του Αρχιμ. Δοσιθέου Κανέλλου
…Στην Αγιά-Σοφιά… Το «τάμα» πραγματοποιείται. Βρίσκομαι στον «μέγιστον νεώ». Κάθομαι σ' ένα ξύλινο χαμηλό βάθρο, φοβερής κακογουστιάς και ανορθογραφίας. Δεξιά τω εισιόντι δια της κεντρικής θύρας εις το Καθολικόν, τον κυρίως ναό. Προσθήκη πρόχειρη των «μετά την άλωσιν».
Αριστερά και μέχρι τον τρούλο ένα δάσος ικριωμάτων. Δουλεύουν χρόνια και καθαρίζουν. Καθαρίζουν και αποκαλύπτουν. Τί; Άγνωστον ακόμη...
Ατενίζω στο βάθος την Πλατυτέρα. Ιστορημένη στο κέντρο της αψίδος, λάμπει μέσα στο χρυσό της κάμπο. Το κυανούν μαφόριον τονίζει το αειπάρθενον της αμόλυντου Κόρης. Είς τας αγκάλας φέρει με πολλήν τρυφερότητα τον προαιώνιον Λόγον, τον αμήτορα εκ Πατρός και απάτορα εκ Μητρός. Για πεντακόσια χρόνια ήταν σοβατισμένη. Παχύ κονίαμα εκάλυπτε όλην αυτή την μεγαλειώδη παράστασι, αυτόν τον γλυκασμό των αγγέλων, αυτό το χάρμα των οφθαλμών.
Είναι μεσημέρι. Οι ακτίνες του ηλίου κατακλύζουν κατά δέσμες τον ναό. Ο αέρινος τρούλος λάμπει όλος και πετά, χάνεται προς τον ουρανό. Ώσπου ουρανός και τρούλος γίνονται ένα. Ένας τρούλος πού φαντάζει πως δεν στηρίζεται πουθενά, χωρίς βάρος, άϋλος, όλος φως.
Αποθαυμάζω τα διάτρητα, δαντελωτά θεοδοσιανά κιονόκρανα, με τους πλογμούς, τις άκανθες, τα μονογράμματα. Ακουμπώ την πλάτη μου στη φημισμένη ορθομαρμάρωσι. Αυτά τα μάρμαρα, τα φερμένα απ’ τα πέρατα της Ρωμανίας, ο λαός τα θαύμασε και τα έκαμε τραγούδι:
«Σάν τα μάρμαρα της Πόλης
πούναι στην Αγιά - Σοφιά
έτσι τάχεις ταιριασμένα
μάτια, φρύδια και μαλλιά...»
Μόλις δίπλα μου τα ατόφια μαρμάρινα σκαλιά. Βαθουλωμένα απ’ τα τόσα πατήματα στων αιώνων το πέρασμα. Θεόρατες οι βασιλικές πύλες. Τις διάβηκαν Πατριάρχαι, επίσκοποι, βασιλείς πορφυρογέννητοι, άγιοι και αμαρτωλοί. Λαός άπειρος.
Όλα γύρω μου είναι τέλεια. Όλα ωραία, όλα σεμνά. Καμμιά υπερβολή, ουδεμία έλλειψις.
Σκύβω και βλέπω το δάπεδο. Άσχημο. Πλάκες μαρμάρινες ασύμμετρες, προχειροβαλμένες. Έργο φθηνό, ανάξιο του χώρου. Είναι έργο «δικό τους». Ίσως για να καλύψουν αίματα, ίσως για να εξαφανίσουν δάκρυα, ίσως για να αφανίσουν τέχνη. Ίσως όλα μαζί,
Θα ήθελα πολύ να ονειρευθώ. Να ζήσω για λίγο με τους προπάτορές μου. Να αφουγκρασθώ φωνές μυστικές. Να «συλλειτουργήσω» με παπάδες και δεσποτάδες του καιρού εκείνου. Ν' ακούσω ψαλμουδιές πού να σειούνται οι κολώνες. Να εκστασιασθώ από την «βασίλειον τάξιν».
Δεν μ' αφήνει το βουητό, ο βόμβος των επιδρομέων. Θόρυβος συνεχής, βαζούρα ενοχλητική. Μπουλούκια - μπουλούκια. Μπαίνουν Ισπανοί. Ακολουθούν Γερμανοί, Σκανδιναβοί -άλλοι Βάραγγοι αυτοί- Ιάπωνες, «άγγλοι, γάλλοι, πορτογάλλοι» όπως θα έλεγε ο Καραγκιόζης τελάλης.
Άσχετοι όλοι. Χάσκουν με τα χέρια πίσω, με τα καπέλα τους στο κεφάλι, τις παρδαλές φορεσιές τους.
Πώς μπορούν αυτοί οι άνθρωποι να κατανοήσουν συμβολισμούς; Γιατί τόσα παράθυρα, γιατί τόσες κολώνες, γιατί τόσες πόρτες; Τι μπορούν να δουν πίσω απ’ τις απαστράπτουσες ψηφίδες των μωσαϊκών; Τι μπορούν να συλλάβουν απ’ τις επιγραφές «εν Χριστώ τω Θεώ πιστός Βασιλεύς των Ρωμαίων»;
Πώς είναι δυνατόν να μπουν στο νόημα: «Πάσα η δόξα της θυγατρός του Βασιλέως έσωθεν εν κροσσωτοίς χρυσοίς περιβεβλημένη, πεποικιλμένη»; Γιατί απ’ έξω σκέτος σοβάς κι' από μέσα μάρμαρο, χρυσός και άργυρος;
Άσχετοι ξεναγοί λένε, λένε, ξελαρυγκιάζονται. Καί λένε τερατολογίες, πράγματα ανιστόρητα. Μ' ένα και μόνο σκοπό: Να αποδείξουν ότι άλλοι οι Βυζαντινοί πού την έκτισαν και άλλοι οι σημερινοί Έλληνες.
Οι περισσότεροι δεν ακούν. Τριγυρνούν άσκοπα. Χάνονται. Δεν τους κάνει και πολλήν εντύπωση. Αρχαίον κάλλος δεν έχει, λέϊζερ δεν έχει, χέβυ μέταλ δεν έχει. Τι έχει;
Είναι για λύπηση. Δεν μπαίνουν εις τα «ένδον», στους συμβολισμούς, στην ουσία του κτίσματος.
Ορθόδοξοι δεν είναι. Ρωμηοί δεν είναι. «Φίλοι» δεν είναι. Τι μπορούν να καταλάβουν; Κάπου εδώ κοντά έχει και χορούς «οριεντάλ». Πότε θα πάμε επί τέλους;
Μούρθε ένας κόμπος στο λαιμό. Ένα πικρό παράπονο. Γιατί, Θεέ μου γιατί; Θέλω να κλάψω. Θέλω τα δάκρυα μου να ενωθούν με τα δάκρυα της πονεμένης Ρωμηοσύνης. Τα δάκρυα πού ποτέ δεν στεγνώνουν...
Αισθάνομαι ότι εν όσω γράφω κάποιος στέκεται πάνω απ’ το κεφάλι μου. Αισθάνομαι το χνώτο του, την ανάσα του. Και είναι βαρειά. Βλέπω τα παπούτσια του. Σηκώνω το κεφάλι. Είναι ένας φύλακας. Αξύριστος, μουστάκι παχύ, βλέμμα βλοσυρό. Μ' αγριοκοιτάζει. Τί να γραφή άραγε ο γκιαούρης παπάς...
Για σένα γράφω, αδελφέ μου και καρντάση μου. Για σένα και το σκυλί σου πού τριγυρίζει μέσα σ' αυτό τον πανάγιο χώρο για να σε βρει.
Για σένα γράφω και για όσους αγνοούν που πατούν. Για σένα και για όλους τους αδαείς. Έλληνες και Ευρωπαίους, Αμερικανούς και Ασιάτες.
Γράφω για σένα, για τους μισόγυμνους και τις μισόγυμνες πού μασώντας τσίχλες και μορφάζοντας άσχετοι μπαίνουν, ασχετότεροι βγαίνουν. Γι' αυτούς πού μολύνουν και μιαίνουν τον τόπο αυτόν τον άγιο.
Ένα και μόνον είναι το δικαιολογητικό σας. Η άγνοιά σας. Δεν ξέρετε τι είναι για μας τους Ρωμηούς (όσοι απομείναμε) αυτός ο χώρος.
Είναι τα άγια των αγίων του ευλογημένου Γένους μας. Είναι η καύχησίς μας, είναι ο πόνος μας, είναι το τείχος των δακρύων μας...
Μπουκάρουν ντόπιοι. Με τον αέρα του κατακτητού. Σκούφιες, γένεια, σαλβάρια. Είναι οι φανατικοί. Η ματιά τους μαχαίρι. Εγώ είμαι ο ξένος, ο ανεπιθύμητος, ο ύποπτος. Πώς ήλθαν τα πράγματα ανάποδα, Θεέ μου! Ο Ρωμηός ξένος στην Αγιά - Σοφιά!
Μπαίνουν κι' άλλοι, κι άλλοι. Να κι' ένας αγιορείτης Ρώσος καλόγηρος με πολιτικά. Μου εξηγεί γιατί. Είναι στο μετόχι του μοναστηρίου τους, στο Πέραν. Μένει συνεχώς εδώ. Και αναγκαστικώς.... Έχει όμως μακρυά γενειάδα κι' ακόμη μακρύτερα μαλλιά. Ο Κεμάλ δεν τ' απαγορεύει.
«Ευλογείτε», «ο Κύριος» και χάνεται μέσα στην πολυκοσμία. Ένα περιστέρι πετά από γείσο σε γείσο. Αγωνίζεται να βρει το στόχο του... το κεφάλι μου.
Κάποια γυναικάρια μαχλώντα και εκβεβακχευμένα με ύποψίαν ενδυμασίας, περνούν από μπροστά μου. Δεν μ' αφήνουν να ονειρευθώ. Με προσγειώνουν. Δεν βρίσκομαι πια μέσα στην Μεγάλην του Χριστού Εκκλησίαν, εις τον «κάλλιστον νεώ», εις το όγδοον του κόσμου θαύμα.
Βρίσκομαι μέσα στο Aya Sofya Muzesi!
Πηγή: «Θέλω να πιω όλο τον Βόσπορο» του Αρχιμ. Δοσιθέου Κανέλλου – Εκδ. Ι.Μ. Παναγίας Τατάρνης Ευρυτανίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου