Όταν στήνουν τη μανάσσα
Φωνάξετε τες νόστιμες, πέτε τους να βουρίσουν,
μανάσσαν εν που στήννουμεν, για να μας βοηθήσουν.
Φωνάξετε της μάνας της, να φέρει τ' αννοικτάριν
φέρτε τζιαι ποκλειώστε το, το κάρενον αρμάριν,
νάβρετε τα σεντόνια της, τα διπλοπριπλομένα
που τα εδιπλοτρίπλωσεν, που τα μικρά της χρόνια.
Άγια Μαρίνα, σύντρεξε, τζι αγιά Φενερωμένη
σύντρεξε τζιαι βοήθησε, τζιαι νάρτουν ευλοημένοι,
σύντρεξε τζιαι βοήθησε, τζιαι κάμε τους την χάριν.
Τζι΄αγιά Χρυσορροϊάτισσα, πούσαι με το ζωνάριν
ποσπάζεις Τούρκους-Γριστιανούς, που μέσα στο ζωντάνιν,
Σύντρεξε τζιαι βοήθησε, νάρτουν οι καλεσμένοι.
Τζιυρά του Τζιύκκου μια είσαι, υπερδεδοξασμένη,
απούρκουνται στην χάριν σου, πισκόποι τζιαι γουμένοι.
Τζιυρά του Τζιύκκου μια είσαι, τζι΄άλλη του Τροόδου,
τζι΄ένας ο Τίμιος Σταυρός, ο κάνιαβος τ΄Ομόδου.
Συτρέξετε, βοηθάτε τους, νάρτουν ευλοημένοι
νάρτουν τζι΄οι καλεσμένοι τους, κανίσσια φορτωμένοι.
Άγια στολίστε την καλά την μαρκαριταρένην
όπου την έσσιει η μάνα της κάθε οκτώ λουμένην,
Άγια, στολίστε την καλά την νιάν την προκομμένην,
τζι' όπου την έσσιει ο τζύρης της μεσ΄στα γρουσά χωσμένην.
Έτην τζιαμαί δέτε την τζι' αν έσσιει αΐπιν πέτε,
εν σαν τον ήλιον τον χρουσόν την ώραν που γενιέται.
Φωνάξετε της μάνας της, νάρτη να την ηζώση
τζιαι να της βάλη την ευτζιήν τζιαι να την παραδώση
τζι΄εν να την βκάλη πόσσω της τζι΄εν να το μετανώση.
Σήμμερον μαύρος ουρανός, σήμμερον μαύρη μέρα,
γιατί αποχωρίζεται παιδίν που την μητέρα.
(απαντά η νύμφη)
Αφέντη μου τζιαι μάνα μου μεγάλον τ΄όνομά σας,
χαλάλιν να μου κάμετε το βυζανάγιωμά σας.
Ώρα καλή τζι' ώρ΄αγαθή τζι ώρα ευλοημένη,
τουτ΄η δουλιά π΄αρκέψαμεν, να βκη στερεωμένη
που τον Αφέντην τον Γριστόν νάνι ευλοημένη.
Έλα Θεέ τζιαι Παναγιά με τον Μονογενή σου
τζι' ευλόα μας τούντην δουλιάν, πούναι που την βουλήν σου.
Μια λεμονιά αθθηνερή, πούναι στον κατεβάτην
εσούστην τζι΄έριξεν αθθούς να γεμωστή κρεβάτιν,
με βελονιάν μεταξωτήν, θέμα τζιαι κοτζινάτην.
Προσέχετε τες βελονιές, καλά να μεν φανούσιν
γιατ΄ ύστερα εν να τες θωρούν τζι' εν να σας 'νεγελούσιν.
Βάρτε τους τέσσερις σταυρούς στα τέσσερα καντούνια,
να ππεύφτουσιν οι νιόνυμφοι, σαν τα φιλικουτούνια.
Βάρτε τους τέσσερις σταυρούς, βάρτε τζι' 'εναν στη μέσην
ν' αρέση τ΄αντροΰνου μας την ώραν που να ππέση.
Καλώς ήρταμεν τζι' ήβραμεν τα σπίδκια τα μεάλα
τζι΄α που να τρέξει πίσω τους το μέλιν τζιαι το γάλαν.
Φέρτε ποτζιεί τες σανιδκιές τζιαι κάτσετε ξωγύρου
να κόψουμεν ζυμαρικά σ΄εγειάν τ΄αντροΰνου.
Πκιάστε ζυμάριν πάνω σας τζιαι σμίλες τζιαι πανέριν
να κόψουμεν τε, για να φα του νιόγαμπρου τ΄ασκέριν.
Εις το ζουμίν των όρνιθων ψίννουν τα μακαρούνια
τζιαι το φαΐν τους το γλυτζιύν μοιάζει σαν ναν λοκκούμια.
Έλατε κοπελλούες μου να τρίψουμε χαλλούμια
τζιαι να παρασσιονώσουμεν τωρά τα μακαρούνια.
Τζι' ελάτε κοπελλούες μου να πλύνωμε το ρέσι
να φάη ούλλον το χωρκόν να (δ)ούμεν αν τ΄αρέση.
Γεμώστε τα σκαφίδκια σας που μέσα στ΄αμπάρι
τζιαι φέρετε τζιαι βάλετε που το καλό σιτάρι.
Για να το κουπανίσωμεν φέρτε τζιαι τες φαούτες
να κάμωμεν καλόν ρεσίν για τες ημέρες τούτες.
Να φαν οι καλεσμένοι μας να ευκαριστηθούσιν
Να φαν οι καλεσμένοι μας να ευκαριστηθούσιν
τζιαι που καρκιάς τους ούλλοι τους
μπράβο σας να λαλούσιν.
Κάμετε τόπον τζιαι κύκλον οι παπάες
να πα' να βρω τον νιόγαμπρον που τες αναρκομάες.
Κάμετε τόπον, κάμετε, να μπορ' α' προχωρήσω
να πα' να βρω τον νιόγαμπρον για να τον σσιαιρετίσω.
Ώρα καλή σου νιόγαμπρε, τζι' ώρα καλή σου, γεία σου,
μούσκους τζιαι ροδοστέμματα, στα καμαρόβρυ(δ)ά σου.
Τ΄αντρόυνον π' αρμάσαμεν να ζήση να γεράση
τζιαι σαν τον πεύκον τ΄Άϊ 'λιά να γεροντοκλωνιάση.
Νίογαμπρε που να σσιαίρεσαι, νιόγαμπρε που να ζήσης
τζι' ότι ποθ' η καρτούλλα σου, μακάρι ν΄αποκτήσης.
Νιόγαμπρε που να σσιαίρεσαι, τα μάδκια τζιαι το φως σου
τζι΄ακόμα την γεναίκαν σου το φως των αμμαδκιών σου.
Νιόγαμπρε που να σσιαίρεσαι , νιόγαμπρε που να ζήσης
την βασιλείαν του Θεού να την κληρονομίσης.
Στον Άϊν Τάφον του Γριστού να πα να προσκυνήσης
τζιαι με χαράν εις την καρκιάν, έσσω σου να γυρίσης.
Η μέρα η σημερινή έσσιει χαράν με(γ)άλην
εβάλασιν οι ιερείς στην τζιεφαλήν στεφάνιν.
Το νέφος εις τον ουρανόν σαν αστραπή εφάνην
να σσιαίρεσαι την νιότη σου τζιαι το γρουσόν στεφάνιν.
Βλέπε με πώς σου τρα(γ)ουδώ τζιαι στέκομαι ομπρώς σου
να σου χαρίνη ο Θεός την νέαν συντροφό σου.
Να κουπανίσω δκυό γρουσά να κάμω μιαν πλατάναν
να σου χαρίνη ο Θεός την ακριβή σου μάναν.
Να κουπανίσω δκυό γρουσά να κάμω καπνιστήριν
να σου χαρίνη ο Θεός τον ακριβό σου τζιύρην.
Βλέπε με πώς σου τρα(γ)ουδώ τζιαι στέκομαι καρτζιήν σου
να σου χαρίνη ο Θεός αρφό σου τζιαι αρφή σου.
Νιόγαμπρε που να σσιαίρεσαι, νιόγαμπρε που να ζήσης
τζι' αν θέλης το χαττίριν μας, τωρά να μας πλουμίσης.
Στην στράταν πώρκουμουν εκτές, εσκότωσα ΄ναν φίδι
τζι αν θέλης το χαττίριν μας βάλε μισόν σελίνι.
Τζιαι δίκλησα στον ουρανόν, τζι΄είδα το πρώτον άστρον
τζι΄αν θέλης το χαττίριν μας, βάλε σελίνιν άσπρον.
(επαναλαμβάνει τους στίχους έως ώτου γίνη το πλούμισμα εκ μέρους των νεονύμφων)
Μαν τζιαι ταράσσω που δα΄μαι μα ώστι να νυκτώση
θέλω το πιάτον ξίσσειλα ριάλια να γεμώση.
Μαν τζιαι ταράσσω που δα΄μαι αν δεν γινή μια λίρα
χωρίς να με πλουμίσετε ούλλοι σας με τη γύρα.
Ποσιαιρετώ τζι' αφίννω γειάν τζιαι φεύκω από σέναν
τζιαι πάω εις την νιόνυφφη, τα μάδκια τα μελένα.
Τζι΄ώρα καλή σου νιόνυφφη, τζι ώρα καλή τζιαι γειά σου
μούσκους τζιαι ροδοστέμματα στα καμαροβρυ(δ)ά σου.
(επαναλαμβάνει τους στίχους όπου αναφέρθησαν εις τον γαμβρόν. Κατόπιν τραγουδεί για τους κουμπάρους)
Θέλω να φύω που δαμαί μα πάλε εν κιάρω
τζιαι το νεπέττιν έππεσεν στον πρώτον τον κουμπάρο.
Ήρτα κουμπάρε τζιαι σε σεν' για να σε σσιαιρετίσω
να με πλουμίσης τζι ύστερις πκιον εν να παραιτήσω.
Τάνησε μεσ΄στην πούγγα σου τζιαι σύρε πέντε, δέκα
να σου χαρίνη ο Θεός παιδκιά σου τζιαι γεναίκα.
Να πογυρίσω το νερό πα πα στη δοξαμένην
να πάω μέσα στο χωρκόν να σούβρω χαρτωμένην.
Ορπίζω εις τον Ύψιστον τζι΄εσέναν να σ΄αρμάσω
τάνισε μεσ΄στην πούγγα σου το χρήμα να σου πκιάσω.
Τζι΄επόνησα το σσιέριν μου μέσα στον μιαλιώναν
τζι αν θέλης το χαττίριν μας βέλε άλλο ΄ναν ΄κόμα.
Κουμπάρεπου να σσιαίρεσαι, κουμπάρε που να ζήσης
τζι σύρα τα με το πουντζίν για να μ' ευκαριστήσης.
(αυτά λέγονται σε όλους τους κουμπάρους και κουμέρες)
Να πογυρίσω το θρουμπίν να βκάλω την μιτέραν
τζιαι το νεπέττιν έππεσεν στην πρώτην την κουμέραν.
(αφού πάρη το πλούμισμα απ΄όλους, γαμβρού, νύμφης, κουμπάρους, κουμέρες και τους γονείς των νεονύμφων)
Θεέ μου πούσαι πανωθκιόν μεγάλην δόξαν έσσιεις
νιόνυφφους τζιαι παράνυφφους εσού να τους προσέχης.
Ευλό(γ)α τους γρόνια πολλά χαρούμενα να ζήσουν
τζιαι τ΄αγαθά του Αβραάμ να τα κληρονομήσουν.
Παιδκιά καλά, πλούτη πολλά, έσσω τους ν΄αποκτήσουν
ούτε ποττέ τα μάδκια τους ν΄ακούσω να δακρύσουν.
Τζιαι σου καλέ μου νιόγαμπρε νάσσιης εις στον σκοπό σου
να γλέπης την γεναίκα σου, όπως τον εαυτό σου.
Τζιαι συ καλή μου νιόνυφφη εις τον προορισμό σου
τον άντραν σου να αγαπάς ναν πάντα στο πλευρό σου,
να ππέφτη μέσ' τ΄αγγάλια σου να σβύννη τον καμό σου.
Πάντοτε να τον αγαπάς, πάντα να τον φοάσαι
τζιείνος ναν στύλλος του σπιδκιού τζιαι σου η λάμπα νάσαι.
Εις ούλλα τα ζητήματα πάντα νάσαι μαζίν του
τζι ουδέποτε να παραβκής καμιάν διαταγήν του.
Ζωήν τζιαι γρόνια νάχουσιν όσοι μας αγαπούσιν
τζι΄όσοι μας επλουμίσασιν τζι όσοι μας αγροικούσιν.
Εμείς εν θέλομεν πολλά κανούν μας τζιαι τα λλία
τζι στην αιώνιαν ζωήν νάσσιετε βασιλείαν.
η Πανα(γ)ία τζι ο Γριστός νάναι βοήθειά σας
να ζήσετε ν΄αρμάσετε ούλλοι σας τα παιδκιά σας.
Εν τζι΄έσσιει ξύλα για θρουμπιά να πα να κου(β)αλίσω
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου