Σελίδες


Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2013

Κυπριακές Παροιμίες

 Η παροιμία είναι ένα πνευματικό δημιούργημα που χάνεται στα βάθη του χρόνου και κανένας δεν ξέρει από που κρατά η ρίζα της. Ακόμα και οι πρωτόγονοι λαοί έχουνε τις παροιμίες τους, και είναι να θαυμάζει κανείς την παρατηρητικότητα και την εκφραστική ευστοχία εκείνων που τις έπλασαν. Τον καλύτερον ορισμό γι΄αυτήν τον έδωσε ο Αριστοτέλης: η παροιμία είναι η «μεταφορά απ΄είδους επ' είδος». Χαρακτηριστικό των παροιμιών σε όλες τις εποχές είναι το πολύχρηστο και η συντομία.
Οι παροιμίες είναι παρομοιώσεις που με τον καιρό έγιναν πάγκοινες και λέγονται πάνω στις διάφορες πράξεις και στους λόγους των ανθρώπων για να γίνεται μεταφορικά ο χαρακτηρισμός τους. Άλλοτε είναι το πόρισμα ενός μύθου: πάνω σε πράξεις ή λόγους λέγεται ολόκληρος μύθος. Όταν όμως η παροιμία είναι ευκολονόητη, τότε λέγεται μόνον αυτή, χωρίς επεξήγηση. Τις παροιμίες χαρακτηρίζει, κατά το περισσότερο, ευτράπελος και ειρωνικός τρόπος, και οι πιο πολλές έχουνε για βάση τους τον φυτικό κόσμο, τον βίο των ζώων και των ανθρώπων ή προέρχονται από παροιμιώδης μύθους.
Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν τις παροιμίες τους, όπως παροιμίες είχαν και οι Βυζαντινοί.
Παροιμίες ακούμε κ΄εμείς σήμερα σε κάθε κουβέντα γύρω μας, και μπορεί κανείς να τις χαρακτηρίσει σαν επιβίωση του παρελθόντος μέσα στο παρόν όταν βλέπει πλήθος απ' αυτές να έχουν τις αντίστοιχές των σε μακρινές εποχές. Οι αρχαίοι έλεγαν: «Πέτραν κοιλαίνει ρανίς υδάτων ενδελεχούσα». Σήμερα ακούγεται: «Σταλαγματιά-σταλαγματιά το μάρμαρο τρυπιέται».
Οι Κύπριοι έχουν τις δικές τους παροιμίες, όπως οι αδελφοί τους Ελλαδίτες, από τον αδιάσπαστο φυλετικό δεσμό που τους ενώνει με την ακατάλυτη κ΄αιώνια ρίζα του Ελληνισμού.
Από τις εκατοντάδες των παροιμιών του Κυπριακού Λαού δίνουμε εδώ ένα σύντομο δείγμα παρμένο από τις πλούσιες πηγές των κυριότερων λαογράφων του τόπου καθώς και από διάφορες σποραδικές αφηγήσεις κατοίκων της υπαίθρου όπως τις εσημειώσαμε στην Κύπρο.

 Παροιμίες

 Που άδρωπον στενοπερίσσευτον ππαράες μεν δανειστής.
Μην επιδιώκεις κάτι που είναι αδύνατο να γίνη.

'Οπκοιος ΄νεκατώννει τα χώματα εννά γεμώσουν τ΄αμμάδκια του.
Όποιος καταπιάνεται με έργα αλλότρια κινδυνεύει να πάθει και ζημιά.

Δώσ' τον τζυρά, τον άντραν σου και λάμνε (τρέχα) γύρευκ' άλλον!
Για όσους ασυλλόγιστα χαρίζουν κάτι, ενώ το έχουν απόλυτη ανάγκη.

Το καλομάλαον (ήμερο) αρνίν φαίνεται ΄που την μάντραν.
Ο καλός και άξιος άνθρωπος φαίνεται από τα μικράτα του.

Απού πειράζει τον γάδαρον πίννει τες πορκιές του.
Όποιος συνδέεται με πρόστυχους ας έχει υπόψη του και τα δυσάρεστα επακόλουθα.

Επολοήθηκεν (απάντησε) κι ο γάδαρος ΄που την αππέσσω πάγνην (πάχνι).
Ανακατεύονται στη σηζήτηση απρόσκλητοι χωρίς καλά-καλά να ξέρουν περί τίνος πρόκειται.

Μιτσίν (μικρό) γαούριν νωπόν (νέο) φαίνεται.
Οι κοντοί άνθρωποι φαίνονται μικροί αλλά δεν σημαίνει ότι και είναι.

Όσον μισώ τα κάρταμα (το φυτό κάρδαμο), στα γένεια μου βλαστούσιν.
Για όσους έχουν την ατυχία να μη μπορούν ν' απαλλαγούν από ό,τι ιδιαίτερα αποστρέφονται.

Πριν εγυρεύκαν ΄που γενιάν, τωρά γυρεύκουν πόχει,
μα πόχει νουν και στόχασην πάλε γενιάν γυρεύκει.
Πρέπει και σήμερα κανείς στην παντρειά να προτιμά την αρετή από τα πλούτη.

Το γλήορον και το καλόν ΄εν παν μαζίν τα δκυό τους.
Η καλή δουλειά δεν γίνεται με βιασύνη.

Πού΄χει κατάραν του παππού πάει τον Μαν (Μάη) αρκάτης (εργάτης),
κι απού΄χει του πρωτοπαππού πάει τον Πρωτογιούννην (Ιούνιο).
Οι κατάρες των γονιών, και ειδικά του παππού και του προπάππου, είναι πολύ βαριές.

Που Σάββατον ως Σάββατον ελύτζιασεν (έγινε φαλακρός) ο κκέλης (ο φαλακρός).
Κάθε δουλειά για να πετύχει θέλει και τον απαιτούμενο καιρό.

Παρακάλε το μάλιν (περιουσία) της γεναίκας σου να΄ν΄γυαλλικά.
Καλύτερα τα προικιά της γυναίκας σου νά ΄ναι από γυαλικά για να μπορείς να της τα σπάσεις πάνω στον δίκαιο θυμό σου.

Αντίς να σε φουμίζουσιν (παινεύουν) οι ξένοι κ' οι δικοί σου,
φουμίζεσαι παρτίκα μου, ατή σου κι απατή σου.
Για κείνους που εγκωμιάζουν οι ίδιοι τον εαυτό τους.

Αρρωστοφαγιά, κατεβασιά της πείνας.
Για όσους προσποιούνται τον άρρωστο για να φάνε καλύτερο φαΐ.

Ένας πελλός (τρελός) να γνωριστή έν και θέλει κουδούνιν.
Τα μεγάλα ελαττώματα δεν μπορούν να κρυφτούν.

Τάϊσ' τον πελλόν, να σου μα(γ)αρίση κιόλας.
Για κείνους που, αντί ν' αναγνωρίζουν το καλό, το πληρώνουν με αχαριστία.

