Σελίδες


Πέμπτη 30 Ιουνίου 2011

Συμπεθέρα Ν.Φλώρινας



-[Νάτσης 1990, 99]
Περιοχή Φλώρινας:  Συμπεθέρα είναι γυναικείος χορός και χο­ρεύεται σ' ανοιχτό κύκλο. Είναι γρήγορος πηδηχτός και ζωηρός γαμήλιος χορός που τον χόρευαν οι συμπεθέρες πριν πάνε από το σπίτι της νύφης στο σπίτι του γαμπρού την Κυριακή πριν τη στέψη. Σήμερα ο χορός σπάνια χορεύεται σε κά­ποιο πανηγύρι ή γλέντι. Τον βλέπει κανείς να χορεύεται μόνο από τα χορευτικά της περιοχής της Φλώρινας. Η λαβή των χεριών είναι από τους καρπούς κάτω και στο 9ο βήμα ανεβαίνουν στο ύψος των ώμων με λυγισμένους τους αγκώνεςγια να ξανακατέβουν πάλι στο 16ο βήμα που είναι και το τελευταίο, δηλαδή ο χο­ρός έχει 16 βήματα. Το ρυθμικό μέτρο του χορού είναι 2σημο. Αποψη των ντόπιων μουσικών είναι ότι η μελωδία είναι ελλιπής γιατί λένε ότι η μελωδία έχει μια "πάρτια" μόνο και η μουσική είναι πολύ μονότονη. Πιθανότερο είναι με το πέρασμα του χρόνου να λησμονήθηκαν οι υπόλοιπες μουσικές φράσεις της με­λωδίας. Μέσα στη μουσική περίοδο που σώθηκε ολοκληρώνεται ακριβώς ο χορός μια φορά. Καταγραφή της μοναδικής μελωδίας που σώζεται σήμερα.

πηγή

Καπανταϊδικο



Τοπική απόδοση του χορού Στάνκινα σε εντεκάσημο ρυθμό με αργή ρυθμική αγωγή στην αρχή και γρήγορη απόδοση τετράμετρου συρτού στη συνέχεια. Από την Άσσηρο Θεσσαλονίκης. Συνοδεύουν οι: Νίκος Φιλιππίδης -κλαρίνο, Γιώργος Μαρινάκης-βιολί, Κώστας Φιλιππίδης - λαούτο και τραγούδι, Βαγγέλης Δημούδης - ούτι και τραγούδι, Γιάννης Γευγελής - κρουστά

Εψές με το φεγγάρι



Χορός στα δύο ( πωγωνίσιος ) και γύρισμα σε Ριχτό στα Τρία από την περιοχή της Κόνιτσας.

Χορεύει η ομάδα του Χορευτικού Ομίλου Ειρήνη.
Συνοδεύουν οι: Νίκος Φιλιππίδης -κλαρίνο, Γιώργος Μαρινάκης-βιολί, Κώστας Φιλιππίδης - λαούτο και τραγούδι, Βαγγέλης Δημούδης - ούτι και τραγούδι, Γιάννης Γευγελής - κρουστά.

 Στο τραγούδι συνοδεύει η κυρία Μαρία Ζιάκα με την χορωδία της ομάδας χορού του Πολιτιστικού Οργανισμού του Δήμου Καλλιθέας

Παρασκευή 24 Ιουνίου 2011

Ο χορός του μηχανικού



Μηχανικός , Χορός στα Δωδεκάνησα με μαντινάδες που αναφέρονται σε σφουγγαρά, οπότε ο χορευτής εκτελεί κινήσεις που αναπαριστάνουν τον ημιπαράλυτο σφουγγαρά που προσπαθεί να χορέψει.

πηγή

Ο χορός του "μηχανικού"


Καπελλά, Θεμελίνα: "Ο χορός του «μηχανικού»", Παράδοση και Τέχνη 042, σελ. 11-12, Αθήνα, Δ.Ο.Λ.Τ., Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1998. (Καθημερινή, 13/09/98, σελ. 30).

Ο χορός του "μηχανικού", όπως χορεύεται σήμερα σε διάφορες εκδηλώσεις, είτε έχουν σφουγγαράδικο περιεχόμενο είτε όχι (γάμοι, γλέντια, πανηγύρια), έχει γίνει πολύ αγαπητός. Είναι απομίμηση του "πιασμένου μηχανικού", δηλαδή του δύτη που βουτούσε με σκάφανδρο ("μηχανή") κι έχει "πιαστεί", έχει πάθει ημιπαράλυση (τη νόσο των δυτών). Αυτός ο χορός (τονίζω, η απομίμηση) ξεκίνησε σχεδόν πριν από πενήντα χρόνια. Τις ρίζες όμως του πραγματικού χορού με ήρωα αληθινά "πιασμένο" μηχανικό, πρέπει να τις αναζητήσουμε στα τέλη του περασμένου αιώνα, όταν ανακαλύφθηκε κι εφαρμόστηκε στην Κάλυμνο το σκάφαντρο. Τότε είχαμε τους πρώτους "μηχανικούς", μα και τους πρώτους "πιασμένους". Παντελής άγνοια των κανόνων κατάδυσης (βάθος, χρόνος, γενική συμπεριφορά) ήταν η αιτία. Πολλά τα θύματα "σκασμένοι" και "πιασμένοι", πολύ κλαμούριο κι οργή από τους δικούς τους, αλλά και πολλή ευφορία και ικανοποίηση γι' αυτούς που γλιτώνανε κι οι απολαβές τους ήταν πλούσιες....

Τα γλέντια, γλέντια στις ταβέρνες με χορούς, βιολιά και λαούτα. Παρακολουθούσαν κι αυτοί που το χτύπημά τους ήταν πιο ελαφρύ και μπορούσαν να σύρουν τα πόδια τους με το μπαστούνι. Υστερα από κανα-δυο ποτηράκια δεν θέλανε να πιστέψουν ότι εκείνοι δεν μπορούσαν να χορέψουν κι έπρεπε να αρνηθούν όλες της ζωής τις χαρές. Ο πιο ζωηρός σηκωνότανε κι ακουμπώντας πάνω στους άλλους προσπαθούσε τρεμουλιάζοντας να κάμει λίγα βήματα χορού. Γρήγορα όμως καταλάβαινε πως δε μπορούσε να κάμει ούτε ένα βήμα κι οι φίλοι του έμεναν ακίνητοι και τον κρατούσαν με μεγάλο πόνο ψυχής στη σκέψη πως στο γύρισμα του χρόνου θα μπορούσαν κι εκείνοι να πάθουν τα ίδια.

Μετά απ' αυτό καθόταν πάλι στην καρέκλα κι έσβηνε τον καημό του μ' ένα μεγάλο ποτήρι κρασί που του το κερνούσαν οι σύντροφοί του. Από τότε κρατούν οι ρίζες του χορού του μηχανικού, είναι γνήσια καλύμνικος χορός, καθαρά αντρικός και τελευταία κατοχυρώθηκε από τη Δημαρχία μας.

Πώς επιβίωσε ο χορός

Αργότερα (1952), μετά τον πόλεμο, ένας καλύμνιος απόφοιτος της Γυμναστικής Ακαδημίας Σωματικής Αγωγής, ο Θεόφιλος Κλωνάρης, γιος ενός από τους "ματζόρους μηχανικούς" που όλοι οι καπεταναίοι τον ήθελαν στο πλήρωμά τους, προσελήφθη στο συγκρότημα της Δόρας Στράτου κι ήταν από τους καλύτερους χορευτές. Εχοντας μέσα του ζωντανά ακόμη τα βιώματα από την Κάλυμνο, τους χορούς της, τα τραγούδια και τους πιασμένους μηχανικούς που είχε δει κάποτε σε ταβέρνα να προσπαθούν να χορέψουν, συγκινημένος αποφάσισε να μιμηθεί ο ίδιος το χορό. Ενα χορό όπου ο μηχανικός τρεμουλιάζει με το μπαστούνι, πέφτει κάτω και σηκώνεται να συνεχίσει το χορό πετώντας το μπαστούνι, με συνοδεία την ειδική μελωδία του μηχανικού, εμπνευσμένη από τη σφουγγαράδικη λεβεντιά κι αντρειωσύνη.

Το πρότεινε στη Στράτου. Εκείνη το δέχτηκε γιατί του είχε εμπιστοσύνη και τό 'βαλε αμέσως στο πρόγραμμα. Από την πρώτη φορά γίνεται μεγάλη επιτυχία. Ηταν ένας χορός που άρεσε στο κοινό και το συγκινούσε. Είναι αλήθεια πως μετά τον Θ. Κλωνάρη, τον πρώτο διδάξαντα, κανένας άλλος δεν μπόρεσε να τον χορέψει με την ίδια χάρη και δεξιοτεχνία.

Ο χορός του μηχανικού με το συγκρότημα της Δόρας Στράτου και πρωταγωνιστή τον Θεόφιλο Κλωνάρη έκαμε το γύρο της Ευρώπης. Πήγαν στη Γερμανία για ένα μήνα και χόρεψαν σε 42 διαφορετικές πόλεις, μια βδομάδα στη Γαλλία με πρόσκληση μάλιστα του Ντε Γκολ, στο Βέλγιο στις Βρυξέλλες, ακόμη και στη Βουλγαρία κατάφεραν να πάνε στα χρόνια που ήταν τόσο δύσκολο να πας στην Ανατολική Ευρώπη. Πήγαν στη Σόφια στο μεγάλο θέατρο και στη Φιλιππούπολη. Αγνωστος και ασυνήθιστος, ο χορός του μηχανικού εντυπωσίαζε παντού, τον κινηματογραφούσαν, τον καταχειροκροτούσαν.

Ο Θ. Κλωνάρης χόρεψε για πρώτη φορά και στην Κάλυμνο, όχι πια σε ταβέρνα αλλά σε διάφορες εκδηλώσεις, και ο κόσμος ενθουσιαζόταν γιατί ήταν ο μοναδικός. Αργότερα τον δίδαξε στο Λύκειο Ελληνίδων και αρκετοί νέοι μας τον έμαθαν και τον χορεύουν. Περισσότερο από μας ενθουσιάζονται όταν τον βλέπουν οι ξένοι κι έχουν έρθει ειδικά συνεργεία από δικές μας και ξένες τηλεοράσεις για να τον κινηματογραφήσουν.

Το περσινό καλοκαίρι χορεύτηκε από ομάδα του Λυκείου Ελληνίδων Καλύμνου στο Ηρώδειο. Από τον Θ. Κλωνάρη είχε χορευτεί και στο Θέατρο Λυκαβηττού σε πανελλήνιο διαγωνισμό χορού που οργάνωσε πάλι το Λύκειο Ελληνίδων κι έλαβε μέρος και η Κάλυμνος (1978) από την οποία προέρχεται ο μοναδικός αυτός χορός, ο βγαλμένος από τα σπλάχνα της σφουγγαράδικης ζωής.

Γλωσσάρι: Μηχανικός = ο δύτης που βουτά με σκάφαντρο. Πιασμένος = ο δύτης που έπαθε ημιπαράλυση. Σκασμένοι = αυτοί που έπαθαν ασφυξία και έσκασαν. Ματζόρος = πολύ καλός με πολλές ικανότητες.

Θεμελίνα Καπελλά
Συγγραφέας-Λαογράφος
(Καθημερινή, 13/09/98, σελ. 30)

Πέμπτη 23 Ιουνίου 2011

Ζωναράδικος






Χορεύει η Ομάδα Ελληνικού Λαικού Χορού του Πολιτιστικού Οργανισμού Δήμου Καλλιθέας.


Επιμέλεια - Διδασκαλία : Βασίλης Καρφής.

Από την εκπομπή Μουσική Παράδοση με τον Παναγιώτη Μυλωνά

 " Τραγούδια και χοροί της Θράκης ".

Στην Ελλάδα το διαμάντι ( Καρσιλαμάς )



Χορεύει η Ομάδα Ελληνικού Λαικού Χορού του Πολιτιστικού Οργανισμού Δήμου Καλλιθέας.


Επιμέλεια - Διδασκαλία : Βασίλης Καρφής.

Από την εκπομπή Μουσική Παράδοση με τον Παναγιώτη Μυλωνά

 " Τραγούδια και χοροί της Θράκης ".

Σεήτα τα - Ωνημα - Χορός των μαντηλιών



Κείμενο : Σεήτατα , Χορός στην Καππαδοκία με το ομώνυμο τραγούδι.


