Μια βολάν είσσεν έναν άθθρωπον τζι' είσσεν τρία παιδκιά. Όσον τζι' εκόντεψεν ο τζαιρός που ήθεν να πεθάνει εφώναξεν τα παιδκιά του να τους δκιαμοιράσει τα μάλια του. Αρώτησεν τον καθέναν είντα 'μ που θέλουν να τους δώκει. Ο μιτσόττερος λαλεί του:
- Πατέρα, εγιώ εν θέλω τίποτε. Θέλω μόνον την ευτζήν σου.
- Μα γυιέ μου, ποττέ την ευτζήν μου μανιχά;
- Αί, μα μανιχά την ευτζήν σου θέλω.
Εδκιαμοίρασέν τους τα ο τζύρης τους τζι' επέθανεν.
Ύστερα που κάμποσα γρόνια ήρτασιν δύσκολοι τζαιροί τζι' εδυστυχήσαν. «Ρε», λαλεί ο ένας του άλλου, «να φύομεν πο τουν' τον τόπον να ξενιτευτούμεν, πέρκιμον τζι' αλλάξει τζι' η τύχη μας». Έτσι ήτουν. Εφύαν. Επααίνναν, επααίνναν, όσον τζι' εκατηφόρησεν ο ήλιος να δύσει ηύραν έναν γέρον με το καλαθουρίν του τζι' εκάθετουν κοντά σε μιαν βρύσην.
- Εν-ι-ξέρεις παππού, λαλούν του, αν έσσει δαχαμαί κοντά κανέναν χωρκόν τζι' είμαστεν ξένοι;
- Ελάτε, γυιέ μου,, κάτσετε να πνάσετε τζι' εν να πάω τζι' εγιώ τζιαι πάμεν ούλλοι αντάμα.
-Όϊ, παππού, λαλούν του, εν να πάμεν τζιαι βϊαζούμαστεν άμπα τζιαι νυχτωθούμεν μέσ' τα όρη τα ξένα.
- Ποττέ, λαλεί τους ο γέρος, το χωρκόν εν δαμαί κοντά· εγιώ γέρος άθθρωπος τζι' εν να πάω τζι' εσείς κοπέλια έννεν αντροπή σας να φοάστε;
Εμείναν, άμαν τζι' είπεν τους έτσι. Έβκαλεν που το καλάθιν του τρι' αυκά τζι' έδωκεν τους πόναν του καθενού, εν εθέλαν να τα πκιάσουν.
- Μα ποττέ, παππού, εσού έκαμες τόσον κόπον τζι' εδκιακόνησές τα τζιαι να σου τα φάμεν εμείς;
- Αν δεν τα φάτε, λαλεί τους, εν είσαστεν καλά παιδκιά.
Επκιάσαν τα. Αρώτησεν τους ο γέρος πόθθεν έρκουνται τζιαι πού παν τζι' είπαν του ούλλην την ιστορίαν.
- Αί, λαλεί τους, πάμεντε εις το χωρκόν πέρκιμον τζι' εύρετε δουλειάν· εν μιάλον χωρκόν, θωρείς, τζιαι πέρκιμον εύρετε.
Σαν επααίνναν ηύραν μιαν γην για ρεσπερλίκκιν που ήταν ακάμωτη. Γυρίζει ο μιάλος τζιαι λαλεί:
- Ά τζιαι νάην την είχα τούν' την γην τζιαι δκυό- τριά ζευκάρκα βούδκια να την κάμνω, έθελα άλλη ζήσην;
- Αί, τζιαι να σου την δώκω κάμνεις την; είπεν του ο γέρος (ο γέρος ήτουν ο Γριστός).
- Τζιαι κάλο εν την κάμνω; λαλεί του.
- Αί, εν να ελεάς τζιαι τους φτωχούς;
- Τζιαι κάλο να μεν τους ελεώ!
Ήυρεν ο πρώτος ζήσην.
Άμαν τζι' εκοντέψαν του χωρκού, εφαράσαν έναν αλάϊν κολοιοί, θωρεί τους ο δεύτερος:
- Ά, λαλεί, τζι' εγιώ αν ήταν κούελλοι τούτ' οι κολοιοί τζι' έγλεπα τους έθελα άλλη ζήσην;
- Τζιαι γλέπεις τους;
- Γλέπω τους.
Ευλόησεν τους κολοιούς ο Γριστός τζιαι εγίνησαν κουέλλοι.
- Τζι' εν να ελεάς, λαλεί του, τους φτωχούς;
- Τζιαι ποττέ να μεν τους ελεώ;
- Αί, αν τους ελεάς, λαλεί του, εν να τους έσσεις.
Έτσι έδωκεν του τζιαι τούτου ζήσην.