Άλλοι τον πεύκον κι αν ραή!
Αλίμονο στον δυνατό που θα χτυπηθεί από τη μοίρα.

Εν΄δανεικά τα πίσκαλα (χειροκροτήματα) στον γάμον.
Όταν θέλει να πει κανείς πως παραμένει ανταπόδοση σε μια του εκδούλευση.

Η ρκά (γριά) έτσι καταχείμωνα τ' αγγούριν εθθυμήθην.
Για κείνους που γυρεύουν κάτι έξω απ΄τον καιρό του.

Επήες έναν τόπον πών' ούλλοι στρα(β)οί; δήσε κ' εσού τ' αμμάδκια σου.
Άμα βρεθής με ανθρώπους αμόρφωτους, κάνε κ΄εσύ τον αμόρφωτο αν θες να περάσεις καλά μαζί τους.

Άλλοι ζιούσιν με τον κόπον κι άλλοι ζιούσιν με τον τρόπον.
Για τους καταφερτζήδες που καλοπερνούν μεταχειριζόμενοι πλάγια μέσα.

Ο άρκοντας έφαν κ' έβρασεν, κι ο φτωχός έφαν κ' ερίασεν (κρύωσε).
Ο πλούσιος έχει φαγητό και ζεστασιά, ενώ ο φτωχός για να φάει πρέπει να πουλήσει ακόμη και τα ρούχα του.

Ώστι να γινή το κκέφιν του αρκόντου, του φτωχού εξέ(β)ην (βγήκε) η ψυχή του.
Για την αδιαφορία των πλουσίων μπρος στη δυστυχία των φτωχών.

Το χωρκόν εν' γεμέτον κλιθθάριν (κριθάρι) κι ο γάδαρος μου πεθυμά το.
Για όσους επιθυμούν κάτι που, ενώ μπορούν, δεν βρίσκουν τον τρόπο ή την ευκαιρία να το απολαύσουν.

Ψεματινόν λακκιρτίν  στο μεϊτάννιν ΄εν ιβκαίνει.
Ψεύτικη κουβέντα δεν βγάνει άδικα στη φόρα.

Καλός-καλός ο χοίρος μας κ' εξέβην χαλαζιάρης.
Για όσους δίνουν πολλές ελπίδες και στο τέλος απογοητεύουν.


Του κόσμου τ΄αναέλαστρον (περίγελως) του κόσμου ανα(γ)ελά του.
Για μωρούς και γελοίους που κοροϊδεύουν τους άλλους.

Εγιώ σ' έχτισα, φούρνε μου, κ' εγιώ ΄ννα σε χαλάσω.
Λέγεται σ' εκείνους που ανέβηκαν ψηλά με την βοήθεια άλλων μα που ξεχνούν τους ευεργέτες των.

Απών' εί(δ)εν (όποιος δεν είδε) βουνά και κάστρη εί(δ)εν τον φούρνον κ' εποθαμμάστην.
Όποιος δεν έχει δει μεγάλα και ωραία πράγματα, βλέπει έκθαμβος τα μικρά και ασήμαντα.

Ο αλουπός εχώννετουν κ' ο νούρος (ουρά) του εφαίνετουν.
Για όσους κάνουν κρυφά κάτι, νομίζοντας πως δεν τους έχουν αντιληφθεί, ενώ μόνοι τους προδίδονται.

Λόγια και νερόν πέρνει τα ο ποταμός.
Τα λόγια φεύγουν, τα έργα όμως μένουν.

Κατά μάναν, κατά τζύρην, κατά θκειόν καραβοτζύρην.
Τα προτερήματα και τα ελαττώματα των γωνιών και των συγγενών κληρονομούνται απ΄τα παιδιά.

Η ρκά έν τ΄όρπιζεν ν' αρμαστή (παντρευτεί) και θέλει και πουπανωπροίτζιν (πανωπροίκι).
Για όσους δεν αρκούνται σ' αυτά που τους έφερε η τύχη αλλά ζητούν και περισσότερα.

Εί(δ)εν ο ανεβράκωτος βρατζίν κ' εξιππάστην.
Λέγεται για τους νεόπλουτους και τα καμώματά τους.

Κατεβαίνει η ορκή του Θεού ΄που τα τζεραμίδκια.
Για τα ανεπάντεχα κακά που βρίσκουνε τον άνθρωπο.

Τ' αμμάτιν (το κακό μάτι) πύρκον (πύργο) καταλυεί κι ανώγεια βάλλει κάτω.
Για τον φθόνο που προξενεί μεγάλα κακά στους ανθρώπους.

Απού πεινά κ' εν τρώει θαρκέται (νομίζει) ένν' αρκοντύνη,
κ' έννα πεθάνη άξιππα (άξαφνα) κ' η πείνα εννά του μείνη.
Λέγεται για τους φιλάργυρους που στερούνται άδικα τα πάντα στη ζωή τους.

Ο αλουπός στον ύπνο του πετειναρούδκια εθώρεν.
Για όποιον φαντάζεται πως θα τον ευνοήσει η τύχη.

Τούτ' η πίττα κ' η κανάτα μας αφήκαν δίχως βράκαν.
Ο λαίμαργος, για χάρη της κοιλιάς του, πολλές φορές στερείται και τα πλέον απαραίτητα.

ο κάττος κι αν εγέρασεν τα νύχια που' χεν , έχει τα.
Για κείνους που διατηρούν και στα γεράματα ένα προτέρημα ή ελάττωμά τους.

Ο Μανώλης με τα λόγια χτίζει ανώγεια και κατώγια.
Για όσους φλυαρούν χωρίς καμμιά σοβαρή σκέψη.

Βλέπε πρώτα την γούγιαν (ούγια του υφάσματος) και διάλεξε πανίν.
Κοίτα πρώτα τη μάνα και πάρε το παιδί.

Ο πάππος έφαν (έφαγε) τ' όξινον (λεμόνι)  και μούθκιασεν (εμούδιασε) τ' αγγόνιν.
Ότι κακό κάνουν οι γονείς, το πληρώνουν τα παιδιά.

Τον αλουπόν η τρύπα του ΄εν τον εχώρεν κ' ετράβαν και τριζοκολόκαν (ξεροκολοκύθα).
Γι' αυτούς που καταπιάνονται με πράγματα ανώτερα από τις δυνάμεις τους.

Όσην αμάνταν (ησυχία) έχει ο νούρος  του φόραδου (φοράδας) τόσην έχει κο ο φτωχός ανάπαψην.
Ο φτωχός δεν ξεκουράζεται ποτέ.

 Γεωργικές Παροιμίες 

Άλετρον ξυσμένον, σπαθίν ακονισμένον.
Όταν τα αλέτρι είναι καθαρό, η καλλιέργεια της γης γίνεται καλύτερα.

Αν ποτίσης και κοπρίσης, σί(γ)ουρα εννά γιωρκήσης.
Με την περιποίηση της γης σου θα εξασφαλίσεις καλή σοδειά.

Γελάς της γης κρυφά; τζείνη γελά σου φανερά.
Αναλογα με την καλή ή κακή καλλιέργεια η γη σου θα σε πληρώσει.

