Σελίδες


Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2011

Σερανίτσα Χερίανας



Λαογραφικά στοιχεία


Ο χορός σήμερα είναι περισσότερο γνωστός σαν Σερανίτσα ή Χερανίτσα ή Χεϊρανίτσα (επειδή χορεύονταν στην Χερίαινα της Αργυρούπολης του Πόντου), ονομάζεται και Εικοσιένα (γιατί σχημάτιζε στο έδαφος το 21 ή επειδή παλαιότερα μετρούσαν 21 βήματα). Στην Αργυρούπολη συναντιέται επίσης με την ονομασία Αρμενίτ΄σσα (δηλαδή Αρμένισσα κατά τον συγγραφέα Χ. Σαμουηλίδη). Στοιχεία παρμένα από το βιβλίο του Ν. Ζουρνατζίδη: Χοροί του Πόντου.

Κατά τον Μιχάλη Καραβελά χοροδιδάσκαλο, ομιλητή στην 2η Πανελλήνια Ημερίδα της Παμποντιακής Ομοσπονδίας Ελλάδος με θέμα: Σεμινάριο χορού, Χερριανίτσα είναι ονομασία που δόθηκε εδώ στην Ελλάδα από την Εύξεινο Λέσχη Θεσσαλονίκης στης αρχές της δεκαετίας του "60" επειδή τότε επικρατούσε ένα χάος διότι απέδιδαν στον χορό αυτό διάφορες ονομασίας. Η ονομασία που έφερε στον Πόντο ήταν Εικοσιένα.


Βήμα

Μεικτός δεξιόστροφος χορός που έχει 16 βήματα και που προπορεύεται πάντα το δεξί πόδι. Η λαβή είναι με τα χέρια παράλληλα προς το σώμα και το κράτημα από την παλάμη στα δεξιά και στα αριστερά βήματα και πάντα στην ανάταση όταν χορεύεται το Διπλόν Τίκ (4 τριαράκια).
Ο χορός ξεκινά με απότομο κοντινό πάτημα του δεξιού ποδιού προς το κέντρο του κύκλου (1ο βήμα) ακολουθεί πάτημα στο αριστερό πόδι που κινείται πάντα στην νοητή περιφέρεια (λίγο πιο πίσω από το δεξί 2ο βήμα), το δεξί πατά προς τα δεξιά (3ο βήμα) και (4ο βήμα) πάτημα αριστερού στον τόπο ή και λίγο αριστερά με ταυτόχρονη αιώρηση των χεριών πίσω (τα βήματα αυτά είναι μεγαλύτερα από αυτά που εκτελούνται προς τα αριστερά και μπορεί να είναι επιτόπια). Στη συνέχεια το δεξί πατά προς τα αριστερά (5ο βήμα) αιώρηση των χεριών προς τα εμπρός (6ο βήμα) το αριστερό πατά αριστερά με αιώρηση χεριών προς τα πίσω (7ο βήμα) το δεξί πατά πίσω από το αριστερό και (8ο βήμα) το αριστερό έρχεται και κλείνει δίπλα στο δεξί. Ακολουθεί Διπλόν Τίκ με τα χέρια στην ανάταση (4 τριαράκια) βήματα 9ο -16ο).

Επιμέλεια κειμένου και κινούμενης εικόνας: κ .Κοκοβίδης - κ.Σιδηρόπουλος.

 

Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2011

Γκέικο - Επισκοπή Ρουμλουκιού



Χορεύει η Ομάδα Ελληνικού Λαϊκού Χορού του Πολιτιστικού Οργανισμού Δήμου Καλλιθέας. Καλλιθέα 2008

Παίζουν: Θωμάς Μυλωνάς ζουρνά, Γιώργος Αρβανίτης ζουρνά, Γιώργος Μυλωνάς νταούλι
Επιμέλεια - διδασκαλία: Βασίλης Καρφής


Γκέικο , Χορός στην Κεντρική Μακεδονία.

Πηγή : Εγκυκλοπαίδεια του Ελληνικού Χορού , Ευρετήριο : E-50078

-[Στράτου 1970;, αδημ.] Γουμένισσα Κιλκίς: Ανακαλύφθηκε, κινηματογραφήθηκε και χορεύεται στο θέατρό μας ο χορός Γκέικος.

-[Ηλιάδης & Ζήκος 1988, 67] Μελίκη Ημαθίας, Τσιαπανίτες: Το Γκέικο ή Γκέκικο είναι από τους χορούς που χορεύονται μόνο από άντρες.

-[Τζιμούλη κ.ά. 1988, 223] Γουμένισσα Κιλκίς: Αποκλειστικά αντρικός χορός. Το ξεκίνημα είναι αργό, με ήπιες κινήσεις, συνεχίζεται όμως με πιο γρήγορες και έντονες όπου ο πρωτοχορευτής κάνει φούρλες και καθίσματα.

-[Μπάμπαλης 1990, 78] Ρουμλούκι: Υπάρχουν μαρτυρίες (από το χωριό Λουτρός) πως ο χορός Γκέικο αναφερόταν παλαιότερα και σαν "Αρβανίτο Βασί". Είναι αντρικός κυκλικός χορός με λαβή των χεριών από τις παλάμες με λυγισμένους τους αγκώνες. Χορεύεται με μια μελωδία της περιοχής χωρίς να υπάρχει τραγούδι. Ο χορός αποτελείται από 12 βήματα. Περιγραφή των βημάτων και σχήμα με πέλματα.

-[POLYGRAM 6460408, Β5] Μακεδονία: "Γκέικο". Χρήστος Μπατίσης (ζουρνά), Δ. Τσιμπίσης (ζουρνά).

-[VASIPAPLPVAS 231, Α4] Μακεδονία: "Γκέικο". Γεώργιος Ζαφειρίου και Θωμάς Πάτμος (ζουρνά), Γ. Παναγιωτόπουλος (νταούλι).

-[Θέατρο "Δόρα Στράτου" DS 153, 12] Γουμένισσα Κιλκίς: "Γκέικο", χορός (2.52). Χρήστος Μπατίσης (ζουρνά), Δημήτρης Τσιμπίσης (ζουρνά), Θανάσης Σέρκος (νταούλι). Το μέτρο είναι 5σημο (2.3) στο πρώτο μέρος, ενώ στο δεύτερο μέρος το μέτρο γίνεται σε 7σημο (2.2.3) και το βήμα αλλάζει.

-[Λύκειον των Ελληνίδων LCGW 111, Β1] Γουμένισσα Κιλκίς: "Γκέικο", οργανικό (4.10). Θανάσης Σέρκος (κλαρίνο), Βασίλης Βέλκος (νταούλι), Γιάννης Γευγελής (τρομπόνι), Γιώργος Δίγκας (τρομπέτα). Το πρώτο μέρος είναι χορός του τύπου Στα Τρία, όπου ο πρωτοσυρτής αυτοσχεδιάζει. Το γρήγορο δεύτερο μέρος είναι του τύπου της τοπικής Γκάιντας όπου ο πρωτοσυρτής αυτοσχεδιάζει κινούμενος μέσα στον χώρο

Μηλίσω




Μελίσω ή Μιλίσω , Χορός στη Βόρεια Θράκη με το ομώνυμο τραγούδι.


Πηγή : Εγκυκλοπαίδεια του Ελληνικού Χορού , Ευρετήριο : E-8F6A7

-[Στράτου 1970;, αδημ.] Μεγάλο Μοναστήρι Φθιώτιδας, πρόσφυγες από τη Βόρεια Θράκη: Ανακαλύφθηκε και κινηματογραφήθηκε ο χορός Μέλισσο.

-[Μοσχίδης 1982, αδημ.] Φιλιππούπολη Λάρισας, πρόσφυγες από τη Βόρεια Θράκη: Ο Μιλήσιος είναι ένας από τους 13 χορούς μας που ξέρω.

-[Παπαδοπούλου & Πραντσίδης 1984-85, 30] Καβακλί Βόρειας Θράκης: Η Μιλήσω έχει μέτρο 7/16 (4.3) ή (2.2.3). Χορεύεται στην ίδια περιοχή με τον Μπογδάνο (Μεγάλο και Μικρό Μοναστήρι), έχει τον ίδιο ρυθμό και τα ίδια βήματα στο μουσικό μέτρο. Το χορευτικό μοτίβο ολοκληρώνεται σε 10 μουσικά μέτρα. Το όνομα του χορού προέρχεται από ομώνυμο τραγούδι και είναι όνομα γυναίκας ή επίθετο.

-[Μωυσιάδης 1986, 138] Μεγάλο Μοναστήρι, πρόσφυγες από το Μεγάλο Μοναστήρι της περιοχής Καβακλί Βόρειας Θράκης: Η ονομασία προέρχεται από το τραγούδι "Μωρ' Μελίσσω, Μελισσώ, πώς κοιμάσαι μοναχή...". Είναι μικτός χορός που χορεύεται κατά την περίοδο του Πάσχα. Εχει δύο τρόπους εκτέλεσης, και στις δύο περιπτώσεις έχει αργό και γρήγορο μέρος. Περιγραφή των βημάτων με σχήματα θέσεων πελμάτων.

-[Καβακόπουλος 1993, 358] Βόρεια Θράκη: Τον 7σημο (4.3) Μαντηλάτο χορό οι πρόσφυγες Ελληνες της Αν. Ρωμυλίας τον έλεγαν Μελίσσω. Η αγωγή του ρυθμού ήταν πιο σύντομη και σε διαφορετικές κατά περιοχές παραλλαγές στη μουσική και το χορό. Μουσική καταγραφή σε 14/8 του χορού Μηλίσσω.

Η φορεσιά της Καπουτζήδας


Στήν Καπουτζήδα, προάστιο της Θεσσαλονίκης που σήμερα ονομάζεται Πυλαία ,δύσκολα βρίσκει κανείς ζαμανίσια φορέματα. Οι περισσότερες φορεσιές έχουν χαθεί γιατί είχαν τη συνήθεια να φορούν την καλύτερη φορεσιά τους όταν πέθαιναν, στο ταξίδι.

Οι γυναίκες παλιότερα τρέφανε κουκούλι και φτιάχνανε μόνες τους τις μεταξωτές κλωστέςγια το κέντημα της φορεσιάς, όπως οι ίδιες στρίβανε και τα μαλλιά. Με τα μαλλιά, που τα βάφανε σε διάφορα χτυπητά χρώματα, τριανταφυλλί, γαλαζιο, πράσινο, κίτερνο, κιμπαμπένιο, μόρκο, στόλιζαν το σαγιά υφαίνανε τη φούτα, κάνανε τα πλούσια παρδαλίδια της, ετοίμαζαν για την προίκα τους τα κορίτσια μαξιλάρες, βελέντζες, κιλίμια, πετσέτες κτλ.

Τη φορεσιά τη χαρακτηρίζουν : ο σαγιάς που έχει διαφορετικό χρώμα ανάλογα με την ηλικία και τις περιστάσεις ,και ο κεφαλόδεσμος, που καθώς περιστρέφεται γύρω απο τον τράχηλο, καλύπτει το λαιμό και πέφτει πίσω στην πλάτη.

Τη φορεσιά της Καπουτζηδιανής την αποτελούν : η φανέλλα με τα πλεχτά μανίκια, το π(ου)κάμ(ι)σου, ο σαγιάς, το μάλλινο ζωνάρι, η φούτα, το χρυσοκέντητο ζουνάρι, η γούνα, οι κάλτσες ή τα σκουφούνια, οι παντόφλες ή οι γαλέντζες. Ο κεφαλόδεσμος,η κουκούλα όπως τον λένε σχηματίζεται με το τουλπάνι, το τσεμπέρι, το πισκίρι ή κάρπα και την άκρη. Τη φορεσιά συμπληρώνουν οι αλυσίδες με τα φλουριά ,το κλεικουτήρι,το σουργούτς ή λούδι, τα κρεματσούλια, τα μπελετζίκια και τα δαχτυλίδια.

Η φανέλα, που φορούν κατάσαρκα οι γυναίκες, είναι ραμμένη με άσπρο μάλλινο ύφασμα φινιμένου από τις ίδιες. Για να ράψουν τη φανέλα διπλώνουν το ύφασμα στα δύο, στο μάκρος, όσο ύψος θέλουν. Στο δίπλωμα κόβουν τη λαιμόκοψη και κάθετα στο κέντρο το άνοιγμα του στήθου, την τραχηλιά έτσι δεν κάνουν ραφή στους ώμους. Κάθετα στον κορμό ενώνουν τα μανίκια, που έχουν φάρδος όσο το ύφασμα και φτάνουν ώς τον αγκώνα. Στα μανίκια αυτά ράβουν τα πρόσθετα πλεχτά μανίκια, τα πλεγμένα απο τις γυναίκες. Λίγο κάτω από τη μασχάλη ράβουν δύο λαγκιόλια σε κάθε πλευρά, ενώ το κενό που αφήνουν ανάμεσα στη μασχάλη και στα λαγκιόλια την αμασκάλ,το ρελιάζουν μ’ένα αγοραστό σταμπωτό ύφασμα, τη σταμπούδα. Στις ζαμανίσιες φανέλες ράβανε εσωτερικά, στη λαιμόκοψη και στην τραχαλιά, ένα ρέλι. Οι φανέλες αυτές ήταν ολόκληρες ραμμένες στο χέρι. Τελευταία τις κεντούσαν με χρωματιστές κλωστές και τις ράβανε στη μηχανή.

Το χοντρό άσπρο μπαμπακερό π(ου)κάμ(ι)σου που φορούσαν πάνω από τη φανέλα ήταν γνεσμένο, φασμένο και ραμμένο από τις ίδιες και είχε το ίδιο σχήμα με τη φανέλα. ¨Ενα μονοκόμματο ίσιο φύλλο σχηματίζει την πλάτη και το μπροστινό χωρίς ραφή στους ώμους-μήκος 2,50μ. Φάρδος υφάσματος 0,38 μ.- και παίρνει δύο λαγκιόλια σε κάθε πλάι- μήκος 1,02 μ. Φάρδος κάτω από τη μασχάλη 0,11μ. Και 0,25 μ. Στον ποδόγυρο. Κάθετα στον κορμό είναι ραμμένα τα μανίκια- μήκος 0,45μ. Γύρω στη λαιμόκοψη βάζουν ένα στενό – φάρδος 0,02μ. Όρθιο γιακαδάκι.

Κέντημα έχει πάντα το πουκάμισο σε όλα τα μέρη που φαίνονται κάτω από το σαγιά. Τα κεντήματα αυτά είναι μετρητά ,δουλεμένα με μεταξωτές κλωστές και μάλλινα νήματα. Το άνοιγμα της τραχηλιάς είναι τελειωμένο με μιά πολύ απαλή βελονιά- μιά ίση ,μιά λοξή -, το καρίκωμα, και κλείνει με δυό κορδονάκια,με φούντες στην άκρη ,από τις ίδιες κλωστές. Μέσα από το καρίκωμα κεντούν δύο κατακόρυφες ταινίες με διάφορα σχέδια που ανάλογα με το σχήμα τους παίρνουν τις ονομασίες: σκλόπετρα, κουμπαγούδι ,κλωναρούδι της Φάκαινας, γκαρκίτικη που δεν είναι δικό τους σχέδιο, το δανείστηκαν από τα γειτονικά χωριά. Συχνά δίπλα στην ταινία κεντούν κι ένα ξεχωριστό σχέδιο ,το γλαστρούδ(ι), το κλωναρούδ(ι), το μπαλιτσιρούδ(ι)κ.τ.λ

Ο ποδόγυρος έχει σρίφωμα, το στρίψ’ ως 0,04μ. Κι ένα μάλλινο κορδόνι, στριμμένο στο χέρι, στην άκρη. Μέσα από το κορδόνι γίνεται το κέντημα με πλάτος 0,10μ. Στα καθημερινά και 0,20 μ. ως 0,25μ. στα τρανά ποκάμισα. ¨Ολο το κέντημα μαζί ,την ποδιά ή πούδα, το σχηματίζουν με μιά στενή λουρίδα σταυροβελονιάς κεντημένη με μαύρη μεταξωτή κλωστή μέσα από το κόκκινο κορδόνι τις πούπκες και διάφορα άλλα σχέδια, παρμένα συνήθως από το φυτικό κόσμο που μπαίνουν μέσα από τις πούπκες, κεντούν μαύρο το βασικό χρώμα που το χρησιμοποιούν σαν φόντο ,και κυρίαρχο ανάμεσα το κόκκινο. Το σχέδιο που συνηθίζουν είναι τα σχηματοποιημένα κλωναρούδια, τοποθετημένα λοξά, κοντά το ένα στο άλλο ,έτσι που νάποτελούν μιά ενιαία σύνθεση. Στις ραφές ,εκεί που ενώνονται τα λαγκιόλια, το κέντημα γυρίζει, κι ανεβαίνει-0,20 μ. –0,30 μ.-κατακόρυφα και σχηματίζει το μπόι. Σκεπάζουν πάντα τη ραφή με μιά φουσκωτή βελονιά ή με στενή χοντρή νταντέλα, πλεγμένη με το βελονάκι, τη ραγουζέλα και κάνουν το κέντημα συμμετρικά στα δυό πλάγια της ραφής. Το μπόι έχει άλλοτε όμοιο με την πούδα κέντημα κι άλλοτε διαφορετικό. Το πιό συνηθισμένο είναι το μυγδαλωτο τοποθετημένο κατακόρυφα μπαίνει δυό φορές από κάθε πλευρά της ραγουζέλας.

Τα μανίκια έχουν κι αυτά ένα κόκκινο κορδόνι στο στρίφωμα και είναι κεντημένα στο γύρο- ύψος 0,05μ.- 0,10- με τις πούπκες και μέσα απ’ αυτές με τα κλωναρούδια .¨Εχουν μπόι όπως ο ποδόγυρος, τα κεντήματά τους όμως δεν έχουν ποτέ το ίδιο σχήμα ,μοιάζουν όμως πολύ γιατί έχουν την ίδια κλίση και τα ίδια χρώματα.

Ο σαγιάς μπαίνει πάνω από το ποκάμισο, αφήνει ακάλυπτα τα κεντήματά του και δίνει την ιδιαίτερη μορφή της στη φορεσιά. Ραμμένος με μπαμπακερό ύφασμα, υφασμένο από τις γυναίκες ,είναι κατακόρυφα ανοιχτός μπροστά κι έχει μανίκια κοντύτερα από του ποκαμίσου. Το ύφασμα του το δίνανε στον ειδικό τεχνίτη να το βάψει και να το κερώσει για να γίνει γυαλιστερό, σαν αδιάβροχό. Σαγιάδες φτιάνανε άσπρους αλλά και κρεμεζιούς, μαύρους, γαλάζιους, πράσινους, που τους φορούσαν αν’αλογα με την ηλικία και την περίσταση. ¨Ηταν πάντοτε ραμμένοι από τους ραφτάδες που παίρνουνε δυό με τρείς λίρες για το ράψιμο και το κέντημα . Συνήθως οι ραφτάδες ήταν ξένοι . Πήγαιναν στο χωριό με όλη την οικογένειά τους και δούλευαν μαθαίνοντας την τέχνη και στα παιδιά τους . Μόνο μερικές Καπουτζηδιανές κεντήστρες ήταν ειδικές για τους σαγιάδες

Ένα μονοκόμματο ίσιο φύλλο σχηματίζει την πλάτη και τα μπροστινά χωρίς ραφή στους ώμους- μήκος 2,16 μ., φάρδος 0,38μ.- κομμένο κατακόρυφα στο κέντρο για τα μπροστινά . Το κάτω μέρος του σαγιά φαρδαίνει με τέσσερα λοξά φύλλα, τα λαγκιόλια. Ένα λαγκιόλι- μήκος 0,90μ. με μύτη επάνω και 0,21 στον ποδόγυρο- ράβεται σε κάθε πλευρά του κατακόρυφου ανοίγματος και σχηματίζει τις ποδιές του σαγιά. Άλλα δύο μπαίνουν ένα σε κάθε πλάι – μήκος 0,77μ. μυτερό κάτω από τη μασχάλη , με φάρδος 0,22 μ. στον ποδόγυρο – και ενώνουν την πλάτη με τα μπροστινά .Τα λαγκιόλια αυτά έχουν στη μέση του φάρδους του ποδογύρου και προς τα πάνω ένα κατακόρυφο άνοιγμα 0,22 μ. περίπου .Στη δεξιά πλευρά ανοίγουν πάνω στο λαγκιόλι μιά τσέπη που τη σακκούλα της τη ράβουν από το ύφασμα του σαγιά. Τα στενά μανίκια του –0,33μ. περιφέρεια ράβονται ως τον αγκώνα. Όλες οι ραφές του σαγιά γινονταί στο χέρι με βελονιά ,το γαζί.Τις ποδιές του σαγιά τις φοδράρουν μ’ ένα τριγωνικό κόκκινο μπαμπακερό ύφασμα, το μπουχασί.

Οι σαγιάδες στολίζουν με κεντήματα στην τραχηλιά ,στις ραφές των ώμων και των μανικιών, στις ποδιές, στο γύρο του ποδογύρου και στην τσέπη .Από το είδος των κεντημάτων αυτών παίρνουν και οι σαγιάδες την ονομασία τους: ο τλικουστός,ο φουντωτός, ο ταβανωτός. Τυπικά για τους σαγιάδες σχέδια είναι οι ρόκες,μικρές και μεγάλες, και τ’αστρούδια. Τα κεντήματα αυτά γίνονται με πολύχρωμα μετάξια και έχουν ορισμένη τάξη στον τρόπο που τοποθετούνται:π.χ. οι ρόκες στις γωνίες της ποδιάς και των ώμων και ανάμεσα τ’αστρούδια με ορισμένη τάξη στα χρώματα,ή τ΄αστρούδια σ’ όλο το γύρο του σαγιά ,δίπλα το ένα στο άλλο και οι ρόκες μέσα από την ταινία που σχηματίζουν τ ‘αστρούδια.

Την τραχηλιά τη στολίζουν δύο κόκκινες λουρίδες από τους ώμους ως τη μέση. Πάνω στις λουρίδες κεντούν οι γυναίκες με σταυροβελονιά ή ψαροκόκκαλο και με πολύχρωμα μετάξια διάφορα σχέδια ,το σταχτούδικτλ. Ολόγυρα στις λουρίδες ράβουν ένα χρυσό σειρήτι και μέσα απ’ αυτό μικρές πολύχρωμες φούντες, τα φλόκια ,γινομένες με μαλλί και . Ο ώμος και η ραφή που ενώνει τα μανίκια στον κορμό είναι στολισμένα μ’ ένα φαρδύ χρυσό σειρήτι. Μέσα από την ένωση και στις άκρες της πλάτης κεντούν ρόκες και κάτω απότις ραφές των ώμων κεντούν αστρούδια. Στο τελείωμα των μανικιών, στον καρπό ,βάζουν σ’αλλους σαγιάδες ένα χρυσό σειρήτι και σ’ άλλους φλόκια ,ενώ όλοι έχουν χρυσό σειρήτι στον ποδόγυρο . Οι δυό ποδιές ,ο γύρος πίσω και η τσέπη είναι πάντα κεντημένες με ρόκες και αστρούδια ή φλόκια ανάμεσα.

Σαγιάδες φορούσαν από πολύ μικρή ηλικία τα κορίτσια, άσπρους σκέτους ,τα σεγούδια. Αργότερα βάζανε με πολύ απαλό κέντημα ,τους ταβανωτούς,που ήταν ,όπως λένε ,κεντημένοι μεγάλα τετράγωνα σχήματα, συχνά εξακολουθούσαν να τους φορούν και μετά το γάμο τους . Ο φουντωτός ο καλός ο γιορτινός σαγιάς ήταν συνήθως σκούρος και είχε τις ποδιές στολισμένες με πολύχρωμα μάλλινα και μεταξωτά φλόκια .Ο τλικουστός ,ο νυφικός σαγιάς ήταν πάντα πράσινος και είχε κέντημα στις ποδιές ώς τη μέση γιατί τον φορούσαν χωρίς φούτα τη μέρα του γάμου . Για να μην ανοίγουν οι ποδιές μπροστά τις έραβαν με χρυσές βελονιές ,έτσι που το κέντημα σχημάτιζε πλατιά κεντητή ταινία . Οι καπουτζηδιανές είχαν τη συνήθεια να φορούν όλες τους ίδιους σαγιάδες στίς γιορτές π.χ τη μέρα του πάσχα φορούσαν τους πράσινους τλικουστούς , τη δεύτερη μέρα τους γαλάζιους φουντωτούς καί τήν τρίτη τους άσπρους ταβανωτούς .

Το ζουνάρι το δένανε πάνω από το σαγιά , γιατί χωρίς αυτό , λένε , δε στέκει ή φούτα. Υφαντό, κόκκινο μάλλινο , στολισμένο με τις μάννες , τις οριζόντιες λουρίδες σε διαφορετικό χρωματισμό , που φαίνονται κάθετες όταν τυλίγεται στη μέση , έχει μάκρος όσο να γυρίσει δυό φορές στο σώμα (είκ. 268 ).

Τη φούτα τη φορεί η καπουτζηδιανή καθημερινή και γιορτή μόνο η νύφη , είδαμε, δε βάζει φούτα με τον τλικουστό σαγιά τη μέρα του γάμου της. H ζαμανίσια φούτα είναι μάλλινη υφαντή γινομένη με δυό φύλλα ενωμένα στη μέση. Στολίζεται με τις μάννες που σχηματίζουν στην ύφανση οριζόντιες γραμμές με την αλλαγή των χρωματισμών σε κανονικά διαστήματα. Στο επάνω μέρος σε κάθε πλάι ,έχει μάλλινο κορδόνι, τη μπραστήλα. Τοποθετούν τη φούτα πάνω στο ζουνάρι ,αφήνοντάς το πάντα να φαίνοται στο πάνω μέρος ,σταυρώνοντουν τις μπαστήλες πίσω και τις δένουν μπροστά .

Το χρυσοκέντητο ζουνάρι μπαίνει πάνω από το μάλλινο και τη φούτα και κλείνει μπροστά με το ασημένιο κλεικουτήρι.
Η γούνα μπαίνει το χειμώνα πάνω από το σαγιά καθημερινή και γιορτή΄ γι’ αυτό είχαν και μιά καλή . Ραμμένη με βυσσινί τσόχα ,δεν έχει ποτέ μανίκια και φτάνει ώς τη μέση ,σαν γιλέκο. Είναι ντυμένη εσωτερικά με άσπρη προβιά αρνιού και έχει μαύρη στο γύρο του λαιμού και στην τραχηλιά για στολισμό. Στις μασχάλες και στο στρίφωμα έχει ολόγυρα ένα γαϊτανάκι με δοντάκια καμωμένα με κλωστή, το καγκιλούδι. Οι πλαϊνες ραφές είναι πάντα στολισμένες με κέντημα. Οι καλές γούνες είναι κεντημένες με ξάφια ή σερμάδες, πού σχηματίζουν συνήθως μικρές και μεγάλες ρόκες .

Τα σκουφούνια ή οι κάλτσες ήταν πάντα πλεγμένα από τις γυναίκες. Τα μάλλινα χειμωνιάτικα σκουφούνια ήταν άσπρα ή μαύρα,πλούσια στολισμένα με κεντίδια και φτάνανε ώς κάτω από το γόνατο όπου δένονταν μ’ένα κορδόνι, όπως και οι άσπρες μπαμπακερές καλοκαιρινές κάλτσες.

Παπούτσια Δε φορούσαν,ήταν ξυπόλυτες. Αργότερα βάλανε παντόφλες και γαλέντζες.

Τα μαλλιά τους τα χώριζαν σε δυό ίσα μέρη και τα πλέκανε κοτσίδες που τις άφηναν να πέφτουν στην πλάτη . Η κουκούλα που τα σκέπαζε αποτελείται από τρία μαντήλια ,το τουλουπάνι ,το τσεμπέρι,το πισκίρι ή την κάρπα και μία ολοκέντητη ταινία, την άκρη.

Το τουλπάνι είναι το άσπρο τετράγωνο μαντήλι που χρησιμοποιούν τριγωνικά διπλωμένο για να σφίγγουν και να καλύπτουν όλα τα μαλλιά ,να μη φαίνονται κάτω από τα άλλα κομμάτια της κουκούλας. Τις δυό άκρες τις αφήνουν να πέφτουν ελεύθερες μπροστά και αφού δέσουν την άκρη σταυρώνουν τις μύτες του τουλουπανιού κάτω από το σαγόνι και τις στερεώνουν ψηλά στους κροτάφους, περνώντας τις γωνίες τους μέσα από την άκρη. Έτσι κάλυπταν τα αυτιά και το λαιμό ενώ το πισκίρι στόλιζε τα πλάγια και την πλάτη.

Το τσεμπέρι ,ένα τετράγωνο άσπρο σταμπωτό μαντήλι, το δίπλωναν τριγωνικά , το ξαναδίπλωναν κια το δένανε σφιχτά στο κεφάλι. Το τσεμπέρι προετοιμάζει το σχήμα του κεφαλιού και συγκρατεί το τσεμπέρι που μπαίνει πάνω απ’ αυτό.

Το πισκίρι ή κάρπα είναι ένα μεγάλο ορθογώνιο μαντήλι- μικρή πλευρά 0,85μ., μεγάλη 1,28μ., -υφασμένο από τις γυναίκες. Η κάρπα είναι συνήθως κεντημένη στις τρείς γωνίες και στις δύο πλευρές με πολύχρωμα σκούρα κεντήματα. Συχνά τα απλούστερα πισκίρια έχουν στις πλευρές κέντημα του αργαλειού. Διπλώνουν προς τα μέσα την ακέντητη γωνία την τοποθετούν στο κεφάλι πάνω από το μέτωπο και αφήνουν τις κεντητές πλευρές να πέφτουν ελεύθερα στα πλάγια και πίσω. Στη μιά πλευρά το πισκίρι έχει κρόσια από τις κλωστές του στημονιού και φούντες από τις κλωστές του κεντήματος.

Η άκρη είναι μιά άσπρη ή κόκκινη λουρίδα στενή –0,04μ.- και μακριά –3,30μ.- κεντημένη στο κέντρο και στις δυό άκρες της με πολύχρωμα μετάξια σε γεωμετρικά συνήθως σχέδια,ή κρεμάστρα με τα μήλα ή το μελούσι, που έχει για τέλειωμα φούντες από τα ίδια μετάξια. Το κεντρικό τμήμα της άκρης το τοποθετούν πάνω από την κάρπα στο μέτωπο ,σαν διάδημα, και τις δυό λουρίδες της τις σταυρώνουν πίσω, τις περνούν κάτω από το σαγόνι, πάλι πιό ψηλά στο κεφάλι και τις δένουν πίσω σε φιόγκο ,ενώ οι κεντημένες άκρες της πέφτουν ώς τον ποδόγυρο του ποκαμίσου.

Οι αλυσίδες με τα φλουριά και τις ντούμπλες στίλιζαν το στήθος της Καπουτζηδιανής είχαν άλλοτε λιγότερες και άλλοτε περισσότερες Αλυσίδες με ντούμλες ανάλογα με την οικονομική κατάσταση του γαμπρού και της νύφης.
Το κλεικουτήρι έκλεινε μπροστά το χρυσοκέντητο ζουνάρι.Ασημένιο συνήθως, είναι δουλεμένο με τη φουσκωτή τεχνική και σπανιότερα τη χυτή- σκαλιστή.

Το σουργούτς ή λουδί ,το απαραίτητο ασημένιο νυφικό κόσμηματης Καπουτζηδιανής από τα πιό χαρακτηριστικά ελληνικά κοσμήματα μιμείται μικρή ανθοδέσμη, γι’ αυτό και το ονομάζουν λούδι.Τα τελευταία

Χρόνια στη θέση του βάζουν αλήθινά λουλούδια .

Τά κρεματσούλια ή κρεματσιούλια , είναι τά σκουλαρίκια μέ τά πετράδια καί τίς άλυσιδίτσες , όμοια μέ βυζαντινά πρότυπα.
Τά κοσμήματα της καπουτζιανής τά συμπληρώνουν μπελετζίκια καί δαχτυλίδια.

πηγή: ΔΗΜΟΣ ΠΥΛΑΙΑΣ

Ο Γριστός τζιαι τα τρία παιδκιά: κυπριακό παραμύθι


Μια βολάν είσσεν έναν άθθρωπον τζι' είσσεν τρία παιδκιά. Όσον τζι' εκόντεψεν ο τζαιρός που ήθεν να πεθάνει εφώναξεν τα παιδκιά του να τους δκιαμοιράσει τα μάλια του. Αρώτησεν τον καθέναν είντα 'μ που θέλουν να τους δώκει. Ο μιτσόττερος λαλεί του:

- Πατέρα, εγιώ εν θέλω τίποτε. Θέλω μόνον την ευτζήν σου.

- Μα γυιέ μου, ποττέ την ευτζήν μου μανιχά;

- Αί, μα μανιχά την ευτζήν σου θέλω.

Εδκιαμοίρασέν τους τα ο τζύρης τους τζι' επέθανεν.

Ύστερα που κάμποσα γρόνια ήρτασιν δύσκολοι τζαιροί τζι' εδυστυχήσαν. «Ρε», λαλεί ο ένας του άλλου, «να φύομεν πο τουν' τον τόπον να ξενιτευτούμεν, πέρκιμον τζι' αλλάξει τζι' η τύχη μας». Έτσι ήτουν. Εφύαν. Επααίνναν, επααίνναν, όσον τζι' εκατηφόρησεν ο ήλιος να δύσει ηύραν έναν γέρον με το καλαθουρίν του τζι' εκάθετουν κοντά σε μιαν βρύσην.

- Εν-ι-ξέρεις παππού, λαλούν του, αν έσσει δαχαμαί κοντά κανέναν χωρκόν τζι' είμαστεν ξένοι;

- Ελάτε, γυιέ μου,, κάτσετε να πνάσετε τζι' εν να πάω τζι' εγιώ τζιαι πάμεν ούλλοι αντάμα.

-Όϊ, παππού, λαλούν του, εν να πάμεν τζιαι βϊαζούμαστεν άμπα τζιαι νυχτωθούμεν μέσ' τα όρη τα ξένα.

- Ποττέ, λαλεί τους ο γέρος, το χωρκόν εν δαμαί κοντά· εγιώ γέρος άθθρωπος τζι' εν να πάω τζι' εσείς κοπέλια έννεν αντροπή σας να φοάστε;

Εμείναν, άμαν τζι' είπεν τους έτσι. Έβκαλεν που το καλάθιν του τρι' αυκά τζι' έδωκεν τους πόναν του καθενού, εν εθέλαν να τα πκιάσουν.

- Μα ποττέ, παππού, εσού έκαμες τόσον κόπον τζι' εδκιακόνησές τα τζιαι να σου τα φάμεν εμείς;

- Αν δεν τα φάτε, λαλεί τους, εν είσαστεν καλά παιδκιά.

Επκιάσαν τα. Αρώτησεν τους ο γέρος πόθθεν έρκουνται τζιαι πού παν τζι' είπαν του ούλλην την ιστορίαν.

- Αί, λαλεί τους, πάμεντε εις το χωρκόν πέρκιμον τζι' εύρετε δουλειάν· εν μιάλον χωρκόν, θωρείς, τζιαι πέρκιμον εύρετε.

Σαν επααίνναν ηύραν μιαν γην για ρεσπερλίκκιν που ήταν ακάμωτη. Γυρίζει ο μιάλος τζιαι λαλεί:

- Ά τζιαι νάην την είχα τούν' την γην τζιαι δκυό- τριά ζευκάρκα βούδκια να την κάμνω, έθελα άλλη ζήσην;

- Αί, τζιαι να σου την δώκω κάμνεις την; είπεν του ο γέρος (ο γέρος ήτουν ο Γριστός).

- Τζιαι κάλο εν την κάμνω; λαλεί του.

- Αί, εν να ελεάς τζιαι τους φτωχούς;

- Τζιαι κάλο να μεν τους ελεώ!

Ήυρεν ο πρώτος ζήσην.

Άμαν τζι' εκοντέψαν του χωρκού, εφαράσαν έναν αλάϊν κολοιοί, θωρεί τους ο δεύτερος:

- Ά, λαλεί, τζι' εγιώ αν ήταν κούελλοι τούτ' οι κολοιοί τζι' έγλεπα τους έθελα άλλη ζήσην;

- Τζιαι γλέπεις τους;

- Γλέπω τους.

Ευλόησεν τους κολοιούς ο Γριστός τζιαι εγίνησαν κουέλλοι.

- Τζι' εν να ελεάς, λαλεί του, τους φτωχούς;

- Τζιαι ποττέ να μεν τους ελεώ;

- Αί, αν τους ελεάς, λαλεί του, εν να τους έσσεις.

Έτσι έδωκεν του τζιαι τούτου ζήσην.

Έμεινεν τωρά ο μιτσύς. «Εσού, γυιέ μου», λαλεί του ο γέρος, «είντα 'μ που θέλεις;». Αί, τούτος είπαμεν πως είσσεν καλήν γνώμην.

- Εγιώ, παππού, λαλεί του, θέλω την ευτζήν σου.

- Μα ποττέ, γυιέ μου, την ευτζήν μου; να μου ζητήσεις να σου δώκω τζι' εσέναν καμμιά ζήσην.

- Αί, λαλεί του, θέλω νάβρω μιαν γεναίκαν που να είσσει την ίδιαν γνώμην μ΄εμέναν.

- Καλάν, λαλεί του, εν να μπούμεν εις το χωρκόν τζι' εν να πάμεν σ' έναν σπίτιν τζιαι να σ' αρμάσω.

Επήαν, εκατέβησαν έσσω στο σπίτι νου αθθρώπου. «Ω! τζιαι καλώς τους, τζι' είντα κάμνετε;» Ου, περιποίησην μεν αρωτήσης! Λαλεί του ο γέρος του αθθρώπου:

- Ήρταμεν να μας δώκεις την κόρη σου στον γυιόν μου τούτον.

- Ά, λαλεί ο άθθρωπος, εν καλά, μα έχω την λογιασμένη με άλλον.

- Όϊ, λαλεί του ο γέρος, εν να την δώκεις για τον γυιόν μου εμέναν.

- Μα ποττέ, λαλεί του, αφού το πωρνόν ο τζύρης του εν να πάει να φέρει τζιαι το κρασίν να χαρτώσομεν· γίνεται;

- Τίποτε, λαλεί του ο γέρος, ο γυιός του τζείνου έννεν καλός άθθρωπος τζι' εν να δυστυχήσει η κοπελλούα σου στα σσέρκα του. Η κοπελλούα σου εν για τον γυιό μου που κάμνει.

- Αί, λαλεί του ο άθθρωπος, πρέπει ν' αρωτήσω τζιαι τον συμπέθθερον μου τζι' αν δεχτεί τζι' εν έσσει έστασην, να σου την δώκω.

Αρωτούν τον τζύρην του κοπελλιού, «ποττέ», λαλεί, «εν λόος τούτος; ... αφούς το πωρνόν πα να φέρω τζιαι τα κρασιά. Έτο έχω τα ούλλα έτοιμα». Λαλεί του ο γέρος:

- Να βάλομεν έναν στοίσσημαν. Να φυτέψωμεν πόναν αμπέλιν. Όπως το φυτέψεις εσού, να το φυτέψω τζι' εγιώ· ίδιον τόπον που το φυτεύκεις εσού να το φυτέψω τζι' εγιώ· τζείνου που' ν' να κάμει σταφύλιν ως το πωρνόν τζιαι να ψηθεί για να βκάλομεν κρασίν, τζείνου να δώκουν την κοπελλούαν.

Εδέχτην, γιατί, λαλεί σου, μ' εμέναν εν δυνατόν να κάμει σταφύλιν, με τζείνου. Εφυτέψαν τ' αμπέλιν. Τζείνου εξέρανεν ως που το πωρνόν, του γέρου ήτουν φορτομένον σατέ μαύρο σταφύλιν. Έτσ' ήτουν. Επαντρέψαν την κοπελλούαν με τον γυιόν του γέρου τζι' έφυεν ο γέρος.

Ύστερις που κάμποσα γρόνια ο Γριστός εθέλησεν να κατεβεί πάλε να τους δοτζιμάσει. Περίτου που τον Αβραάμ, που' τουν ο δίκαιος της γης, τζιαι πάλ' εδοτζίμασέν τον. Εγίνην ένας γέρος με καρφίτες πα στην μουτσούναν του, λυμένος τζιαι σταμένος! Επήεν εις του πρώπου. Άννοιξεν, έμπην έσσω:

- Κάμετε ελεημοσύνην γρισκιανοί μου, στο όνομα του Ιησού Γριστού. Να σας χαρήνει ο Θεός να μάλια σας, τα χτηνά σας.

Βκαίννει έξω η γεναίκα, θωρεί τον:

- 'Ελα κόρη, φωνάζει της δούλας, έπαρ' τουν' το κομμάτιν το ψουμίν τζείν' του γέρου να φύει τζι' εν ημπορώ να τον θωρώ με τζείν' τους καρφίτες, ανακατσιώ τον.

- Εν έσσει λλίον τόπον, τζυρά μου, φωνάζει πάλε ο γέρος, να μείνω τζι' εγιώ ο φτωχός;

- Πήαιννε, πήαιννε, γέρο, τζι' εν έχομεν.

Ο γέρος έδωκεν γυρόν τζιαι πάλε ήρτεν να δοτζιμάσει τζιαι τον άθθρωπον που 'ρτεν που το ζευκάριν.

-Καμμιάν καρκόλαν, γυιέ μου, λαλεί του, να ππέσω τζι' εγιώ τζι' είμαι άρρωστος τζι' εγύρισα το χωρκόν τζι' εν μου εδώκασιν.

- Έσσει, παππού, λαλεί του τζείνος.

- Ασκόπα, λαλεί του η γεναίκα του, άμπα τζιαι βάλεις μου τον καρφικιασμένον μέσ' τα ρούχα τζιαι τζοιμιστρώσεις μου τον!

Ο άθθρωπος είσσεν καλήν γνώμην, αμμά η γεναίκα....

- Αί, πήαιννε, γέρο, λαλεί του, τζιαι πέρκιμον εύρεις αλλού τζι' εν καϊλίζει η γεναίκα μου.

Έφυεν τζι επήεν εις τον δεύτερον. Έκαμεν τζιαι τον στραόν εις τούτον. Επήεν μέσ' την μάντραν που γάλευκεν τες κουέλλες.

- Γυιέ μου, που νάσσεις τα πολλά καλά, νακκουρίν γάλαν τζι' εμέναν του φτωχού του ανήμπορου.

- Καλά, παππού, λαλεί του, μείνε πίσω να μεν μου ξυππάσεις την κουέλλαν τζιαι να σου δώκω.

Πάλε ο γέρος τον χαβά του. Ξυππάζεται η κουέλλα, αχτυπά μιαν του γαλευτηρκού, εσσιόνωσεν του το γάλα. Θυμώννεται τζι' ο βοσκός, πκιάννει το τζυπόϊν, γυρίζει του μιαν του γέρου!

- Αί, τζι' είντα σούκαμα, γυιέ μου, λαλεί του.

- Είντα μούκαμες! λαλώ σου μείνε πίσω τζι' εν να ξυππαστεί η κουέλλα... Τωρά που μου σσιόνωσες το γάλαν...

- Αί, γυιέ μου, να δκιακονίσω τζιαι να σου το πκιερώσω.

Ο γέρος έφυεν. Εδοτζίμασεν τον τζιαι τούτον.

Επήεν εις τον μιτσύν που πήρεν την κοπέλλαν πούσσεν την ίδιαν γνώμη μετά του. Όσον τζι' έμπην έσσω: «Τζιαι καλός τον παππού μας». Εβάλαν τον μέσ' τα ρούχα, εκάμαν του τσσορβάν, ...

- Γυιέ μου να χαρείς, λαλεί του, για να γειάνω είπαν μου πως πρέπει να μου κόψεις λλίον που το βλαντζίν του τούν' του μωρού σου να φάω, τζι' εν να γειάνω.

Έμεινεν δήμιος ο άθθρωπος. Το παιδίν τους ήταν μοναχοπαίιν τζι' αγαπούσαν το τζιαι τζείνος τζι' η γεναίκα του, είντα να σου πω! ...

Είπεν το της γεναίκας του. «Άντρα μου», λαλεί του, «ό,τι θέλεις, τζείνον πράξε». Είπαμεν ότι οι γνώμες τους εσυφφωνούσαν. Λαλεί τους ο γέρος:

- Μα αν το λυπάστε να μεν το κάμετε.

- Ποττέ, παππού, λαλούν του, αφούς εν να γειάνεις ...

- Αί, λαλεί τους, ν' άψετε τον φούρνον καλά- καλά τζιαι να πκιάσετε ένας πο τζει τζι' ο άλλος πο δα, τζιαι να το ρίξετε μέσα να το κάψετε τζιαι να μου φέρετε λλίον που το βλαγκούϊν του να φάω να γειάνω.

Άψαν τον φούρνον, επυρώσαν τον, τζι' επκιάσαν ένας πο τζει τζι' ο άλλος πο δα, τζι' ερίξαν το μέσα. Ύστερις που κάμποσην ώραν λαλεί τους ο γέρος: «Λάμνετε, γυιέ μου, παρατηράτε τζι' εψήθην». Πααίνουσιν, παρατηρούν, είντα να δεις! το μωρόν τους εκάθετουν διπλοπόϊν τζι' εδκιάβαζεν! Παν έσσω νάβρουν τον γέρον να του το πουν, με γέρον, με τίποτε.

- Ολάν, λαλεί της γεναίκας του, εν τζιαι ξέρεις ... ο γέρος τούτος εν τζείνος που μας άρμασεν τζι' εν ο Γριστός τζι' ήρτεν να μας δοτζιμάσει. Ά! τζι αν επήεν τζι' εις τους άλλους μου αρφούς είντα ξέρω!

Πάει, παρατηρά, οι αρφούες του με κούελλους, με κτήματα, με τίποτε. Εχάσαν τα ούλλα.

Μεταφέρθηκε στο διαδίκτυο από NOCTOC

πηγή: NOCTOC



Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2011

Ο ντουλαμάς της Σίφνου


Καλοκαιρινό πανωφόρι, ο ντουλαμάς, από τη φορεσιά της Σίφνου. Η φορεσιά που έχει στενή σχέση με τα αστικά ενδυματολογικά σύνολα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, αποκτά έναν "αέρα" δυτικής Ευρώπης χάρη στις ξενόφερτες στόφες δεύτερης ποιότητας ("bon pour l' orient") που υφαίνονταν κυρίως στη Λυών της Γαλλίας. Ο μεσάτος ντουλαμάς είναι κατασκευασμένος από χοντρή, χρυσοΰφαντη γαλλική στόφα του 18ου αιώνα. Σε συννεφιασμένο θαλασσί κάμπο που σχηματίζει μικρότατους ρόμβους, ελίσσονται χρυσές δαντελωτές ταινίες. Τα διάχωρα γεμίζει νατουραλιστικός φυτικός διάκοσμος. Φύλλα σε όλες τις αποχρώσεις του πράσινου και κάθε λογής λουλούδια στις αποχρώσεις του βυσσινί και του κοραλί. Η πλάτη αποτελείται από ένα κεντρικό φύλλο, τη μάνα, που στενεύει στη μέση με πένσες στις ραφές. Στις δύο πλαϊνές πλευρές, δύο κομμάτια στόφας συρράπτονται σε λόξα ύψους 50εκ. από τον ποδόγυρο, με κατακόρυφο άνοιγμα στη βάση της ύψους 20εκ. Τα πλαϊνά φύλλα καλύπτουν τη μισή περίπου από την μπροστινή όψη, φθάνοντας σχεδόν ως τον ώμο, αφήνοντας τα μπροστινά φύλλα να πλαισιώνουν το κατακόρυφο άνοιγμα. Τα στενά μανίκια καταλήγουν με άνοιγμα πλάτους 35εκ. 'Ολα τα ανοίγματα στολίζονται με χρυσή τρέσα πλάτους 6εκ. Ο ντουλαμάς έχει μεταγενέστερα φοδραριστεί με υπόλευκο συνθετικό ύφασμα. Κάτω από τη φόδρα διακρίνονται λευκό βαμβακερό πανί και λευκή γάζα.

πηγή : Λύκειο των Ελληνίδων

"Μαχαίρια" - Νέα Βύσσα Ορεστιάδος

«Πέντε παλικάρια - Γάιτα διπλή



Γάιτα Διπλή , Χορός στο Πωγώνι και στο Δυτικό Ζαγόρι της Ηπείρου. Λέγεται και: Γάιντα, Γκάιντα, Πέντε Παληκάρια (από το τραγούδι). Περισσότερο χορεύεται σαν νυφιάτικος.

Πηγή : Εγκυκλοπαίδεια του Ελληνικού Χορού , Ευρετήριο : E-B4D8C

-[Στούπης 1962, 277] Βήσσανη Πωγωνίου: Στους συνηθισμένους πωγωνίσιους χορούς είναι και η Γάιτα (μονή και διπλή). Στους κοινούς χορούς μια γυναίκα ποτέ δεν μπαίνει στην κορυφή για να σύρει το χορό, εκτός αν είναι η μέρα του γάμου της. Τότε θα έσερνε τον "χορό της νύφης" λεγόμενο, κάποιο χορό σοβαρώτερο από τους άλλους, συνήθως τη Διπλή Γάιτα που ταίριαζε με την σοβαρότητα και την σεμνότητα που έπρεπε να παρουσιάζει η νύφη.

Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2011

Παλιές φωτογραφίες Ποντίων γυναικών από τη Σαμψούντα






Των συμπεθέρων - χορός από την Κύθνο



Χορεύει η Ομάδα Ελληνικού Λαϊκού Χορού Δήμου Καλλιθέας.
αίζουν οι μουσικοί: Γιώργος Μαρινάκης βιολί, Κώστας Φιλιππίδης λαούτο, Βαγγέλης Δημούδης ούτι.
Τραγουδά η χορωδία της Ομάδας.
 Επιμέλεια - διδασκαλία: Βασίλης Καρφής. Καλλιθέα 2010.

Χορεύεται στο τελείωμα του γαμήλιου γλεντιού από τους συμπέθερους στη Δρυοπίδα της Κύθνου

Παρασκευή 16 Σεπτεμβρίου 2011

Χαλάι



Αργός τελετουργικός χορός της περιοχής του Ακ Νταγ Ματέν Δυτικού Πόντου. Διάφορες παραλλαγές του χορεύονταν και στις περιοχές της Σεβάστειας, του Τσορούμ αλλά και στη βόρεια Καππαδοκία και την Καισάρεια. Τα μουσικά όργανα της περιοχής του Ακ Νταγ Ματέν ήταν το βιολί, το οποίο κρατούσαν κατακόρυφα όπως την ποντιακή λύρα, κυρίως με συνοδεία το ούτι και λιγότερο από το ζουρνά και το νταούλι. Είναι μικτός χορός, χορεύεται κυκλικά και ο ρυθμός του είναι τετράσημος.

Σεήτα τα



Γυναικείος χορός που χορευόταν στους γάμους σε αντικριστό σχήμα από παντρεμένες ηλικιωμένες γυναίκες με καλυμμένο το πρόσωπο συνήθως από το περιβάλλον της νύφης. Αρχικά αποδιδόταν σε ελεύθερο ρυθμό που προοδευτικά γύριζε σε δίσημο μέτρο 2/4


«Σεήτα-τα, σεήτα-τα,
σο μέγον το ρουσί,
να μη 'πεσώσετε, 'πνώσετε,
σου Χούναρη το σπήλο»

δηλ. «Σύρε την, σύρε την
στο μεγάλο βουνό
κι αν δεν φτάσετε κοιμηθείτε
στου Χούναρη τη σπηλιά».



«Το αμπέρι»



Χορός από την Τήνο

Παρασκευή 9 Σεπτεμβρίου 2011

Τίκ Τρομαχτόν Τραπεζούντας



Λαογραφικά στοιχεία


Tρομαχτόν: είδος χορού καθ΄ όν όλον το σώμα τίθεται εις τρομώδη κίνησην (Ιστορικόν Λεξικόν της Ποντιακής Διαλέκτου, Άνθιμου Α. Παπαδόπουλου, Εν Αθήναις 1961, τόμος Β, σελ., 423).

Το Τρομαχτόν είναι μια μορφή Τίκ που πήρε το όνομά του από το έντονο τρέμουλο (τρόμαγμαν) σε όλο το σώμα. Χορευόταν σε όλο σχεδόν τον Πόντο, αλλού σαν αυτόνομος χορός με διαφορετική όμως μορφή ανάλογα με την περιοχή που τον συναντάμε (Καρς, Κοτύωρα, Οινόη, Κερασούντα, κ.λ.π.) και αλλού προσαρμοσμένος στο χορό Σέρα. Στην Τραπεζούντα το Τρομαχτόν άρχισε να χορεύεται σαν αυτόνομος χορός σύμφωνα με τον Παντελή Μελανοφρύδη επειδή οι Τούρκοι απαγόρευαν στους Έλληνες να φέρουν όπλα -ως γνωστόν οι χορευτές τις Σέρας ήταν πάνοπλοι-αναγκάστηκαν έτσι οι Πόντιοι να χορεύουν μόνο το μέρος της Σέρας που έμοιαζε με το Τίκ, δηλαδή το Τρομαχτόν. Σταδιακά πολλοί από αυτούς εξέλιξαν τον χορό, έγιναν δεξιοτέχνες και απέκτησαν μεγάλη φήμη στον Τρομαχτό χορό που χόρευαν ιδίως στα χωριά της περιοχής του ποταμού και της λίμνης Σέρα (Σάββας Καλεντερίδης: Ανατολικός Πόντος, Αθήνα 2006, Ταξιδιωτικοί Οδηγοί / 17 σελ., 247).

Στην Τραπεζούντα τα πόδια δεν ξεκολλούσαν από το έδαφος σχεδόν καθόλου και όλο το σώμα είχε ένα έντονο τρέμουλο, ενώ σε άλλες περιοχές όπως το Κάρς, τα πόδια σηκωνότανε με κάμψη των γονάτων ψηλά από το έδαφος.

Το τρομαχτόν παίζεται με όλα τα μουσικά όργανα και δεν συνοδεύεται από τραγούδι.

Στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια επικράτησε ιδιαίτερα στα γλέντια η μελωδία του Τρομαχτού να παίζεται σε αργό ρυθμό να συνοδεύεται από τραγούδι και οι χορευτές να είναι με τα χέρια προς τα κάτω, δηλαδή παράλληλα προς το σώμα. Όταν ο ρυθμός γίνει γρήγορος σταματάει το τραγούδι και τα χέρια των χορευτών ανεβαίνουν στην ανάταση.


Βήμα

Δεξιόστροφος χορός που χορεύεται σε κλειστό κύκλο και έχει 10 βήματα αυτά του Τίκ Διπλόν με εντελώς διαφορετικό ύφος. Στην μορφή αυτή του Τίκ καταργείται το σουστάρισμα, τα πόδια δεν λυγίζουν καθόλου (άμον στουλάρα) και υπάρχει ένα διπλό ανεπαίσθητο τσάκισμα στο γόνατο που γίνεται σε κάθε βήμα του Τίκ από το οποίο προκύπτει μία τρομώδης ώθηση προς τα άνω του σώματος αλλά και των ώμων. Η λαβή είναι από τις παλάμες με τα χέρια στην ανάταση. Η είσοδος στον χορό μπορεί να γίνει και με το αριστερό (ένα διπλό βήμα προετοιμασίας), οπότε μέχρι να ολοκληρωθεί το 1ο χορευτικό μοτίβο μετράμε 12 βήματα, ενώ η απευθείας είσοδος στον χορό με το δεξί μας δίνει 10 βήματα.

Ο ρυθμός του χορού είναι επτάσημος 7/8 = 2-2-3 γοργός

Επιμέλεια κειμένου και κινούμενης εικόνας:κ.Κοκοβίδης -  κ.Σιδηρόπουλος

Τετάρτη 7 Σεπτεμβρίου 2011

Γυναικεία φορεσιά Σαλαμίνας Αττικής

Η Σαλαμίνα , το ίδιο κοντά με την Αθήνα και με τα Μέγαρα, ακολούθησε την εξέλιξη της μεγαρίτικης φορεσιάς. Οι διαφορές που υπάρχουν είναι ελάχιστες και δυσδιάκριτες. Παρ΄ όλα αυτά όμως, οι κάτοικοι της γύρω περιοχής τις ξεχώριζαν από μακριά. Και εδώ η παλιά τους φορεσιά ήταν με κεντημένα πουκάμισα και με μάλλινα σεγκούνια, όπως σε Αθήνα και Τανάγρα. Τελικά κρατήθηκε μόνον ο παλιός στολισμός του κεφαλιού. Το πουκάμισο, χασεδένιο ή βαμβακερό με μανίκια, τελειώνει στον ποδόγυρο με μια φαρδιά δαντέλα συνήθως πλεχτή. Απαραίτητα είναι τα 2-3 κολλαριστά μισοφόρια για να πάρει όγκο η φούστα. Στο στήθος μια λεπτή τραχηλιά κλείνει ντο άνοιγμα του πουκαμίσου.

Στα μέσα του 19ου αιώνα το νυφικό γίνεται με ¨φουστάνι¨ δυτικού τύπου. Το πανοκόρμι, από βελούδο ή μεταξωτό ανοιχτό στο στήθος, είναι κεντημένο από ειδικές ντόπιες τεχνήτρες με χρυσό και πούλιες. Η φούστα του είναι ραμμένη με πολλές κάθετες πιέτες, τις ¨πάστες¨, καθώς και οριζόντιες, τις ¨φλέγες¨, από βαμβακερό αγοραστό ύφασμα μπλε βαμμένο στους μπογιατζήδες. Η βελούδινη ή μεταξωτή ποδιά είναι χρυσοκέντητη με βελονιά ¨πλακέ¨ από κεντήστρες του νησιού.

Στο στήθος φορούν το πλεγμένο με χάντρες, κοράλλια και σιντέφια μεγάλο κορδόνι που τελειώνει με μια σειρά φλουριά. Οι πλούσιοι γαμπροί δώριζαν στις νύφες τις ¨άλισες¨, τις 3-5 αλυσίδες με τα χρυσά νομίσματα που σκάλωναν επίσης στο στήθος. Η νύφη έπλεκε τα μαλλιά της σε μια πλεξούδα μαζί με τα ¨μασούργια¨ και μετά τρεις μέρες τα ξανάπλεκε σε δυο κρατώντας τα βαριά αυτά κοσμήματα για άλλες σαράντα μέρες. Δεν τα έβγαζε ούτε στον ύπνο της.

Κι αυτές φορούσαν το κόκκινο φέσι με τους τριακόσιους περίπου ασημένιους παράδες, ραμμένους πυκνά σαν λέπια. Στην κορυφή υπήρχε το μικρό ασημένιο ή επίχρυσο ¨τάσι¨. Εδώ όμως το φέσι το συγκρατούσαν δένοντας γύρω του ένα μαύρο βαμβακερό μαντίλι δουλεμένο σε μπομπάρι, την ¨κορόνα¨. Οι δύο άκρες του κρεμόταν στο πλάι στολισμένες με ασημένια νομίσματα. Από το πηγούνι το συγκρατούσε επίσης το ¨καπιτσάλι¨, η βελούδινη χρυσοκέντητη κορδέλα. Η ¨σκέπη¨, η μεταξωτή σάρπα, έμπαινε πάνω από το φέσι ρίχνοντας τις δύο χρυσοκέντητες άκρες της με τις χρυσές φράντζες στην πλάτη φτάνοντας μέχρι τις πατούσες.

Τα γουρουνοτσάρουχα ήταν ανάμνηση πλέον για το νησί και οι γυναίκες απέφευγαν να περπατούν ξυπόλυτες. Μάλλινες και βαμβακερές ήταν οι κάλτσες τους και οι παντούφλες τους βελούδινες χρυσοκέντητες με το χαμηλό τακούνι, οι λεγόμενες ¨κουντούρες¨.

από το λεύκωμα:

"40 Greek costumes from Dora Stratou Theatre Collection"

ΠΗΓΉ