Έμεινεν τωρά ο μιτσύς. «Εσού, γυιέ μου», λαλεί του ο γέρος, «είντα 'μ που θέλεις;». Αί, τούτος είπαμεν πως είσσεν καλήν γνώμην.
- Εγιώ, παππού, λαλεί του, θέλω την ευτζήν σου.
- Μα ποττέ, γυιέ μου, την ευτζήν μου; να μου ζητήσεις να σου δώκω τζι' εσέναν καμμιά ζήσην.
- Αί, λαλεί του, θέλω νάβρω μιαν γεναίκαν που να είσσει την ίδιαν γνώμην μ΄εμέναν.
- Καλάν, λαλεί του, εν να μπούμεν εις το χωρκόν τζι' εν να πάμεν σ' έναν σπίτιν τζιαι να σ' αρμάσω.
Επήαν, εκατέβησαν έσσω στο σπίτι νου αθθρώπου. «Ω! τζιαι καλώς τους, τζι' είντα κάμνετε;» Ου, περιποίησην μεν αρωτήσης! Λαλεί του ο γέρος του αθθρώπου:
- Ήρταμεν να μας δώκεις την κόρη σου στον γυιόν μου τούτον.
- Ά, λαλεί ο άθθρωπος, εν καλά, μα έχω την λογιασμένη με άλλον.
- Όϊ, λαλεί του ο γέρος, εν να την δώκεις για τον γυιόν μου εμέναν.
- Μα ποττέ, λαλεί του, αφού το πωρνόν ο τζύρης του εν να πάει να φέρει τζιαι το κρασίν να χαρτώσομεν· γίνεται;
- Τίποτε, λαλεί του ο γέρος, ο γυιός του τζείνου έννεν καλός άθθρωπος τζι' εν να δυστυχήσει η κοπελλούα σου στα σσέρκα του. Η κοπελλούα σου εν για τον γυιό μου που κάμνει.
- Αί, λαλεί του ο άθθρωπος, πρέπει ν' αρωτήσω τζιαι τον συμπέθθερον μου τζι' αν δεχτεί τζι' εν έσσει έστασην, να σου την δώκω.
Αρωτούν τον τζύρην του κοπελλιού, «ποττέ», λαλεί, «εν λόος τούτος; ... αφούς το πωρνόν πα να φέρω τζιαι τα κρασιά. Έτο έχω τα ούλλα έτοιμα». Λαλεί του ο γέρος:
- Να βάλομεν έναν στοίσσημαν. Να φυτέψωμεν πόναν αμπέλιν. Όπως το φυτέψεις εσού, να το φυτέψω τζι' εγιώ· ίδιον τόπον που το φυτεύκεις εσού να το φυτέψω τζι' εγιώ· τζείνου που' ν' να κάμει σταφύλιν ως το πωρνόν τζιαι να ψηθεί για να βκάλομεν κρασίν, τζείνου να δώκουν την κοπελλούαν.
Εδέχτην, γιατί, λαλεί σου, μ' εμέναν εν δυνατόν να κάμει σταφύλιν, με τζείνου. Εφυτέψαν τ' αμπέλιν. Τζείνου εξέρανεν ως που το πωρνόν, του γέρου ήτουν φορτομένον σατέ μαύρο σταφύλιν. Έτσ' ήτουν. Επαντρέψαν την κοπελλούαν με τον γυιόν του γέρου τζι' έφυεν ο γέρος.
Ύστερις που κάμποσα γρόνια ο Γριστός εθέλησεν να κατεβεί πάλε να τους δοτζιμάσει. Περίτου που τον Αβραάμ, που' τουν ο δίκαιος της γης, τζιαι πάλ' εδοτζίμασέν τον. Εγίνην ένας γέρος με καρφίτες πα στην μουτσούναν του, λυμένος τζιαι σταμένος! Επήεν εις του πρώπου. Άννοιξεν, έμπην έσσω:
- Κάμετε ελεημοσύνην γρισκιανοί μου, στο όνομα του Ιησού Γριστού. Να σας χαρήνει ο Θεός να μάλια σας, τα χτηνά σας.
Βκαίννει έξω η γεναίκα, θωρεί τον:
- 'Ελα κόρη, φωνάζει της δούλας, έπαρ' τουν' το κομμάτιν το ψουμίν τζείν' του γέρου να φύει τζι' εν ημπορώ να τον θωρώ με τζείν' τους καρφίτες, ανακατσιώ τον.
- Εν έσσει λλίον τόπον, τζυρά μου, φωνάζει πάλε ο γέρος, να μείνω τζι' εγιώ ο φτωχός;
- Πήαιννε, πήαιννε, γέρο, τζι' εν έχομεν.
Ο γέρος έδωκεν γυρόν τζιαι πάλε ήρτεν να δοτζιμάσει τζιαι τον άθθρωπον που 'ρτεν που το ζευκάριν.