Πηγή : Εγκυκλοπαίδεια του Ελληνικού Χορού , Ευρετήριο : E-4F7B1

-[Θεοδωρίδης 1967, 221] Φάρασα Καππαδοκίας: Το Γιολάχι είναι ένα βαθύτατο φαράγγι νότια του Βαρασού για το οποίο πολλοί Βαρασιώτες είχαν την εντύπωση πως ήταν η στράτα που κατέβαιναν στον κάτω κόσμο. Η παράδοσις αυτή ενισχύεται ακόμη απ' τους στίχους κάποιου παλιού τραγουδιού, στον σκοπό του οποίου κατά παμπάλαιο έθιμο χόρευαν αντικρυστά στους γάμους, ανά δύο, παντρεμένες γυναίκες με μιμητικές τρεμουλιαστές κινήσεις σαν να χαιρετιούνται και αποχαιρετιούνται αλλάζοντας ρυθμικά τις θέσεις τους. Οι στίχοι αυτοί λένε:

 "Σεήτα τα, σεήτα τα, σο μέγον το Ρουσί, να μη 'πεσώσετε, 'πνώσσετε, σου Χούνναρη το σπήλο", δηλαδή: "Σύρε την (πάρε την και πήγαινέ την) σύρε την, στο μεγάλο το βουνό (το λεγόμενο Μέγο Ρουσί) κι αν δεν αποσώσετε (να φτάσετε) κοιμηθήτε στου Χούνναρη τη σπηλιά".

 Ο χορός νομίζω πως παριστάνει την συνάντηση της θεάς Δήμητρας και της κόρης της Περσεφόνης.

-[Στράτου 1970;, αδημ.] Καππαδοκία: Ανακαλύφθηκε, κινηματογραφήθηκε και χορεύεται στο θέατρό μας ο χορός Σεήτατα.

-[Μαργαρίτη 1987, 124] Βαρασός-Φάρασσα Καππαδοκίας: Το Σεήτα-τα χορευόταν από παντρεμένες γυναίκες στους γάμους. Οι γυναίκες αυτές, καθότι παντρεμένες, τον χόρευαν με μαντήλια στο κεφάλι, καλά σκεπασμένες ώστε να μην φαίνονται από το πρόσωπό τους παρά μόνο τα μάτια τους.

-[Τυροβολά 1992, 133] Φάρασα Καππαδοκίας: Υπήρχαν και αμιγείς γυναικείοι χοροί, όπως ο χορός Σεήτα-τα, που χορευόταν στους γάμους σε αντικριστό σχήμα από παντρεμένες γυναίκες, με καλυμμένο το πρόσωπο. Αρχικά αποδίδονταν σε ελεύθερο ρυθμό, που προοδευτικά γύριζε σε δίσημο μέτρο 2/4 (ανάλυση ρυθμού).


-[OLYMPICSBL 1038 Β4] Φάρασσα Καππαδοκίας: "Σεήτατα".

πηγή

Τρίτη 21 Ιουνίου 2011

Κουσιφτός χορός




Χορεύει η Ομάδα Ελληνικού Λαικού Χορού του Πολιτιστικού Οργανισμού Δήμου Καλλιθέας.


Επιμέλεια - Διδασκαλία : Βασίλης Καρφής.

Από την εκπομπή Μουσική Παράδοση με τον Παναγιώτη Μυλωνά
 " Τραγούδια και χοροί της Θράκης ".

Μηλίτσα που ΄σαι στο γκρεμό ( Συγκαθιστός)



Χορεύει η Ομάδα Ελληνικού Λαικού Χορού του Πολιτιστικού Οργανισμού Δήμου Καλλιθέας.


Επιμέλεια - Διδασκαλία : Βασίλης Καρφής.

Από την εκπομπή Μουσική Παράδοση με τον Παναγιώτη Μυλωνά " Τραγούδια και χοροί της Θράκης ".

Μαντηλάτος




Χορεύει η Ομάδα Ελληνικού Λαικού Χορού του Πολιτιστικού Οργανισμού Δήμου Καλλιθέας.


Επιμέλεια - Διδασκαλία : Βασίλης Καρφής.

Από την εκπομπή Μουσική Παράδοση με τον Παναγιώτη Μυλωνά " Τραγούδια και χοροί της Θράκης ".

Δευτέρα 20 Ιουνίου 2011

Πρωτόψωμα Δυτ.Θράκης



Χορεύει η Ομάδα Ελληνικού Λαικού Χορού του Πολιτιστικού Οργανισμού δήμου Καλλιθέας Αττικής

Λέτσι Καρς



Βήμα

Αριστερόστροφος μεικτός χορός που χορεύεται σε κλειστό κύκλο, έχει 10 βήματα και η αρχική λαβή είναι από τις παλάμες με τα χέρια παράλληλα προς το σώμα.

Στρίψιμο του σώματος προς τα αριστερά με έντονο σκύψιμο του κορμού από την μέση και πάτημα με την μύτη του δεξιού ποδιού στην διάσταση αριστερά στην νοητή περιφέρεια του κύκλου που κινείται ο χορός (βήμα 1), πάτημα ολόκληρου του δεξιού πέλματος στο δάπεδο καθώς εκτελείται πάτημα με την μύτη του αριστερού ποδιού στην διάσταση λοξά αριστερά μαζί με τον κορμό (βήμα 2) πάτημα ολόκληρου του αριστερού πέλματος στο δάπεδο καθώς εκτελείται πάτημα με την μύτη του δεξιού ποδιού λοξά δεξιά μαζί με τον κορμό (βήμα 3) αλλαγή κατεύθυνσης κατά 180 μοίρες με άξονα περιστροφής το δεξί πόδι καθώς το πρόσωπο κοιτάζει προς την δεξιά πλευρά του κύκλου με προβολή της μύτης του αριστερού ποδιού στην διάσταση δεξιά (βήμα 4) πάτημα δεξιού ποδιού δίπλα στο αριστερό (βήμα 5) πάτημα αριστερού στον τόπο με αλλαγή κατεύθυνσης, το πρόσωπο κοιτάζει το κέντρο του κύκλου και προβολή της μύτης του δεξιού ποδιού προς το κέντρο του κύκλου (τα χέρια αιωρούνται τώρα προς τα πίσω βήμα 6) πάτημα δεξιού ποδιού πίσω και προβολή της μύτης του αριστερού προς το κέντρο του κύκλου (τα χέρια αιωρούνται από πίσω προς τα εμπρός βήμα 7) πάτημα αριστερού ποδιού πίσω στον τόπο και προβολή της μύτης του δεξιού ποδιού προς το κέντρο με κυκλική κίνηση καθώς τα χέρια ανεβαίνουν στην ανάταση (βήμα 8) κατά τον ίδιο τρόπο προβάλει το αριστερό προς το κέντρο του κύκλου (βήμα 9) και στο βήμα 10 προβάλει η μύτη του δεξιού. Στα βήματα που γίνονται προς τα αριστερά τα χέρια είναι παράλληλα προς το σώμα.

Ο ρυθμός είναι επτάσημος 7/8 (2-2-3).

Επιμέλεια κειμένου και κινούμενης εικόνας: κ.Κοκοβίδης,κ.Σιδηρόπουλος

Πιπιλομάταινα Αργυρούπολης




Λαογραφικά στοιχεία


Πατούλα είναι η ονομασία του χορού στον Δυτικό Πόντο και σημαίνει την γυναίκα που έχει λευκό δέρμα, την κατάλευκη την αφράτη δηλαδή την παχουλή. Στις αρχές του προηγούμενου αιώνα οι Πατούλες ήταν αξεπέραστες, ασυναγώνιστες αφού οι περισσότεροι νέοι που ήθελαν να τις παντρευτούν. Πατούλα επίσης έλεγαν και το λευκό πρόβατο. (Ιστορικόν Λεξικόν της Ποντιακής Διαλέκτου, Α. Παπαδόπουλου, τόμος Β).

Στον Ανατολικό Πόντο ο ίδιος χορός λεγόταν Πιπιλομάταινα ή Πιπιλο(μ)μάταινα που έδωσε και την ονομασία του χορού από τους στίχους του ομώνυμου τραγουδιού:

Την πιπιλομάταιναν
ούι αναθεμ΄άτεναν
αν ΄κι δίτε μ΄άτεναν
φυγαδιαζομ΄ άτεναν.

Πιπιλομάτης στην Ποντιακή διάλεκτο σημαίνει κουκουτσομάτης (αυτός δηλαδή που έχει μικρά μάτια σαν κουκούτσια).

Βήμα

Εύθυμος δεξιόστροφος χορός που έχει 8 βήματα και η αρχική λαβή είναι από τους ώμους, τον συναντάμε όμως με μικρές παραλλαγές όσων αφορά την θέση των ποδιών. Για παράδειγμα τα βήματα 4 και 8 μπορεί να είναι τονισμένα αφού μπορεί να εκτελούνται με φορά από πίσω προς τα εμπρός ή ο χορός να χορεύεται και στον τόπο.

Ο χορός ξεκινά με το δεξί πόδι να πατά δεξιά προς την νοητή περιφέρεια του κύκλου ακολουθεί πάτημα του αριστερού μπροστά από το δεξί και στην συνέχεια του δεξιού μπροστά από το αριστερό (βήματα 1-3) σταμάτημα και αλλαγή κατεύθυνσης του σώματος προς τα αριστερά (βήμα 4). Όμοια ξεκινά το αριστερό και πατά αριστερά προς την νοητή περιφέρεια του κύκλου στην συνέχεια το δεξί πατά μπροστά από το αριστερό και μετά το αριστερό μπροστά από το δεξί (βήματα 5-7) ακολουθεί σταμάτημα και αλλαγή κατεύθυνσης του σώματος προς τα δεξιά (βήμα 8). Όταν ο χορός κινείται προς τα δεξιά η φορά τους σώματος είναι λοξός δεξιά και τα βήματα 5-8 γίνονται στον τόπο, ενώ όταν κινείται αριστερά η φορά του σώματος είναι λοξός αριστερά.

Ο ρυθμός είναι εννεάσημος 9/8 (2-2-2-3) και παίζεται από όλα τα μουσικά όργανα

Επιμέλεια κειμένου και κινούμενης εικόνας :
 κ.κ Σιδηρόπουλος,Κοκοβίδης, Σαραφίδου,Χριστοφοράτου

Τρία τη Κότσαρι Κάρς

Λαογραφικά στοιχεία


Η προέλευση του χορού είναι από το Κάρς επειδή χορευόταν κυρίως από Έλληνες που έλκουν την καταγωγή τους από τον Καύκασο και την πρώην ΕΣΣΔ. Θεωρείται ότι είναι μια παραλλαγή του χορού Κότσαρι-για τον οποίο-εικάζεται ότι το όνομα του προέρχεται από τον τρόπο που αυτός χορεύεται. Συγκεκριμένα, τα δύο κουτσά βήματα (κοτσά) εκτελούνται στα πρώτα τέσσερα μέτρα του χορού με χτύπημα της φτέρνας (στα Ποντιακά κότσ' ) στο έδαφος ενώ το άλλο πόδι ταυτόχρονα άρετε (δηλαδή ο χορός άρει το κότς΄ έτσι προκύπτει το Κότσαρι. Στο Τρία τη Κότσαρι εκτελούνται τρία (κοτσά) βήματα στα πρώτα έξι μέτρα του χορού.

Το Τρία τη Κότσαρι παίζεται από όλα τα μουσικά όργανα χωρίς τραγούδι. Οι Αρμένιοι τον χορό αυτόν τον ονομάζουν Κοτσαρί για τον οποίον υπάρχουν πολλές παραλλαγές με την ονομασία αυτή ενώ και το ύφος είναι επίσης τελείως διαφορετικό.

Βήμα

Ο χορός είναι μεικτός κινείται και προς τα αριστερά αλλά και προς τα δεξιά, έχει 10 βήματα η λαβή είναι από τους ώμους, ενώ ο ρυθμός είναι εξάσημος 6/8 (3-3).

Αριστερόστροφη φορά του χορού: Πάτημα-χτύπημα του αριστερού ποδιού στην διάσταση αριστερά στην νοητή περιφέρεια στην οποία κινείται ο χορός και ταυτόχρονη άρση του δεξιού προς τα πλάγια με τσάκισμα-λύγισμα του γόνατος (βήμα 1) πάτημα δεξιού ποδιού στον τόπο με ταυτόχρονη άρση του αριστερού με κάμψη από το γόνατο (βήμα 2) πάτημα-χτύπημα του αριστερού ποδιού στην διάσταση αριστερά και ταυτόχρονη άρση του δεξιού προς τα πλάγια με τσάκισμα-λύγισμα του γόνατος (βήμα 3) επαναλαμβάνεται μια ακόμα φορά αυτό το κινητικό μοτίβο (βήματα 4 και 5) κλότσημα δεξιού ποδιού λοξά αριστερά προς το κέντρο του κύκλου μπροστά και πάνω από το αριστερό (βήμα 6). Πάτημα δεξιού ποδιού προς τα δεξιά και λίγο πιο μπροστά από το αριστερό (βήμα 7) πάτημα του αριστερού ποδιού πίσω από το δεξί (βήμα 8) πάτημα δεξιού στην διάσταση δεξιά (βήμα 9) και κλείσιμο αριστερού δίπλα στο δεξί (βήμα 10). Θα πρέπει να υπενθυμιστεί ότι τα κοτσά βήματα δηλαδή αυτά που γίνονται προς τα αριστερά είναι μεγαλύτερα από αυτά που γίνονται προς τα δεξιά.

Δεξιόστροφη φορά του χορού: τα κοτσά βήματα εκτελούνται λοξά αριστερά (διαγώνια) προς το κέντρο του κύκλου (βήματα 1-5) στην συνέχεια ο χορός είναι ακριβώς ο ίδιος με την διαφορά ότι αυτά τα βήματα που γίνονται προς τα δεξιά είναι μεγαλύτερα από αυτά που γίνονται προς το κέντρο του κύκλου.

Επιμέλεια κειμένου-κινούμενης εικόνας: κ. Κοκοβίδης, κ.Σιδηρόπουλος

Σαρί Kουζ Λαγγευτόν Μπάφρας

Κυριακή 19 Ιουνίου 2011

Βρύση μου πετροκάμαρη



Τραγούδι με προέλευση από την ευρύτερη περιοχή του Νομού Κιλκίς Μακεδονίας.
Ο ρυθμός του κομματιού είναι 7/8 (3-4) και χορεύεται στα βήματα του «ΡΑΪΚΟΥ».

Βρύση μου πετροκάμαρη και με το δροσερό το νερό,
βρύση μ’ κι αν έ… αχ βρυσούλα μου
βρύση μ’ κι αν έ… κι αν έρθει η αγάπη μου.
------
Βρύση μ’ κι αν έρθει η αγάπη μου κι αν έρθει η καλούδα μου,
να της θολώ… αχ βρυσούλα μου
να της θολώ… θολώσεις το νερό.
------
Να της θολώσεις το νερό να την αργοπορέσειται,
δεν ξέρω πια αχ βρυσούλα μου
δεν ξέρω ποια (εί)ναι ποια (εί)ναι η αγάπη σου.
------

Δε ξέρω ποια (εί)ναι η αγάπη σου και ποια (είν)ναι η καλούδα σου,
φορεί γιορτνά… αχ βρυσούλα μου
φορεί γιορντά… γιορντάνι στο λαιμό.
------

Φορεί γιορντάνι στο λαιμό χρυσή κορδέλα στα μαλλιά,
φορεί γιορτνά… αχ βρυσούλα μου
φορεί γιορντά… γιορντάνι στο λαιμό.

πηγή

Ιβάνα - Βώλακα Δράμας



Χορεύει η Ομάδα Ελληνικού Λαϊκού Χορού του Πολιτιστικού Οργανισμού Δήμου Καλλιθέας. Καλλιθέα 2008. Παίζουν οι μουσικοί: Βασίλης Γραμματικός γκάιντα, Γιάννης Γευγελής νταχαρέ & στο τραγούδι η χορωδία της Ομάδας σε επιμέλεια Μαρίας Ζιάκα. Επιμέλεια - διδασκαλία: Βασίλης Καρφής




Βαγγελίτσα - Βώλακα Δράμας




Χορεύει η Ομάδα Ελληνικού Λαϊκού Χορού του Πολιτιστικού Οργανισμού Δήμου Καλλιθέας. Καλλιθέα 2008. Παίζουν οι μουσικοί: Βασίλης Γραμματικός γκάιντα, Γιάννης Γευγελής νταχαρέ. Επιμέλεια - διδασκαλία: Βασίλης Καρφής

Μπάλος Κεφαλονιάς


Χορεύει η Ομάδα Ελληνικού Λαϊκού Χορού του Πολιτιστικού Οργανισμού Δήμου Καλλιθέας. Καλλιθέα 2010. Παίζουν οι μουσικοί: Γιώργος Μαρινάκης βιολί, Κώστας Φιλιππίδης λαούτο, Θανάσης Καρπούζης σαντούρι, Βαγγέλης Δημούδης ούτι, Γιάννης Γευγελής κρουστά, Μαρία Ζιάκα τραγούδι. Επιμέλεια - διδασκαλία: Βασίλης Καρφής

Σάββατο 18 Ιουνίου 2011

Ντιούζικος και Τσέστος Βόρειας Θράκης




Χορεύει η Ομάδα Ελληνικού Λαϊκού Χορού Πολιτιστικού Οργανισμού Δήμου Καλλιθέας (2010). Επιμέλεια-διδασκαλία: Βασίλης Καρφής.

Οι παραδοσιακές ενδυμασίες της Θράκης

      Κάθε Ελληνική τοπική φορεσιά είναι ένα σύνολο ενδυμάτων, που χαρακτηρίζει μία ομάδα ανθρώπων που ζουν μέσα στον ελληνικό χώρο. Λειτουργεί  όπως κάθε ενδυμασία. Ντύνει δηλαδή και στολίζει το κορμί και παρουσιάζει την όψη που επιθυμεί να δώσει εκείνος που τη φοράει στους τρίτους, παρέχοντας στον εαυτό του σιγουριά και άνεση.

      Μέσα στη συντηρητική και αυστηρή κοινωνία του χωριού και της μικρής πόλης, η σιγουριά και η άνεση πετυχαίνονται με την ομοιομορφία που προσφέρει μία φορεσιά. Η φορεσιά βασίζεται στην παράδοση και στη συντηρητικότητα και διαφέρει ριζικά από τη μόδα που βασίζεται στην αλλαγή. Η συντηρητικότητα στη φορεσιά δημιουργεί απαγορευτικά ταμπού, αλλά και ταμπού που λειτουργούν δίνοντας μαζικές ιδιότητες σε ορισμένα της τμήματα (ποδιά, ζωνάρι, κεφαλόδεσμοι κ.α).
      Η έρευνα γύρω από τις τοπικές φορεσιές του ελληνικού χώρου δεν έχει ολοκληρωθεί επίσημα. Ποτέ άλλωστε δεν έγινε μία συστηματική καταγραφή τους, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να γίνει και μία μελέτη σε βάθος.
      Ο χώρος της ενδυματολογίας στην περιοχή της Θράκης παρουσιάζει μία εντυπωσιακή ποικιλομορφία. Οι ενδυματολογικές ιδιαιτερότητες της κάθε ενδυμασίας, διαφοροποιούν και τονίζουν το χαρακτήρα της κοινωνικής ομάδας από την οποία προέρχεται. Η ενδυμασία ως ενδυματολογικό σύνολο, σε συνάρτηση με τη διακοσμητική αντίληψη των επί μέρους εξαρτημάτων της, που εκφράζεται μέσα από διαφορετικά υλικά, σχήματα και χρώματα, δίνουν την ιδιαίτερη αισθητική της κάθε ομάδας.


Η ΑΝΔΡΙΚΗ ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΘΡΑΚΗΣ  

        Η ανδρική ενδυμασία παρουσιάζει ενότητα ως προς τη μορφή της σ’ όλο σχεδόν το Θρακικό χώρο. Η ενδυμασία αυτή της περιοχής της Θράκης, αποτελούσε ένδυμα κοινό, όπως κοινές ήταν άλλωστε οι συνθήκες και οι ασχολίες των ανθρώπων του τόπου. Έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τις γυναικείες φορεσιές, όπου τα τολμηρά χρώματα, η διακόσμηση και τα πολλά  εξαρτήματα μπερδεύουν την κυρίως γραμμή τους.

Καβακλί. Ανδρικές φορεσιές. Η καφετιά φορεσιά, η μποζαβιάρικια είναι η καθημερινή και η σταχτιά η γιορτινήΟι Θρακιώτες όλοι φορούν ποτούρια. Το ποτούρι είναι είδος ανοιχτού δηλαδή φαρδύ παντελονιού που φορέθηκε μόνο στη Θράκη και που ονοματολογικά χαρακτήριζε όλη τη Θρακιώτικη ανδρική ενδυμασία. ‘Ηταν φτιαγμένο από σαγιάκι, μάλλινο δίμιτο ύφασμα της νεροτριβής (είδος τσόχας), συνήθως καφέ χρώματος, για την καθημερινή ενδυμασία, μαύρου χρώματος για  την επίσημη φορεσιά και ραβόταν από τους τερζήδες (ράφτες), που το γαϊτωναν με μαύρο γαϊτάνι στις άκρες. Το γαϊτωμα των ποτουριών ήταν ανάλογο με την περίσταση και την οικονομική κατάσταση του καθενός. Τα καλοκαιρινά ποτούρια ήταν από βαμβακερό γαλάζιο ύφασμα και ονομαζόταν «βρακιά».
H ανδρική ενδυμασία της Θράκης αποτελείτο επίσης από το πουκάμισο το οποίο ήταν ή λευκό βαμβακερό κεντημένο στο λαιμό,την τραχηλιά και τα μανίκια ή σκουροζάλαζα ή καφετιά με λευκές ρίγες ή τετραγωνάκια για την δουλειά και είχαν συνήθως όρθιο γιακαδάκι και φαρδιά μανίκια. Πάνω από το πουκάμισο φορούσαν αμάνικα γιλέκα που ήταν από σαγιάκι και άλλα ήταν ανοιχτά και άλλα κλειστά ανάλογα με την περιοχή. Υπήρχαν και πανωφόρια κοντά μανικωτά  γιλέκα που ήταν και αυτά από σαγιάκι μαύρο ή σκουρογάλαζο ή καφετί και λεγόταν τζαμαντάνι. Κόκκινο ήταν μόνο το τζαμαντάνι του γαμπρού στην περιοχή της Μακράς Γέφυρας (Ζαλούφι). 
 
 Τις κρύες όμως μέρες του χειμώνα φορούσαν τη γούνα, είδος παλτού σαγιακένιου, με γούνινη επένδυση εσωτερικά (προβιά). Το εξάρτημα αυτό χαρακτήριζε την οικονομική κατάσταση αυτού που το φορούσε. Οι πιο φτωχοί φορούσαν το «γιαμουρλούκι» (είδος μακριού παλτού) από γκρι σαγιάκι με κουκούλα. 
Ανδρική στολή Ανατολικής ΘράκηςΣτα πόδια φορούσαν  τσουράπια πλεκτά. Για κάθε μέρα είχαν λευκά κομμάτια από σαγιάκι, με τα οποία τύλιγαν τις κνήμες, τα λεγόμενα μπλιάλια ή ποδοπάνια και τα γουρουνοτσάρουχα ή βοϊδοτσάρουχα που τα κατασκεύαζαν οι ίδιοι και δένανε με τα τσαρουχόσχοινα σταυρωτά. Τις γιορτές φορούσαν τα κουντούρια ή γεμενιά παπούτσια που αγόραζαν. Τα αγοραστά υποδήματα δίνονταν κυρίως σαν δώρα γάμου και φορέθηκαν με τις Θρακιώτικες φορεσιές από τα τέλη του 19ου αιώνα κυρίως.
Η ανδρική ενδυμασία συμπληρωνόταν με το μακρύ μάλλινο δίμιτο ζωνάρι, κροσσωτό στις δύο στενές πλευρές, σε χρώμα μαύρο με λευκές ρίγες στο υφάδι  ή κόκκινο με λευκές ρίγες για τους νέους και βυσσινί για τους μεγαλύτερους  ή όπως στο Μ.Ζαλούφι κόκκινο για τους νέους, βυσσινί για τους μεσήλικες και μαύρο για τους ηλικιωμένους.

Χαρακτηριστικό γνώρισμα των ανδρικών ενδυμασιών της Θράκης είναι το κεφαλοκάλυμμα. Πρόκειται για ένα μαύρο ή σκουρογάλαζο ζωνάρι, μήκους περίπου 2 μέτρων, μάλλινο ή βαμβακερό, το οποίο τύλιγαν ολόγυρα στο κεφάλι, αφήνοντας να κρέμεται στην πλάτη η μία κροσσωτή άκρη. Το κάλυμμα αυτό λεγόταν σάλι  ή σερβέτα  και αντικαταστάθηκε από το καλπάκι, μαύρο βελούδινο ή αστρακάν καπέλο με δύο κουμπιά. Στο καλπάκι συνήθιζαν να σκαλώνουν ένα ρομβοειδές ή στρογγυλό χάντρινο κόσμημα.


Η  ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΘΡΑΚΗΣ

     Οι γυναικείες φορεσιές μοιάζει να έχουν φτιαχτεί για να εντυπωσιάσουν παρά για να αναδείξουν την ομορφιά του κορμιού. Αντίθετα λοιπόν με την ανδρική ενδυμασία η οποία παρουσιάζεται ως ένα ενιαίο, κοινό ένδυμα, η γυναικεία ενδυμασία της Θράκης παρουσιάζει μεγάλες διαφοροποιήσεις μέσα στο χώρο. Τα γυναικεία ρούχα αποτελούσαν ένα κώδικα επικοινωνίας που δήλωναν την κοινωνική θέση ή την κοινωνική κατηγορία της γυναίκας. Το κάθε εξάρτημα, το χρώμα, η διακόσμηση, η μορφή του ενδύματος, όλα αποτελούσαν μηνύματα αναγνωριστικά που δήλωναν αδιάψευστα τη θέση της γυναίκας στην παραδοσιακή κοινωνία. Οι ελεύθερες είχαν ρούχα με ζωηρά χρώματα και πλούσια κεντίδια. Οι κορδέλες στολισμένες με πούλιες μόνο για τις ελεύθερες και τις νιόπαντρες, τα κόκκινα «σαλένια» ή «μπουχασένια» μόνο για τις νύφες, που θα τα φορούσαν 40 ημέρες μετά το γάμο. Ο κεφαλόδεσμος σεμνός για τις ηλικιωμένες, λουλουδιασμένες μαντίλες και σιργκούνια για τις ελεύθερες. Για τις νύφες λουλούδια και γκιρλάντες, καρφίτσες και τέλια πολλά. ‘Όλα την ημέρα του γάμου λαμπερά., πλούσια, καλορίζικα, σύμβολα  και ευχές για τη νέα ζωή της γυναίκας και την εξασφάλιση της γονιμότητας.

      Πριν να παρουσιάσουμε κατά περιοχή τις γυναικείες φορεσιές της Θράκης, θα πρέπει να πούμε λίγα λόγια για την ζωή της Θρακιώτισσας. Γενικά η ζωή της γυναίκας στην Θράκη ήταν δύσκολη. Την ημέρα δούλευε στο χωράφι και το βράδυ εκτός από τις δουλειές του σπιτιού έγραφε στον αργαλειό με την κλωστή τη ζωή της στο πανί, έφτιαχνε ρούχα με κεντίδια που ήταν μόνο με απλά χρώματα, άλλα ρούχα με χρώματα της χαράς, κεντημένα με δένδρα και πουλιά που πέταγαν και τα έβαζε στο υφαντό της. Κλαδιά και ρόδια καρπερά, μεταξένια, όλα πάνω στον τσεβρέ που η ίδια θα χάριζε στο παλικάρι που οι γονείς της διάλεξαν γι΄ αυτήν. Ρούχα που θα φορούσε τις σημαδιακές στιγμές της ζωής της (γέννηση – γάμος – θάνατος).

Και όταν η κούραση του καθημερινού μόχθου βάραινε τα βράδια που ύφαιναν ή ξεφλούδιζαν το καλαμπόκι, άρχιζαν τα τραγούδια, τα χωρατά, τα παραμύθια, για να μη πετρώσει η καρδιά και χαθεί η ελπίδα. Και όλη η ζωή τους αγάπες, καημοί, μεράκια, θάνατοι έβρισκε παρηγοριά στο τραγούδι.


ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ ΜΑΚΡΑΣ ΓΕΦΥΡΑΣ (Μέγα Ζαλούφι Αν.Θράκης)

      Σε πολύ κλειστές γεωργικές ομάδες που η κοινωνική οργάνωση οριοθετεί αυστηρά τους ρόλους των δύο φύλων, η γυναικεία ενδυμασία που διαμορφώνεται είναι αυστηρή ως προς γραμμή της και αδρή ως προς τα υλικά της κατασκευής της.

      Αντιπροσωπευτικός τύπος η ενδυμασία του Ζαλουφιού (Μακράς Γέφυρας). Το Ζαλούφι (κεφαλοχώρι)  βρισκόταν βορειανατολικά της Μακράς Γέφυρας (Οζούν Κιουπρού) και εκκλησιατικά υπαγόταν στην Μητρόπολη Διδυμοτείχου. Οι κάτοικοί της ασχολούνταν κυρίως με την αμπελουργία (το κρασί του Ζαλουφιού ήταν ονομαστό), την γεωργία και την κτηνοτροφία. Μετά τον ξεριζωμό οι πρόσφυγες αυτής της περιοχής εγκαταστάθηκαν σε χωριά κατά μήκος της δυτ. όχθης του ‘Εβρου (Δίκαια, Σάκκος, Χειμώνιο, Θούριο, Πύθιο κλπ), σε χωριά του Νομού Σερρών (Κοίμηση, Παραλίμνιο, Θολό, Νεοχώρι, Νέα Πέτρα) και στο Καλοχώρι Θεσσαλονίκης.
 Μακρά Γέφυρα. Γυναικεία φορεσιά από την περιοχή Μακράς Γέφυρας Ανατολικής Θράκης     
Η Γυναικεία φορεσιά του Ζαλουφιού φορέθηκε σε μεγάλο αριθμό χωριών της περιοχής με μικρές παραλλαγές όπως στη Θυρέα, Πύθιο, Πραγγί, Πετράδες (Δυτ.Θράκη) και στα χωριά Ανατ.Θράκης Μικρό Ζαλούφι, Ψαθάδες,  Τσαλί Κούρτ κλπ. Η μεγάλη διάδοση της φορεσιάς σε χωριά της ευρείας περιοχής που είχαν ως διοικητικό κέντρο την Μακρά Γέφυρα, δικαιολογεί και την ονομασία της ως φορεσιά Μ.Γέφυρας, αν και δεν φορέθηκε σ’αυτή την πόλη.
      Τα υλικά για την κατασκευή της ενδυμασίας αυτής είναι όλα δικής τους παραγωγής. Μόνες τους σι γυναίκες ύφαιναν, έκαναν το σαγιάκι και έβαφαν σε χρώματα μαύρο, καφέ σκούρο (λιζαρένιο) ή κόκκινο.

Η φορεσιά αποτελούνταν από:
1. Το μακρύ πουκάμισο (το χιμίς) από λευκασμένο χοντρό βαμβακερό ύφασμα, με «γραμμένα» (υφαντά κεντήματα) στον ποδόγυρο και κεντήματα στα μανίκια (σταυροβελονιά)
2. Το σχετικά στενό αμάνικο μονοκόματο σαγιακένιο φουστάνι σε χρώματα μαύρο, καφέ, βυσσινί, που κεντιόταν με  λευκό ελαφρά κλωσμένο βαμβάκι και χρωματιστά μαλλιά, στον ποδόγυρο και ελάχιστα στην τραχηλιά. Μοτίβα, σχηματισμένα δένδρα, κούκλες, σαλιαγκούδια (σαλιγκάρια) που συνήθως το κέντημα λεγόταν σαλιαγκό. Το φουστάνι στο Ζαλούφι ήταν πάντα μαύρο ή σκούρο βυσσινί. Το ολοκόκκινο φοριόταν όταν η κοπέλα έφτανε σε ηλικία γάμου (15-16 ετών). Το νυφικό ήταν πάντα μαύρο κεντημένο με βαμβακερές κλωστές.
3. Το μάλλινο δίμιτο φαρδύ ζωνάρι, μαύρο με λεπτές ρίγες στο υφάδι. Οι Ζαλουφιώτισσες σπάνια φορούσαν μεταλλικό ζωνάρι που συνήθιζαν σε άλλα χωριά της περιοχής  και αυτό μετά την εγκατάστασή τους στην Ελλάδα. Στα υπόλοιπα χωριά φορούσαν το ζωνάρι και τις γιορτές το ασημοζούναρο ή μπακιροζούναρο (σημάδι του αρραβώνα).
4. Οι ποδιές που λεγόταν  «ποδέ» διαφέρουν από χωριό σε χωριό. Στο Ζαλούφι οι ποδιές είναι κατηφένιες (βελούδινες) με στεφανάκια από λουλούδια κεντημένα. Στους Ψαθάδες οι ποδιές ήταν μάλλινες σαγιακένιες με έντονα χρώματα και πολλές πούλιες. Οι γυναίκες στους Πετράδες και το Πραγγί κεντούν στις ποδιές τους σταυρούς, παιδάκια, σαλιγκάρια και άλλα αρχέγονα σύμβολα, και μ’ αυτό πιστεύουν πως θα ξορκίσουν το κακό το πνεύμα και θα αποκτήσουν αυτό που ποθούν.
5. Το Τερλίκ ή Μοχαέρι. Το πιο εντυπωσιακό κομμάτι της ενδυμασίας αυτής είναι το τερλίκ ή μοχαέρι, μακρύ πανωφόρι από μάλλινο δίμιτο με μανίκια μακριά  που ανασκουμπώνονται στον αγκώνα, για να φανεί το κέντημα καμωμένο σε πρόσθετο βαμβακερό ύφασμα. Το τερλίκ έχει πλούσιο κέντημα με λευκό βαμβάκι και χρωματιστά μαλλιά στα δύο μπροστινά φύλλα, ολόγυρα στον ποδόγυρο, στην πλάτη και σε όλες τις ραφές. Πάνω στο τερλίκ κεντούν «ανάρια-ανάρια» (αραιά) διάφορα σχήματα. Ο ανάγλυφος όγκος των αφηρημένων σχημάτων κάνει τον επενδυτή εντυπωσιακό και μοναδικό. Η γυναίκα αρχίζει να το κεντά μόλις με την αρχή της εφηβείας της και θα κεντήσει 3 κομμάτια.
Γυναικεία στολή από τα χωριά Μεγάλο και Μικρό Ζαλούφι (περιοχή Μακράς Γέφυρας)Το «μικρό μοχαέρι» που θα το φορέσει την ημέρα του γάμου, το «μεγάλο μοχαέρι» που θα το φορέσει τις μεγάλες μέρες (γιορτές) των Χριστουγέννων, τις Αποκριές, Πάσχα και τη «σιγκούνα» που θα τη φορέσει μετά τα 45 της χρόνια και μ’ αυτή θα την θάψουν, για να κλείσει έτσι τον κύκλο της ζωής της. Πιο απλά και νεώτερα είναι διάφορα αμάνικα συνήθως τσιπούνια, σκούρου χρώματος που ήταν πιο ελαφρά διακοσμημένα  (κεντημένα). 

Τα μόνα υλικά που αγοράζει η γυναίκα για την κατασκευή της ενδυμασίας αυτής είναι όσα χρειάζονται για τον κεφαλόδεσμο (χάντρες, φλουριά, πούλιες, μαντίλες). Τα προμηθευόταν κυρίως οι άνδρες από την τοπική αγορά ή τα μεγάλα παζάρια των γειτονικών χωριών, αφού οι γυναίκες δεν επιτρεπόταν να πηγαίνουν στις αγορές.
 Στο κεφάλι φορούσαν ένα κόκκινο σκουφάκι με υποσαγώνιο το μαγγούρι, που σκεπαζόταν όλο από το καφέ ή σκούρο βυσσινί μαντίλι, το τσεμπέρι Κάτω από την μαντίλα  στερέωναν (στο μαγγούρι) σειρές φλουριά και  σταυρούς που κρέμονταν στο μέτωπο.
     Στα πόδια οι νύφες φορούσαν τα λευκά σαγιακένια καλτούνε, στολισμένα με χρωματιστά γαϊτάνια από τον τερζή (ράφτη). Καθημερινά φορούσαν γουργουνουτσάρουχα όπως και οι άνδρες, και τις Κυριακές και τις γιορτές κουντούρες (κλειστά δερμάτινα παπούτσια).


ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΚΑΒΑΚΛΙ (Β.ΘΡΑΚΗ)

      Το Καβακλί 90 χιλιόμετρα από την Φιλιππούπολης, άλλοτε κέντρο ελληνισμού, αριθμούσε 10.000 κόσμο πριν τον ξεριζωμό των κατοίκων του. Υπήρξε κέντρο οικονομικό αλλά και πνευματικό με άλλα έντεκα χωριά της περιφέρειάς του, τα οποία και επηρέαζε πολιτιστικά. Οι τελευταίοι πρόσφυγες του Καβακλί και της περιφέρειάς του έφθασαν στην Ελλάδα το 1914 και εγκαταστάθηκαν στα χωριά Κουφάλια, Αίγειρο, Ξυλαγανή, Δίκαια, Φέρρες κλπ. Τα ιερά κειμήλια που έφεραν μαζί τους από τις προγονικές τους εστίες μαρτυρούν την οικονομική τους ευημερία  και τα κοσμήματα και οι φορεσιές τους την αρχοντιά των ανθρώπων της περιοχής. Η γυναικεία ενδυμασία του Καβακλί χαρακτηρίζεται από κομψότητα και σύνθετο διακοσμητικό πλούτο. Παραδοσιακά σύμβολα, όνειρα, ελπίδες, όλα κεντημένα με μεταξωτές κλωστές. Χρωματιστές εναλλαγές, υποδηλώνουν ένα μάλλον αστικό χώρο μέσα στον οποίο διαμορφώθηκε η ιδιαιτερότητα των γυναικών του. Η «τσούκνα» τόσο ως ονομασία όσο και ως υλικό, αποτελούσε το χαρακτηριστικό εξάρτημα της ενδυμασίας. Η «τσούκνα» ή «φ’στάνι», είναι  πλισιδωτή με κέντημα στον κόρφο και τον ποδόγυρο.
Καβακλί. Γυναικεία φορεσιά που συνηθιζόταν στα 11 χωριά της περιφέρειας Καβακλί (Βορειοανατολική Θράκη)Η τσούκνα των ηλικιωμένων γυναικών έχει κεντητά τα διάφορα τμήματα του ποδόγυρου σε αντίθεση με την τσούκνα της νέας κοπέλας, που η διακόσμησή της αποτελείται από επίραπτη μεταξωτή ταινία με χρυσές τρέσες. Πολλές φορές οι νέες γυναίκες πρόσθεταν στον ποδόγυρο τις «μπέλκες», μακρόστενα κομμάτια μεταξωτού υφάσματος σε διάφορα χρώματα.. Στον κόρφο της τσούκνας οι ελεύθερες κεντούσαν αντικριστά παγώνια, πέρδικες, σύμβολα γονιμότητας  και οι μεγάλες γυναίκες γεωμετρικά σχήματα, φυλακτά για το καλό τέλος της ζωής τους. 

Το πουκάμισο στην ενδυμασία του Καβακλί είναι «λουλακιασμένο» (περασμένο με λουλάκι), βαμβακερό, με μανίκια σε σκουρότερη μπλε απόχρωση και κεντημένο στον ποδόγυρο και τα μανίκια με μεταξωτές κλωστές. Το ριγωτό πολύχρωμο ζωνάρι υφαινόταν και διπλωνόταν λοξά, ώστε να γίνει διπλό. Πάνω από το ζωνάρι δενόταν η στενόμακρη υφαντή «πιτσίρκα» (ποδιά) που είναι από τα καλύτερα δείγματα υφαντικής τέχνης στην Ελλάδα. Για τις νέες οι ποδιές ήταν συνήθως κόκκινες με κατακόρυφα στο κέντρο διακοσμητικά μοτίβα κεντητά.

Διάφορα μαύρα πανωφόρια κοντά, όπως το τσιουπούν ή μακριά (γούνα), κάλυπταν το σώμα ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες. Στα πόδια φορούσαν μαύρες ή λευκές πλεκτές κάλτσες, με κουντούρες (παπούτσια) για τις γιορτές και γουρουνουτσάρουχα για κάθε μέρα. Στο κεφάλι φορούν την μαντίλα και στο μέτωπο στερεώνουν ένα κόσμημα με 5-15 φλουριά την «μπάπκα».

 ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΜΕΤΑΞΑΔΩΝ (ΔΥΤΙΚΗ ΘΡΑΚΗ)

     Το χωριό Μεταξάδες βρίσκεται στο ΒΔ τμήμα του Ν.Έβρου. Ενδυματολογικά με το ίδιο όνομα χαρακτηρίζονται τα χωριά της ευρύτερης περιοχής των Μεταξάδων (Αλεποχώρι, Παλιούρι, Χανδράς, Μικρή και Μεγάλη Δόγα, Ελληνοχώρι, Χιονάδες).
Μεταξάδες Δυτικής Θράκης

Οι κάτοικοι των χωριών αυτών, ριζωμένοι σ’ έναν τόπο άγονο, χωρίς μεγάλο κάμπο, πέρα από τις μικρές γεωργικές καλλιέργειες, ασχολήθηκαν με διάφορες άλλες τέχνες και έγιναν μπογιατζήδες (βαφείς), τερζήδες (ράφτες), τσουκαλάδες (αγγειοπλάστες), χτιστάδες (χτίστες).  Το κεφαλοχώρι Μεταξάδες, γνωστό και ως Τοκμάκι από το σφυρί που σκάλιζαν την πέτρα, έβγαζε τους πιο ονομαστούς χτιστάδες. Στο χωριό λειτουργούσαν αλευρόμυλοι, γιαχανάδες (μύλοι για τα σουσάμια),επίσης τερζήδικα (ραφεία) και λανάρες για το ξάσιμο των μαλλιών. Οι τσουκαλάδες του, γνωστοί στον ευρύτερο χώρο, πουλούσαν τα εμπορεύματά τους σ’ όλη τη Θράκη. Η παραγωγή, το εμπόριο και η επικοινωνία που είχαν οι κάτοικοι των Μεταξάδων με τον ευρύτερο κοινωνικό χώρο επηρέασε και ενδυματολογικά τους κατοίκους των γύρω χωριών με αποτέλεσμα ο τόπος της ενδυμασίας των μεταξάδων να επηρεάσει την περιοχή.

Γενικά αναγνωριστικά στοιχεία της γυναικείας ενδυμασίας των Μεταξάδων είναι το μαύρο φόρεμα με τα πορτοκαλιά γαϊτάνια στον κόρφο και δύο ανοίγματα στο στήθος τις «κουρφλήθρες» που διευκόλυναν την γυναίκα κατά τον θηλασμό. Χαρακτηριστικό της γυναικείας ενδυμασίας των Μεταξάδων είναι επίσης τα λεπτά βαμβακερά ή μεταξωτά υφάσματα που χρησιμοποιούν στην κατασκευή των φουστανιών. Τα κορίτσια στην περιοχή των Μεταξάδων άρχιζαν να υφαίνουν τις φορεσιές τους μόλις αρραβωνιαζόταν. ‘Εμεναν αρραβωνιασμένα 4 έως 9 χρόνια.

Μεταξάδες. Γιορτινή φορεσιά με απλό σχήμα και έντονα χρώματα που της προσδίδουν ανάλαφρη εμφάνισηΟι γονείς του γαμπρού εκτός από το «τράχωμα» (χρήματα) που έδιναν στη νύφη, έδιναν και το «φιλεμέ» (βαμβακερή κλωστή) καθώς και μαλλί για την προίκα του κοριτσιού. Για την προίκα τους οι κοπέλες έφτιαχναν 25 πουκάμισα, 15 φουστάκια, 10 ζευγάρια κάλτσες, μέτσια (υφασμάτινα παπούτσια) και έδιναν παραγγελία τη γούνα τους, που θα φορούσαν την ημέρα του γάμους τους, στον τερζή (ράφτη). 
Όλα τα υλικά για την κατασκευή της φορεσιάς τους ήταν δική τους παραγωγής.Εκτός από το φόρεμα η ενδυμασία των Μεταξάδων αποτελείται από:
-το πουκάμισο, βαμβακερό λευκό το καθημερινό, βαμβακομέταξο το καλό (επίσημο). Τα καλά πουκάμισα ονομάζονταν «κιναρωτά» (ήταν υφαντά μεταξωτά, με ρίγες από μάλλινες ή βαμβακερές κλωστές και είχαν στο τελείωμά τους δαντέλα και πούλιες).
-το γιλέκο, από σαγιάκι κεντημένο με πούλιες  και πολύχρωμες βαμβακερές και μεταξωτές κλωστές.
Στα πόδια οι γυναίκες φορούσαν τις κάλτσες, άσπρες μάλλινες με χρωματιστά λουλούδια για το χειμώνα. Παπούτσια είχαν τα μέστια, υφασμάτινα παπουτσάκια με γαϊτάνια σε μαύρο ή πορτοκαλί χρώμα.
Οι ποδιές  που φορούσαν ήταν υφαντές μάλλινες με διάφορα σχέδια στον αργαλειό. Τις ονόμαζαν «ζαπράτσες». Η λεχώνα φορούσε τη «χραδένια» ποδιά που ήταν υφαντή βαμβακερή. Ο τύπος της μεταξωτής ποδιάς σε έντονα χρώματα με δαντέλες και πούλιες είναι ο νεώτερος τύπος που επικράτησε. 
Ελληνοχώρι. Γιορτινή φορεσιά από χειροποίητα εγχώρια υλικά
Ο κεφαλόδεσμος είναι περίτεχνος με «μπαρμπούλες» (μαντίλι σταμπωτό) σε κίτρινο χρώμα για τις νέες και σε σκούρα χρώματα για τις ηλικιωμένες. Τα μαλλιά φτιαγμένα σε κοτσίδες ριγμένες στην πλάτη, κατέληγαν σε φούντες με χάντρες στερεωμένες με κλωστές. Οι ελεύθερες και οι νιόπανδρες στερέωναν πίσω πέντε κορδέλες χρωματιστές, στολισμένες επίσης με πούλιες. Οι νέες κάτω από την κίτρινη «μπαρμούλα» φορούσαν και τον τσεβρέ ο οποίος είναι τετράγωνος κεντημένος στις γωνίες. Τον σκάλωναν με «σιργκούτσια» (λουλούδια) στο πλάι.
Ζωνάρι δεν φορούσαν με την καθημερινή ενδυμασία τους, παρά μόνο με την επίσημη. Τότε φορούσαν το σημοζούναρο, δώρο του γαμπρού, αγορασμένο από τους κουγιουμτζήδες (χρυσοχόους) του Διδυμοτείχου, δουλεμένο με σμάλτο.
Πολλά στολίδια έκαναν και οι ίδιες όπως το φαρδύ χάντρινο περιλαίμιο, το γκερντάν.
 

ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΜΑΡΗΔΩΝ (ΚΑΡΩΤΗΣ) –ΔΥΤ.ΘΡΑΚΗΣ

Μάρηδες είναι οι ντόπιοι κάτοικοι 13 χωριών του νομού Έβρου μεταξύ Διδυμοτείχου και Ορεστειάδος όπως Καρωτή, το Κουφόβουνο, Ασπρονέρι, Βρυσικά, Στέρνα, Αμπελλ’αλια, Χιονάδες, Ποιμενικό, Ασβεστάδες. Η γυναικεία ενδυμασία των Μάρηδων αποτελείται από:
-Το λευκό βαμβακερό πουκάμισο με ποδόγυρο και τραχηλιά γραμμένους στον αργαλειό. Βαμβακερά αλλά σε κόκκινο χρώμα ήταν και τα πουκάμισα τα νυφικά που κεντιόταν στον ποδόγυρο.
-Χαρακτηριστικό εξάρτημα της γυναικείας φορεσιάς των μάρηδων είναι η τσούκνα  και το φ’στάνι (φόρεμα). Η τσούκνα ήταν μαύρη μάλλινη και το φ’στάνι βαμβακερό σε σκούρο γαλάζιο ή πράσσινο χρώμα. Τα φ’στάνια ήταν «γιαλωμένα» (γιαλισμένα) από τον μπογιατζή.

Φορεσιές από την Καρωτή Διδυμοτείχου.H τσούκνα είναι αμάνικο φόρεμα από λεπτό μάλλινο σκούρο ύφασμα. ‘Εχει κέντημα στην πλάτη την τραχηλιά, στις κουρφολήθρες καθώς και στον ποδόγυρο.
Το φ’στάνι είναι βαμβακερό αμάνικο φόρεμα πράσινο ή γαλάζιο που το διακοσμούσαν στον κόρφο και την πλάτη με επίραπτες κορδέλες χρυσές ή κίτρινες. Το φ’στάνι και η τσούκνα είχαν το ίδιο κόψιμο. Πρόσθεταν δε στο πλάϊ κάτω από τις μασχάλες κομμάτια από ζωηρόχρωμα αγοραστά υφάσματα τα «μπασκαλίδια».
-Πάνω από την τσούκνα φορούσαν το «καπούδι» (γιλέκο) από μαύρο σαγιάκι ή την «γούνα» από άσπρη προβιά διακοσμημένη με μαύρο ύφασμα στα τελειώματα.
-Η ποδιά στην περιοχή των Μάρηδων είναι υφαντή και ονομαζόταν «μισαλούδα». Εκτός από τις υφαντές ποδιές αργότερα άρχισαν να φορούν και ποδιές από αγοραστά υφάσματα στολισμένες με δαντέλες και πούλιες και κορδέλες σε ζωηρά χρώματα.
-Τις γιορτές φορούσαν στα πόδια λευκές ή σκούρες μονόχρωμες κάλτσες  με διάφορα σχέδια,γεμενιά (κλειστή παντόφλα) ή κοντούρια ( παπούτσια με τακούνια). Συνήθιζαν πολλές φορές να φτιάχνουν και να φορούν και μέστια (υφασμάτινα παπουτσάκια κεντημένα με πολύχρωμες κλωστές και πούλιες).
-Στο κεφάλι οι νέες γυναίκες φορούσαν λεπτό «τσεμπέρι» και κίτρινη με λουλούδια μαντίλα την «μπαρμπούλα». Πάνω από την κίτρινη μαντίλα «τζιβιρντούσαν» (σκάλωναν) μία δεύτερη άσπρη υφαντή μαντίλα με υφαντό διάκοσμο στη μία μόνο πλευρά διπλωμένη κατάλληλα.

ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ ΚΕΣΣΑΝΗΣ (ΑΝΑΤ.ΘΡΑΚΗΣ) 

     Η Κεσσάνη ήταν μία από τις σημαντικότερες κωμοπόλεις της Ανατ. Θράκης. Η κυριότερη ασχολία των ελλήνων κατοίκων της Κεσσάνης ήταν το εμπόριο, η γεωργία και η κτηνοτροφία. Μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών οι κάτοικοί της ήρθαν στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκαν κυρίως στην Δυτ.Θράκη και Μακεδονία.
Η γιορτινή φορεσιά της Κεσσάνης έχει κύρια  χαρακτηριστικά την αντίθεση του μαύρου και του άσπρου, τους έντονους αλλά αρμονικά συνδιασμένους χρωματισμούς των κεντημάτων και τα εντυπωσιακά λεπτοδουλεμένα κοσμήματα.
Κεσσάνη. Γιορτινή φορεσιά
Αποτελείται από το άσπρο υφαντό βαμβακερό πουκάμισο, με πολύχρωμο μάλλινο κέντημα στον ποδόγυρο και την τραχηλιά.
-το μαύρο αμάνικο φουστάνι ή τσούκνα στολισμένο στην τραχηλιά και τον ποδόγυρο με πολύχρωμα μεταξένια γαϊτάνια. Η διακόσμηση δηλ. της τετράγωνης τραχηλιάς και του ποδόγυρου γινόταν με πολύχρωμα σιρίτια στον ποδόγυρο, στα μανίκια και κυκλικά στο στήθος.
-Τον χειμώνα πάνω από την τσούκνα φορούσαν την μανικωτή σιγκούνα από ίδιο ύφασμα και ίσια στολισμένη όπως η τσούκνα.
ποδιά ή ήταν μαύρη από σαγιάκι στολισμένη με διάφορα σιρίτια ή γαϊτάνια ή ήταν σε κόκκινο χρώμα από δίμιτο ύφασμα. Οι κοπέλες έπλεκαν τα μαλλιά τους κοτσίδες, φορούσαν στο κεφάλι ένα κόκκινο φεσάκι όπου στερέωναν σειρές με φλουριά περασμένες σε αλυσίδες και από πάνω έβαζαν τη μαντίλα έτσι ώστε να φαίνονται τα φλουριά.

ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ ΣΟΥΦΛΙΟΥ ΕΒΡΟΥ

Το Σουφλί ήταν ονομαστό για την καλλιέργεια του μεταξοσκώληκος και υπήρξε ένα εμπορικό κέντρο στην περιοχή του ‘Εβρου. Η γυναικεία λοιπόν φορεσιά που φορέθηκε στο Σουφλί επηρέασε σημαντικά όλες τις φορεσιές της περιοχής του ‘Εβρου. Χαρακτηριστικό της ενδυμασίας του Σουφλίου είναι το καφτάνι. Είναι ένα φόρεμα μακρύ, με μανίκια, και είναι ανοιχτό με ένα τριγωνικό άνοιγμα στο στήθος. Το μπούστο είναι εφαρμοστό και μετά από την μέση φαρδαίνει και σχηματίζει πιέτες. Τα γιορτινά καφτάνια ήταν από μεταξωτά υφάσματα ενώ για κάθε μέρα τα καφτάνια ήταν βαμβακερά υφαντά στον αργαλειό.
Σουφλί. Γιορτινή φορεσιά 19ου αιώνα
Το πουκάμισο που φορούσαν κάτω από το καφτάνι ήταν και αυτό  βαμβακερό λευκό το καθημερινό και μεταξωτό το γιορτινό. Κάτω από το καφτάνι συνήθιζαν να φορούν μεσοφόρι για να τονίζεται περισσότερο η μέση και να φουσκώνει το καφτάνι από την μέση και κάτω. Στη μέση φορούσαν την ποδιά. Η γιορτινή και νυφική ποδιά ήταν «γραμμένη» στον αργαλειό με πολύπλοκα σχέδια. Συνήθιζαν όμως τα νεότερα χρόνια να φορούν και κατιφένιες ποδιές που τελικά και επικράτησαν.
Στη μέση στερέωναν την μαλαμοκαπνισμένη ζώνη με την υπέροχη πόρπη που απεικόνιζε στο κέντρο ως επί το πλείστον τον δικέφαλο αετό, δουλεμένη με σμάλτο και στολισμένη με πολύχρωμες πέτρες. Οι ζώνες αυτές ήταν δώρο του αρραβωνιαστικού ή του γαμπρού. Υπήρχαν φυσικά και απλούστερες ζώνες με απλές πόρπες.
Στο κεφάλι φορούσαν μεταξωτό μαντίλι με λουλούδια, που για τις νέες ήταν σε έντονα χρώματα που τα έδεναν με τέτοιο τρόπο ώστε τα κρόσσια από τη μαντίλα να κρέμονται στον τράχηλο και στη πλάτη. Συμπλήρωναν δε κάτω από την μαντίλα και αλυσίδες με φλουριά για να φαίνονται από το μέτωπο.
Στον λαιμό κρεμούσαν τα γκερντάνια με τα φλουριά και στο στήθος τις ντούμπλες με φλουριά. Ο αριθμός των φλουριών φυσικά σε κάθε φορεσιά ήταν ανάλογος με την οικονομική κατάσταση της κάθε γυναίκας.

Βιβλιογραφία:
Παπαντωνίου Αθηνά (Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα)
Ελληνικές Φορεσιές (Ιστορική & Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος)

Μάρτιος 2002
Επιμέλεια:
Ευσταθοπούλου Ανθούλα

Παρασκευή 17 Ιουνίου 2011

Η Νυφική Φορεσιά της Σαλαμίνας

Αποτελείται από τη σκέπη (μια αραχνοΰφαντη μεταξωτή ταινία μήκους 2-3 μέτρων και πλάτος 65 εκατοστά που στα άκρα της της έφερε κοπανελάτα κεντήματα και κρόσσια από χρυσόνημα).

Η σκέπη ήταν ο νυφικός πέπλος.

Επίσης το κόκκινο φεσάκι που είχε ραμμένο το τάσι. Το τάσι ήταν ένα κοίλο αργυρό ή επίχρυσο δισκίο διαμέτρου 6-7 εκατ. με κόκκινο ημιπολύτιμο λίθο και ολόγυρα ασημένια νομίσματα. Το φεσάκι στηριζόταν στο κεφάλι με το "καπουτσάλι". Το "καπουτσάλι" ήταν μια κόκκινη βελούδινη ταινία διακοσμημένη με λουλούδια που έκλεινε στο σαγόνι με πόρπη (κόπιτσα) και την κορώνα, ένα στριμμένο μαύρο σταμπωτό μαντήλι το "μπάλεσι". Η σκέπη έμπαινε πάνω από αυτά για κάλυμμα.

Οι πλεξίδες ή τα "πεσκούλια" στόλιζαν την κόμη της Νύμφης.

Το λευκό μεταξοβαμβακερό πουκάμισο με ποδόγυρο από λευκή κοπανελάτη δαντέλα.

Το επιστήθιο-στηθόδεσμο. Τετράγωνο λευκό μεταξωτό πανί με κέντημα 50x50 εκ. που τα δύο πάνω άκρα του δένονταν με ρέλια πίσω στο σβέρκο και τα άλλα δύο στη ράχη.

Το φουστάνι, που αποτελείτο από κορμί (τόρσο) μάλλινης βαθυκύανης τσόχας και στα νεότερα χρόνια από σιφόν ή βαμβακερό βελούδο με στόλισμα από χρυσά σειρήτια και γαϊτάνια και το κυρίως φουστάνι που αποτελείτο από ένα τόπι -35 μέτρων- αμερικάνικο πανί βαμμένο βαθυπράσινο ή βαθυκύανο με 13 "πάστες" οριζόντιες πτυχές και 77 "φλεγιάμες" κάθετες πτυχές, σ 'όλη την περιφέρεια του, που τελείωνε στο τσίτινο κόκκινο ποδόγυρο. Το φουστάνι έκλεινε στο στέρνο με δύο επίχρυσες πόρπες ή γάντζους.

Το καλό τζάκο ή ζιπούνι φοριόταν κάτω από το κορμί του φουστανιού και κάλυπτε το κορμί μέχρι τη μέση και άφηνε ακάλυπτο το στήθος.

Παλαιότερα αυτό ήταν από μάλλινη βαθυπράσινη, βαθυκύανη ή βαθυκόκκινη τσόχα και νεώτερα από σιφόν για τις πλούσιες και βαμβακερό βελούδο για τις πτυχές νύμφες, βαθυκόκκινου χρώματος.

Σ' όλες τις περιόδους οι "λελέδες" των μανικιών του ζιπουνιού έφεραν πλουσιότατες κεντιστές διακοσμήσεις από χρυσόνημα με μοτίβα ροδάκων, ελίκων γάντζων, κληματίδων, τριβόλων, και φυτόσχημων παράδων.
Η χρυσοκέντητη ποδιά από βαθυκόκκινη σιφόν ή βαμβακερό βελούδο.

Το "γιορντάνι" ήταν πλέγμα κοραλλένιων φιλντισένιων, μαύρων και ασημένιων χανδρών με δύο σειρές 25 φλωριών, που στόλιζε το στήθος. Τα "άλυσα" συνήθως τρία κομμάτια αλυσίδας -κλωνιά- με τοποθετημένα πάνω τους φλωριά διαφόρων τύπων και βυζαντινά νομίσματα και τέλος ο σταυρός στο τελευταίο κλωνί, στόλιζαν την κοιλιά.

Τέλος στα πόδια η νύμφη φορούσε λευκές βαμβακερές κάλτσες και χρυσοκέντητα κόκκινα βελούδινα καλίκια (είδος παντόφλας με χαμηλά τακούνια). Την παραπάνω ενδυμασία φορούσε η Σαλαμίνια νύμφη σε όλες τις κοινωνικές συγκεντρώσεις για έναν χρόνο ή μέχρι τον πρώτο τοκετό. Μετά αντικαθιστούσε τη μεν σκέπη της με την καλή μπόλια. Η "μπόλια" από την "σκέπη" διέφερε στο εξής: Η μπόλια εκτός από τα κοπανελάτα κεντήματα και κρόσσια από χρυσόνημα έφερε στην ύφανση της και χρυσές πλάκες. Και το καλό τζάκο ή ζιπούνι αντικαθιστούσε με το δεύτερο τζάκο από βαθυκύανο βελούδο ή σιφόν με μικρότερους λελέδες

πηγή

Τράτα από την Κούλουρη Σαλαμίνας

Πατινάδα του γάμου από τη Σαλαμίνα



Μετά το γάμο, το συμπεθεριό χορεύει στις πλατείες που συναντά στη διαδρομή προς το σπίτι του γαμπρού, το νιόπαντρο ζευγάρι, στο ρυθμό του συγκεκριμένου σκοπού, της γαμήλιας πατινάδας, ίδιας σε όλη την Ελλάδα. Ο σκοπός, πανάρχαιος, παίζεται μέχρι σήμερα σε όλους τους παραδοσιακούς γάμους όπου υπάρχουν Έλληνες.

Πέμπτη 16 Ιουνίου 2011

Σημασία και χρησιμοποίηση του μαντηλιού στον ελληνικό χορό


         Το μαντήλι παίζει μεγάλο ρόλο στην ζωή των ανθρώπων και στα διάφορα έθιμα της κάθε χώρας. Στην αρχαία Ελλάδα το λέγανε σουβάριον ή σωδάριον καθώς λέγεται, στην Δωρική γλώσσα. Ήταν ένα κομμάτι ύφασμα πού το μεταχειρίζονταν οι αρχαίοι μας πρόγονοι για να σκουπίζουν τον ιδρώτα τού προσώπου τους. Οι Ρωμαίοι πού μιμούνταν τούς Έλληνες το χρησιμοποιούσαν επίσης για να σκουπίζουν τον ιδρώτα. Διέθεταν όμως και ειδικά μαντήλια για το στόμα και την μύτη καθώς και μεγαλύτερα μαντήλια για την προφύλαξη τού κεφαλιού. Αναφέρεται μάλιστα και περίπτωση όπου «ή αρπαγή τού μαντηλιού από της κεφαλής της κόρης υποχρεοί ταύτην να αρραβωνιασθή τον αρπάσαντα». Σιγά σιγά διαδόθηκε η χρήσις τού μαντηλιού σ' ένα σωρό περιπτώσεις πού θα μάς ενδιέφερε να τις απαριθμήσουμε εδώ.
Το μαντήλι με έχει παιδέψει για πολλά χρόνια μπορώ να πω μάλιστα απ' την αρχή. Και αυτό γιατί συνεχώς μού έκαναν σχετικές ερωτήσεις οι θεατές, είτε στην Ελλάδα, στο θέατρό μας, είτε στο εξωτερικό, τους δημιουργούσε πάντα ένα ερωτηματικό. Αλλά τα ίδια ερωτηματικά δημιουργούσε και σε μένα. Βέβαια στον ελληνικό παραδοσιακό χορό, ο πρωτοχορευτής, πού κάνει πολλά τερτίπια και επίδειξη δεξιοτεχνίας, συνήθως βασίζεται στον δεύτερο χορευτή πού τον κρατά, και τον προσέχει ιδίως στα Τσάμικα, τα Καλαματιανά, αλλά και σε πολλούς άλλους χορούς. Κι ο πρωτοχορευτής δεν μπορεί να χορέψει με άνεση αν δεν έχει τον δικό του «βαστάζο» ας πούμε. Ιδίως στα ζεστά κλίματα Πού μπορεί εύκολα να σπάσει κανένα πόδι ή χέρι ή πλάτη κιόλας. Και ο ελληνικός χορός βασίζεται συνήθως στους άνδρες. Οι άνδρες κάνουν όλες τις δύσκολες φιγούρες, τα εντυπωσιακά πηδήματα, κι ο κάθε χορευτής έχει το δικό του ύφος, τη δικιά του διάθεση, τα δικά του τσακίσματα. Οι γυναίκες πρέπει να είναι σεμνές και χαμηλοβλεπούσες. Γι' αυτό και οι γυναικείοι χοροί είναι συνήθως συρτοί. Μπορεί και το μαντήλι να το χρησιμοποίησαν με το πέρασμα τού χρόνου από σεμνότητα για να μην ακουμπάει το χέρι τού νέου στο χέρι της νέας, ή για να μην ακουμπάει το ιδρωμένο χέρι τού χορευτή στο χέρι τού διπλανού του και γλιστρήσει στον χορό του.

Το μαντήλι το βλέπουμε σε χρησιμοποίηση γενικά, σε όλα σχεδόν τα διαμερίσματα της Ελλάδας. Έχει τη δική του υπόσταση, ύπαρξη, αλλάζει κίνηση με την αλλαγή της μουσικής φράσης, σαν να το μεταχειρίζεται όπως ένα απαραίτητο μουσικό όργανο. Ποια θα μπορούσε να είναι άραγε ή εξήγηση αυτής της συνεχούς μεταχειρίσεως τού μαντηλιού; και με τόσους διαφορετικούς τρόπους;
Και ήρθε μιά μέρα πού είδα επιτέλους καθαρή την πιθανή - έστω μία πιθανή - εξήγηση. Χάρη στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών με τη θαυμάσια, από κάθε πλευρά, έκθεση Σενιέ, και χάρη στα ανεκτίμητα γράμματα της μητέρας τού Αντρέα Σενιέ, - τού μεγάλου γαλλοέλληνα ποιητή πού λάτρευε την Ελλάδα - και τις διάφορες φωτοτυπίες πού μού παρεχώρησαν, για μιά μελέτη. Αλλά και χάρη στον φίλο Καθηγητή Πανεπιστημίου Δημήτρη Λουκάτο, τον γνωστότατο λαογράφο, πού μού υπέδειξε να πάω να δω αυτή την Έκθεση. Πιστεύω απόλυτα πώς το γεγονός ότι δεν υπάρχει σχεδόν ποτέ ελληνικός χορός χωρίς μαντήλι - με εξαίρεση εκείνους πού έχουν πολεμική προέλευση, όπως ό Πυρρίχιος - μάς οδηγεί να πιστέψουμε στην ανάγκη της βαθύτερης σημασίας του και να αρχίζουμε να προσέχουμε περισσότερο κάθε εκδήλωση και κάθε κίνηση τού μαντηλιού σχετικά με το χορό. Γιατί βασικά το θέμα μαντήλι μάς ενδιαφέρει πολύ.

Υπάρχει χορός στα περίχωρα της Θεσσαλονίκης - αλλά και αλλού - πού σε ορισμένες στιγμές στρίβουν το μαντήλι να γίνεται σαν σκοινί σε αντικριστό χορό. (Γουμένιτσα, - Κιλκίς - Μακεδονίας). Με βάση αυτή την κίνηση μεταχειρίστηκαν το μαντήλι αργότερα σε διάφορες άλλες χορευτικές εκφράσεις, πχ. στην Αλεξάνδρεια, στο χορό «Κερά-Μαρία», όπου ή πρωτοχορεύτρια κρατάει το μαντήλι και το μεταχειρίζεται όπως ή πρωτοχορεύτρια τής αρχαιότητας τα κρόταλα. Η φιγούρα αυτή, πολύ εντυπωσιακή, γίνεται ακόμα πιο πιστευτή όταν δει κανείς μιά αναπαράσταση χορού σε αρχαίο αγγείο με τη χορεύτρια να μεταχειρίζεται τα κρόταλα κατά τον ίδιο τρόπο πού η γυναίκα της Αλεξάνδρειας κρατάει και μεταχειρίζεται το μαντήλι. Το μαντήλι δε αυτό παίρνει μιά σημασία και μιά βαρύτητα εντελώς ξεχωριστή, τόσο πού σχεδόν είναι σαν ή πρώτη χορεύτρια να κρατάει μουσικό όργανο και να διευθύνει μ' αυτό το χορό. Στην Αλεξάνδρεια, είχα τύχη να βρω τον πιο αντιπροσωπευτικό τύπο τού γνήσιου χορού με την βαρύτητα και την εσωτερικότητα τη Μακεδονική. Η φυσιογνωμία αυτής της γυναίκας, η έκφραση τού προσώπου της, το αυστηρό βλέμμα, το σώμα, ή εσωτερικότητα, μαζί με την καταπληκτική ενδυμασία και τον κεφαλόδεσμο πού φορούν οι γυναίκες τού Ρουμλουκίου - μιά περιφέρεια από πενήντα χωριά πού συντελούν το Ρουμλούκι, - ήταν τόσο επιβλητική πού νόμιζε κανείς ότι έβλεπε τον Μέγα Αλέξανδρο να ξεκινά για τα πέρατα τού κόσμου για να πραγματοποιήσει το μεγάλο όνειρό του, να κατακτήσει, να εκπολιτίσει και να ενώσει τον κόσμο όλο. Η Κυρά Ελισάβετ Γιαννοπούλου, σε καθήλωνε και σε παρέσυρε σ' αυτά τα ονειροπολήματα! Ο χορός αυτός ο τόσο επιβλητικός και αργός - και πρέπει να πω αρκετά δύσκολος - ονομάζεται με το πιο απίθανο όνομα! Τον λένε «Τι κλαις Κερά-Μαρία;. Συμβαίνει πολύ συχνά στα τραγούδια μας και στους χορούς μας, να μην έχουν σχέση τα λόγια τού τραγουδιού με το ύφος τού χορού. Πιστεύω ότι αυτό θα οφείλεται σε διαθέσεις τής στιγμής ή της εποχής όπως δηλαδή όταν κάποιος εντυπωσιάζεται με μιά κοπέλλα, ή αρραβωνιάζεται με την αγαπημένη του κτλ, και βάζει λόγια δικά του στη μουσική τού χορού.

Η νυφική φορεσιά της Σκοπέλου

Η παλιά φορεσιά της Σκοπέλου είναι μια από της σπουδαιότερες του ελληνικού χώρου λόγω τις εντυπωσιακής εμφάνισης και της ποικιλίας των φουστανιών, κοσμημάτων και άλλων εξαρτημάτων. Στο νησί υπάρχουν επτά διαφορετικές ενδυμασίες : η νυφική στολή, η καθημερινή και οι γιορτινές.


Η νυφική είναι η κυριότερη με επιρροές από τη δύση και παίρνει την οριστική της μορφή το 18ο αιώνα με πλούσιο στολισμό στο στήθος και το κεφάλι.

Άλλη επίσημη στολή της Σκοπέλου είναι η «άσπρη βόλτα». Η «μαύρη βόλτα» ήταν η στολή των παντρεμένων γυναικών για ειδικές όμως περιπτώσεις. Άλλη σκοπελίτικη στολή ήταν η «άσπρη φουστάνα» που φοριόταν σε γιορτές ή τις Κυριακές χωρίς να έχει την ίδια επισημότητα με τις άλλες.

Η καθημερινή σκοπελίτικη στολή μπορεί να χωριστεί σε δύο κατηγορίες: την κυριακάτικη και τη συνηθισμένη που τη φορούσαν για να κάνουν δουλειές. Τέλος η καθημερινή στολή της Γλώσσας διαφέρει αρκετά από αυτή της πόλης της Σκοπέλου και φοριέται από τις ηλικιωμένες μέχρι σήμερα.

Η αντρική φορεσιά, η «βράκα» καταργήθηκε σχετικά πολύ νωρίς στη Σκόπελο. Κύρια χαρακτηριστικά της είναι το σταυρωτό γιλέκο, η φουσκωτή μπρος και πίσω βράκα, το πολύχρωμο ζωνάρι και η «τσάκα», ένα είδος σακακιού.

Πηγή: Σκοπέλου Λαϊκός Πολιτισμός, Αδαμαντίου Σάμψων.
Σκόπελος 1995
Λαογραφικό Μουσείο Σκοπέλου

πηγή
 
 
 Μόρκο ή βόλτα,  το νυφιάτικο και πιο επίσημο φουστάνι (φ'σταν) της Σκοπέλου, μαζί με τη στόφα, από την οποία διαφοροποιείται λόγω του κεντητού του ποδόγυρου. Ετυμολογείται από το γαλλικό "moricaux", που δηλώνει το πολύ σκούρο, μαυριδερό χρώμα. Πράγματι, τα παλιότερα φουστάνια είχαν και πολύ σκούρο καφέ χρώμα. Πρόκειται για φουστάνι αναγεννησιακού τύπου, με τιράντες, φαρδιά πτυχωτή φούστα από μαύρο ατλάζι και κεντητό φαιοπράσινο ποδόγυρο. Κάτω από το στρογγυλό άνοιγμα του στήθους ο υποτυπώδης μπούστος έχει ύψος μόλις 1,5εκ., ενώ στην πλάτη, κάτω από τις τιράντες, φτάνει τα 10εκ. Στην πίσω αριστερή πλευρά υπάρχει μικρό άσπρο κουμπάκι για το κούμπωμα της τιράντας και μπροστά, στο ύψος των ώμων, μικρή θηλιά. Εσωτερικά, ο μπούστος είναι φοδραρισμένος με υπόλευκο βαμβακερό ύφασμα. Η φούστα είναι πτυχωμένη σε αναρίθμητες πτυχές, με πλάτος μικρότερο από 1εκ. Πάνω από τον ποδόγυρο και σε ύψος 9εκ., η φούστα έχει ενισχυθεί με διπλό ύφασμα. Ο ολοκέντητος ποδόγυρος έχει ύψος 53εκ. και είναι φοδραρισμένος με αστάρι. Είναι φτιαγμένος από πέντε φύλλα (1,13-1,32μ.) τοποθετημένα οριζόντια "κόντρα" και έχει περιφέρεια 6,34μ. Το φυτικό μοτίβο του κεντήματος είναι μεγάλο, με έντονα χρώματα. Αναπαριστά γλάστα με λουλούδια, σε παραλλαγή του διακοσμητικού μοτίβου της στόφας (βλ. Α.Τ.Α. 11478). Από στυλιζαρισμένη γλάστρα με λαβές υψώνονται ημικυκλικά κλαδιά. Από αυτά φυτρώνουν δύο συμμετρικά πλαϊνά άνθη και ένα κεντρικό μεγάλο. Στα πλάγια του λουλουδιού,απεικονίζονται δύο φυγόκεντρα φυλλοφόρα κλαδιά και στην κορυφή του, τρία λουλούδια. Από τη βάση της γλάστρας ξεφυτρώνουν σχηματικά κλαδάκια. Την πολυχρωμία του κεντήματος, με πλακέ βελονιά, φτιάχνουν το έντονο χρυσοκίτρινο (γλάστρα), το φωτεινό πράσινο (κλαδιά), το βυσσινί, το ροδί και το άσπρο (λουλούδια). Τα μοτίβα είναι ανά δύο σειρές παράλληλα, έτσι που δεν μένουν ενδιάμεσα κενά και ο ποδόγυρος καλύπτεται σχεδόν ολόκληρος. Το κέντημα κάθε φύλλου γινόταν σε τελάρο πάνω στο οποίο στερεωνόταν το λεπτό χαρτί, διάτρητο από τα περιγράμματα του σχεδίου. Περνώντας τα περιγράμματα με άσπρο σαπούνι, το σχέδιο αποτυπωνόταν στο ύφασμα. Το κέντημα αναλάμβαναν ειδικές κεντήστρες ή οι γυναίκες που θα το φορούσαν. Η πτύχωση του φουστανιού, το βόλτιασμα, γίνεται από τις ίδιες τις γυναίκες. Με κρεμασμένο το φουστάνι σε κρεμάστρα και ξεκινώντας από ψηλά, πρώτα στην μπροστινή και ύστερα στην πίσω όψη, επαναλάμβαναν ανά δέκα εκατοστά την ίδια διαδικασία: τρύπωναν πατώντας τη βελόνα ανά δύο εκατοστά, σούρωναν το τρύπωμα και πλισάριζαν βρέχοντας τα δάχτυλά τους σε διάλυμα κόλλας. Όταν ολοκλήρωναν το τρύπωμα και το πλισάρισμα άφηναν το φουστάνι να στεγνώσει. Τυλιγμένο σε σεντόνι, το φουστάνι έμενε τρυπωμένο ώσπου να φορεθεί.

πηγή

Ο τόπος και το τραγούδι του - Νέος Μαρμαράς Χαλκιδικής









Τρίτη 14 Ιουνίου 2011

Γαμήλια τραγούδια της Κύπρου

Όταν στήνουν τη μανάσσα

Φωνάξετε τες νόστιμες, πέτε τους να βουρίσουν,
μανάσσαν εν που στήννουμεν, για να μας βοηθήσουν.
Φωνάξετε της μάνας της, να φέρει τ' αννοικτάριν
φέρτε τζιαι ποκλειώστε το, το κάρενον αρμάριν,
νάβρετε τα σεντόνια της, τα διπλοπριπλομένα
που τα εδιπλοτρίπλωσεν, που τα μικρά της χρόνια.
Άγια Μαρίνα, σύντρεξε, τζι αγιά Φενερωμένη
σύντρεξε τζιαι βοήθησε, τζιαι νάρτουν ευλοημένοι,
σύντρεξε τζιαι βοήθησε, τζιαι κάμε τους την χάριν.
Τζι΄αγιά Χρυσορροϊάτισσα, πούσαι με το ζωνάριν
ποσπάζεις Τούρκους-Γριστιανούς, που μέσα στο ζωντάνιν,
Σύντρεξε τζιαι βοήθησε, νάρτουν οι καλεσμένοι.
Τζιυρά του Τζιύκκου μια είσαι, υπερδεδοξασμένη,
απούρκουνται στην χάριν σου, πισκόποι τζιαι γουμένοι.
Τζιυρά του Τζιύκκου μια είσαι, τζι΄άλλη του Τροόδου,
τζι΄ένας ο Τίμιος Σταυρός, ο κάνιαβος τ΄Ομόδου.
Συτρέξετε, βοηθάτε τους, νάρτουν ευλοημένοι
νάρτουν τζι΄οι καλεσμένοι τους, κανίσσια φορτωμένοι.

Όταν στολίζουν την νύμφην

Άγια στολίστε την καλά την μαρκαριταρένην
όπου την έσσιει η μάνα της κάθε οκτώ λουμένην,
Άγια, στολίστε την καλά την νιάν την προκομμένην,
τζι' όπου την έσσιει ο τζύρης της μεσ΄στα γρουσά χωσμένην.
Έτην τζιαμαί δέτε την τζι' αν έσσιει αΐπιν πέτε,
εν σαν τον ήλιον τον χρουσόν την ώραν που γενιέται.
Φωνάξετε της μάνας της, νάρτη να την ηζώση
τζιαι να της βάλη την ευτζιήν τζιαι να την παραδώση
τζι΄εν να την βκάλη πόσσω της τζι΄εν να το μετανώση.
Σήμμερον μαύρος ουρανός, σήμμερον μαύρη μέρα,
γιατί αποχωρίζεται παιδίν που την μητέρα.

(απαντά η νύμφη)

Αφέντη μου τζιαι μάνα μου μεγάλον τ΄όνομά σας,
χαλάλιν να μου κάμετε το βυζανάγιωμά σας.

Όταν ράβουν το κρεβάτι

Ώρα καλή τζι' ώρ΄αγαθή τζι ώρα ευλοημένη,
τουτ΄η δουλιά π΄αρκέψαμεν, να βκη στερεωμένη
που τον Αφέντην τον Γριστόν νάνι ευλοημένη.
Έλα Θεέ τζιαι Παναγιά με τον Μονογενή σου
τζι' ευλόα μας τούντην δουλιάν, πούναι που την βουλήν σου.
Μια λεμονιά αθθηνερή, πούναι στον κατεβάτην
εσούστην τζι΄έριξεν αθθούς να γεμωστή κρεβάτιν,
με βελονιάν μεταξωτήν, θέμα τζιαι κοτζινάτην.
Προσέχετε τες βελονιές, καλά να μεν φανούσιν
γιατ΄ ύστερα εν να τες θωρούν τζι' εν να σας 'νεγελούσιν.
Βάρτε τους τέσσερις σταυρούς στα τέσσερα καντούνια,
να ππεύφτουσιν οι νιόνυμφοι, σαν τα φιλικουτούνια.
Βάρτε τους τέσσερις σταυρούς, βάρτε τζι' 'εναν στη μέσην
ν' αρέση τ΄αντροΰνου μας την ώραν που να ππέση.

Όταν κόβουν τα μακαρούνια του γάμου

Καλώς ήρταμεν τζι' ήβραμεν τα σπίδκια τα μεάλα
τζι΄α που να τρέξει πίσω τους το μέλιν τζιαι το γάλαν.
Φέρτε ποτζιεί τες σανιδκιές τζιαι κάτσετε ξωγύρου
να κόψουμεν ζυμαρικά σ΄εγειάν τ΄αντροΰνου.
Πκιάστε ζυμάριν πάνω σας τζιαι σμίλες τζιαι πανέριν
να κόψουμεν τε, για να φα του νιόγαμπρου τ΄ασκέριν.
Εις το ζουμίν των όρνιθων ψίννουν τα μακαρούνια
τζιαι το φαΐν τους το γλυτζιύν μοιάζει σαν ναν λοκκούμια.
Έλατε κοπελλούες μου να τρίψουμε χαλλούμια
τζιαι να παρασσιονώσουμεν τωρά τα μακαρούνια.

Όταν ετοιμάζουν το ρέσι

Τζι' ελάτε κοπελλούες μου να πλύνωμε το ρέσι
να φάη ούλλον το χωρκόν να (δ)ούμεν αν τ΄αρέση.
Γεμώστε τα σκαφίδκια σας που μέσα στ΄αμπάρι
τζιαι φέρετε τζιαι βάλετε που το καλό σιτάρι.
Για να το κουπανίσωμεν φέρτε τζιαι τες φαούτες
να κάμωμεν καλόν ρεσίν για τες ημέρες τούτες.
Να φαν οι καλεσμένοι μας να ευκαριστηθούσιν
τζιαι που καρκιάς τους ούλλοι τους
μπράβο σας να λαλούσιν.

Όταν πλουμίζουν τους βκιολάριες

Κάμετε τόπον τζιαι κύκλον οι παπάες
να πα' να βρω τον νιόγαμπρον που τες αναρκομάες.
Κάμετε τόπον, κάμετε, να μπορ' α' προχωρήσω
να πα' να βρω τον νιόγαμπρον για να τον σσιαιρετίσω.
Ώρα καλή σου νιόγαμπρε, τζι' ώρα καλή σου, γεία σου,
μούσκους τζιαι ροδοστέμματα, στα καμαρόβρυ(δ)ά σου.
Τ΄αντρόυνον π' αρμάσαμεν να ζήση να γεράση
τζιαι σαν τον πεύκον τ΄Άϊ 'λιά να γεροντοκλωνιάση.
Νίογαμπρε που να σσιαίρεσαι, νιόγαμπρε που να ζήσης
τζι' ότι ποθ' η καρτούλλα σου, μακάρι ν΄αποκτήσης.
Νιόγαμπρε που να σσιαίρεσαι, τα μάδκια τζιαι το φως σου
τζι΄ακόμα την γεναίκαν σου το φως των αμμαδκιών σου.
Νιόγαμπρε που να σσιαίρεσαι , νιόγαμπρε που να ζήσης
την βασιλείαν του Θεού να την κληρονομίσης.
Στον Άϊν Τάφον του Γριστού να πα να προσκυνήσης
τζιαι με χαράν εις την καρκιάν, έσσω σου να γυρίσης.
Η μέρα η σημερινή έσσιει χαράν με(γ)άλην
εβάλασιν οι ιερείς στην τζιεφαλήν στεφάνιν.
Το νέφος εις τον ουρανόν σαν αστραπή εφάνην
να σσιαίρεσαι την νιότη σου τζιαι το γρουσόν στεφάνιν.
Βλέπε με πώς σου τρα(γ)ουδώ τζιαι στέκομαι ομπρώς σου
να σου χαρίνη ο Θεός την νέαν συντροφό σου.
Να κουπανίσω δκυό γρουσά να κάμω μιαν πλατάναν
να σου χαρίνη ο Θεός την ακριβή σου μάναν.
Να κουπανίσω δκυό γρουσά να κάμω καπνιστήριν
να σου χαρίνη ο Θεός τον ακριβό σου τζιύρην.
Βλέπε με πώς σου τρα(γ)ουδώ τζιαι στέκομαι καρτζιήν σου
να σου χαρίνη ο Θεός αρφό σου τζιαι αρφή σου.
Νιόγαμπρε που να σσιαίρεσαι, νιόγαμπρε που να ζήσης
τζι' αν θέλης το χαττίριν μας, τωρά να μας πλουμίσης.
Στην στράταν πώρκουμουν εκτές, εσκότωσα ΄ναν φίδι
τζι αν θέλης το χαττίριν μας βάλε μισόν σελίνι.
Τζιαι δίκλησα στον ουρανόν, τζι΄είδα το πρώτον άστρον
τζι΄αν θέλης το χαττίριν μας, βάλε σελίνιν άσπρον.

(επαναλαμβάνει τους στίχους έως ώτου γίνη το πλούμισμα εκ μέρους των νεονύμφων)

Μαν τζιαι ταράσσω που δα΄μαι μα ώστι να νυκτώση
θέλω το πιάτον ξίσσειλα ριάλια να γεμώση.
Μαν τζιαι ταράσσω που δα΄μαι αν δεν γινή μια λίρα
χωρίς να με πλουμίσετε ούλλοι σας με τη γύρα.
Ποσιαιρετώ τζι' αφίννω γειάν τζιαι φεύκω από σέναν
τζιαι πάω εις την νιόνυφφη, τα μάδκια τα μελένα.
Τζι΄ώρα καλή σου νιόνυφφη, τζι ώρα καλή τζιαι γειά σου
μούσκους τζιαι ροδοστέμματα στα καμαροβρυ(δ)ά σου.

(επαναλαμβάνει τους στίχους όπου αναφέρθησαν εις τον γαμβρόν. Κατόπιν τραγουδεί για τους κουμπάρους)

Θέλω να φύω που δαμαί μα πάλε εν κιάρω
τζιαι το νεπέττιν έππεσεν στον πρώτον τον κουμπάρο.
Ήρτα κουμπάρε τζιαι σε σεν' για να σε σσιαιρετίσω
να με πλουμίσης τζι ύστερις πκιον εν να παραιτήσω.
Τάνησε μεσ΄στην πούγγα σου τζιαι σύρε πέντε, δέκα
να σου χαρίνη ο Θεός παιδκιά σου τζιαι γεναίκα.
Να πογυρίσω το νερό πα πα στη δοξαμένην
να πάω μέσα στο χωρκόν να σούβρω χαρτωμένην.
Ορπίζω εις τον Ύψιστον τζι΄εσέναν να σ΄αρμάσω
τάνισε μεσ΄στην πούγγα σου το χρήμα να σου πκιάσω.
Τζι΄επόνησα το σσιέριν μου μέσα στον μιαλιώναν
τζι αν θέλης το χαττίριν μας βέλε άλλο ΄ναν ΄κόμα.
Κουμπάρεπου να σσιαίρεσαι, κουμπάρε που να ζήσης
τζι σύρα τα με το πουντζίν για να μ' ευκαριστήσης.

(αυτά λέγονται σε όλους τους κουμπάρους και κουμέρες)

Να πογυρίσω το θρουμπίν να βκάλω την μιτέραν
τζιαι το νεπέττιν έππεσεν στην πρώτην την κουμέραν.

(αφού πάρη το πλούμισμα απ΄όλους, γαμβρού, νύμφης, κουμπάρους, κουμέρες και τους γονείς των νεονύμφων)

Θεέ μου πούσαι πανωθκιόν μεγάλην δόξαν έσσιεις
νιόνυφφους τζιαι παράνυφφους εσού να τους προσέχης.
Ευλό(γ)α τους γρόνια πολλά χαρούμενα να ζήσουν
τζιαι τ΄αγαθά του Αβραάμ να τα κληρονομήσουν.
Παιδκιά καλά, πλούτη πολλά, έσσω τους ν΄αποκτήσουν
ούτε ποττέ τα μάδκια τους ν΄ακούσω να δακρύσουν.
Τζιαι σου καλέ μου νιόγαμπρε νάσσιης εις στον σκοπό σου
να γλέπης την γεναίκα σου, όπως τον εαυτό σου.
Τζιαι συ καλή μου νιόνυφφη εις τον προορισμό σου
τον άντραν σου να αγαπάς ναν πάντα στο πλευρό σου,
να ππέφτη μέσ' τ΄αγγάλια σου να σβύννη τον καμό σου.
Πάντοτε να τον αγαπάς, πάντα να τον φοάσαι
τζιείνος ναν στύλλος του σπιδκιού τζιαι σου η λάμπα νάσαι.
Εις ούλλα τα ζητήματα πάντα νάσαι μαζίν του
τζι ουδέποτε να παραβκής καμιάν διαταγήν του.
Ζωήν τζιαι γρόνια νάχουσιν όσοι μας αγαπούσιν
τζι΄όσοι μας επλουμίσασιν τζι όσοι μας αγροικούσιν.
Εμείς εν θέλομεν πολλά κανούν μας τζιαι τα λλία
τζι στην αιώνιαν ζωήν νάσσιετε βασιλείαν.
η Πανα(γ)ία τζι ο Γριστός νάναι βοήθειά σας
να ζήσετε ν΄αρμάσετε ούλλοι σας τα παιδκιά σας.
Εν τζι΄έσσιει ξύλα για θρουμπιά να πα να κου(β)αλίσω
εγιώ ' μπο τούτον το βκιολίν που καρτερώ να ζή