβή από τις παλάμες με τα χέρια κάτω. Χορεύεται σε κύκλο.
Μικρό μικράκι
Είναι και αυτός ένας χορός που συναντάται σε αρκετές περιοχές των νομών Ρεθύμνου και Ηρακλείου. Ανήκει στην κατηγορία των συρτών χορών. Στις μέρες μας αποδίδεται κυρίως από γυναίκες, παλαιότερα όμως ήταν μικτός χορός. Το μουσικό μέτρο του είναι 2/4 και η λαβή από τις παλάμες στο ύψος των ώμων. Για το βηματισμό του χορού υπάρχουν δύο εκδοχές, μία με 10 βήματα και μία με 18. Χορεύεται σε κύκλο.

Σιγανός
Είναι χορός αργός και ίσως γι αυτό ονομάστηκε έτσι. Χορεύεται από άνδρες και γυναίκες σε κύκλο. Διάφορες μορφές του χορού συναντώνται στους νομούς Ρεθύμνου, Ηρακλείου και Λασιθίου. Μέχρι πριν μερικά χρόνια ήταν ο χορός της νύφης στην Κεντρική και Ανατολική Κρήτη και το λέμε αυτό γιατί στις μέρες μας ο χανιώτικος (συρτός) έχει επικρατήσει να είναι ο χορός της νύφης στα περισσότερα μέρη της Κρήτης.

Στο νομό Ρεθύμνου ο χορός έχει μουσικό μέτρο 2/4, 8 βήματα και λαβή από τις παλάμες στο ύψος των ώμων ή θηλυκωτή.
Στο νομό Ηρακλείου ο χορός έχει μουσικό μέτρο 2/4, 6 βήματα και λαβή χιαστί.
Στο νομό Λασιθίου είδος σιγανού χορού αποτελεί ο ξενομπασάρης, που είναι χορός της επαρχίας Ιεράπετρας. Το μουσικό μέτρο του είναι 2/4 , τα βήματά του 6 και η λαβή χιαστί ή θηλυκωτή ή από τις παλάμες στο ύψος των ώμων. Είναι χορός που βηματικά προσιδιάζει με το σιγανό που χορεύεται στο νομό Ηρακλείου, αν και δεν τον έλεγαν ποτέ έτσι στην Ιεράπετρα.
Η ονομασία του οφείλεται στη μαντινάδα που τραγουδιέται πάντα πρώτη κατά τη διάρκεια του χορού:

Ξενομπασαρικάκι μου ξενομπασάρικό μου,
σγουρό βασιλικάκι μου και να ‘σουνε δικό μου

Χορεύεται και στο Κάτω Μεραμπέλλο, όπου τον λένε σιγανό, αλλά και μανά, από το τσάκισμα «για το Θεό μανά μου», που λέγεται πάνω στις μαντινάδες.
Παλαιότερα ο σιγανός χορευόταν κυρίως από γυναίκες. Σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές, επί Τουρκοκρατίας οι αγάδες συνήθιζαν να καλούν τις οικογένειες των Κρητικών σε δήθεν γλέντια, για να βάζουν τις γυναίκες και τις κόρες τους να χορεύουν στους οντάδες τους. Κατά την προφορική παράδοση, την οποία επίσης κατέγραψε ο Ναύτης στο βιβλίο του, οι Τούρκου έριχναν στο πάτωμα ρόβι για να γλιστρούν οι γυναίκες, να πέφτουν κάτω, να τις γελοιοποιούν και να τις προσβάλουν. Λέγεται, λοιπόν, ότι οι Κρητικοί, για να μην γίνεται το κέφι των Τούρκων, έλεγαν στους οργανοπαίχτες, που επί το πλείστον ήταν Χριστιανοί, να παίζουν το σιγανό, ώστε οι Κρητικές να αποφεύγουν τα «χορευτικά» ατυχήματα. Να σημειωθεί ότι δεν ξέρουμε αν ο χορός αυτός προϋπήρχε ή διαμορφώθηκε τότε για το σκοπό αυτό.

Μαλεβιζώτης
Λέγεται και καστρινός πηδηχτός. Είναι χορός της επαρχίας Μαλεβιζίου του νομού Ηρακλείου. Χορεύεται από άνδρες και γυναίκες σε κύκλο. Το μουσικό μέτρο του χορού είναι 2/4, τα βήματά του 16 (8 μπροστά και 8 πίσω) και η λαβή από τις παλάμες στο ύψος των ώμων (με λυγισμένους τους αγκώνες).
Μπρ(α)ϊμιανός - πρινιώτης
Είναι χορός της επαρχίας Ιεράπετρας. Χορεύεται από άνδρες και γυναίκες σε κύκλο. Το μουσικό μέτρο του είναι 2/4. Τον συναντούμε σε παραλλαγές, στην Ιεράπετρα, στον Κρούστα, στους Μεσελέρους (όπου τον λένε μεσελεριανό) και αλλού, καθώς και στο οροπέδιο Λασιθίου, όπου και παίρνει την ονομασία πρινιώτης, μία εξαιρετικά ξεχωριστή έκφραση του χορού, η οποία προσωπικά πιστεύω ότι έχει αρχαιότατες καταβολές, καθώς παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με τον αρχαιοελληνικό χορό «όρμο», ο οποίος είχε υπορχηματικό χαρακτήρα
Στα περισσότερα χωριά της επαρχίας Ιεράπετρας έχει 13 βήματα (6 μπροστά, 7 πίσω) και λαβή χιαστί ή από τους ώμους με τα χέρια τεντωμένα ή από τις παλάμες στο ύψος των ώμων ή θηλυκωτή.
Στο οροπέδιο Λασιθίου ο πρινιώτης έχει 14 βήματα (7 μπροστά, 7 πίσω) και λαβή διπλή σταυρωτή.
Πηδηχτός
Είναι χορός του νομού Λασιθίου. Χορεύεται από άνδρες και γυναίκες σε κύκλο. Έχει μουσικό μέτρο 2/4 και λαβή από τις παλάμες στο ύψος των ώμων (με τους αγκώνες λυγισμένους).
Τον συναντούμε σε παραλλαγές, στο ύφος του βηματισμού και στη συνοδευτική μουσική, ως στειακό στην επαρχία Σητείας, με16 βήματα (8 μπροστά και 8 πίσω), και ως ιεραπετρίτικο στην επαρχία Ιεράπετρας, με 14 βήματα (7 μπροστά και 7 πίσω).


Αγκαλιαστός
Είναι χορός της επαρχίας Ιεράπετρας. Είναι απλός, περπατητός. Χορεύεται από άνδρες και γυναίκες σε εύθυμες περιστάσεις. Το μουσικό μέτρο του είναι 2/4. Το όνομά του το πήρε από το ιδιόμορφο πιάσιμο των χορευτών, που μοιάζει να αγκαλιάζει κάθε χορευτής τον μπροστινό του. Ο μουσικός ή η «πλουμίστρα» (μια γυναίκα με πείρα στο χορό αυτό, που πιάνει στην αρχή του κύκλου) «πλουμίζει», δηλαδή «στολίζει», κάθε χορευτή και χορεύτρια με επαινετικά δίστιχα, ενώ ταυτοχρόνως εξελίσσεται η ομολογουμένως ξεχωριστή διαδικασία του αγκαλιάσματος, ξεκινώντας από τους τελευταίους του χορού, με τη διαμόρφωση αψίδας και πορείας φουρκέτας. Τον αγκαλιαστό ακολουθεί, σχεδόν πάντα, ως συνέχεια, ένας πηδηχτός χορός του νομού Λασιθίου.

Ζερβόδεξος
Είναι χορός της επαρχίας Ιεράπετρας. Χορεύεται από άνδρες και γυναίκες, με τον ένα πίσω από τον άλλον, στην αρχή σε κύκλο και μετά σε ελεύθερη πορεία. Έχει μουσικό μέτρο 2/4, 6 βήματα και ιδιόμορφη λαβή, που γίνεται με τη βοήθεια μαντηλιού. Οι χορευτές τεντώνουν το δεξί τους χέρι και πιάνουν το αριστερό του μπροστινού (μπροστά από τον αριστερό ώμο). Με το ξεκίνημα της μουσικής όλοι χορεύουν πηγαίνοντας προς τα εμπρός. Όταν ο μουσικός, βιολάτορας ή λυράρης, κάνει με το δοξάρι του ένα χαρακτηριστικό και κοφτό ήχο σαν στριγκλιά, τότε όλοι οι χορευτές αλλάζουν φορά. Έτσι ο πρώτος γίνεται τελευταίος και ο τελευταίος πρώτος. Στο χωριό Κρούστας ο ζερβόδεξος έχει 7 βήματα και χορεύεται με λαβή από τις παλάμες με τα χέρια κάτω.
Η ονομασία του χορού οφείλεται στην εναλλασσόμενη φορά του, μία μπροστά μία πίσω ή αλλιώς μία ζερβά (αριστερά) μία δεξιά. Οι παλιοί οργανοπαίχτες συνήθιζαν να παίζουν το χορό αυτό στα γλέντια, τις προχωρημένες ώρες, όταν ήθελαν να τονώσουν το κέφι.
Λαζότης
Είναι ένας εύθυμος κυκλικός χορός που χορεύεται από άνδρες και γυναίκες σε αρκετές περιοχές της Κρήτης. Το μουσικό μέτρο του είναι 2/4, τα βήματά του 8 και η λαβή από τις παλάμες στο ύψος των ώμων.
Να σημειωθεί ότι ο χορός δεν είναι πηδηχτός, παρότι, όπως πιστεύω, στο βηματισμό του ενσωματώνονται στοιχεία από δύο χορούς των Ποντίων, τους ομάλ απλό και τικ σο γόνατον.

Για τη διαμόρφωση του χορού υπάρχουν δύο απόψεις. Σύμφωνα με την πρώτη, ο χορός προέκυψε από την επαφή των Κρητών με τους Ποντίους κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και σύμφωνα με τη δεύτερη, από Πόντιους (Λαζούς) που βρέθηκαν στην Κρήτη το 19ο αιώνα.

Την πρώτη άποψη ισχυροποιεί η μαρτυρία του γνωστού θεατρικού συγγραφέα Δημήτρη Ψαθά (1907-1979), την οποία κατέθεσε ο Γεώργιος Μουζουράκης σε συνέντευξη που μου παραχώρησε το 1995.

Σύμφωνα, λοιπόν, με τον Ψαθά (αλλά και πολλούς άλλους που έζησαν τον εκπατρισμό των Ποντίων, ο οποίος άρχισε με την έκρηξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου), οι Πόντιοι από τη μια άλλαζαν αμφίεση για να αποφεύγουν τους Τούρκους και από την άλλη για να αναγνωρίζονται μεταξύ τους όταν συναντιόνταν κατεβαίνοντας προς τη Βαλκανική, έλεγαν τη φράση «Η ΕΛΛΑΣ ΖΕΙ». Κρήτες εθελοντές αγωνιστές, που έλαβαν μέρος στους Μακεδονικούς και Ηπειρωτικούς αγώνες και οι οποίοι εξακολουθούσαν να βρίσκονται στη Βόρεια Ελλάδα, συνάντησαν τους Ποντίους σε κάποιες στρατοπεδειές, άκουσαν το συνθηματικό τους, αλλά, λόγω της ποντιακής προφοράς, το συγκράτησαν ως μια λέξη, «ΛΑΖΙ», γι΄ αυτό και τους είπαν «ΛΑΖΟΥΣ». Τους είδαν μάλιστα να χορεύουν, θαύμασαν τους χορούς τους και επηρεασμένοι απ΄ αυτούς δημιούργησαν έναν άλλο, τον οποίον ονόμασαν «λαζότη», αφού τον εμπνεύστηκαν από τους «Λάζους». Μετά το τέλος του πολέμου, οι Κρήτες που σώθηκαν, γυρίζοντας έφεραν το «λαζότη» στη Μεγαλόνησο.
Ο Γιώργος Μουζουράκης μου είχε πει ότι, από όσο θυμόταν, αυτός που έφερε το λαζότη στην Κρήτη ήταν ο λυράρης Γιάννης Αγγανάκης ή Γλεντούσης από τον Κουρνά Αποκορώνου.
ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ:

Από τους 25 χορούς που αναφέραμε, σε άλλους συνηθίζονται οι αυτοσχεδιασμοί του πρώτου (ή μπροστινού) και σε άλλους όχι. Εκείνο που πρέπει απαραιτήτως να τονίσουμε είναι ότι ο κάθε αυτοσχεδιαστικός χορός έχει τους δικούς του κανόνες, θα λέγαμε, οι οποίοι υπαγορεύουν τους ιδιαίτερα ξεχωριστούς σε ύφος και κίνηση αυτοσχεδιασμούς (δηλαδή χορευτικούς σχηματισμούς - φιγούρες), που πρέπει να εκτελέσει με μέτρο και συνέπεια ο πρωτοσύρτης, εφόσον τους γνωρίζει ή τους εμπνευστεί, και χωρίς να χρησιμοποιήσει κινήσεις από τους χορευτικούς αυτοσχεδιασμούς άλλων χορών. Όταν δε ο «πρώτος» αυτοσχεδιάζει τον κρατάει πάντοτε ένας άλλος άνδρας και ποτέ γυναίκα, εκτός και τη χορεύει. Όταν ο «πρώτος» ολοκληρώσει τον αυτοσχεδιασμό του, ανάλογα με το χορό, είτε πηγαίνει στο τέλος του κύκλου, παραδίδοντας τη θέση του στο δεύτερο (χανιώτικος, πηδηχτός κ.λπ.), είτε παραμένει στη θέση του, κρατώντας ως δεύτερος το νέο «πρώτο», που κατέλαβε τη θέση του αποσπώμενος από το οποιαδήποτε σημείο του κύκλου (πεντοζάλι, μαλεβιζώτης κ.λπ.). Συνεπώς, ποτέ ο «πρώτος» δεν ανταλλάσσει τη θέση του με κάποιον άλλο, όπως βλέπουμε να γίνεται σε όλα σχεδόν τα σύγχρονα χορευτικά συγκροτήματα

http://www.tsouchlarakis.com/XOROIKRITIS.htm