Τον νερόν του Οχτώβρη και το νερόν του Μάρτη
αν δεν έχεις τόπον να το βάλης, βάρτο μέσ' το πιθάριν.
Τόσο είναι ωφέλιμα τα βρόχινα νερά αυτών των δύο μηνών για τα δέντρα και τα γεννήματα ώστε ο γεωργός πρέπει να τα μαζεύει για μια ώρα ανάγκης.

Ο βους αν δεν αλώνεβκεν (αλώνιζε), ο νιός αν δεν εθέριζεν κ' η κόρη αν δεν εγένναν,
ποττέ τους εν εγέρναν (γερνούσαν).
Το κάθε πράγμα έχει το λόγο του για να γίνεται.

Άμα ο βασιλιάς εν΄πίσω, εν΄ούλλα πίσω.
Πάνω απ΄όλα τα προϊόντα της γης το σιτάρι είναι ο βασιλιάς. Γι' αυτό, αν το σιτάρι δεν αναπτυχθεί εξαιτίας της αναβροχιάς, όλες οι σπορές των δημητριακών δεν προκόβουν.

Βκάλε παλλούραν (θάμνος αγκαθερός), να φας κουλλούραν.
Δηλ., καθάρισε το χωράφι σου από τ΄αγριόχορτα για να είναι το χώμα του γόνιμο όταν το σπείρεις.

Αν θέλης να πλήξης (στενοχωρηθείς) ή να χαρής, έλα τον Μάη να με δης.
Σημαίνει ότι από τον μήνα Μάη, που ωριμάζουνε τα στάχυα, φαίνεται και η ποιότητα του σιταριού αν θα είναι καλή ή κακή.

Τσάππισ' τους όχτους (άκρες) των χωραφκιών σου, να γεμώσουν οι γύροι των αλωνιών σου.
Όσο πιο εντατικά περιποιηθείς τη γη σου τόσο πιο άφθονη η συγκομιδή σου.

Τον Φεβράρη (Φλεβάρη) έλα 'δε με, και τον Μάρτη ξαναδέ με,
κι αν με δης και κυματίζω, σάσε (φτιάξε) σέντε (αποθήκη) να με βάλης.
Αν αυτούς τους δύο μήνες το σιτάρι πάει καλά, τότε η σοδειά θα είναι μεγάλη.


Πηγή: Από το βιβλίο της Αθηνάς Ταρσούλη «ΚΥΠΡΟΣ», τόμος Β', 1963
Μεταφέρθηκε στο διαδίκτυο από NOCTOC


Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2013

Φορεσιές στην Επαρχία Μεγαρίδας

Φορεσιά Ελευσίνας

Η γυναικεία φορεσιά της Ελευσίνας (νυφική & γιορτινή) και γενικά των υπόλοιπων κουντουριώτικων χωριών, σταδιακά δέχθηκε επιδράσεις από τα Μέγαρα, την Σαλαμίνα, και την Αθήνα, αφού πολλά εξαρτήματα έχουν ομοιότητες η φτιάχνονταν σε αυτές τις περιοχές.

Η νυφική φορεσιά αποτελείται από τα παρακάτω εξαρτήματα:
  • Την φασκιά. Άσπρη υφασμάτινη λουρίδα περίπου 3 μέτρων όπου τύλιγαν δυο-τρείς φορές το στήθος.
    Στην συνέχεια φορούσαν το πουκάμισο, αμάνικο φόρεμα που έφτανε μέχρι τα γόνατα από βαμβακερό ύφασμα.
  • Τα εσωτερικά μισοφόρια, τα οποία τα κατασκεύαζαν από βαμβακερό ύφασμα (πλιχούρα) και συνήθως 

  • Φορεσιές Ελευσίνας


    φορούσαν δύο , τρία μισοφόρια για να «στρώσει» όπως έλεγαν το καλό μεταξωτό μισοφόρι σε ύφασμα σαντούκ ή κρεπ-ντε-σίν το νεότερο. Ο στολισμός στο τελείωμα ήταν δαντέλα η ψιλός πλισές.
  • Επίσης η τραχηλιά, για να διακοσμεί το μπούστο από καλό χασέ ή και μεταξωτό ύφασμα, κεντημένη με χρωματιστές κλωστές ,με χειροποίητες δαντέλες, ή και του εμπορίου.
  • Συνεχίζουμε με τα κυριότερα κομμάτια όπως είναι ο τζάκος ή καμιζόλα ή ζιπούνι με τερζίδικο κέντημα στα μανίκια (ανάλογα την οικονομική ευχέρεια της οικογένειας) του οποίου η κατασκευή γινόταν στα Μέγαρα στην Σαλαμίνα και στην Αθήνα. Υπήρχαν και ντόπιες κεντήστρες οι οποίες όμως δεν ακολουθούσαν τα παραδοσιακά μοτίβα. Ο νυφικός τζάκος ήταν φτιαγμένος από μεταξωτό βελούδο (κατηφές) ή βαμβακερό (φέλπα) σε διάφορες αποχρώσεις του κόκκινου ή του γκρενά. Οι παλαιότεροι τζάκοι ήταν τσόχινοι. Επίσης χρησιμοποιούσαν και την στόφα. Να επισημάνω ότι στο τζάκο συνήθως δεν έβαζαν βελούδο στην πλάτη, επειδή φορούσαν το σιγκούνι.
  • Η ποδιά που φοριόταν με το παλαιότερο τύπου πουκάμισο, ήταν ριγωτή πολύχρωμη υφασμένη στον αργαλειό από λαγάρα μαλλί. Οι νεότερες ποδιές ποικίλουν και δεν μπορούμε να μιλήσουμε για ένα συγκεκριμένο σχέδιο. Τα υφάσματα που χρησιμοποιούσαν ήταν το βελούδο γκρό, στόφα, ατλάζι και το μεταξωτό, τις οποίες τις διακοσμούσαν με διάφορα συμπλέγματα λουλουδιών ,με χρωματιστές κλωστές ή με μοτίβα αγοραστά από το εμπόριο.
  • Το σιγκούνι, ή γκούνα, αμάνικος επενδύτης, καθαρό γνώρισμα της παντρεμένης γυναίκας το έφτιαχναν παλαιότερα από σαγιάκι. Το μήκος του έφτανε δυο πιθαμές πάνω από το γόνατο και ήταν διακοσμημένο ολόγυρα από μαύρο μαλακό μαλλί που το έστριβαν σαν κορδονάκι και σχημάτιζαν θηλιές, απ’ όπου έπαιρνε το κέντημα το όνομα του. Στα ανοίγματα και στις μασχάλες περνούσαν για τελείωμα μαύρο γαϊτάνι από μαλλί πλεγμένο στο χέρι. Αργότερα οι θηλιές αντικαταστάθηκαν από μαύρο ύφασμα του αργαλειού. Οι μπροστινές λωρίδες λέγονται κλίντια η λωρίδα στο κάτω μέρος λέγετε φούντι τα πλαϊνά μαύρα κεντήματα τα έλεγαν κούπες και από την μέση και κάτω μπουζάνια.
    Στα νεώτερα χρόνια χρησιμοποιούσαν σαγιάκια ή τσόχες που έφερναν από την Νάουσα και τα λέγανε βουλγάρικα . Οι φάσες του ήταν πάντα σε μαύρο χρώμα στολισμένες με χρυσές ή κίτρινες κλωστές και με μοτίβα του εμπορίου . Τον χειμώνα ,αντί για το σιγκούνι φορούσαν το γιουρντί, επίσης αμάνικος επενδύτης σε άσπρο χρώμα. Παλαιότερα το σιγκούνι ποτέ δεν το έβγαζαν, ούτε μέσα στο σπίτι.

