Στήν Καπουτζήδα, προάστιο της Θεσσαλονίκης που σήμερα ονομάζεται Πυλαία ,δύσκολα βρίσκει κανείς ζαμανίσια φορέματα. Οι περισσότερες φορεσιές έχουν χαθεί γιατί είχαν τη συνήθεια να φορούν την καλύτερη φορεσιά τους όταν πέθαιναν, στο ταξίδι.
Οι γυναίκες παλιότερα τρέφανε κουκούλι και φτιάχνανε μόνες τους τις μεταξωτές κλωστέςγια το κέντημα της φορεσιάς, όπως οι ίδιες στρίβανε και τα μαλλιά. Με τα μαλλιά, που τα βάφανε σε διάφορα χτυπητά χρώματα, τριανταφυλλί, γαλαζιο, πράσινο, κίτερνο, κιμπαμπένιο, μόρκο, στόλιζαν το σαγιά υφαίνανε τη φούτα, κάνανε τα πλούσια παρδαλίδια της, ετοίμαζαν για την προίκα τους τα κορίτσια μαξιλάρες, βελέντζες, κιλίμια, πετσέτες κτλ.
Τη φορεσιά τη χαρακτηρίζουν : ο σαγιάς που έχει διαφορετικό χρώμα ανάλογα με την ηλικία και τις περιστάσεις ,και ο κεφαλόδεσμος, που καθώς περιστρέφεται γύρω απο τον τράχηλο, καλύπτει το λαιμό και πέφτει πίσω στην πλάτη.
Τη φορεσιά της Καπουτζηδιανής την αποτελούν : η φανέλλα με τα πλεχτά μανίκια, το π(ου)κάμ(ι)σου, ο σαγιάς, το μάλλινο ζωνάρι, η φούτα, το χρυσοκέντητο ζουνάρι, η γούνα, οι κάλτσες ή τα σκουφούνια, οι παντόφλες ή οι γαλέντζες. Ο κεφαλόδεσμος,η κουκούλα όπως τον λένε σχηματίζεται με το τουλπάνι, το τσεμπέρι, το πισκίρι ή κάρπα και την άκρη. Τη φορεσιά συμπληρώνουν οι αλυσίδες με τα φλουριά ,το κλεικουτήρι,το σουργούτς ή λούδι, τα κρεματσούλια, τα μπελετζίκια και τα δαχτυλίδια.
Η φανέλα, που φορούν κατάσαρκα οι γυναίκες, είναι ραμμένη με άσπρο μάλλινο ύφασμα φινιμένου από τις ίδιες. Για να ράψουν τη φανέλα διπλώνουν το ύφασμα στα δύο, στο μάκρος, όσο ύψος θέλουν. Στο δίπλωμα κόβουν τη λαιμόκοψη και κάθετα στο κέντρο το άνοιγμα του στήθου, την τραχηλιά έτσι δεν κάνουν ραφή στους ώμους. Κάθετα στον κορμό ενώνουν τα μανίκια, που έχουν φάρδος όσο το ύφασμα και φτάνουν ώς τον αγκώνα. Στα μανίκια αυτά ράβουν τα πρόσθετα πλεχτά μανίκια, τα πλεγμένα απο τις γυναίκες. Λίγο κάτω από τη μασχάλη ράβουν δύο λαγκιόλια σε κάθε πλευρά, ενώ το κενό που αφήνουν ανάμεσα στη μασχάλη και στα λαγκιόλια την αμασκάλ,το ρελιάζουν μ’ένα αγοραστό σταμπωτό ύφασμα, τη σταμπούδα. Στις ζαμανίσιες φανέλες ράβανε εσωτερικά, στη λαιμόκοψη και στην τραχαλιά, ένα ρέλι. Οι φανέλες αυτές ήταν ολόκληρες ραμμένες στο χέρι. Τελευταία τις κεντούσαν με χρωματιστές κλωστές και τις ράβανε στη μηχανή.
Το χοντρό άσπρο μπαμπακερό π(ου)κάμ(ι)σου που φορούσαν πάνω από τη φανέλα ήταν γνεσμένο, φασμένο και ραμμένο από τις ίδιες και είχε το ίδιο σχήμα με τη φανέλα. ¨Ενα μονοκόμματο ίσιο φύλλο σχηματίζει την πλάτη και το μπροστινό χωρίς ραφή στους ώμους-μήκος 2,50μ. Φάρδος υφάσματος 0,38 μ.- και παίρνει δύο λαγκιόλια σε κάθε πλάι- μήκος 1,02 μ. Φάρδος κάτω από τη μασχάλη 0,11μ. Και 0,25 μ. Στον ποδόγυρο. Κάθετα στον κορμό είναι ραμμένα τα μανίκια- μήκος 0,45μ. Γύρω στη λαιμόκοψη βάζουν ένα στενό – φάρδος 0,02μ. Όρθιο γιακαδάκι.
Κέντημα έχει πάντα το πουκάμισο σε όλα τα μέρη που φαίνονται κάτω από το σαγιά. Τα κεντήματα αυτά είναι μετρητά ,δουλεμένα με μεταξωτές κλωστές και μάλλινα νήματα. Το άνοιγμα της τραχηλιάς είναι τελειωμένο με μιά πολύ απαλή βελονιά- μιά ίση ,μιά λοξή -, το καρίκωμα, και κλείνει με δυό κορδονάκια,με φούντες στην άκρη ,από τις ίδιες κλωστές. Μέσα από το καρίκωμα κεντούν δύο κατακόρυφες ταινίες με διάφορα σχέδια που ανάλογα με το σχήμα τους παίρνουν τις ονομασίες: σκλόπετρα, κουμπαγούδι ,κλωναρούδι της Φάκαινας, γκαρκίτικη που δεν είναι δικό τους σχέδιο, το δανείστηκαν από τα γειτονικά χωριά. Συχνά δίπλα στην ταινία κεντούν κι ένα ξεχωριστό σχέδιο ,το γλαστρούδ(ι), το κλωναρούδ(ι), το μπαλιτσιρούδ(ι)κ.τ.λ
Ο ποδόγυρος έχει σρίφωμα, το στρίψ’ ως 0,04μ. Κι ένα μάλλινο κορδόνι, στριμμένο στο χέρι, στην άκρη. Μέσα από το κορδόνι γίνεται το κέντημα με πλάτος 0,10μ. Στα καθημερινά και 0,20 μ. ως 0,25μ. στα τρανά ποκάμισα. ¨Ολο το κέντημα μαζί ,την ποδιά ή πούδα, το σχηματίζουν με μιά στενή λουρίδα σταυροβελονιάς κεντημένη με μαύρη μεταξωτή κλωστή μέσα από το κόκκινο κορδόνι τις πούπκες και διάφορα άλλα σχέδια, παρμένα συνήθως από το φυτικό κόσμο που μπαίνουν μέσα από τις πούπκες, κεντούν μαύρο το βασικό χρώμα που το χρησιμοποιούν σαν φόντο ,και κυρίαρχο ανάμεσα το κόκκινο. Το σχέδιο που συνηθίζουν είναι τα σχηματοποιημένα κλωναρούδια, τοποθετημένα λοξά, κοντά το ένα στο άλλο ,έτσι που νάποτελούν μιά ενιαία σύνθεση. Στις ραφές ,εκεί που ενώνονται τα λαγκιόλια, το κέντημα γυρίζει, κι ανεβαίνει-0,20 μ. –0,30 μ.-κατακόρυφα και σχηματίζει το μπόι. Σκεπάζουν πάντα τη ραφή με μιά φουσκωτή βελονιά ή με στενή χοντρή νταντέλα, πλεγμένη με το βελονάκι, τη ραγουζέλα και κάνουν το κέντημα συμμετρικά στα δυό πλάγια της ραφής. Το μπόι έχει άλλοτε όμοιο με την πούδα κέντημα κι άλλοτε διαφορετικό. Το πιό συνηθισμένο είναι το μυγδαλωτο τοποθετημένο κατακόρυφα μπαίνει δυό φορές από κάθε πλευρά της ραγουζέλας.
Τα μανίκια έχουν κι αυτά ένα κόκκινο κορδόνι στο στρίφωμα και είναι κεντημένα στο γύρο- ύψος 0,05μ.- 0,10- με τις πούπκες και μέσα απ’ αυτές με τα κλωναρούδια .¨Εχουν μπόι όπως ο ποδόγυρος, τα κεντήματά τους όμως δεν έχουν ποτέ το ίδιο σχήμα ,μοιάζουν όμως πολύ γιατί έχουν την ίδια κλίση και τα ίδια χρώματα.
Ο σαγιάς μπαίνει πάνω από το ποκάμισο, αφήνει ακάλυπτα τα κεντήματά του και δίνει την ιδιαίτερη μορφή της στη φορεσιά. Ραμμένος με μπαμπακερό ύφασμα, υφασμένο από τις γυναίκες ,είναι κατακόρυφα ανοιχτός μπροστά κι έχει μανίκια κοντύτερα από του ποκαμίσου. Το ύφασμα του το δίνανε στον ειδικό τεχνίτη να το βάψει και να το κερώσει για να γίνει γυαλιστερό, σαν αδιάβροχό. Σαγιάδες φτιάνανε άσπρους αλλά και κρεμεζιούς, μαύρους, γαλάζιους, πράσινους, που τους φορούσαν αν’αλογα με την ηλικία και την περίσταση. ¨Ηταν πάντοτε ραμμένοι από τους ραφτάδες που παίρνουνε δυό με τρείς λίρες για το ράψιμο και το κέντημα . Συνήθως οι ραφτάδες ήταν ξένοι . Πήγαιναν στο χωριό με όλη την οικογένειά τους και δούλευαν μαθαίνοντας την τέχνη και στα παιδιά τους . Μόνο μερικές Καπουτζηδιανές κεντήστρες ήταν ειδικές για τους σαγιάδες
Ένα μονοκόμματο ίσιο φύλλο σχηματίζει την πλάτη και τα μπροστινά χωρίς ραφή στους ώμους- μήκος 2,16 μ., φάρδος 0,38μ.- κομμένο κατακόρυφα στο κέντρο για τα μπροστινά . Το κάτω μέρος του σαγιά φαρδαίνει με τέσσερα λοξά φύλλα, τα λαγκιόλια. Ένα λαγκιόλι- μήκος 0,90μ. με μύτη επάνω και 0,21 στον ποδόγυρο- ράβεται σε κάθε πλευρά του κατακόρυφου ανοίγματος και σχηματίζει τις ποδιές του σαγιά. Άλλα δύο μπαίνουν ένα σε κάθε πλάι – μήκος 0,77μ. μυτερό κάτω από τη μασχάλη , με φάρδος 0,22 μ. στον ποδόγυρο – και ενώνουν την πλάτη με τα μπροστινά .Τα λαγκιόλια αυτά έχουν στη μέση του φάρδους του ποδογύρου και προς τα πάνω ένα κατακόρυφο άνοιγμα 0,22 μ. περίπου .Στη δεξιά πλευρά ανοίγουν πάνω στο λαγκιόλι μιά τσέπη που τη σακκούλα της τη ράβουν από το ύφασμα του σαγιά. Τα στενά μανίκια του –0,33μ. περιφέρεια ράβονται ως τον αγκώνα. Όλες οι ραφές του σαγιά γινονταί στο χέρι με βελονιά ,το γαζί.Τις ποδιές του σαγιά τις φοδράρουν μ’ ένα τριγωνικό κόκκινο μπαμπακερό ύφασμα, το μπουχασί.
Οι σαγιάδες στολίζουν με κεντήματα στην τραχηλιά ,στις ραφές των ώμων και των μανικιών, στις ποδιές, στο γύρο του ποδογύρου και στην τσέπη .Από το είδος των κεντημάτων αυτών παίρνουν και οι σαγιάδες την ονομασία τους: ο τλικουστός,ο φουντωτός, ο ταβανωτός. Τυπικά για τους σαγιάδες σχέδια είναι οι ρόκες,μικρές και μεγάλες, και τ’αστρούδια. Τα κεντήματα αυτά γίνονται με πολύχρωμα μετάξια και έχουν ορισμένη τάξη στον τρόπο που τοποθετούνται:π.χ. οι ρόκες στις γωνίες της ποδιάς και των ώμων και ανάμεσα τ’αστρούδια με ορισμένη τάξη στα χρώματα,ή τ΄αστρούδια σ’ όλο το γύρο του σαγιά ,δίπλα το ένα στο άλλο και οι ρόκες μέσα από την ταινία που σχηματίζουν τ ‘αστρούδια.
Την τραχηλιά τη στολίζουν δύο κόκκινες λουρίδες από τους ώμους ως τη μέση. Πάνω στις λουρίδες κεντούν οι γυναίκες με σταυροβελονιά ή ψαροκόκκαλο και με πολύχρωμα μετάξια διάφορα σχέδια ,το σταχτούδικτλ. Ολόγυρα στις λουρίδες ράβουν ένα χρυσό σειρήτι και μέσα απ’ αυτό μικρές πολύχρωμες φούντες, τα φλόκια ,γινομένες με μαλλί και . Ο ώμος και η ραφή που ενώνει τα μανίκια στον κορμό είναι στολισμένα μ’ ένα φαρδύ χρυσό σειρήτι. Μέσα από την ένωση και στις άκρες της πλάτης κεντούν ρόκες και κάτω απότις ραφές των ώμων κεντούν αστρούδια. Στο τελείωμα των μανικιών, στον καρπό ,βάζουν σ’αλλους σαγιάδες ένα χρυσό σειρήτι και σ’ άλλους φλόκια ,ενώ όλοι έχουν χρυσό σειρήτι στον ποδόγυρο . Οι δυό ποδιές ,ο γύρος πίσω και η τσέπη είναι πάντα κεντημένες με ρόκες και αστρούδια ή φλόκια ανάμεσα.
Σαγιάδες φορούσαν από πολύ μικρή ηλικία τα κορίτσια, άσπρους σκέτους ,τα σεγούδια. Αργότερα βάζανε με πολύ απαλό κέντημα ,τους ταβανωτούς,που ήταν ,όπως λένε ,κεντημένοι μεγάλα τετράγωνα σχήματα, συχνά εξακολουθούσαν να τους φορούν και μετά το γάμο τους . Ο φουντωτός ο καλός ο γιορτινός σαγιάς ήταν συνήθως σκούρος και είχε τις ποδιές στολισμένες με πολύχρωμα μάλλινα και μεταξωτά φλόκια .Ο τλικουστός ,ο νυφικός σαγιάς ήταν πάντα πράσινος και είχε κέντημα στις ποδιές ώς τη μέση γιατί τον φορούσαν χωρίς φούτα τη μέρα του γάμου . Για να μην ανοίγουν οι ποδιές μπροστά τις έραβαν με χρυσές βελονιές ,έτσι που το κέντημα σχημάτιζε πλατιά κεντητή ταινία . Οι καπουτζηδιανές είχαν τη συνήθεια να φορούν όλες τους ίδιους σαγιάδες στίς γιορτές π.χ τη μέρα του πάσχα φορούσαν τους πράσινους τλικουστούς , τη δεύτερη μέρα τους γαλάζιους φουντωτούς καί τήν τρίτη τους άσπρους ταβανωτούς .
Το ζουνάρι το δένανε πάνω από το σαγιά , γιατί χωρίς αυτό , λένε , δε στέκει ή φούτα. Υφαντό, κόκκινο μάλλινο , στολισμένο με τις μάννες , τις οριζόντιες λουρίδες σε διαφορετικό χρωματισμό , που φαίνονται κάθετες όταν τυλίγεται στη μέση , έχει μάκρος όσο να γυρίσει δυό φορές στο σώμα (είκ. 268 ).
Τη φούτα τη φορεί η καπουτζηδιανή καθημερινή και γιορτή μόνο η νύφη , είδαμε, δε βάζει φούτα με τον τλικουστό σαγιά τη μέρα του γάμου της. H ζαμανίσια φούτα είναι μάλλινη υφαντή γινομένη με δυό φύλλα ενωμένα στη μέση. Στολίζεται με τις μάννες που σχηματίζουν στην ύφανση οριζόντιες γραμμές με την αλλαγή των χρωματισμών σε κανονικά διαστήματα. Στο επάνω μέρος σε κάθε πλάι ,έχει μάλλινο κορδόνι, τη μπραστήλα. Τοποθετούν τη φούτα πάνω στο ζουνάρι ,αφήνοντάς το πάντα να φαίνοται στο πάνω μέρος ,σταυρώνοντουν τις μπαστήλες πίσω και τις δένουν μπροστά .
Το χρυσοκέντητο ζουνάρι μπαίνει πάνω από το μάλλινο και τη φούτα και κλείνει μπροστά με το ασημένιο κλεικουτήρι.
Η γούνα μπαίνει το χειμώνα πάνω από το σαγιά καθημερινή και γιορτή΄ γι’ αυτό είχαν και μιά καλή . Ραμμένη με βυσσινί τσόχα ,δεν έχει ποτέ μανίκια και φτάνει ώς τη μέση ,σαν γιλέκο. Είναι ντυμένη εσωτερικά με άσπρη προβιά αρνιού και έχει μαύρη στο γύρο του λαιμού και στην τραχηλιά για στολισμό. Στις μασχάλες και στο στρίφωμα έχει ολόγυρα ένα γαϊτανάκι με δοντάκια καμωμένα με κλωστή, το καγκιλούδι. Οι πλαϊνες ραφές είναι πάντα στολισμένες με κέντημα. Οι καλές γούνες είναι κεντημένες με ξάφια ή σερμάδες, πού σχηματίζουν συνήθως μικρές και μεγάλες ρόκες .
Τα σκουφούνια ή οι κάλτσες ήταν πάντα πλεγμένα από τις γυναίκες. Τα μάλλινα χειμωνιάτικα σκουφούνια ήταν άσπρα ή μαύρα,πλούσια στολισμένα με κεντίδια και φτάνανε ώς κάτω από το γόνατο όπου δένονταν μ’ένα κορδόνι, όπως και οι άσπρες μπαμπακερές καλοκαιρινές κάλτσες.
Παπούτσια Δε φορούσαν,ήταν ξυπόλυτες. Αργότερα βάλανε παντόφλες και γαλέντζες.
Τα μαλλιά τους τα χώριζαν σε δυό ίσα μέρη και τα πλέκανε κοτσίδες που τις άφηναν να πέφτουν στην πλάτη . Η κουκούλα που τα σκέπαζε αποτελείται από τρία μαντήλια ,το τουλουπάνι ,το τσεμπέρι,το πισκίρι ή την κάρπα και μία ολοκέντητη ταινία, την άκρη.
Το τουλπάνι είναι το άσπρο τετράγωνο μαντήλι που χρησιμοποιούν τριγωνικά διπλωμένο για να σφίγγουν και να καλύπτουν όλα τα μαλλιά ,να μη φαίνονται κάτω από τα άλλα κομμάτια της κουκούλας. Τις δυό άκρες τις αφήνουν να πέφτουν ελεύθερες μπροστά και αφού δέσουν την άκρη σταυρώνουν τις μύτες του τουλουπανιού κάτω από το σαγόνι και τις στερεώνουν ψηλά στους κροτάφους, περνώντας τις γωνίες τους μέσα από την άκρη. Έτσι κάλυπταν τα αυτιά και το λαιμό ενώ το πισκίρι στόλιζε τα πλάγια και την πλάτη.
Το τσεμπέρι ,ένα τετράγωνο άσπρο σταμπωτό μαντήλι, το δίπλωναν τριγωνικά , το ξαναδίπλωναν κια το δένανε σφιχτά στο κεφάλι. Το τσεμπέρι προετοιμάζει το σχήμα του κεφαλιού και συγκρατεί το τσεμπέρι που μπαίνει πάνω απ’ αυτό.
Το πισκίρι ή κάρπα είναι ένα μεγάλο ορθογώνιο μαντήλι- μικρή πλευρά 0,85μ., μεγάλη 1,28μ., -υφασμένο από τις γυναίκες. Η κάρπα είναι συνήθως κεντημένη στις τρείς γωνίες και στις δύο πλευρές με πολύχρωμα σκούρα κεντήματα. Συχνά τα απλούστερα πισκίρια έχουν στις πλευρές κέντημα του αργαλειού. Διπλώνουν προς τα μέσα την ακέντητη γωνία την τοποθετούν στο κεφάλι πάνω από το μέτωπο και αφήνουν τις κεντητές πλευρές να πέφτουν ελεύθερα στα πλάγια και πίσω. Στη μιά πλευρά το πισκίρι έχει κρόσια από τις κλωστές του στημονιού και φούντες από τις κλωστές του κεντήματος.
Η άκρη είναι μιά άσπρη ή κόκκινη λουρίδα στενή –0,04μ.- και μακριά –3,30μ.- κεντημένη στο κέντρο και στις δυό άκρες της με πολύχρωμα μετάξια σε γεωμετρικά συνήθως σχέδια,ή κρεμάστρα με τα μήλα ή το μελούσι, που έχει για τέλειωμα φούντες από τα ίδια μετάξια. Το κεντρικό τμήμα της άκρης το τοποθετούν πάνω από την κάρπα στο μέτωπο ,σαν διάδημα, και τις δυό λουρίδες της τις σταυρώνουν πίσω, τις περνούν κάτω από το σαγόνι, πάλι πιό ψηλά στο κεφάλι και τις δένουν πίσω σε φιόγκο ,ενώ οι κεντημένες άκρες της πέφτουν ώς τον ποδόγυρο του ποκαμίσου.
Οι αλυσίδες με τα φλουριά και τις ντούμπλες στίλιζαν το στήθος της Καπουτζηδιανής είχαν άλλοτε λιγότερες και άλλοτε περισσότερες Αλυσίδες με ντούμλες ανάλογα με την οικονομική κατάσταση του γαμπρού και της νύφης.
Το κλεικουτήρι έκλεινε μπροστά το χρυσοκέντητο ζουνάρι.Ασημένιο συνήθως, είναι δουλεμένο με τη φουσκωτή τεχνική και σπανιότερα τη χυτή- σκαλιστή.
Το σουργούτς ή λουδί ,το απαραίτητο ασημένιο νυφικό κόσμηματης Καπουτζηδιανής από τα πιό χαρακτηριστικά ελληνικά κοσμήματα μιμείται μικρή ανθοδέσμη, γι’ αυτό και το ονομάζουν λούδι.Τα τελευταία
Χρόνια στη θέση του βάζουν αλήθινά λουλούδια .
Τά κρεματσούλια ή κρεματσιούλια , είναι τά σκουλαρίκια μέ τά πετράδια καί τίς άλυσιδίτσες , όμοια μέ βυζαντινά πρότυπα.
Τά κοσμήματα της καπουτζιανής τά συμπληρώνουν μπελετζίκια καί δαχτυλίδια.
πηγή: ΔΗΜΟΣ ΠΥΛΑΙΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου