Παράδοση είναι ...τo μελωδικό νανούρισμα της μάνας, οι θρύλοι του παππού ,τα κάλαντα, τα χελιδονίσματα, οι μαντινάδες,τα έθιμα ,οι χοροί και οι σκοποί που μας συντρόφευαν σε κάθε χαρά ,οι ενδυμασίες ,τα κεντήματα ,τα δίστιχα, τα παιχνίδια και όσα άλλα είναι μέρος της ζωής του τόπου μας. Κρατήστε περήφανα στις καρδιές σας ,αλώβητο αυτό το θησαυρό και παραδώστε τον στις επόμενες γενιές! Έτσι θα ακούμε τους παλμούς του τόπου μας ολοζώντανα και δεν θα σβήσει τίποτε στη χοάνη της παγκοσμιοποίησης!
Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2013
Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2013
Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2013
Ιννιά μπαριώτ', πλαλτός - Ένα πουλί, νταϊκωτός, Πετρωτά Έβρου
Δευτέρα 2 Δεκεμβρίου 2013
Τρία κοράσια μάλωναν - τσάμικο, Λευκοπηγή Κοζάνης
Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2013
Μαρουσάνα - Λευκοπηγή Κοζάνης
Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2013
Γαστουριώτικο συρτό
Δευτέρα 21 Οκτωβρίου 2013
Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2013
Γιάννης Ντομπρίδης, γκαϊντατζής: «Η γκάιντα δεν πρωτοστατεί σήμερα, όπως παλιότερα»
«Η μετανάστευση αλλά και τα ακούσματα από το εξωτερικό εκείνη την εποχή οδήγησαν στο να χάσει η γκάιντα το ρόλο της»
Στήριξε
την γκάιντα σε εποχές δύσκολες για το συγκεκριμένο όργανο, σε εποχές
που η γκάιντα είχε τεθεί στο περιθώριο. Ο Γιάννης Ντομπρίδης, ένας από
τους παλιότερους και μεγαλύτερους δεξιοτέχνες της θρακιώτικης γκάιντας
εδώ και από τα δώδεκά του χρόνια ασχολείται με αυτή συμμετέχοντας σε
εκδηλώσεις αλλά και σε ηχογραφήσεις δίπλα σε μεγάλους της ελληνικής
μουσικής σκηνής, όπως ο Χρόνης Αηδονίδης και ο Διονύσης Σαββόπουλος.
Ένας ακούραστος δεξιοτέχνης του οργάνου που σήμερα κατασκευάζει και γκάιντες σε ένα χώρο που έχει διαμορφώσει στη Θεσσαλονίκη.
Το Γιάννη Ντομπρίδη θα έχουν την ευκαιρία να απολαύσουν όλοι όσοι βρεθούν στο Μέγαρο Μουσικής Κομοτηνής το Σάββατο 19 Οκτωβρίου, στην εκδήλωση που διοργανώνει ο Σύλλογος «Θρακών» προς τιμή του μεγάλου Θρακιώτη καλλιτέχνη Χρόνη Αηδονίδη. Την εκδήλωση θα τιμήσουν με την παρουσία τους μαθητές του Χρόνη Αηδονίδη μεταξύ των οποίων και ο Γιάννης Ντομπρίδης. Με αφορμή το γεγονός αυτό και την παρουσία του στην πόλη μας ο «Παρατηρητής της Θράκης» μίλησε μαζί του για τη σχέση του με την γκάιντα, για τα δύσκολα χρόνια που το όργανο βρέθηκε στο περιθώριο αλλά και το ρόλο που έχει σήμερα…
«Η ενασχόληση με την γκάιντα ήταν κάτι που βγήκε από μέσα μου»
ΠτΘ: Πώς ξεκίνησε η επαφή σας με τη γκάιντα;
Γ.Δ.: Η επαφή μου με την γκάιντα ξεκίνησε όταν ήμουν πολύ μικρός. Γεννήθηκα το 1955 και τότε στο χωριό δεν είχαμε άλλο όργανο. Υπήρχαν κάποιοι παππούδες που έπαιζαν. Κάθε Κυριακή γινόταν χορός στην πλατεία του χωριού, όπως και στα περισσότερα χωριά τότε, και έβλεπα τους γκαϊντατζήδες που έπαιζαν και τις γυναίκες και τους άνδρες που χόρευαν γύρω – γύρω. Όλο αυτό το θαύμαζα ή το ζήλευα με την καλή έννοια. Ήθελα να μπορώ να το κάνω και εγώ. Δεν ήταν δύσκολο λοιπόν να ασχοληθώ με την γκάιντα. Ήταν κάτι που βγήκε από μέσα μου.
«Ήταν δύσκολο να βρεις εκείνη την εποχή γκάιντα»
ΠτΘ: Μάθατε να παίζετε γκάιντα και συνεχίζατε να παίζετε σε δύσκολους καιρούς, γιατί την εποχή εκείνη θεωρούνταν παρεξηγημένη…
Γ.Δ.: Εντελώς παρεξηγημένη. Όταν ξεκίνησα να παίζω η γκάιντα ως όργανο είχε αρχίσει να χάνεται. Βέβαια τότε έλεγαν οι παππούδες ότι για να αρχίσεις να παίζεις γκάιντα θα πρέπει να είσαι πάνω από δώδεκα χρονών, ίσως γιατί θεωρούσαν ότι πρέπει να προστατέψεις τα πνευμόνια σου. Να σημειώσω ότι την εποχή εκείνη ξεκίνησε η μετανάστευση. Όταν τελείωνα το τότε εξατάξιο γυμνάσιο η μετανάστευση είχε σαν αποτέλεσμα να έχουν φύγει οι περισσότεροι άνδρες και γυναίκες εκείνης της ηλικίας που θα μπορούσαν να τραγουδάνε, να παίζουν και να χορεύουν. Είχαν μείνει κάτι παππούδες στα χωριά, οι οποίοι μεγάλωναν εμάς τα παιδιά των μεταναστών, οπότε η γκάιντα περνούσε μια κρίση. Ένας άλλος λόγος που η γκάιντα έχασε το ρόλο που είχε ήταν ότι και τα ακούσματα από τη Δύση άρχισαν να έρχονται σωρηδόν κατ’ αρχήν με το ραδιόφωνο και αργότερα περισσότερο με την τηλεόραση. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ξεκίνησα μόνος μου να προσπαθώ να κάνω κάτι. Κάποιοι άνθρωποι οι οποίοι θυμόνταν κάποια πράγματα με μεγάλη προθυμία με βοήθησαν να συγκεντρώσουμε στοιχεία για την κατασκευή γκάιντας. Το δύσκολο εκείνη την εποχή ήταν να βρεις γκάιντα, δεν υπήρχαν τεχνίτες για να τις φτιάχνουν.
«Τη δεκαετία του 90 άρχισαν δειλά – δειλά κάποιοι νέοι να ασχολούνται με την γκάιντα»
ΠτΘ: Σας καλούσαν να παίξετε εκείνη την εποχή με την γκάιντα;
Γ.Δ.: Όχι, ήμουν πιτσιρικάς που προσπαθούσα να μάθω να παίζω γκάιντα. Κανέναν δεν καλούσαν να παίξει, ούτε καν τους παππούδες. Είχε ξεκινήσει το κλαρίνο να παίρνει τη θέση της γκάιντας και προτιμούσαν τις ορχήστρες που γνωρίζουμε και σήμερα, αν εξαιρέσουμε από αυτές κάποια ηλεκτρικά όργανα, που δεν υπήρχαν τότε. Αυτό έγινε πολύ αργότερα, μια δεκαετία περίπου, αφού είχα απολυθεί από φαντάρος και κατέβηκα στη Θεσσαλονίκη. Και τότε όμως εξακολουθούσα να είμαι ο μόνος που έπαιζα γκάιντα. Είχα την τύχη να γνωριστώ με τον Χρόνη Αηδονίδη και με έπαιρνε στις συναυλίες που έκανε. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την παραδοχή της γκάιντας ως μουσικού οργάνου και ότι μπορεί να συνοδεύσει κάποια όργανα. Τη δεκαετία του 90 άρχισαν δειλά – δειλά να βγαίνουν κάποια παιδιά με αποτέλεσμα σήμερα να υπάρχουν πάρα πολλοί και καλοί γκαϊντατζήδες κάτι που μου δίνει πολύ μεγάλη χαρά.
«Η γκάιντα μέχρι σήμερα δεν έχει ξαναβρεί τη θέση της»
ΠτΘ: Πιστεύετε ότι η γκάιντα ξαναβρήκε σήμερα την θέση που είχε;
Γ.Δ.: Όχι. Η θέση της ήταν να πρωτοστατεί. Δεν μπορούμε να πούμε ότι σήμερα πρωτοστατεί. Θα έλεγα ότι αποτελεί «gest star» σε ένα γάμο ή σε μια οποιαδήποτε εκδήλωση με τη συμμετοχή και των υπολοίπων οργάνων. Σε ένα γάμο θρακιωτών συμμετέχει για να υπάρχει το χρώμα ή στα χορευτικά όταν πρόκειται να παρουσιαστεί ένας σύλλογος από τη Θράκη, συνοδεύοντας τα υπόλοιπα όργανα. Μπορεί επίσης σε κάποια παρέα να δούμε γκάιντα αλλά εκείνο που γινόταν παλιά, ένας γάμος που άρχιζε και τελείωνε με γκάιντα ή μια βάπτιση ή ένα χαρούμενο γεγονό,ς αυτό δεν γίνεται. Δεν νομίζω ότι έχει ξαναβρεί τη θέση της, δεν πρωτοστατεί.
«Στον Έβρο υπάρχει μαγιά που διατηρεί το ντόπιο χαρακτηριστικό της γκάιντας»
ΠτΘ: Ο Έβρος όμως συνεχίζει την παράδοση…
Γ.Δ.: Είναι από τις λίγες περιοχές που κράτησε την παράδοση της γκάιντας και αυτό χάρη σε κάποιους ανθρώπους που όταν ήμουν είκοσι χρονών και αυτοί ήταν τότε σαράντα έπαιζαν και σήμερα που είναι εβδομήντα πέντε συνεχίζουν να παίζουν. Με αυτούς πρότυπο και κάποιοι άλλοι κινήθηκαν και έπαιξαν. Επίσης κάποιοι που έπαιζαν και βγήκαν τώρα στη σύνταξη ξαναπαίζουν. Υπάρχει μια μαγιά που διατηρεί αυτή την παράδοση, το ντόπιο το χαρακτηριστικό του Έβρου.
«Σήμερα τα παιδιά έχουν άλλα ερεθίσματα και είναι φυσικό να δέχονται επιδράσεις»
ΠτΘ: Έχει κάτι διαφορετικό χαρακτηριστικό η γκάιντα στον Έβρο;
Γ.Δ.: Τα όργανα αυτά αναπτύσσονταν κατά περιοχές. Κάθε περιοχή ανέπτυσσε το δικό της χρώμα. Όταν χάνονταν αυτοί που μετέφεραν αυτό το χρώμα είναι φυσικό να δέχονταν ξένες επιδράσεις. Για παράδειγμα το καβάλι παιζόταν παλιότερα αλλά είχε χαθεί στην πορεία του χρόνου. Βέβαια σήμερα υπάρχουν πολλά παιδιά που παίζουν καβάλι, αλλά όχι όπως έπαιζαν οι παππούδες, γιατί έχουν άλλα ερεθίσματα, κάτι που γίνεται και με την γκάιντα σε περιοχές που δεν έχουν άμεση επαφή με τους παππούδες. Θα πρέπει όμως να σημειώσω ότι ευτυχώς με τις καταγραφές που έγιναν τότε ή μέσω ίντερνετ τώρα δίνεται η δυνατότητα να ακούσει κάποιος που ενδιαφέρεται πώς παίζει ένας παππούς και πώς παίζει κάποιος που έχει δεχθεί ερεθίσματα ξένα. Δεν εννοώ ότι αυτός δεν παίζει καλά, απλά παίζει διαφορετικά.
ΠτΘ: Έχετε συμμετάσχει και σε δισκογραφικές δουλειές;
Γ.Δ.: Ναι σε δίσκους του Αηδονίδη μέχρι και με τον Σαββόπουλο στον Μπάλο έχω συνεργαστεί, αλλά και με τον Φάμελο.
ΠτΘ: Πώς ήταν η συνεργασία σας;
Γ.Δ.: Εξαιρετική και θα χαρώ πολύ που θα έρθω στην Κομοτηνή και θα ξαναβρεθώ με τον Χρόνη Αηδονίδη, με τον Βαγγέλη Δημούδη τον Μάνο τον Κουτσαγγελίδη και τα άλλα παιδιά, με τους οποίους έχω συνεργασθεί παλιότερα.
«Ξεκίνησα να κατασκευάζω γκάιντες, γιατί προσωπικά δυσκολεύτηκα να βρω»
ΠτΘ: κ. Ντομπρίδη κατασκευάζετε και γκάιντες. Πώς ξεκινήσατε;
Γ.Ν.: Ξεκίνησα να κατασκευάζω γιατί όταν προσπάθησα να βρω γκάιντα ζορίστηκα πολύ. Οργάνωσα σιγά – σιγά ένα χώρο όπου φτιάχνω γκάιντες και μπορώ να περηφανευτώ ότι πολλά παιδιά και πολλοί από αυτούς τους μεγάλους που παίζουν στον Έβρο έχουν προμηθευτεί από μένα. Είναι μεγάλη υπόθεση να παίζεις ένα όργανο και να λες ότι το προμηθεύτηκα από το Ντομπρίδη, από το Ζηκίδη, από αυτούς που φτιάχνουν γκάιντες. Όταν ξεκίνησα να παίζω δεν υπήρχε αυτό το πράγμα. Δεν ήξερα πού να πάω για να βρω μια γκάιντα.
ΠτΘ: Κάποιοι πάνε στη Βουλγαρία για να πάρουν γκάιντα.
Γ.Ν.: Είχε γίνει αυτό ένα διάστημα, όταν δεν υπήρχαν κατασκευαστές. Σήμερα τα νέα παιδιά έχουν μια γκαϊντανίτσα ή μια γκάιντα ολόκληρη που έχω φτιάξει εγώ, ή μια από τον Παναγιώτη Ζηκίδη που κάνει και αυτός ή το Γιάννη το Μαυρίδη ή από τον Πέτκωφ από τη Βουλγαρία. Όπως ακριβώς κάποιος που παίζει κλαρίνο έχει τρία ή τέσσερα κλαρίνα γιατί του αρέσει το ηχόχρωμά τους, έτσι έχουν και βουλγάρικες γκάιντες αλλά και δικές μας, οι οποίες κατασκευαστικά διαφέρουν από τις βουλγάρικες.
ΠτΘ: Ποια είναι η διαφορά μεταξύ της γκάιντας από την Βουλγαρία και της εδώ;
Γ.Ν.: Η διαφορά είναι ότι η γκάιντα εδώ παίζει πέντε νότες και στηρίζεται στην πεντατονική κλίμακα ενώ η βουλγάρικη έχει οκτώ νότες, έχουν «πειράξει» την γκαιντανίτσα, την έκαναν λίγο πιο κωνική, έκαναν λίγο πιο μεγάλες τις τρύπες για να μπορεί να παίζει τις δύο κλίμακες, μινόρε και μαντζόρε. Θα πρέπει να πω ότι το ξύλο είναι ένα ζωντανό πράγμα. Από το ίδιο δένδρο δύο κομμάτια ξύλου μπορούν να βγάλουν διαφορετικό ήχο ηχοχρώματος ή διαφορετικής ποιότητας ήχο.
ΠτΘ: Εσείς τι υλικά χρησιμοποιείτε;
Γ.Ν.: Κρανιά και αμυγδαλιά τα βασικά είδη ξύλου. Αυτά χρησιμοποιούσαν στον Έβρο για να κάνουν γκάιντες.
Ο Γιάννης Ντομπρίδης αυτοσυστήνεται
Το όνομά μου είναι Γιάννης Ντομπρίδης και γεννήθηκα το 1955 σ’ ένα χωριό του Έβρου, στη Λάδη Διδυμοτείχου. Εκεί τελείωσα το δημοτικό και στο Σουφλί το, εξατάξιο τότε, γυμνάσιο. Στην τελευταία τάξη του γυμνασίου κατασκεύασα, με τη βοήθεια κάποιων χωριανών, μια γκάιντα και άρχισα να την τυραννώ και να με τυραννεί προσπαθώντας να τη μάθω. Μετά το γυμνάσιο τελείωσα στα ΤΕΙ Αθήνας το τμήμα Ραδιολογίας Ακτινολογίας και μετά το στρατιωτικό μου (είκοσι οχτώ μήνες παρακαλώ), προσλήφθηκα στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης.
Όλο αυτό το διάστημα έπαιζα και μάθαινα γκάιντα και γνώριζα ανθρώπους γνωστούς, όπως ο Χρόνης Αηδονίδης, άλλα και λιγότερο γνωστούς, όπως ο Στρίκος ο Γιάννης. Ο πρώτος μ’ έκαμε να καταλάβω κάποια πράγματα για τη θρακιώτικη μουσική και ο Στρίκος μ’ έκανε ν’ ασχοληθώ με τη θρακιώτικη λύρα και να παίζω στ’ Αναστενάρια. Στα τριάντα αυτά χρόνια είχα την τύχη να συνεργαστώ με ανθρώπους σαν τη Δόμνα Σαμίου, τον Διονύση Σαββόπουλο, τον Ρος Ντέιλι, με διάφορους συλλόγους, να ταξιδέψω στο εξωτερικό, να κάνω δισκογραφία και να δείξω σε κάποια παιδιά αυτά που ήξερα. Σήμερα περισσότερο κατασκευάζω γκάιντες και λύρες και λιγότερο παίζω γιατί ευτυχώς βγήκαν πολλά νέα παιδιά που παίζουν και καλά.
Το Γιάννη Ντομπρίδη θα έχουν την ευκαιρία να απολαύσουν όλοι όσοι βρεθούν στο Μέγαρο Μουσικής Κομοτηνής το Σάββατο 19 Οκτωβρίου, στην εκδήλωση που διοργανώνει ο Σύλλογος «Θρακών» προς τιμή του μεγάλου Θρακιώτη καλλιτέχνη Χρόνη Αηδονίδη. Την εκδήλωση θα τιμήσουν με την παρουσία τους μαθητές του Χρόνη Αηδονίδη μεταξύ των οποίων και ο Γιάννης Ντομπρίδης. Με αφορμή το γεγονός αυτό και την παρουσία του στην πόλη μας ο «Παρατηρητής της Θράκης» μίλησε μαζί του για τη σχέση του με την γκάιντα, για τα δύσκολα χρόνια που το όργανο βρέθηκε στο περιθώριο αλλά και το ρόλο που έχει σήμερα…
«Η ενασχόληση με την γκάιντα ήταν κάτι που βγήκε από μέσα μου»
ΠτΘ: Πώς ξεκίνησε η επαφή σας με τη γκάιντα;
Γ.Δ.: Η επαφή μου με την γκάιντα ξεκίνησε όταν ήμουν πολύ μικρός. Γεννήθηκα το 1955 και τότε στο χωριό δεν είχαμε άλλο όργανο. Υπήρχαν κάποιοι παππούδες που έπαιζαν. Κάθε Κυριακή γινόταν χορός στην πλατεία του χωριού, όπως και στα περισσότερα χωριά τότε, και έβλεπα τους γκαϊντατζήδες που έπαιζαν και τις γυναίκες και τους άνδρες που χόρευαν γύρω – γύρω. Όλο αυτό το θαύμαζα ή το ζήλευα με την καλή έννοια. Ήθελα να μπορώ να το κάνω και εγώ. Δεν ήταν δύσκολο λοιπόν να ασχοληθώ με την γκάιντα. Ήταν κάτι που βγήκε από μέσα μου.
«Ήταν δύσκολο να βρεις εκείνη την εποχή γκάιντα»
ΠτΘ: Μάθατε να παίζετε γκάιντα και συνεχίζατε να παίζετε σε δύσκολους καιρούς, γιατί την εποχή εκείνη θεωρούνταν παρεξηγημένη…
Γ.Δ.: Εντελώς παρεξηγημένη. Όταν ξεκίνησα να παίζω η γκάιντα ως όργανο είχε αρχίσει να χάνεται. Βέβαια τότε έλεγαν οι παππούδες ότι για να αρχίσεις να παίζεις γκάιντα θα πρέπει να είσαι πάνω από δώδεκα χρονών, ίσως γιατί θεωρούσαν ότι πρέπει να προστατέψεις τα πνευμόνια σου. Να σημειώσω ότι την εποχή εκείνη ξεκίνησε η μετανάστευση. Όταν τελείωνα το τότε εξατάξιο γυμνάσιο η μετανάστευση είχε σαν αποτέλεσμα να έχουν φύγει οι περισσότεροι άνδρες και γυναίκες εκείνης της ηλικίας που θα μπορούσαν να τραγουδάνε, να παίζουν και να χορεύουν. Είχαν μείνει κάτι παππούδες στα χωριά, οι οποίοι μεγάλωναν εμάς τα παιδιά των μεταναστών, οπότε η γκάιντα περνούσε μια κρίση. Ένας άλλος λόγος που η γκάιντα έχασε το ρόλο που είχε ήταν ότι και τα ακούσματα από τη Δύση άρχισαν να έρχονται σωρηδόν κατ’ αρχήν με το ραδιόφωνο και αργότερα περισσότερο με την τηλεόραση. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ξεκίνησα μόνος μου να προσπαθώ να κάνω κάτι. Κάποιοι άνθρωποι οι οποίοι θυμόνταν κάποια πράγματα με μεγάλη προθυμία με βοήθησαν να συγκεντρώσουμε στοιχεία για την κατασκευή γκάιντας. Το δύσκολο εκείνη την εποχή ήταν να βρεις γκάιντα, δεν υπήρχαν τεχνίτες για να τις φτιάχνουν.
«Τη δεκαετία του 90 άρχισαν δειλά – δειλά κάποιοι νέοι να ασχολούνται με την γκάιντα»
ΠτΘ: Σας καλούσαν να παίξετε εκείνη την εποχή με την γκάιντα;
Γ.Δ.: Όχι, ήμουν πιτσιρικάς που προσπαθούσα να μάθω να παίζω γκάιντα. Κανέναν δεν καλούσαν να παίξει, ούτε καν τους παππούδες. Είχε ξεκινήσει το κλαρίνο να παίρνει τη θέση της γκάιντας και προτιμούσαν τις ορχήστρες που γνωρίζουμε και σήμερα, αν εξαιρέσουμε από αυτές κάποια ηλεκτρικά όργανα, που δεν υπήρχαν τότε. Αυτό έγινε πολύ αργότερα, μια δεκαετία περίπου, αφού είχα απολυθεί από φαντάρος και κατέβηκα στη Θεσσαλονίκη. Και τότε όμως εξακολουθούσα να είμαι ο μόνος που έπαιζα γκάιντα. Είχα την τύχη να γνωριστώ με τον Χρόνη Αηδονίδη και με έπαιρνε στις συναυλίες που έκανε. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την παραδοχή της γκάιντας ως μουσικού οργάνου και ότι μπορεί να συνοδεύσει κάποια όργανα. Τη δεκαετία του 90 άρχισαν δειλά – δειλά να βγαίνουν κάποια παιδιά με αποτέλεσμα σήμερα να υπάρχουν πάρα πολλοί και καλοί γκαϊντατζήδες κάτι που μου δίνει πολύ μεγάλη χαρά.
«Η γκάιντα μέχρι σήμερα δεν έχει ξαναβρεί τη θέση της»
ΠτΘ: Πιστεύετε ότι η γκάιντα ξαναβρήκε σήμερα την θέση που είχε;
Γ.Δ.: Όχι. Η θέση της ήταν να πρωτοστατεί. Δεν μπορούμε να πούμε ότι σήμερα πρωτοστατεί. Θα έλεγα ότι αποτελεί «gest star» σε ένα γάμο ή σε μια οποιαδήποτε εκδήλωση με τη συμμετοχή και των υπολοίπων οργάνων. Σε ένα γάμο θρακιωτών συμμετέχει για να υπάρχει το χρώμα ή στα χορευτικά όταν πρόκειται να παρουσιαστεί ένας σύλλογος από τη Θράκη, συνοδεύοντας τα υπόλοιπα όργανα. Μπορεί επίσης σε κάποια παρέα να δούμε γκάιντα αλλά εκείνο που γινόταν παλιά, ένας γάμος που άρχιζε και τελείωνε με γκάιντα ή μια βάπτιση ή ένα χαρούμενο γεγονό,ς αυτό δεν γίνεται. Δεν νομίζω ότι έχει ξαναβρεί τη θέση της, δεν πρωτοστατεί.
«Στον Έβρο υπάρχει μαγιά που διατηρεί το ντόπιο χαρακτηριστικό της γκάιντας»
ΠτΘ: Ο Έβρος όμως συνεχίζει την παράδοση…
Γ.Δ.: Είναι από τις λίγες περιοχές που κράτησε την παράδοση της γκάιντας και αυτό χάρη σε κάποιους ανθρώπους που όταν ήμουν είκοσι χρονών και αυτοί ήταν τότε σαράντα έπαιζαν και σήμερα που είναι εβδομήντα πέντε συνεχίζουν να παίζουν. Με αυτούς πρότυπο και κάποιοι άλλοι κινήθηκαν και έπαιξαν. Επίσης κάποιοι που έπαιζαν και βγήκαν τώρα στη σύνταξη ξαναπαίζουν. Υπάρχει μια μαγιά που διατηρεί αυτή την παράδοση, το ντόπιο το χαρακτηριστικό του Έβρου.
«Σήμερα τα παιδιά έχουν άλλα ερεθίσματα και είναι φυσικό να δέχονται επιδράσεις»
ΠτΘ: Έχει κάτι διαφορετικό χαρακτηριστικό η γκάιντα στον Έβρο;
Γ.Δ.: Τα όργανα αυτά αναπτύσσονταν κατά περιοχές. Κάθε περιοχή ανέπτυσσε το δικό της χρώμα. Όταν χάνονταν αυτοί που μετέφεραν αυτό το χρώμα είναι φυσικό να δέχονταν ξένες επιδράσεις. Για παράδειγμα το καβάλι παιζόταν παλιότερα αλλά είχε χαθεί στην πορεία του χρόνου. Βέβαια σήμερα υπάρχουν πολλά παιδιά που παίζουν καβάλι, αλλά όχι όπως έπαιζαν οι παππούδες, γιατί έχουν άλλα ερεθίσματα, κάτι που γίνεται και με την γκάιντα σε περιοχές που δεν έχουν άμεση επαφή με τους παππούδες. Θα πρέπει όμως να σημειώσω ότι ευτυχώς με τις καταγραφές που έγιναν τότε ή μέσω ίντερνετ τώρα δίνεται η δυνατότητα να ακούσει κάποιος που ενδιαφέρεται πώς παίζει ένας παππούς και πώς παίζει κάποιος που έχει δεχθεί ερεθίσματα ξένα. Δεν εννοώ ότι αυτός δεν παίζει καλά, απλά παίζει διαφορετικά.
ΠτΘ: Έχετε συμμετάσχει και σε δισκογραφικές δουλειές;
Γ.Δ.: Ναι σε δίσκους του Αηδονίδη μέχρι και με τον Σαββόπουλο στον Μπάλο έχω συνεργαστεί, αλλά και με τον Φάμελο.
ΠτΘ: Πώς ήταν η συνεργασία σας;
Γ.Δ.: Εξαιρετική και θα χαρώ πολύ που θα έρθω στην Κομοτηνή και θα ξαναβρεθώ με τον Χρόνη Αηδονίδη, με τον Βαγγέλη Δημούδη τον Μάνο τον Κουτσαγγελίδη και τα άλλα παιδιά, με τους οποίους έχω συνεργασθεί παλιότερα.
«Ξεκίνησα να κατασκευάζω γκάιντες, γιατί προσωπικά δυσκολεύτηκα να βρω»
ΠτΘ: κ. Ντομπρίδη κατασκευάζετε και γκάιντες. Πώς ξεκινήσατε;
Γ.Ν.: Ξεκίνησα να κατασκευάζω γιατί όταν προσπάθησα να βρω γκάιντα ζορίστηκα πολύ. Οργάνωσα σιγά – σιγά ένα χώρο όπου φτιάχνω γκάιντες και μπορώ να περηφανευτώ ότι πολλά παιδιά και πολλοί από αυτούς τους μεγάλους που παίζουν στον Έβρο έχουν προμηθευτεί από μένα. Είναι μεγάλη υπόθεση να παίζεις ένα όργανο και να λες ότι το προμηθεύτηκα από το Ντομπρίδη, από το Ζηκίδη, από αυτούς που φτιάχνουν γκάιντες. Όταν ξεκίνησα να παίζω δεν υπήρχε αυτό το πράγμα. Δεν ήξερα πού να πάω για να βρω μια γκάιντα.
ΠτΘ: Κάποιοι πάνε στη Βουλγαρία για να πάρουν γκάιντα.
Γ.Ν.: Είχε γίνει αυτό ένα διάστημα, όταν δεν υπήρχαν κατασκευαστές. Σήμερα τα νέα παιδιά έχουν μια γκαϊντανίτσα ή μια γκάιντα ολόκληρη που έχω φτιάξει εγώ, ή μια από τον Παναγιώτη Ζηκίδη που κάνει και αυτός ή το Γιάννη το Μαυρίδη ή από τον Πέτκωφ από τη Βουλγαρία. Όπως ακριβώς κάποιος που παίζει κλαρίνο έχει τρία ή τέσσερα κλαρίνα γιατί του αρέσει το ηχόχρωμά τους, έτσι έχουν και βουλγάρικες γκάιντες αλλά και δικές μας, οι οποίες κατασκευαστικά διαφέρουν από τις βουλγάρικες.
ΠτΘ: Ποια είναι η διαφορά μεταξύ της γκάιντας από την Βουλγαρία και της εδώ;
Γ.Ν.: Η διαφορά είναι ότι η γκάιντα εδώ παίζει πέντε νότες και στηρίζεται στην πεντατονική κλίμακα ενώ η βουλγάρικη έχει οκτώ νότες, έχουν «πειράξει» την γκαιντανίτσα, την έκαναν λίγο πιο κωνική, έκαναν λίγο πιο μεγάλες τις τρύπες για να μπορεί να παίζει τις δύο κλίμακες, μινόρε και μαντζόρε. Θα πρέπει να πω ότι το ξύλο είναι ένα ζωντανό πράγμα. Από το ίδιο δένδρο δύο κομμάτια ξύλου μπορούν να βγάλουν διαφορετικό ήχο ηχοχρώματος ή διαφορετικής ποιότητας ήχο.
ΠτΘ: Εσείς τι υλικά χρησιμοποιείτε;
Γ.Ν.: Κρανιά και αμυγδαλιά τα βασικά είδη ξύλου. Αυτά χρησιμοποιούσαν στον Έβρο για να κάνουν γκάιντες.
Ο Γιάννης Ντομπρίδης αυτοσυστήνεται
Το όνομά μου είναι Γιάννης Ντομπρίδης και γεννήθηκα το 1955 σ’ ένα χωριό του Έβρου, στη Λάδη Διδυμοτείχου. Εκεί τελείωσα το δημοτικό και στο Σουφλί το, εξατάξιο τότε, γυμνάσιο. Στην τελευταία τάξη του γυμνασίου κατασκεύασα, με τη βοήθεια κάποιων χωριανών, μια γκάιντα και άρχισα να την τυραννώ και να με τυραννεί προσπαθώντας να τη μάθω. Μετά το γυμνάσιο τελείωσα στα ΤΕΙ Αθήνας το τμήμα Ραδιολογίας Ακτινολογίας και μετά το στρατιωτικό μου (είκοσι οχτώ μήνες παρακαλώ), προσλήφθηκα στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης.
Όλο αυτό το διάστημα έπαιζα και μάθαινα γκάιντα και γνώριζα ανθρώπους γνωστούς, όπως ο Χρόνης Αηδονίδης, άλλα και λιγότερο γνωστούς, όπως ο Στρίκος ο Γιάννης. Ο πρώτος μ’ έκαμε να καταλάβω κάποια πράγματα για τη θρακιώτικη μουσική και ο Στρίκος μ’ έκανε ν’ ασχοληθώ με τη θρακιώτικη λύρα και να παίζω στ’ Αναστενάρια. Στα τριάντα αυτά χρόνια είχα την τύχη να συνεργαστώ με ανθρώπους σαν τη Δόμνα Σαμίου, τον Διονύση Σαββόπουλο, τον Ρος Ντέιλι, με διάφορους συλλόγους, να ταξιδέψω στο εξωτερικό, να κάνω δισκογραφία και να δείξω σε κάποια παιδιά αυτά που ήξερα. Σήμερα περισσότερο κατασκευάζω γκάιντες και λύρες και λιγότερο παίζω γιατί ευτυχώς βγήκαν πολλά νέα παιδιά που παίζουν και καλά.
Συντάκτης:Άννα Πατρωνίδου
e-mail: paratiritis.patronidoy@gmail.com
πηγή
Η «νόθευση» της ελληνικής χορευτικής ταυτότητας
Με σκοπό την συνταύτιση με την Ευρώπη
στα τέλη του 19ου και 20ου αι., προβήκαμε στην υιοθεσία ξένων προτύπων
από την πολιτισμένη Δύση. Η Ελλάδα ταύτισε τον εξευρωπαϊσμό με την πρόοδο, λειτούργησε μιμητικά[1] και προχώρησε σε απότομο, βίαιο, τεχνητό, ετεροχρονισμένο και αφομοίωτο εκδυτικισμό.[2]Στα πλαίσια αυτά η ελληνική χορευτική ταυτότητα θα αλλοιωθεί ή και θα παραγκωνιστεί.
Ειδικότερα. Τα παραδοσιακά είδη χορού της υπαίθρου αντιδιαστέλλονται με τους αστικούς χορούς των πόλεων. Πρόκειται
για χορούς που ταίριαξαν με τις αλλαγές που επέφερε η αστικοποίηση, η
εκβιομηχάνιση και ο καπιταλιστικός τρόπος ζωής. Φερμένοι κυρίως από την
Ανατολή με τους πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής οι χοροί αυτοί
πέρασαν από την αμφιβολία και την δυσπιστία στην καταξίωση και στην
αποδοχή. Αντικατέστησαν σταδιακά τους παραδοσιακούς δημοτικούς χορούς
που επειδή εξέλειψαν οι συνθήκες που τους γέννησαν μετατράπηκαν ή
πέθαναν.
Το κυριότερο αποτέλεσμα της εισαγωγής
είναι η ρήξη με την παράδοση και η αλλοίωση της χορευτικής μας
κουλτούρας. Ο πολιτισμικός ιμπεριαλισμός της Δύσης που περιλαμβάνει και
την Αμερική – κατεξοχήν κέντρο ντιρεκτίβων πολιτισμικού γίγνεσθαι του 20ου
αιώνα- εισάγει ότι θέλει με στόχο την ομογενοποίηση και την
μαζικοποίηση της τέχνης, σαρώνει οτιδήποτε παραδοσιακό βρει στο διάβα
του χαμηλώνοντας την κλίμακα των αξιών.
Η συνάντηση του παραδοσιακού πολιτισμού με τα ευρωπαϊκή πρότυπα είχε συνέπεια την κρίση ταυτότητας που υπάρχει ως σήμερα.
Από την παραδοσιακή κοινωνία της συμμετοχής μεταπηδήσαμε στην σύγχρονη
του θεάματος. Η πρώτη αποτύπωνε τους κώδικες της κοινότητας η δεύτερη
προάγει ξένα πρότυπα και ανάγκες στον βωμό του Marketing.
Επιπλέον η απόσπαση από το περιβάλλον
και η μεταφορά στην σκηνή της χορευτικής δραστηριότητας που θέλει τα
κοινωνικά γεγονότα να γίνονται ψυχαγωγικά, ορίζει τις σάλες, αίθουσες χορών τύπους απρόσωπους- μη τόπους. Οι τελετουργίες γίνονται παραστάσεις και η μύηση γίνεται διδασκαλία κτήμα επαγγελματιών,[3] ενώ εκλείπει και η επικοινωνία οργανοπαίχτη –χορευτή.[4]
Με την βεβαιότητα πως ο χορός αποτελεί Οικουμενικό διαχρονικό φαινόμενο, εργαλείο
– αποκωδικοποιητή που συμβάλει στην κατανόηση του κοινωνικού γίγνεσθαι
διότι δεν είναι ξεκομμένος από την υπόλοιπη ζωή αλλά αποτελεί μέρος της
μπορούμε να πούμε πως η ελληνική χορευτική δραστηριότητα που αλλάζει
χαρακτήρα στο πέρασμα των αιώνων αποτελεί ένα ακόμα στοιχείο που
δικαιολογεί την πολιτιστική μας μετάταξη από τον α στο β τύπο.[5]
Στον α πολιτισμικό τύπο υπερισχύει η
κοινωνική δυναμική στην οποία υποτάσσεται η ατομική. Οι κοινωνίες
ονομάζονται παραδοσιακές, πρωτόγονες, προβιομηχανικές και σε αυτές
ανήκαμε έως τον 19ο αιώνα. Στην δεύτερο τύπο κυριαρχεί το εγώ, το άτομο. Πρόκειται για εγγράμματες, μετακαπιταλιστικές, νεότερες σύγχρονες κοινωνίες στις οποίες ανήκουμε σήμερα.
Και ενώ στις πρώτες η μεταβίβαση στοιχείων του παραδοσιακού πολιτισμού
εξασφαλίζονταν με άμεσο και αυθόρμητο τρόπο, στις δεύτερες μεταβάλλεται η
σχέση με την παράδοση που αναβιώνεται με φολκλορική μορφή υπό την
αιγίδα συλλόγων και φορέων που αδυνατούν να δουν την ουσία της.
Οι παράγοντες αλλοίωσης της
ελληνικής χορευτικής ταυτότητας ήταν η κακή μίμηση από τις επαφές μας με
ξένα κυρίαρχα πολιτισμικά πρότυπα (άνοιγμα της κοινότητας με την
εποχιακή εργασία, εξωγαμία, μετακίνηση, ειδικά μετά τον Β παγκόσμιο
πόλεμο, την εγκατάλειψη χωριών τον νέο αστικό τρόπος ζωής.). Η ανάπτυξη
των μέσων επικοινωνίας είχε μερίδιο ευθύνης στην απορρόφηση των ξένων
προτύπων. Ωστόσο η μεγάλη αλήθεια για την «νόθευση» δεν είναι τόσο η παρουσία δυτικών στοιχείων όσο η απουσία ιδιωματικών ελληνικών και ανατολικών στοιχείων.
Κλείνοντας δεν πρέπει να ξεχνούμε πως ο
σκοπός και η χρήση του χορού ήταν οι παράγοντες που τον έχρησαν στην
αρχαιότητα φορέα αξιών.[6] Ο αχόρευτος άνθρωπος ήταν μεν απαίδευτος αλλά ο Πλάτωνας πρότεινε μονομερώς την εμμέλεια και όχι την βακχεία θέτοντας όρια στην χορευτική έκφραση.[7] Εμείς
δεν θα βάλουμε όρια στην έκφραση αλλά ίσως πρέπει να σκεφθούμε πως
πιθανόν το μυστικό της χορευτικής ελευθερίας να βρίσκεται πέρα από το
άγχος συνταύτισης με τα δρώμενα του εξωτερικού. Σίγουρα χρειάζονται οι
τεχνικές γνώσεις που προσφέρει ο έντεχνος χορός – για να λειτουργήσει το
σώμα σαν τέλειο όργανο- αλλά μπορούμε να κάνουμε τέχνη βασιζόμενοι στις
δικές μας πηγές, στην δωρική μας λιτότητα μέσα από την οποία ο χορός πραγματώνει την ένωση του χρόνου και του χώρου.
[1] Ράφτης Α., 1992, σ.26.
[2] Λέκκας Δ., τόμος Γ.,σ.343.
[3] Ράφτης Α., 1992, σ.25.
[4]Ράφτης Α., 1992, σ. 30-31.
[5]
βάσει της κατάταξης που έχει οριστεί από τις ανθρωπιστικές επιστήμες με
κριτήριο τις σχέσεις ανάμεσα στις ατομικές και κοινωνικές δυναμικές
[6] Λέκκας Δ., 2003, τόμος Δ, σ. 64.
Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2013
"Ο Μυλωνάς κι ο Βασιλιάς" - Λαϊκό παραμύθι από την Θήρα
Καταγραφή -- έρευνα Στέλλα Κοντογιάννη - ερευνήτρια λαογραφίας
(Αφηγείται η Καλίτση Μαυρομάτη )
Μια φορά κι ένα καιρό ήτανε ένας βασιλιάς .
μια μέρα κάλεσε το δέσποτα του τόπου του και του λέει :
Δέσποτα θα σου βάλω τρία
αινίγματα κι αν δεν μου τα λύσεις σε τρεις μέρες θα σου πάρω τη κεφαλή σου .
Του
λέει τα αινίγματα .
Μα βασιλέα μου ίντα σου φταίω εγώ και μου βάζεις αυτή τη
θηλεία ;
Αυτό που σου λέω , δεσπότη μου .
Ο δεσπότης καταστενοχωρημένος πήε στο
σπίτι του και τον έτρωε η συλλο(γ)ή . Οι μέρες περνούσανε και ο μυλωνάς , ο
γείτονάς του, που το μυαλό ντου έκοβε , λέει του δεσπότη. Έ(γ)νοια σου ,
δέσποτά μου , κι εγώ θα σου το κανονίσω το βασιλιά , μόνο να με λύσεις δεσπότη
και θα πάω να του τα εξηγήσω .
Την άλλη μέρα μια και δυο , ο καλός σου , πάει
στο βασιλιά : Τα αινίγματα που έδωσε ο βασιλιάς ήταν:
1) Να μετρήσεις πόσα μέτρα
είναι η γης από τον ουρανό ;
2) Ποια είναι η ισχή μου ;
3)Τι έχω στο μυαλό μου;
Βασιλιά μου, έλα να σου πω ότι θέλεις .
Κάτσανε , το λοιπός, και αρχινά ο ψευτοδεσπότης .
Θέλεις να σου πω , βασιλέα
μου πόσο είναι από τη γης ως τον ουρανό , έφερα απ’ όξω από το παλάτι σου τα
μέτρα και τα ‘χω μέσα στο κάρο , μπορείς να τα μετρήσεις κι ανι λάθος θα το
βρεις .
Για το δεύτερο αίνιγμα «ποια είναι η ισχύς σου» σου εξηγώ ότι πρώτα
είναι η δύναμη του Χριστού κι ύστερα η δική σου, βασιλιά μου.
Και όσο για το
τρίτο αίνιγμα «Τι έχεις μέσα στο μυαλό σου» είμαι βέβαιος ότι αυτή τη στιγμή
βλέπεις μπροστά σου το δεσπότη.
Και αμέσως γδύνεται και παρουσιάζεται ο πονηρός
μυλωνάς. Έτσι ο δεσπότης γλύτωσε τη κεφαλή του.
Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2013
Παρασκευή 11 Οκτωβρίου 2013
"Tης Ανθίας" - Ρουμλούκι Ημαθίας
Αργός τελετουργικός χορός.
Χοροδιδάσκαλοι: Δημήτρης Σαμαράς - Όλγα Καστανά. Συμμετέχουν: Ο Πολιτιστικός Σύλλογος Νεοχωρίου "ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΔΕΛΤΑ" ΚΑΙ ΤΟ Κ.Ε.Ρ.ΛΑ.Π ΑΓΚΑΘΙΑΣ ΗΜΑΘΙΑΣ. Συνοδεύει η κομπανία του θωμά Πάτμου.
Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2013
Τσεβρέδες: Αστικά κεντήματα της Κύπρου
Κέντημα μεταξωτό τσεβρέ σε ζωνάρι |
Τα κεντήματα αυτά, κατά κανόνα, είναι δουλεμένα με μετάξια σε λαμπερούς χρωματισμούς, που χάρη στη φυτική τους προέλευση έμειναν αναλλοίωτοι στο πέρασμα του χρόνου, όπως τα πράσινα, κόκκινα, γαλάζια, κίτρινα, λιλά, τριανταφυλλί, καφέ, μπλε. Ρόδα με κάλυκες, μαργαρίτες, γαρίφαλα, κυπαρίσσια, διακοσμούν τις άκρες ή σχηματίζουν συμμετρικές ενότητες, μια πανδαισία από πολύχρωμα φυτικά θέματα. Από την άποψη της διακοσμητικής αντίληψης, στα κεντήματα αυτά επικρατούν τα νατουραλιστικά στοιχεία και είναι εμφανής η επίδραση της ανατολίτικης τέχνης, που από τον 16ο αιώνα από επίδραση κυρίως περσική, στράφηκε προς τη φύση και τον φυτικό κόσμο.
Κέντημα τσεβρέ σε μεταξωτό γυναικείο ζωνάρι. Λευκωσία, 19ος αι. |
Κέντημα μεταξωτού τσεβρέ με σχέδιο κυπαρίσσι. Λευκωσία. 19ος αι. |
Κέντημα τσεβρέ σε μεταξωτές μαντιλιές |
Κέντημα τσεβρέ σε μεταξωτές μαντιλιές |
Κέντημα τσεβρέ από μετάξι και μεταλλικό σύρμα |
Κέντημα μεταξωτό τσεβρέ |
Πάνω: Κέτημα τσεβρέ. Κάτω: Κέντημα μεταξωτό τσεβρέ σε μαντιλιά |
Από το βιβλίο «Υφάσματα της Κύπρου» της Ελένης Παπαδημητρίου
Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2013
Tαμπουτσιά (πληροφορίες , κατασκευή , παραδοσιακοί ρυθμοί , τρόποι παιξίματος))
Σάββατο 21 Σεπτεμβρίου 2013
"Ντε βρε ντε" - Παραδοσιακό τραγούδι από το Μελί ερυθραίας
Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2013
Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου 2013
Η Βεροιώτικη Φορεσιά
Το μακρυλέμπαντο ελαφρύ παλτό από μαύρο ύφασμα μία σπιθαμή πιο κοντό από το φόρεμα με όρθιοπ γιακά χρυσοκεντημένο με αστραφτερές πούλιες και χρυσογάιτανο.
Στα πόδια φορούσε άσπρες κάλτσες με μαύρα παπούτσια
πηγή: http://www.lev.gr
Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2013
Πέμπτη 5 Σεπτεμβρίου 2013
Ο σακοποιός
Ο
σακοποιός, κατά κανόνα δεν έχει μόνιμο ούτε σκεπαστό εργαστήρι.
Εργάζεται στο ύπαιθρο. Μια αυλή μακρόστενη, κάτω απ τον ίσκιο
κληματαριάς ή μια πεζούλα χωραφιού, που δεν τη θωρεί ο ήλιος, είναι
τόπος κατάλληλος να φιλοξενήσει το φτωχό αυτό τεχνίτη, τον αργαλειό του
και τη σβύγα του.
Για τούτο και δεν εργάζεται όλο το έτος. Το μισό φθινόπωρο και το
χειμώνα ολόκληρο, αργεί. Εκτός, φυσικά, και έχει τόπο σκεπαστό, που να
χωράει μέσα εκεί η σβύγα του. Τον αργαλειό μπορεί ευκολότερα να τον
τοποθετήσει, ακόμα και μόνιμα, μέσα σε κανένα χαμόσπιτο ή κατώγι. Ο
σακοποιός φτιάχνει μια σειρά απο προίοντα, χρήσιμα για πολλές
καθημερινές εργασίες.
Τα «σακιά», χρειάζονται για τη μεταφορά διαφόρων γεωργικών προϊόντων.
Τα «χαράρια», για τη μεταφορά των άχυρων απ’ το αλώνι στον αχυρώνα (μεγάλα σακιά).
Οι «τρουβάδες», σε τρία μεγέθη: το συνηθισμένο, το «ταγάρ’», για να τοποθετεί μέσα εκεί διάφορα εφόδια και εργαλεία. Το «σαμάν-τρουβά», όπου βάζουν άχυρα και τρων τα ζώα. Το «μουστούχ’»,
πολύ μικρό τροβαδάκι, όπου βάζουν κτηνοτροφή για τα ζώα. Τον κοινό
τρουβά τον κρεμούν απ’ τον ώμο. Μερικοί όμως προτιμούν να τον
φορτώνονται πίσω τους, σαν τον γυλιό.
Τα «δισάκια».
Το δισάκι το φορτώνουν στο άλογο περνώντας το απ’ τη σκισμάδα στο
πίσω άκρο του σαμαριού, οταν περιέχει βαριά πράγματα ή απ’ το λαιμό του
ανθρώπου, όταν το περιεχόμενο είναι ελαφρό και δεν χρειάζεται άλογο.
«Σακούλια» λιοτριβιών, όπου τυλίγουν τις αλεσμένες ελιές για να τις στίψουν.
Οι ζώνες, με τις οποίες στερεώνουν τα σαμάρια πάνω στα ζώα. Μερικοί
σακοποιοί έφκιαχναν και τις φασκές των παιδιών τους με λινό μίτο, σε
διάφορα χρώματα.
Οι "σαρωνιές της Κάναβας"
φωτογραφία: Αρτεμία Αργυρού |
Ο Ροβέρτος τα
τελευταία χρόνια είχε ανανεώσει στο μέσο αριστερό μέρος της κάναβας την
εγκατάσταση για απόσταξη για παραγωγή τσικουδιάς. Ένα δωμάτιο ολόκληρο ήταν το
μάγκανο. Ήταν μια κάναβα με τα όλα της. Με παράθυρα εξαερισμού με γούρνες
βαθίές έτοιμες για να πλένουν οι εργάτες τα πόδια τους πριν μπουν στο πατητήρι
αλλά αυτό που δεν καταλάβαινε η Δομινίκη ήταν οι τόσες σκούπες γύρω από τα
πατητήρια.
« Μπαρμπά
Βαγγέλη! Καλέ τι είναι όλες τούτες οι σκούπες» του φώναξε καθώς εκείνος
βρισκόταν στο μέσα δωμάτιο και καθάριζε το μάγκανο.
-
Τις σαρωνιές
με την αλιγαριά λες Δομινίκη μου; Της αποκρίθικε
-
Ναι. Τις
σκούπες , τις σαρωνιές που λες κι εσύ μπαρμπά –Βαγγέλη.
Εκείνος τότε πήγε
κοντά της, στρίβοντας το μουστάκι του με τα πλατιά του χέρια. Άναψε το σέρτικο
και άρχισε να τις μαθαίνει. ….
-
Τούτες
οι σαρωνιές παιδί μου είναι για να κάμομε αέρα σε αυτούς που πατούν τα σταφύλια
γιατι ο θυμός του μούστου τους ζαλίζει, οι αναθυμιάσεις είναι πολλές και όσα
παραθυράκια και αν ανοίξεις στις κάναβες ποτέ δεν είναι αρκετό για να
ανανεώσουν τον αέρα. Για τούτο το λόγο οι πατητάδες θα δες, ότι όπως δένουν το άσπρο μαντίλι στο κεφάλι τους για να
κρατούν τον ιδρώτα τους έτσι βάζουνε και στο αυτί τους ένα κλωνάρι βασιλικό για
να τον μυρίζουνε και να σπάνε τη μεθυστική μυρωδιά του μούστου. Αλλά δεν είναι
τίποτα τούτο, μπροστά στις βαριές και επικίνδυνες αναθυμιάσεις που είναι στο
βάθος στο λινό. Εκεί που λες περιστέρα μου, πέφτει ο μούστος από τα πατητήρια.
Όταν οι ληνοί γεμίζουν,, οι εργάτες ρίχνουν γκαζοντενεκέδες τους γεμίζουν με
μούστο και τον ρίχνουνε σε τούτα τα τεράστια βαρέλια που βλέπεις τις αφούρες. Αυτός
όμως που πρέπει να κατέβει στο τέλος στον πάτο του ληνού για να ανέβάσει με τη σκάλα ντενέκε ντενέκε τον τελευταίο μούστο
και να καθαρίσει το ληνό, πρέπει να είναι δυνατός, γιατί ήδη ο μούστος έχει
αρχίσει και βράζει και οι αναθυμιάσεις γίνονται επικίνδυνες. …Όλα αυτά θα τα
δεις και θα τα καταλάβεις σε τρεις μέρες που θα αρχίσουμε τη βεντέμα….»
Μαίρη Γυφτογιάννη: Δομινίκη Η Ζωή της από λάβα και Αλμύρα
Κυριακή 25 Αυγούστου 2013
Η Βεντέμα της Σαντορίνης - Μ. Αβέρκιου Ρούσσος
Μέχρι πριν από τον 2ον Παγκόσμιον πόλεμον η «βεντέμα» (ο τρυγητός) ήταν ένα πραγματικό πανηγύρι. Η προετοιμασία της βεντέμας άρχιζε με το πλύσιμο των πατητηριών και των «λινών» (δεξαμενή είδους φρέατο, εις το οποίον έρρεε ο μούστος από το πατητήρι), των βαρελιών, άφουρες βουτσά και «μπόμπες» (μεγάλα
βαρέλια χωρητικότητος τεσσάρων βουτσών). Σε συνέχεια σκουπίζανε τις πεζούλες όπου θα απλώνανε τα σταφύλια που θα πατούσανε για το βυσάντo. Όλες αυτές οι δουλειές γινόταν καθ' όλην την διάρκειαν του Αυγούστου σε όλες τις κάναβες της Σαντορίνης.
Την 1ην Σεπτεμβρίου τα βέργινα κοφίνια φρεσκοπλιμένα περίμεναν στις μεγάλες λιθόστρωτες αυλές έτοιμα να φορτωθούν στα γεροδεμένα μουλάρια και να μεταφερθούν στα αμπέλια για το πρώτο κοφίνιασμα. Οι αγωγιάτες στόλιζαν τα ζώα τους κρεμόντας ολόγυρα στο λαιμό τους γαλάζιες χάνδρες, κογχύλια, κουδούνια, φυλακτά και πολύχρωμες φούντες. Το σύνθημα εδίδετο με το κτύπημα μεγάλης καμπάνας. Οι τρυγητάδες άνδρες, γυναίκες, κοπέλλες και παιδιά τρόχιζαν τα φερεντίνια τους πάνω στα πουριά ή στις μαυρόπετρες και με τραγούδια ξεκινούσαν με τα καλάθια περασμένα στα μπράτσα τους. Οι γυναίκες φορούσαν άσπρα μαντήλια δεμένα με τέτοιο τρόπο ώστε εφαίνοντο μόνο τα μάτια τους και πάνω από τα μαντήλια φορούσαν ένα σκιάδι, ήταν ξυπόλυτες αλλά τα πόδια τους ήταν σκεπασμένα με χονδρές κάλτσες πλεγμένες από τις ίδιες με καλτσοβελώνες. Οι άνδρες φορούσαν σκιάδια τραγιάσκες, και πλατύγυρα χρωματιστά ζωνάρια στη μέσηκαι φυσικά ήταν ξυπόλυτοι. Ο μπαλής (επιστάτης) ήταν για να επιβλέπη την διαλογή των σταφυλιών, χωριστά τα μαύρα μαντηλαριές, χωριστά τα άσπρα ασύρτικα και τα αηδάνια και ώριζε ένα τρυγητή για τα ξενόλοα = άθήρια, βουδόματα, εφτάκοιλα, μαυροτράνανα, αητονύχια, ποταμισές, βάφτρες, ασπροβουδόματα, κατσανιές, πλατάνια γλυκάδες και άλλα που θα πήγαιναν στις λιάστρες για σταφίδες.
Ο τρυγητός άρχιζε και οι τρυνητάδες σκυμμένοι πάνω στις αμπελιές γέμιζαν τα καλάθια τους τραγουδώντας κι όταν τα γέμιζαν τ’ άδειαζαν στα κοφίνια και ο μπαλής τα σκέπαζε με τα «χώσματα» δένοντάς τα ολόγυρα με αλιγαδούρα (ψιλό σχοινί). Από μακρυά ακουγόταν το τραγούδι του αγωγιάτη με τον γλυκό σκοπό της βεντέμας:
'Ωωωω Βεντέμα ήλθε βρε παιδιά
και πάρτε το χαμπάρι
θα πάρω την ψιλή κρανιά
να κάτσω στο μουλάρι.
Το γλυκό τραγούδι του αγωγιάτη, με την κρανιά και την κανάβινη χρωματιστή ποδιά στη μέση, έτσι που έκρυβε το πλατύ χρωματιστό ζωνάρι με τα κρόσια στην άκρη, ανωκατεύονταν με τα κουδουνίσματα των μουλαριών καθώς έτρεχαν αναλεκτά και σκόνιζαν το φούφουλο (μαλακό) χώμα του δρόμου. Από τ' αμπέλι οι τρυγητάδες απαντούσαν πάνω στον ίδιo σκοπό:
Mαvτηλαριά κι ασύρτικο
Βουδόματο κι αθύρι
επρόβαλε η αγάπη μου
από το παραθύρι
Σαν έφτανε στ' αμπέλι ο αγωγιάτης φώναζε τον μπαλή και εφόρτωναν μαζί τα γεμάτα κοφίνια πάνω στα ψηλά αράθυμα μουλάρια παίρνοντας πάλι το ριμίδι του γυρισμού στην .κάναβα, Αν ήταν λεύτερος κι αντωνιάριζε (αγαπούσε) καμμιά κοπέλλα που τρυγούσε στ' αμπέλι τότε πριν πη το «ντε λαξ ντε» στα φορτωμένα κτήματα ακουμπούσε επάνω στην κρανιά του με το ψηλό βέρδουλο στη άκρη και τραγουδούσε:
Μελαχροινή παρ' το σπαθί
και κόψε την κεφαλή μου
να πάψουνε τα βάσανα
κι οι αναστεναγμοί μου.
Αν η μελαχρoινή κοπέλλα δεν ανταποκρινόταν στην αγάπη του γιατί αγαπούσε κάποιον άλλον ή ήταν θυμωμένη μαζί του τότε του απαντούσε με τούτο το τραγούδι που την κάθε του στροφή τραγουδούσαν μαζί οι άλλοι τρυγητάδες με τον σκοπό της βεντέμας:
Δεν θέλω πια να μ' αγαπάς
να λες και το όνομά μου
γιατί ποτέ δεν ήκαμες
και με τα θέλημά μου
Τότε απογοητευμένος ο νεαρός ανωγιάτης με τον βασιλικό στ’ αυτί κεντούσε τα φορτωμένα μουλάρια του τραγουδώντας:
Δεν ημπορώ να κάνω αλλοιώς
να μη σε ζωγραφίσω
για να θωρώ την ζωγραφιά
να μη σ’ αλησμονήσω
Όταν έφθαναν στην κάναβα ξεφόρτωναν τα μουλάρια και μπατέρνανε τα κοφίνια στο πατητήρι από την «αφανιά» (άνοιγμα που ήταν στην ουρανιά του πατητηριού που συγκοινωνούσε με την ταράτσα ή την πεζούλα). Εδώ θα πρέπει να σημειώσωμε ότι οι περισσότερες κάναβες ήταν υπόσκαφες για νάχουνε «ανεδασιά» (υγρασία) κατάλληλες στην συντήρησι των κρασιών.
Πάνω 'στην παρασκιά του ρακιδιού ήταν ένα μεγάλο καζάνι και μια γυναίκα μαγείρευε το φαγητό των τρυγητάδων. Το καζάνι φορτωνόταν επάνω στο μουλάρι και μέσα σ' ένα κοφίνι έβαζαν τα σκουτελικά και τις κρίθινες κουλούρες σουρωμένες από νωρίς, ώστε να είναι έτοιμα όλα την ώραν που θα 'ρχότανε ο αγωγιάτης για να πάη στ' αμπέλι. Συνήθως το φαγητό ήταν μπακαλιάρος με πατάτες ή φάβα με λαρδί για το μεσημέρι και μανέστρα της βεντέμας, όπως την έλεγαν, για το βράδυ. Ξέχασα όμως το κολατσό που ήταν πάντα μια κουλούρα κι ένα κομμάτι τυρί. Απόντου 12 η ώρα κτυπούσε η καμπάνα του Αη Λιά και οι τρυγητάδες άφηναν τα καλάθια τους πάνω στην ντάνα ή στο έργουλο όπως το λέγανε τότε και πήγαιναν κάτω απ' την πιο κοντινή συκιά που ο αγωγιάτης είχε ξεφορτώσει το φαγητό τους. Εάν δεν υπήρχε συκιά τότε οι τρυγητάδες τρώγανε καταμεσίς του αμπελιού κάτω από τον καφτερό ήλιο. Μετά το φαγητό που ήταν νοστιμότατο, ξάπλωναν για να ξαποστάσουν μέχρι νάρθη το μερέντι. Η λέξις μερέντι έχει δύο σημασίες η κυρία της έννοια είναι απόγευμα, αλλά για τους Μποργιανούς εργάτες του κάμπου είναι ένα σημείον στο κοίλωµα της Κατεφιανής που όταν φωτισθή από μια αχτίνα του ήλιου α πρέπει να σηκωθούν για ν' αρχίσουν την απογευματινή δουλειά τους.
Ο τρυγητός συνεχιζόταν μέχρι το βασίλεμα του ήλιου και τότε τραγουδούσαν όλοι μαζί στο σκοπό της βεντέμας:
Βασίλεψε και σήμερα
πάει και τούτη η μέρα
δεν είδα την αγάπη μου
να πάρη ο νους μου αγέρα
***
Όμορφη πούσαι αγάπη μου
κι' ο ήλιος ζηλεύγει
Κι όταν γυρίσει και σε δει
πάει και βασιλέγει.
Κουρασμένοι γύριζαν στη κάναβα και εκεί πάνω στην πεζούλα ή στην λιθόστρωτη αυλή καθόταν κατάχαμα αρέγκου --ρέγκου = τριγύρω στο «τραπέζι». Στη μέση ήταν μια μεγάλη σκουτέλα του ζυμωτού γεμάτη μανέστρα και μια γυναίκα γέμιζε τα γάστρινα σκουτέλια των τρυγητάδων. Στους άνδρες έδιναν και από ένα τσίρο ή ξελουριστόν μπακαλιάρον για να πιούν το κρασί τους κα να ευχηθούν στο αφεντικό και στην αρχόντισσα «καλά κρασά» ή κάθε αμπελιά χίλιες ρόες». Πολλές φορές οι κάναβες γειτονεύανε κι οι νέοι και οι κοπελλιές αρχίζανε τα τραγούδια με λύρες ή τσαμπούνες και ολάκερο το χωριό γλεντούσε χόρευε και τραγουδούσε τραγούδια και παινέματα στα αφεντικά και στις αρχόντισσες:
Σταφύλια κόβγουνε παιδιά
πάμε στα πατητήρια
μας κερνούν τ' αφεντικά
και σπούμε τα ποτήρια.
***
Μέσα σ’ αμπέλια που τρυούν
πέντ' έξε κομπανία
μας λέει το αφεντικό
να παίξουμε τη λύρα.
***
Κι οι άνθρωποι που τραγουδούν
μπράβο αφεντικό μας
θε να σου βγάλουμε δουλεία
πούναι καλό δικό μας
Κι' από την άλλη κάναβα ακούγεται η φωνή του μπαλή που παινεύει το αφεντικό του τον Δελένδα:
Ποιανού τρυάτε βρέ παιδιά
τρυούμε του Ντελέντα
για τούτο ήλθαμε και μεις
πούναι καλή βεντέμα
Πιο πέρα ένας άλλος τραγουδεί:
Το τρυγητό ή άρχισε
Και κόβγουνε σταφύλια
κι' όντες αποτρυήσουμε
θα πάμε στην Αθήνα
Αλλά και τα τραγούδια της αγάπης έχουν την πρώτη σειρά στο σκοπόν της βεντέμας με την συνοδεία των τοπικών οργάνων (λύρα, τσαμπούνας ή μούζικας). Έτσι ένας ερωτευμένος τρυγητής τα βάζει με την κεφαλή του επειδή αγάπησε πολύ.
Ανάθεμά σε κεφαλή
σπάσιμο θέλεις πάλι
στα βάσανα που βαλες
πάσκισε να με βγάλης.
Κάποιος άλλος που έχασε την αγάπη του γιατί αυτή αγάπησε κάποιον άλλον τραγουδά:
Κατάλαβα τα λόγια σου
πως είναι μπερδεμένα
κι' αν αγαπήσης άλλονε
δεν είναι σαν .κι εμένα.
Δεν νταγιαντίζω μάτια μου
με τα πεισματικά σου
μ' έκαψες και με φλόγισες
με τα καμώματά σου.
***
Για δες πως με κατάντησες
και δεν μεταλαβαίνω
κι από το χέρι του παπά
αντίδωρο δεν παίρνω
Το δείπνο στην κάναβα συνεχιζόταν μέχρι αργά και οι τρυγητάδες κουρασμένοι αλλά ευχαριστημένοι πήγαιναν να κοιμηθούν για να σηκωθούν πάλι τα χαράματα κι αυτό γινόταν καθημερινώς.
Πηγή: ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΤΗΣ ΣΑΝΤΟΡΙΝΗΣ
Μάρκου Αβερκίου Ρούσσου
Αθήνα 1971
πηγή: http://kallistorwntas.blogspot.gr
Δευτέρα 5 Αυγούστου 2013
Υφάσματα από την Πάφο
Κέντημα σταυροβελονιά με "σταυροφόρους" σε άκρη βαμβακερής μαντιλιάς. Πάφος, 19ος αι.
Οι "σταυροφόροι" σε κοντινό πλάνο
Κεντρικό μοτίβο σταυρός σε σταυροβελονιά από βαμβακερή μαντιλιά. Πάφος, 19ος αι.
Υφάντρα με βαμβακερό φυδκιώτικο πλουμιστό σεντόνι. Φύτη. 1969.
Υφαντό κέντημα σε βαμβακερό γυναικείο ποβράτζι. Πάφος 19ος αι.
Σταυροβελονιά σε βαμβακερό μαντίλι. Πάφος, αρχές 20ού αι.
Φυδκιώτικα υφαντά πλουμιά σε μαλλινοβάμβακο ιγραμοσέντονο. Πάφος, 19ος αι.
Λαυκοκέντημα ασπροπλούμι σε βαμβακερό μαντίλι. Πάφος, 19ος αι.
Υφαντό φυδκιώτικο κέντημα σε δίμιτη βαμβακερή μαντιλιά. Φύτη, 19ος αι.
Υφαντά φυδκιώτικα πλουμιά σε μαλλινοβάμβακο δίμιτο ιγραμοσέντο. Πάφος, 19ος αι.
Πηγή: NOCTOC
Πούκλες: Οι παραδοσιακές γυναικείες πόρπες της Κύπρου
α). «Πούκλα» ασημένια με διάκοσμο από «τριφούρι» και σμάλτο (υαλόμαζα). Συλλογή Κυπριακού Μουσείου. Οικία Χατζηγεωργάκη. Λευκωσία.
β). «Πούκλα αθασοτή, ασημένια, τριφουρένια» με ένθετο σμάλτο κα πέτρες. Συλλογή Κυπρακού Μουσείου. Οικία Χατζηγεωργάκη. Λευκωσία.
γ). «Στρογγυλές» και «αθασοταίς πούκλες τριφουρένες» με ένθετο σμάλτο (υαλόμαζα) και γυαλόπετρες. Συλλογή Λουκίας Πιερίδη, Λευκωσία.
α). «Πούκλα» κεντημένη με μεταξοκλωστές, μαργαριτάρια και ένθετες πέτρες. Συλλογή Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου.
β). «Πούκλα» κεντμένη με μεταξοκλωστές, μαργαριτάρια και ένθετες πέτρες. Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα, αρ. ευρ. Εα. 124.
γ). «Πούκλες» ασημένιες με διάκοσμο από «στριφούρι» και σμάλτο (υαλόμαζα). Συλλογή Κυπρακού Μουσείου. Οικία Χατζηγεωργάκη, Λευκωσία.
α). «Τριφουρένια πούκλα»
β). «Αθασοτή πούκλα» με δράκο.
Συλλογή Λουκίας Πιερίδη, Λευκωσία.
«Ζώνη («κολάνα») με πούκλες». Ανήκει στη γυναικεία φορεσιά των πόλεων της Κύπρου, τέλος 19ου αιώνα. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα. αρ. 2284.
Από το βιβλίο «Η Αστυκή Ενδυμασία της Κύπρου» της Ευροσύνης Ριζοπούλου -Ηγουμενίδου
β). «Πούκλα αθασοτή, ασημένια, τριφουρένια» με ένθετο σμάλτο κα πέτρες. Συλλογή Κυπρακού Μουσείου. Οικία Χατζηγεωργάκη. Λευκωσία.
γ). «Στρογγυλές» και «αθασοταίς πούκλες τριφουρένες» με ένθετο σμάλτο (υαλόμαζα) και γυαλόπετρες. Συλλογή Λουκίας Πιερίδη, Λευκωσία.
α). «Πούκλα» κεντημένη με μεταξοκλωστές, μαργαριτάρια και ένθετες πέτρες. Συλλογή Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου.
β). «Πούκλα» κεντμένη με μεταξοκλωστές, μαργαριτάρια και ένθετες πέτρες. Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα, αρ. ευρ. Εα. 124.
γ). «Πούκλες» ασημένιες με διάκοσμο από «στριφούρι» και σμάλτο (υαλόμαζα). Συλλογή Κυπρακού Μουσείου. Οικία Χατζηγεωργάκη, Λευκωσία.
α). «Τριφουρένια πούκλα»
β). «Αθασοτή πούκλα» με δράκο.
Συλλογή Λουκίας Πιερίδη, Λευκωσία.
γ). Πόρπη στήθους («πούκλα τραχηλίας») από την Κύπρο, επίχρυση («παραχρυσωμένη») συρματέινη, με επίθετο κοκκιδωτό διάκοσμο και ένθετες γυαλόπετρες. Μουσείο Μπενάκη, αρ. ευρ. Εα. 215.
α, β). Πόρπες με ανάγλυφο έκτυπο και εγχάρακτο διάκοσμο φυτικών μοτίβων. Συλλογή Πάυλου Νεοφύτου, Λευκωσία.
γ). «πούκλα αθασοτή» με έκτυπο διάκοσμο κα ένθετες πέτρες. Συλλογή Κυπρακού Μουσείου, Λευκωσία.
α). «Πούκλες» με έκτυπο δράκοντα κα φυτικά μοτίβα. Συλλογή Αμερκανικού Ινστιτούτου Κυπριακών Ερευνών (CAARI), Λευκωσία.
β). «Πούκλα» με έκτυπο δικέφαλο αετό κα φυτικά μοτίβα. Συλλογή Παύλου Νεοφύτου, Λευκωσία.
γ). «Πούκλα» με έκτυπο δράκοντα κα φυτικά μοτίβα. Συλλογή Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου.
α). Ασημένια «πούκλα» με αετό. Συλλογή Κυπριακού Μουσείου, Λευκωσία.
β). Ασημένια «πούκλα» με αετό. Συλλογή Αμερκανικού Ινστιτούτου Κυπριακών Ερευνών (CAARI), Λευκωσία.
γ). Πόρπη με ανάγλυφο, έκτυπο και εγχάρακτο διάκοσμο φυτικών μοτίβων και οικοδομήματος. Συλλογή Παύλου Νεοφύτου, Λευκωσία.
Από το βιβλίο «Η Αστυκή Ενδυμασία της Κύπρου» της Ευροσύνης Ριζοπούλου -Ηγουμενίδου
Πηγή: NOCTOC
Κυριακή 30 Ιουνίου 2013
Zερβός Κάσου
Απόσπασμα από την εκπομπή της ΕΤ-1 "Μουσικό Οδοιπορικό" στην Κάσο το 1998. Χορός Ζερβός.
Λύρα: Ηλίας Περσελής
Λαούτο: Γιώργος Περσελής
Ελλήνων Δρώμενα :"Σέρρα , ο χορός των Ποντίων"
"... είναι ο χορός των Ποντίων... είναι η αφήγηση της ιστορίας του ποντιακού ελληνισμού με τη γλώσσα του σώματος... ο Χάροντας το βάζει στα πόδια όση ώρα χορεύουν... ο γέρον πα ζωντάνευε.... θεωρώ τον χορό την αυριανή ταυτότητα της ράτσας μου...."
Πώς δημιουργήθηκαν όλα αυτά τα στοιχεία που απεικονίζονται στο χορό Σέρρα;
Ποια είναι η καταγωγή του χορού και από πού πήρε το όνομά του;
Είναι «πυρρίχιος» - πολεμικός χορός; ποιοί τον χόρευαν, πότε και γιατί;
Ο φακός της εκπομπής ΕΛΛΗΝΩΝ ΔΡΩΜΕΝΑ περιηγήθηκε στις αμιγώς περιοχές κατοικίας Ποντίων στην πόλη της Κοζάνης και στα χωριά Αλωνάκια, Άγιος Δημήτριος, Πρωτοχώρι, Σκήτη, Τετράλοφος, Κοιλάδα κ.α. και κατέγραψε αυθεντικές χορογραφικές απεικονίσεις του χορού «Σέρρα» μαζί με αυθεντικές αφηγήσεις για την πρωταγωνιστική σχέση που κατέχει ο συγκεκριμένος χορός στη ζωή τους.
ΕΛΛΗΝΩΝ ΔΡΩΜΕΝΑ, 27-01-2013, ΕΤ3
Δευτέρα 24 Ιουνίου 2013
Πλουμιστά Γαμήλια ψωμάκια από την Κύπρο
Πεζούνια με πλουμίθκια (για τον παστόν) |
Πλουμιστή πίτα του αντρογύνου
|
Κολότζι με το κουλούρι (για κάλεσμα στο γάμο) |
Κουλούρι της νύφης με πλουμίδκια |
Κουλούρι της νύφης με κληματαριά και σταφύλια |
Πίττα του γάμου με γεωμετρικά σχέδια |
Πλουμιστή γλυσταρκά (για κάλεσμα στο γάμο) |
Κουλούρι του παστού (μανάσσας)
|
Πλουμιστό φίδι για τον στολισμό του παστού |
Πλουμιστός Σταυρός για την ευλογίαν του αντρογύνου |
Τσουρέκι του γάμου για το κάλεσμα |
Κανίσσιν του γάμου για το κάλεσμα |
Κουλουρούδκια του γάμου |
Από το βιβλίο «Το Πλουμιστό Ψωμί της Κύπρου» της Δωρίτας Βοσκαρίδου
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)