Φορεσιές των Μεγάρων
Τα κοσμήματα τα οποία έδειχναν και την οικονομική κατάσταση της οικογένειας ήταν τα σκουλαρίκια, δαχτυλίδια , το μανταλιό (υπήρχαν δύο ειδών μανταλιό το παλαιότερο ήταν το πλεχτό «κοντό» δώρο του πατέρα και στην συνέχεια το υφασμάτινο το μακρύ, δώρο του γαμπρού) πολλές νύφες φορούσαν και τα δυο είδη. Επίσης το κορδόνι, ο σταυρός, οι πόρπες, και το μικρό γιορντάνι.
Από αναφορές περιηγητών και ενδυματολόγων βλέπουμε ότι υπήρχε και φέσι στο κεφάλι με νομίσματα, το οποίο συναντάτε στα Μέγαρα και στην Σαλαμίνα. Δυστυχώς δεν κατέστη δυνατό να βρω για να σας το παρουσιάσω και έτσι μένω μόνο στην αναφορά αυτού.


Μεγαρίτες


Το επιστέγασμα της φορεσιάς ήταν η μπόλια. Παλαιότερα άσπρη βαμβακερή του αργαλειού, τα κεντήματα της οποίας είχαν τα ίδια θέματα,την ίδια τεχνοτροπία και τους ίδιους χρωματισμούς με τις μπόλιες της Κορινθίας. Οι νεότερες ήταν από μεταξωτό ύφασμα 2.5 μέτρων όπου οι άκρες της ήταν στολισμένες με χρυσή δαντέλα (κοπανέλι) ή και κεντημένη με χρωματιστές κλωστές.
Σαν κόσμημα των μαλλιών μπορούν να θεωρηθούν τα πεσκούλια ή οι μασούρ πλεξούδες.
Οι ανύπανδρες δεν φορούσαν ποτέ κάλτσες γιατί ήταν δείγμα αδύναμης γυναίκας. Αργότερα έπλεκαν κάλτσες από άσπρο μαλλί, κλωσμένο στο χέρι και στα νεότερα χρόνια με στριμμένο βαμβάκι.
Τέλος για υποδήματα παλαιότερα φορούσαν τα γουρουνοτσάρουχα και αργότερα φορούσαν τις κοντούρες. Στην συνέχεια τα νεότερα υποδήματα ήταν από βιδέλο, λουστρίνι και γενικά παπούτσια του εμπορίου.
Κατά την περίοδο του μεσοπόλεμου , αλλάζει  μορφή η νυφική φορεσιά, με απλά αγοραστά μεταξωτά υφάσματα διακοσμημένα με δαντέλες και τρέσες του εμπορίου ,χωρίς τα βασικά κοσμήματα ,το μανταλιό, το κορδόνι και το γιορντάνι. Το σιγκούνι παραμένει & ο κεφαλόδεσμος (μόνο ο γαμήλιος) είχε ακόμα την μπόλια, και στη συνέχεια μαντήλι πονζέ, σε ζαχαρί χρώμα .


Ελευσίνιος


Την νυφική φορεσιά την φορούσαν ολοκληρωμένη τις πρώτες 40 ημέρες μετά τον γάμο τις Κυριακές και τις γιορτές, μέχρι την γέννηση του πρώτου παιδιού.
Πριν κλείσω την αναφορά μου για την φορεσιά της Ελευσίνας και γενικότερα των Κουντουριώτικων χωριών θέλω να επισημάνω κάτι το οποίο ίσως είναι άγνωστο στην Ελευσίνα. Όταν ρωτούσαν τις Ελευσίνιες ποια χωριά φορούσαν σταμπωτά μαντήλια η απάντηση ήταν οι Καλυβιώτισσες οι Μεγαρίτισσες και οι Κουλουριώτισσες. Η έρευνα όμως,  έβγαλε στην επιφάνεια τα σταμπωτά μαντήλια το οποία φορέθηκαν στην Ελευσίνα μετά την κατάργηση της μπόλιας και τα οποία είχαν άμεση σχέση όχι με αυτά του Ασπρόπυργου (Καλύβια) αλλά με αυτά των Μεγάρων. Η αντικατάσταση της μπόλιας με το μαντήλι άρχισε όταν οι έμποροι και οι ξενιτεμένοι άνδρες άρχισαν να φέρνουν τα πρώτα μαντήλια στην Ελλάδα. Αυτά ήταν ζωγραφιστά στο χέρι και για αυτό πανάκριβα ισάξια, αν όχι ακριβότερα από τις μπόλιες.

«ΟΙ ΦΟΡΕΣΙΕΣ ΣΤΑ ΜΕΓΑΡΑ»

Σταυροδρόμι τα Μέγαρα με πλούσια μουσική, χορευτική αλλά και ενδυματολογική παράδοση. Συναντάμε δυο τύπους γυναικείας φορεσιάς ,τα «φουστάνια» & τους «καπλαμάδες».


Φορεσιές Μεγαρίδας


Στα «φουστάνια» ανήκει η νυφική φορεσιά «τα κατηφένια». Για την ονομασία κατηφένια, έχουν ακουστεί πολλές εκδοχές, σωστές μα και κάποιες λανθασμένες πέρα ως πέρα!
Την ονομασία κατηφένια την πήραν αρχές του 20ου αιώνα, όταν έφτιαχναν τα ζιπούνια από βελούδο (κατηφές ήταν ένα είδος μεταξωτού βελούδου, όπου σαν λέξη την συναντάμε και στα παραδοσιακά τραγούδια, στον κατηφένιο σου οντά μας λέει ένας μικρασιάτικος στίχος) ενώ τα παλαιότερα ζιπούνια ήταν από τσόχα.
Επίσης στα φουστάνια ανήκε και η πρώτη φορεσιά το φούντι με το κοντοζίπουνο. Πάμπολλες οι αναφορές από περιηγητές, ζωγράφους ,ενδυματολόγους για την συγκεκριμένη φορεσιά. Χαμένη στα βάθη της ιστορίας, και άγνωστη μέχρι πρότινος στους ντόπιους κατοίκους.
Έγινε γνωστή πάλι (ολοκληρωμένη) από τον κ. Δημήτρη Ηλία που ασχολήθηκε σε βάθος με την έρευνα των χορών και των φορεσιών.
Δεύτερος τύπος φορεσιάς είναι οι «καπλαμάδες» οι οποίοι συνυπήρχαν με τα φουστάνια. Εδώ βλέπουμε πολλές παραλλαγές ανάλογα την περίσταση.
Αναφέρω λίγες από τις ονομασίες που υπήρχαν. Ο καπλαμάς με το φούντι, ο καλός ή ψιλός καπλαμάς, ο σπαθάτος, ο καπλαμάς με τα σκούρα και ο χοντρός (καθημερινός).


Παναγιώτης Σ. Πέστροβας
Ερευνητής – δάσκαλος παραδοσιακών χορών

πηγή:  http://diasporic.org/mnimes/archives/foresies-megaridas


Η φορεσιά της Αργολιδοκορινθίας – Αγγελική Χατζημιχάλη

Η φορεσιά της Αργολιδοκορινθίας  – Αγγελική  Χατζημιχάλη


 
Η Αγγελική Χατζημιχάλη, η μάνα της ελληνικής λαογραφίας, ταξιδεύει σ’ όλη την Ελλάδα οπού   οι γνήσιοι, απλοί άνθρωποι της υπαίθρου την αγκαλιάζουν και της προσφέρουν την καθημερινότητά τους, της ανοίγουν τη ζωή τους στα μάτια της με τα ήθη, τα έθιμα, τον τρόπο παρασκευής ή κατασκευής από φαγητά, γλυκά, υφαντά μέχρι ξυλόγλυπτα, ασημικά, κεραμικά…  στο παρακάτω άρθρο μας περιγράφει με ζωντάνια την φορεσιά της  Αργολιδοκορινθίας.

Η επίσημη φορεσιά της Αργολιδοκορινθίας (Μουσείο Μπενάκη)
Η επίσημη φορεσιά της Αργολιδοκορινθίας (Μουσείο Μπενάκη)


Η φορεσιά της Αργολιδοκορινθίας ξαπλώνονταν σε όλες τις πόλεις, κωμοπόλεις και χωριά του νομού αυτού. Ο μεγάλος αυτός νομός που αρχίζει από την Περαχώρα, έχει δηλ. βορεινά τα Γεράνια όρη και μέρος του Κορινθιακού κόλπου, δυτικά τα βουνά της Κυλλήνης ( Ζήρειας ), νότια τα βουνά του Αρτεμισίου και τον Αργολικό κόλπο, ανατολικά την χερσόνησο της Ερμιονίδος επί του Σαρωνικού κόλπου και φθάνει μέχρι του ισθμού της Κορίνθου, είχε μια κοινή φορεσιά. Στη μεγάλη αυτή περιοχή επικρατούσε η γνωστή φορεσιά με το σιγκούνι με παραλλαγές μονάχα στα κεντήματα που είχαν στο ποκάμισο, ο τζάκος, η τραχηλιά, η ποδιά. Τα κεντήματα αυτά γινωμένα όλα με μετάξια διακρίνονταν για τον πλούτο, την ιδιομορφία, και την ποικιλία τους. Δημιούργημα της ορεινής Κορινθίας ήταν γνωστά με την ονομασία ως κεντήματα της Στυμφαλίας, της πασίγνωστης από την αρχαιότητα θρυλικής λίμνης η οποία μαζί με την κοιλάδα του Φενεού αποτελούσαν το μεγαλύτερον και ευφορώτερον υψίπεδον της Ζήρειας.
Τα κεντήματα που επικρατούσαν σε ολόκληρη την Αργολιδοκορινθία θεωρούνται από τα εκλεκτότερα της Πελοποννήσου και της Στερεάς Ελλάδος. Έχουν παλιότατη παράδοση σε διακοσμητικά γεωμετρικά θέματα, τεχνοτροπία, χρωματισμούς και ιδιότυπη τεχνική μέθοδο. Είναι όλα μετρητά. Γίνονται δηλ. μετρώντας τις κλωστές του υφάσματος. Για τα κεντήματα αυτά απαιτείται να γίνει κάποτε εκτενής και λεπτομερής μελέτη.
Η φορεσιά διακρίνονταν σε καθημερινή, γιορτινή και νυφική. Τα τμήματά της μοιάζουν με τα τμήματα των στολών της Αττικής, Ελευσίνας, Τανάγρας, Αταλάντης, Αράχωβας κλπ. Όπως και σε κείνες έτσι και σ’ αυτή κύριο τμήμα τους είναι το σιγκούνι που δεν αποχωρίζονταν ποτέ οι γυναίκες ακόμη και στον ύπνο τους. Το θεωρούσαν ντροπή να δεί ο άντρας γυναίκα χωρίς σιγκούνι.
Η καθημερινή φορεσιά είχε διαφορά από την γιορτινή και τη νυφική κυρίως στα κεντήματα. Η καθημερινή ήταν εντελώς σκέτη και είχε ολίγα ή και ελάχιστα κεντήματα, ενώ η γιορτινή και η νυφική είχαν πολλά μεταξωτά κεντίδια σε όλα τα τμήματά τους. Μόνες τους οι γυναίκες γνέθαν το μπαμπάκι, ύφαιναν τα υφάσματα και μόνες τους τα κεντούσαν.
Τα μπαμπάκια τα παίρνανε από το Άργος και τα γνέθανε μαζεμένες καμιά δεκαριά μαζί τα βράδια, πότε στο ένα και πότε στο άλλο σπίτι. Μετάξια δεν βγάζαν όλες οι οικογένειες. Οι πλουσιώτερες τρέφανε μεταξοσκώληκες και αυτές δίνανε στις άλλες όσα κουκούλια χρειάζονταν. Οι ίδιες κατεργάζονταν το μετάξι και το γνέθανε μόνες ρόκα – αδράχτι δηλ. στριμμένο ίσια, λεπτό, κατάλληλο για κέντημα. Ύστερα το βάφανε με διάφορα χρώματα. Για το ποκάμισο και την ποδιά προτιμούσαν το καφετί και το μαύρο και κάπου κάπου βάζανε μερικά τμήματα από κέντημα γινωμένο άλλοτε με κόκκινο άλλοτε με γαλάζιο ή κίτρινο χρώμα. Γι’ αυτό γενικός χρωματισμός σε όλα τους σχεδόν τα ποκάμισα είναι το καφετί ή το μαύρο που ποικίλλονται σποραδικά με τα λίγα παραπάνω χρώματα που αναφέραμε.
Η τραχηλιά όμως είχε άλλοτε αυστηρούς και άλλοτε ζωηρούς χρωματισμούς. Στην περιοχή της Στυμφαλίας και του Φενεού σε όλη την ψηλή περιφέρεια της Ζήρειας ήταν καφετιά σκούρα, ενώ σε όλα τα πεδινά μέρη, στο Άργος, στην Νεμέα, στην Επίδαυρο επικρατούσε το κόκκινο χτυπητό χρώμα.
Τη φορεσιά αποτελούν: Το μισοφόρι, το ποκάμισο, ο μπούστος, ο ονομαζόμενος διμινό με τα πανωμάνικα, τα κατωμάνικα, το σιγκούνι ή η σιαγκούνα, το γιουρντί, η τραχηλιά, το ζωνάρι, η ποδιά.


Κόρη με παραδοσιακή ενδυμασία του Άργους
Κόρη με παραδοσιακή ενδυμασία του Άργους


Ο κεφαλόδεσμος αποτελείται από το τσεμπέρι, τη μαντήλια και τη μπόλια ή το μεσάλι. Τα κοσμήματα είναι: Οι αλυσίδες ή τα λεντίκια, η καδένα με τον σταυρό, τα καρφιτσάλια (οι καρφίτσες), τα πετάλια (βραχιόλια). Γενικά τα κοσμήματα είναι παρόμοια με τα γνωστά στις φορεσιές της Αττικοβοιωτίας, και σε όλες τις φορεσιές με το σιγκούνι, κλπ. Όπως π.χ. οι αλυσίδες, η καδένα με τον σταυρό (εικ. 9), είναι αλυσίδες διάφορες με στρογγυλές πλάκες και ιδιότυπα σχέδια ( ο σταυρός, η Παναγία και πολλά άλλα) ή με τα κρεμασμένα νομίσματα και παράδες, τ’ άσπρα.
Το μισοφόρι, που βάζουνε πρώτο πρώτο είναι το εσωτερικό πουκάμισο. Μαλομπάμπακο, είχε φύλλα φαρδιά και λοξά και χρώμα ολόλευκο. Το στιμόνι γινωμένο με μπαμπάκι το γνέθαν ίσια στ’ αδράχτι για να είναι καλά στριμμένο και το μάλλινο υφάδι δρούγα στ’ αδράχτι για να είναι να είναι απαλό. Το σχήμα του ήταν όμοιο με το ποκάμισο και δεν είχε κανένα στολισμό. Το ποκάμισο, παλιότερα ήταν μακρύ. Γινόταν από χοντρό μπαμπακερό χειρίσιο ύφασμα του αργαλειού. Λεγόταν κοντό, γιατί δεν είχε μανίκια όπως δεν είχαν τα άλλα ποκάμισα της Αττικής, Ελευσίνας, Τανάγρας κλπ. Αργότερα όμως άρχισαν να βάζουν κεντητά μανίκια για ν’ αποφεύγουν τα κατωμάνικα. Στο ποδόγυρο και στα μανίκια το ποκάμισο είχε λιγώτερα ή περισσότερα κεντήματα ανάλογα με τον προορισμό του, καθημερινό, γιορτινό, νυφιάτικο. Εξαιρετικό ποκάμισο ήταν το νυφικό διακοσμημένο μπροστά με μακριές όρθιες ταινίες – κολόνες, που φθάναν έως τη μέση, και λεγόταν κολονάτο. Είχε όμως και άλλες όρθιες ταινίες ολόγυρα μικρότερες. Αλλά και στ’ άλλα ποκάμισα βάζαν κεντήματα ιδιότυπα και μοναδικά στο είδος τους των οποίων δυστυχώς δεν έχουν σωθεί τα ονόματα των σχεδίων.
Στα εξαιρετικά αυτά πρότυπα όλα γεωμετρικά βρίσκομε και διάφορες επιδράσεις από τις γύρω περιοχές όπως π.χ. το ποκάμισο που έχει κέντημα Αττικής στον ποδόγυρο, άλλο ποκάμισο που έχει κέντημα Αράχοβας στα μανίκια και το ποκάμισο με σχέδιο της Τανάγρας τα παιδιά που χορεύουν, στα μανίκια κλπ. Οι γριές φορούσαν ποκάμισα χωρίς κεντήματα. Το νυφικό ποκάμισο το δίνανε να το φορέσουν άλλες δύο νύφες κι’ ύστερα το κρύβανε στην κασέλα για να το βάλουν σάβανο στη νεκραλλαξιά στο μεγάλο ταξίδι.
Ο μπούστος το διμινό, είναι κοντός, παρόμοιος στο σχήμα με το τζάκο της Αττικής κλπ., συγκρατεί τα κεντητά μανίκια που φθάνουν ως τον αγκώνα, τα πανωμάνικα. Έχει κι’ αυτός στα μανίκια όμορφα και ιδιόρρυθμα κεντήματα. Το μπούστο κατάργησαν τα τελευταία χρόνια και στη θέση του βάλανε μανίκια. Τα κατωμάνικα, είναι τα μανίκια που πέφτουν κάτω από τα πανωμάνικα του διμινού και στερεώνονται πρόχειρα στα μανίκια του. Έχουν κι’ αυτά όμορφα ιδιότυπα κεντήματα, όμοια στα σχέδια με τα κεντήματα που έχουν τα πανωμάνικα. Κι αυτά καταργήθηκαν όταν βάλανε μανίκια στο ποκάμισο. Το σιγκούνι ή η σιαγκούνα ήταν ολόασπρη και μακριά. Το ύφασμά της ήταν μάλινο, δίμιτο του αργαλειού νεροτρουβιασμένο και το λέγανε ράσικο. Όταν πάλιωνε το βάφανε γαλάζιο σκούρο σαν μούρο. Η βαφή του γινόταν μ’ ένα θάμνο σαν κουμαριά τον λεγόμενο μελεγύ. Στο βάψιμο ρίχνανε αντί για στήψι, βιτριόλι. Η σιγκούνα ( το ύφασμα) είχε φάρδος 0,35 μ. πόντους όταν τη φέρνανε από τη νεροτριβή.

Η καθημερινή φορεσιά της Αργολιδοκορινθίας ( από το κάτω Μπέλεσι του Άργους)
Η καθημερινή φορεσιά της Αργολιδοκορινθίας (από το κάτω Μπέλεσι του Άργους)


Σαν την ράβανε οι ντόπιοι ραφτάδες, την κόβανε σε 7 κομμάτια, λόξες και την κεντούσαν ολόκληρη πλάκα με μαλλιά γαλαζοπράσινα. Το κέντημά της έμοιαζε με το κέντημα της παλιάς γαλάζιας σιγκούνας της Αττικής. Αυτή τη σιγκούνα τη συνήθιζαν αργότερα για καθημερινή και φτιάσανε άλλη για καλή με ωραία πολύπλοκα σχέδια γινωμένα με πολύχρωμα μεταξωτά κορδονάκια. Η σιγκούνα αυτή άρχισε σιγά σιγά να κονταίνει, να γίνεται κομψότερη ενώ κρατούσε τον ίδιο πολύχρωμο διάκοσμό της. Οι γριές δεν φορούσαν σιγκούνα αλλά γιούρντα. Η γιούρντα ήταν πάντα γαλάζια σκούρα σα μαύρη και είχε φλόκια εσωτερικά σαν της Αττικής περίπου. Ολόγυρα και στις μασχάλες για να μη ξεφτάει την ρέλιαζαν με τσόχα το ρούχο, όπως και τις σιαγκούνες.
Το ρέλιασμα το λέγανε φυτιλάκι. Η γιούρντα ήταν πάντα γαλάζια σκούρα ή μαύρη και άσπρο ολόγυρα το φυτιλάκι. Κάτω στο τελείωμα, στις δύο γωνίες είχε από μια φούντα άσπρη. Οι γιούρντες ήταν μακριές μέχρι τα γόνατα και οι παλιές σιαγκούνες πολύ πιο κάτω από την περιφέρεια.
Η τραχηλιά, δεν έλειπε ποτέ από καμιά φορεσιά. Ήταν γινωμένη από ύφασμα μπαμπακερό, πανί δίμιτο του αργαλειού κι’ είχε όμορφα γεωμετρικά σχέδια κεντημένα με μετάξια, σε παλιότατη παράδοση και ιδιόρρυθμα σχέδια.
Πολλών το βάθος είναι κατακόκκινο και ποικίλεται με πράσινα μετάξια. Άλλα είναι γινωμένα ολόκληρα με καφέ χρωματισμό. Τα κεντήματα αυτά αξίζουν ιδιαίτερα την προσοχή και την μελέτη μας. Το ζωνάρι, μάλλινο υφασμένο στον αργαλειό, είχε στιμόνι και υφάδι διπλά στριμμένο. Το βάφαν κρεμεζί δηλ. βυσσινί σκούρο κι’ άλλοτε κόκκινο με ριζάρι. Το μάκρος του ήταν δύο οργιές ή πέντε πήχες. Η κάθε οργιά είχε μάκρος όσο είναι και τα δύο χέρια ανοιγμένα δηλ. 2,50 πήχες. Το φάρδος του ήταν 0,30 μ. Το δίπλωναν στα δύο κι’ έτσι το φάρδος γινόταν 0,15 μ. Διπλωμένο το γύριζαν αρκετές βόλτες στη μέση και τα μεγάλα κρόσια του 0.20 μάκρος και τ’ άφηναν να πέφτουν στα πλάγια.
Η ποδιά, δεν έλειπε κι’ αυτή ποτέ από τη φορεσιά. Ήταν από πανί δίμιτο του αργαλειού. Το σχήμα της και ο στολισμός της αποτελούν υπόδειγμα μοναδικό ανάμεσα στις ελληνικές ποδιές. Η καλή νυφική ποδιά είχε σχέδιο κολονάτο που έμοιαζε με του ποκάμισου.
Ο κεφαλόδεσμος. Τον καθημερινό τον αποτελούσαν το τσεμπέρι και η μαντίλια. Το τσεμπέρι, μπαμπακερό μαντίλι με σταμπωτά λουλούδια, το δίπλωναν τριγωνικά και το φορούσαν με τις άκρες στριφογυρισμένες γύρω από το κεφάλι. Πάνω από το τσεμπέρι έπεφτε η μαντίλια. Οι νιές βάζανε κίτρινη μαντίλια με λουλούδια σταμπωτά κι’ οι γριές μαύρη με λίγα χρωματιστά λουλούδια. Η νύφη κι’ όλες οι άλλες γυναίκες στο γάμο, στα πανηγύρια, στις μεγάλες γιορτές, τα Χριστούγεννα, τη Λαμπρή, στις γιορτές των ανδρών τους, φορούσαν πάνω από το τσεμπέρι τη μπόλια ή το μεσάλι. Η μπόλια ή το μεσάλι, είχε μεγάλη διάδοση γύρω σ’ όλη την περιφέρεια.
Φαίνεται πως την φορούσαν τον παλιό καιρό από τα Βίλλια του Κιθαιρώνα ίσαμε την Τσακωνιά και σ’ όλη την Αργολιδοκορινθία. Η μπόλια ή το μεσάλι γινόταν από μπαμπακερό δίμιτο ύφασμα που είχε πλάτος 0.35. Το μάκρος της τον παλιό καιρό ήταν άλλοτε 1,95, άλλοτε 2,70 και άλλοτε 2,90. Τα πλατειά μεταξωτά κεντήματα στις δύο άκρες της μπόλιας πιάνανε όλο το πλάτος του υφάσματος. Είχαν ύψος περίπου 0,30 – 0,50 μ. ανάλογα με τον πλούτο της φορεσιάς και κατέληγαν σε πλούσια κρόσια, με φούντες 0,20 μ. μάκρος. Το κέντημα και τα κρόσια ήταν ολομέταξα σε ποικίλα χρώματα, συνήθως ολοκόκκινα ή καφέ σκούρα, πράσινα κλπ. Οι βελονιές των κεντημάτων ήταν ποικίλες: γαζοβελονιά, πισωβελονιά, σταυροβελονιά και ατζαλωτή βελονιά. Τα ιδιόρρυθμα αυτά κεντήματα έχουν πλήθος σχεδίων και χρωματισμών. Πολλά μάλιστα είναι επηρεασμένα από κεντήματα της Λειβαδιάς των Θηβών και σε αρκετά βρίσκουμε τη Σαρακατσάνικη επίδραση. Τη μπόλια δεν ξέρομε πως τη δένανε τα παλιά χρόνια που γινόταν μακριά. Αργότερα όμως σαν κόντηνε απλωνόταν πάνω στο κεφάλι. Το πλάτος του υφάσματος το σκέπαζε ολόκληρο. Η μια της άκρη η κεντημένη διπλώνονταν γύρω γύρω σαν κουλούρα και στόλιζε το κεφάλι σαν στεφάνι πάνω από το μέτωπο, ενώ οι φούντες πέφτανε πάνω στο δεξί μάγουλο. Η άλλη άκρη της μπόλιας απλώνονταν πάνω στη ράχη έτσι που το πλούσιο κέντημά της να την στολίζει. Σαν κατάργησαν τη μπόλια οι χωρικές της Αργολιδοκορινθίας βάλανε όλες τσεμπέρι και μαντίλι.
Το τσεμπέρι, άσπρο μπαμπακερό μαντίλι, δένανε σφιχτά στο κεφάλι για να συγκρατεί τα μαλλιά. Πάνω στο τσεμπέρι ρίχνανε το μεγάλο άσπρο μπαμπακερό μαντίλι που είχε στους γύρους σταμπωτό διάκοσμο λουλούδια, κλάρες κλπ. Από τα ιδιότυπα έθιμα του γάμου που μοιάζουν με τ’ άλλα ελληνικά, αναφέρομε των αδελφοποιτών, βλάμηδων. Ένα βλάμη με τους δυο γονιούς του να ζούνε, είχε η νύφη κι’ άλλον ένα ο γαμπρός. Αυτοί είχαν το πρόσταγμα σε όλα τα έθιμα του γάμου. Ο βλάμης του γαμπρού όταν πέρνανε τη νύφη από το σπίτι της πήγαινε μπροστά και κρατούσε το φλάμπουρο, που αποτελούνταν από ένα καλάμι που είχε στην κορφή του ένα σταυρό, μ’ ένα μήλο στολισμένο με γαρύφαλλα. Ένα κόκκινο μαντήλι από τουλπάνι απλώνονταν σαν σημαία. Τα προικιά που πέρνανε ήταν ανάλογα με την οικονομική κατάσταση της κάθε νύφης. Τέσσερα – πέντε σιγκούνια, τέσσερα – πέντε μισοφόρια, πέντε – έξη ποκάμισα με διάφορα σχέδια κλπ. Όταν φθάνανε οι νιόνυμφοι ύστερα από τη στέψη στο σπίτι της πεθεράς, η πεθερά τους έδινε μια κουταλιά μέλι, τους έδενε με το μαντίλι και τους τραβούσε μέσα για να είναι ενωμένοι σ’ όλη τους τη ζωή και να μη μαλώνουν.
Σήμερα η στολή έχει πολύ απλοποιηθεί. Κι αυτήν ακόμα την φοράνε μόνον μερικές και σε γιορταστικές περιστάσεις. Το ποκάμισο έγινε μια μπλούζα και μια φούστα. Την μπλούζα τη λένε μπόλκα κι’ είναι συνήθως γινομένη από αλατζά. Φοράνε ένα τριανταφυλλί μεσοφόρι και η φούστα έχει κοφτά κεντήματα ξεκινά για να φαίνεται το ρόζ μεσοφόρι. Ο μπούστος και τα κατωμάνικα φυσικά καταργήθησαν. Το σιγκούνι κόντηνε κι’ έγινε λίγο πιο κάτω από τη μέση ενώ εξακολουθεί να έχει τα παλιά του κεντήματα. Η γιούρντα καταργήθηκε όπως και το ζωνάρι. Η τραχηλιά έγινε απλουστάτη, με χασέ και με κεντήματα που τα λένε αραδίτσες.
                                                                            
Αγγελική  Χατζημιχάλη
  
Πηγή

Αγγελική  Χατζημιχάλη, «Η φορεσιά της Αργολιδοκορινθίας», Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά, Αθήναι, 1963

πηγή

Τρίτη 22 Ιανουαρίου 2013

Σου είπα μάνα - Παραδοσιακό τραγούδι από την Μικρόπολη Δράμας



 Παραδοσιακό Μακεδονικό τραγούδι από την περιοχή της Δράμας και πιο συγκεκριμένα από το χωριό "Μικρόπολη", στα Δυτικά του νομού στους πρόποδες του όρους "Μενοίκιο", σύνορα με το νομό Σερρών.

Οι στίχοι:

Σου είπα μάνα, μανούλα πάντρεψέ με
σου είπα μάνα, πάντρεψέ με, σπιτονοικοκύρεψέ με.
Και στα ξένα, μανούλα μη με δώσεις
και στα ξένα, μη με δώσεις γιατί θα το μετανιώσεις.
Και στα ξένα, μανούλα μ' θ' αρρωστήσω
και στα ξένα θ' αρρωστήσω τη μανούλα μ' θα ζητήσω.
Θα ζητήσεις, κόρη μου την κουνιάδα
θα ζητήσεις την κουνιάδα και την πρώτη συννυφάδα.
Η κουνιάδα, μανά μου δεν αδειάζει
η κουνιάδα δεν αδειάζει, συννυφάδα δεν της νοιάζει.
Η κουνιάδα μανά μου τα προικιά της
η κουνιάδα τα προικιά της, συννυφάδα τα παιδιά της.

Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2013

Γαμήλιος σκοπός από τη Σύμη


«Επήαν και τ' αυκά και το καλάθιν»: Κυπριακό παραμύθι

 Μιαν βολάν κ' έναν καιρόν είχεν έναν κοπελλούιν κι αγγιόστην* δκυό σελίνια. Εκράτεν τα κάμποσες ημέρες κ' εσκέφτετουν είντα να τα κάμη. Να τα φυλάξη έσσω;* Αν του τα κλέψουν; Να τα παίξη κουμάριν* να τα πολλύνη; Αν του τα πάρουν; Σκέφτου-σκέφτου, αποφάσισεν ν' αγοράση τίποτε, να το πουλήση, να τα πολλύνη. Εγόρασεν αυκά*.
 Εγέμωσεν ένα καλάθιν, επήεν στην Χώραν,* επούλησέν τα και κείνα κ' εκέρτισεν κι άλλα. Τε, τε,* επόλλυνεν τα σελίνια. Εγινήκαν δκυό λίρες. Μιαν ημέραν εγέμωσεν το καλάθιν του αυκά κ' ελάμνησε* που το Δάλιν* να πά΄στην Χώραν. Άμαν έφτασεν στον Αλυκόν* ηύρεν τον κατσασμένον.* Εσκέφτην να κάτση νάκκου* να πνάση* ώστοι να κάτση λλίον ο ποταμός να μπορήση να ρέξη.* Έβαλεν το καλάθιν χαμαί κ΄έκατσεν πα΄στην πέτραν. Σαν εκάθετον έπκιασέν τον η συλλοή. Ελάλεν ΄που μέσα του «Έτσι που πάω, εννά κερτίσω πολλά ριάλια. Άμαν κερτίσω άλλα λλία, να γοράσω έναν γαούριν να μεν τυραννιούμαι μέσ΄στες στράτες. Άμαν τα πολλύνω κι άλλον, να πουλήσω το γαούριν να γοράσω μούλαν, κ΄ύστερα να πουλήσω την μούλαν να γοράσω άππαρον*, να περνώ ππασιάς. Να πααίνω στον καβενέν να βάλλω τό΄ναν πόϊν πα΄στ΄άλλον, έτο* έτσι.» Την ώραν που σήκωσεν το πόϊν του νκρίζει* του καλαθκιού, εποκουππίστην* μέσ΄τον ποταμόν κ' έπαιρνέν το το νερόν. Ήτουν να σκάση ΄που το μαράζιν του. Κείνην την ώραν έφτασεν κειαμαί ένας που τον έξερεν κι αρώτησεν τον είντα ΄παθεν κ΄ εν΄μαραζωμένος. Με δκυό χείλη καμένα λαλεί του: «Επήαν και τ' αυκά και το καλάθιν». Και είπεν του την ιστορίαν, καλή ώρα, όπως σας την λαλώ εγιώ τωρά.

Γλωσσάρι κυπριακής διαλέκτου

αγγιόστην = απόκτησε, έσσω = μέσα στο σπίτι, κουμάριν = στα χαρτιά, πολλύνη = πληθύνη, αυκά= αυγά, Χώρα = Λευκωσία, τε, τε = σιγά, σιγά, ελάμνησε = ξεκίνησε, Δάλιν = χωριό στην επαρχία Λευκωσίας, Αλυκός = παραπόταμος του ποταμού Γιαλιά, κατσασμένον = φουσκωμένο ή ανεβασμένο, νάκκου = λίγο, πνάση= ξεκουραστεί, ρέξη = περάσει, άππαρος = άλογο, έτο = νά, νκρίζει = αγγίζει ή σπρώχνει, εποκουππίστην = αναποδογύρισε.