-Καμμιάν καρκόλαν, γυιέ μου, λαλεί του, να ππέσω τζι' εγιώ τζι' είμαι άρρωστος τζι' εγύρισα το χωρκόν τζι' εν μου εδώκασιν.
- Έσσει, παππού, λαλεί του τζείνος.
- Ασκόπα, λαλεί του η γεναίκα του, άμπα τζιαι βάλεις μου τον καρφικιασμένον μέσ' τα ρούχα τζιαι τζοιμιστρώσεις μου τον!
Ο άθθρωπος είσσεν καλήν γνώμην, αμμά η γεναίκα....
- Αί, πήαιννε, γέρο, λαλεί του, τζιαι πέρκιμον εύρεις αλλού τζι' εν καϊλίζει η γεναίκα μου.
Έφυεν τζι επήεν εις τον δεύτερον. Έκαμεν τζιαι τον στραόν εις τούτον. Επήεν μέσ' την μάντραν που γάλευκεν τες κουέλλες.
- Γυιέ μου, που νάσσεις τα πολλά καλά, νακκουρίν γάλαν τζι' εμέναν του φτωχού του ανήμπορου.
- Καλά, παππού, λαλεί του, μείνε πίσω να μεν μου ξυππάσεις την κουέλλαν τζιαι να σου δώκω.
Πάλε ο γέρος τον χαβά του. Ξυππάζεται η κουέλλα, αχτυπά μιαν του γαλευτηρκού, εσσιόνωσεν του το γάλα. Θυμώννεται τζι' ο βοσκός, πκιάννει το τζυπόϊν, γυρίζει του μιαν του γέρου!
- Αί, τζι' είντα σούκαμα, γυιέ μου, λαλεί του.
- Είντα μούκαμες! λαλώ σου μείνε πίσω τζι' εν να ξυππαστεί η κουέλλα... Τωρά που μου σσιόνωσες το γάλαν...
- Αί, γυιέ μου, να δκιακονίσω τζιαι να σου το πκιερώσω.
Ο γέρος έφυεν. Εδοτζίμασεν τον τζιαι τούτον.
Επήεν εις τον μιτσύν που πήρεν την κοπέλλαν πούσσεν την ίδιαν γνώμη μετά του. Όσον τζι' έμπην έσσω: «Τζιαι καλός τον παππού μας». Εβάλαν τον μέσ' τα ρούχα, εκάμαν του τσσορβάν, ...
- Γυιέ μου να χαρείς, λαλεί του, για να γειάνω είπαν μου πως πρέπει να μου κόψεις λλίον που το βλαντζίν του τούν' του μωρού σου να φάω, τζι' εν να γειάνω.
Έμεινεν δήμιος ο άθθρωπος. Το παιδίν τους ήταν μοναχοπαίιν τζι' αγαπούσαν το τζιαι τζείνος τζι' η γεναίκα του, είντα να σου πω! ...
Είπεν το της γεναίκας του. «Άντρα μου», λαλεί του, «ό,τι θέλεις, τζείνον πράξε». Είπαμεν ότι οι γνώμες τους εσυφφωνούσαν. Λαλεί τους ο γέρος:
- Μα αν το λυπάστε να μεν το κάμετε.
- Ποττέ, παππού, λαλούν του, αφούς εν να γειάνεις ...
- Αί, λαλεί τους, ν' άψετε τον φούρνον καλά- καλά τζιαι να πκιάσετε ένας πο τζει τζι' ο άλλος πο δα, τζιαι να το ρίξετε μέσα να το κάψετε τζιαι να μου φέρετε λλίον που το βλαγκούϊν του να φάω να γειάνω.
Άψαν τον φούρνον, επυρώσαν τον, τζι' επκιάσαν ένας πο τζει τζι' ο άλλος πο δα, τζι' ερίξαν το μέσα. Ύστερις που κάμποσην ώραν λαλεί τους ο γέρος: «Λάμνετε, γυιέ μου, παρατηράτε τζι' εψήθην». Πααίνουσιν, παρατηρούν, είντα να δεις! το μωρόν τους εκάθετουν διπλοπόϊν τζι' εδκιάβαζεν! Παν έσσω νάβρουν τον γέρον να του το πουν, με γέρον, με τίποτε.
- Ολάν, λαλεί της γεναίκας του, εν τζιαι ξέρεις ... ο γέρος τούτος εν τζείνος που μας άρμασεν τζι' εν ο Γριστός τζι' ήρτεν να μας δοτζιμάσει. Ά! τζι αν επήεν τζι' εις τους άλλους μου αρφούς είντα ξέρω!
Πάει, παρατηρά, οι αρφούες του με κούελλους, με κτήματα, με τίποτε. Εχάσαν τα ούλλα.
Μεταφέρθηκε στο διαδίκτυο από NOCTOC
πηγή: NOCTOC
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου