Σελίδες


Δευτέρα 17 Ιανουαρίου 2011

Ταξιδεύοντας με το παρακάθʼ (Μέρος Πρώτο)

Γράφει ο Ν. Ξενιτόπουλος- Μισιράντης

Είναι Τετάρτη. Η καρδιά άρχισε σιγά- σιγά να αποζητά το βάλσαμό της. Ένα βάλσαμο παλιό δοκιμασμένο από τον χρόνο και ταυτόχρονα τόσο νέο και θαυματουργό.

Αποθύμησε την ατμόσφαιρα εκείνη την μαγευτική, της συναναστροφής γύρω από ένα τραπέζι, με προεξάρχοντα τον ήχο της λύρας και το τραγούδι. Στην ποντιακή διάλεκτο αυτή η συγκέντρωση ονομάζεται παρακάθ’.
Λέξη μαγική για ό,τι περιέχει. Η λέξη προέρχεται από το ρήμα παρακάθουμαι και σημαίνει την κατά τον χειμώνα συνάθροιση συγγενών και φίλων την νύχτα, όπου λέγονται παραμύθια και παίζονται παιχνίδια. Το παρακάθουμαι προέρχεται από το αρχαίο παρακάθημαι- κάθομαι κοντά σε κάποιον.

Βίωμα της φυλής μας σφυρηλατημένο μέσα στους αιώνες.

Μένουν λίγες μέρες μέχρι την Παρασκευή – είναι η ημέρα συγκέντρωσής μας. Πρέπει να ετοιμάσω τα δίστιχά μου, να επιλέξω τι θα τραγουδήσω, να φροντίσω να είμαι ελεύθερος την ημέρα αυτή για να συναντήσω την παρέα μου, τους φίλους μου παρακαθιστές για να ενώσουμε τις ψυχές και τις φωνές μας.

Να υμνήσουμε την φυλή μας και ταυτόχρονα να εξυψώσουμε τον εαυτό μας. Ξέρω ότι και οι υπόλοιποι της παρέας έχουν την ίδια προσμονή και αγωνία.

Μας διακατέχει όλους εκείνο το συναίσθημα το ονειρικό, ότι κάτι μεγάλο θα συμβεί στις ψυχές μας, ότι θα μετάσχουμε σε μια μυσταγωγία. Θα ζήσουμε την Ιστορία της φυλής μας, την παλαιά και την νέα και αυτήν που έρχεται.

Δεν διασκεδάζουμε απλώς. Συμμετέχουμε σε μια ιεροτελεστία γεμάτη από Πόντο, που είναι βαθιά ριζωμένη μέσα μας, που κυλά στο αίμα μας, που είναι ανεξίτηλα χαραγμένη στη μνήμη μας.

Η παρέα μας είναι προσεκτικά επιλεγμένη. Είναι μικρός κύκλος 6-7 ατόμων που έχουν δοκιμασθεί για την ποιότητα των αισθημάτων τους. Έρχονται και νέα άτομα στην παρά μας. Άλλοι φεύγουν μόνοι τους και άλλους τους απομακρύνουμε εμείς.

Όσοι πληρούν τις προϋποθέσεις, μένουν. Αυτά για τον στενό κύκλο της παρέας.

Κατά καιρούς οργανώνουμε παρακάθια με μεγάλο αριθμό συμμετεχόντων. Θέλουμε να γνωρίσει το παρακάθ’ πολύς κόσμος.

Όμως έφτασε η Παρασκευή. Ξέρω ότι το βράδυ θα ανηφορίσω, εκεί στους πρόποδες του Βερμίου. Στους Γεωργιανούς. Στο ναό των Παρακαθιστών. Στον Τσάρτυλο.

Τι χαρά, τι αγαλλίαση! Μόλις ανοίξω την πόρτα, βλέπω χαμόγελα. Το πρόσωπό τους λάμπει. Με υποδέχονται ο Τσάρτυλος και η κυρία Γεωργία με ανοιχτές αγκάλες. Νοιώθω την αλήθεια τους. Καταλαβαίνω τη χαρά τους. Γεύομαι την αγάπη τους.

Αν βρίσκονται ήδη άλλοι από την παρέα, κάνουν και αυτοί το ίδιο. Η αγάπη και ο σεβασμός είναι διάχυτος στο χώρο.
Τι ευτυχία να ξέρεις ότι σε αγαπούν!

Κάθομαι στη θέση μου που είναι προεπιλεγμένη στο στρωμένο τραπέζι. Το τσίπουρο γεμίζει το ποτήρι μου. Και αυτό το «στην υγειά μας», πόσο διαφορετικά ακούγεται εδώ.

Δοκιμάζουμε τα νόστιμα εδέσματα της κυρίας Γεωργίας και συζητάμε για διάφορα πράγματα. Οι περισσότεροι βρισκόμαστε και τις υπόλοιπες μέρες της εβδομάδας, όμως πάντοτε έχουμε κάτι να πούμε. Περιμένουμε και τα υπόλοιπα μέλη της παρέας, για να τους υποδεχθούμε.

«Οσήμερον εντάμωσαν οι Παρασκευαΐτες τη λύρας και τι τραγωδί, ούλ’ οι τρανοί τεχνίτες»
Δίστιχο που έγραψα για μας, παινεύοντάς μας λίγο.

Όταν έρθει η ώρα της λύρας, αυτόματα σταματούν όλες οι ομιλίες. Ο λυράρης παίρνει τη λύρα του. Την κουρδίζει, βάζει ρετσίνι στο τοξάρι και αρχίζει η πανδαισία.


Στον νου έρχεται το δίστιχό μου:

«Σο Παρακάθ’ ας κάθουμες με καθαρά καρδίας

Και-ν-άλλαγα – μετάλλαγα λέμε τα τραγωδίας».

Ένα από τα κύρια συστατικά του παρακαθιού είναι η εναλλαγή των τραγουδιστών. Εναλλάξ από ένα δίστιχο ο καθένας.

Αυτή η διαφορετική χροιά των φωνών δίνει αυτήν την διαφορετικότητα που είναι αξεπέραστη ακουστικά.Μπάσοι υψίφωνοι, διαφορετικός τρόπος εκτέλεσης, δίνουν αυτό το καταπληκτικό αποτέλεσμα όπου σκλαβώνει όσους το ακούσουν.

Δεν έχει σημασία πόσο καλός είναι ο τραγουδιστής. Εκείνο που αξίζει είναι η ψυχική κατάθεση και ο τρόπος που βγάζει το πάθος του. Άλλοι τραγουδούν καθιστοί, άλλοι κλείνουν τα μάτια άλλοι όπως εγώ πετάγονται από την καρέκλα τους και όρθιοι με ψυχή και σώμα σαν ένα σύνολο, τραγουδούν με όλο τους το είναι. Σημαντικός παράγοντας και σφραγίδα του καθενός, είναι τα δίστιχα που επιλέγει να τραγουδήσει κάποιος.

Έχω προσέξει ότι ο κάθε τραγουδιστής έχει 5- 10- αγαπημένα δίστιχα, επιλεγμένα από την γκάμα των δίστιχων που γνωρίζει.

Σε μια παρέα που βρίσκεται τακτικά αυτό γίνεται αντιληπτό. Σαν άγραφος κανόνας κανείς άλλος δεν τραγουδάει τα δίστιχα αυτά. Αφήνει να τα τραγουδήσει ο εραστής τους.

Επίσης όλοι έχουν κάποιους σκοπούς αγαπημένους. Και αυτό γίνεται φανερό στην παρέα. Έτσι στον αγαπημένο σκοπό του τραγουδιστή οι υπόλοιποι του δίνουν περισσότερο χρόνο.

Από τα πρώτα λεπτά του παρακαθιού και από τα πρώτα δίστιχα γίνεται αντιληπτό σε ποια ψυχική κατάσταση βρίσκεται ο καθένας. Ο τρόπος που τραγουδάει τα δίστιχα που επιλέγει, φανερώνουν την ψυχική του διάθεση και γίνεται απόλυτα σεβαστό.

Γι’ αυτό για ένα τέλειο συναπάντημα, για μια μέθεξη ψυχική για μια πανδαισία ακουστική, απαραίτητη προϋπόθεση είναι οι συμμετέχοντες να είναι φίλοι.

Είναι το ζενίθ του παρακαθιού, όπου οι ψυχές ενώνονται συμπάσχουν και γελούν όλες μαζί.

Εάν δεν συντρέχουν αυτοί οι λόγοι τότε το επίπεδο του παρακαθιού κατεβαίνει κλίμακα. Μεταπίπτει σε ένα ωραίο γλέντι. Πολλές φορές δεν γίνεται ούτε αυτό.

Όταν τραγουδά κάποιος, οι υπόλοιποι παρακολουθούν με προσοχή και συμμετέχουν δευτερώνοντας (επαναλαμβάνουν για δεύτερη φορά το στίχο). Προσέχουν τα λόγια, τον τόνο της φωνής, την ψυχική κατάθεση και πολλές φορές απαντούν με δίστιχα του αυτού περιεχομένου, παλαιά ή φτιαγμένα εκείνη τη στιγμή.

Σε μια τέτοια στιγμή αποθέωσης γίνονται ολόκληρες συνομιλίες τραγουδιστά με δίστιχα της στιγμής.

Άτομα που δεν ξέρουν από παρακάθια, αναρωτιούνται πως καθόμαστε τόσες ώρες γύρω από ένα τραπέζι και δεν βαριόμαστε. Πώς να βαρεθεί κανείς όμως; Σε μια ατμόσφαιρα χαράς, λύπης γλεντιού, ψυχικής ανάτασης και δημιουργίας, υπάρχει χώρος για αίσθημα κόπωσης;

Ένας συνειδητοποιημένος παρακαθιστής δεν μεθάει. Η μέθη δεν τον αφήνει να τραγουδήσει όπως θέλει. Δεν μπορεί να παρακολουθήσει και να κατανοήσει τα νέα δίστιχα. Δεν μπορεί να ενώσει την ψυχή του με τις άλλες. Μεθάνε μόνο οι αρχάριοι. Στην πορεία όμως μαθαίνουν.

Μεθάνε και κάποιοι παλιοί, που πήρανε την κάτω βόλτα. Χάνουν τον αυτοσεβασμό τους και κερδίζουν την λύπη των άλλων.

Σχολείο μεγάλο το παρακάθ’. Εδώ αποκαλύπτονται οι ψυχές, κάποιοι πίνουν και ευθυμούν και αποκαλύπτουν σπάνια ψυχικά χαρίσματα. Είναι οι ψυχούλες οι ντροπαλές.

«Δέκα ρακία αν θα πίντς με καθαρόν καρδίαν
Κι άλλο καλός θα ίνεσαι κι θα υλάεις καμμίαν»

Κάποιοι άλλοι με δύο- τρία ποτηράκια γίνονται θηρία, αποβάλλουν τον μανδύα τους και δείχνουν απροκάλυπτα την μοχθηρία τους. Γι’ αυτούς γράφω:

«Κι’ όντες μονάχα δύο πίντς και κ’ έεις καλόν καρδίαν
Τον κόσμον όλον θα χαλάντζ’, θα φταίνε τα ρακία».

Αυτούς τους τελευταίους τους απομονώνουμε, όπως είπα στην αρχή.

Μια άλλη αποκάλυψη της ποιότητας ψυχής του καθενός, είναι ο τρόπος που τραγουδάει.
Υπάρχουν τραγουδιστές με ζηλευτά φωνητικά προσόντα. Μάστορες σε όλους τους σκοπούς. Τους λείπει όμως κάτι πολύ απλό και ταυτόχρονα σημαντικό. Η ψυχή.

Τραγουδάνε σαν παπαγάλοι. Ωραίοι παπαγάλοι, δεν λέω, όμως ούτε το νόημα των δίστιχων που τραγουδούν ενστερνίζονται, ούτε την ψυχή τους καταθέτουν. Και αυτό φαίνεται. Γίνεται αντιληπτό σε αυτούς που θέλουν το ανώτερο.

Το παρακάθ’ τελικά έχει να κάνει με την ψυχή.

Είναι μια κολυμβήθρα, μια εξομολόγηση, μια κατάθεση και όλα αυτά γίνονται μόνο με ανώτερες ψυχές.
Συναντώνται άνθρωποι με διαφορετικά επαγγέλματα, διαφορετικής μόρφωσης, ηλικίας αλλά με ένα κοινό γνώρισμα. Την αγάπη για τη φυλή μας τα τραγούδια, τους χορούς και τις παραδόσεις. Επίσης σεβασμός στον παρακαθήμενο, την κατανόηση της διαφορετικότητάς του, τον σεβασμό στις αντιλήψεις του και τα πιστεύω του.

Σκοπός δεν είναι να επιλύσουμε τα πολιτικά θέματα ούτε μας ενδιαφέρουν οι θρησκευτικές πεποιθήσεις του άλλου. Υπάρχουν άλλα πεδία, που ο καθένας μας μπορεί να δραστηριοποιηθεί και να πράξει αυτό που πιστεύει. Δεν έχουν θέση στην ομήγυρή μας τέτοια πράγματα. Είναι δυνατόν σε μια τέτοια ψυχική προσέγγιση να μην υπάρχει χώρος για κατανόηση και ελευθερία βούλησης;

Στην Εύξεινο Λέσχη Βέροιας έχουμε ξεκινήσει ένα τμήμα εκμάθησης επιτραπέζιων και χορευτικών τραγουδιών. Το πρώτο πράγμα που λέω στα παιδιά που μαθαίνουν να τραγουδούν είναι το εξής:

Να σέβονται τους παρακαθήμενούς τους, να δείχνουν κατανόηση και να είναι προσεκτικοί στην επιλογή της παρέας.

Πόσες και πόσες παρέες δεν διαλύθηκαν γιατί έλειπε η κατανόηση; Πόσες φορές κάποιοι ανάξιοι της φιλίας που τους δόθηκε, δεν την εκμεταλλεύτηκαν; Πόσες φορές καιροσκόποι και υποκριτές δεν ασέλγησαν στην αγάπη και φιλία που απερίσκεπτα τους παραχωρήθηκε;

Τους εφιστώ την προσοχή, να είναι προσεκτικοί στην επιλογή τους και αν χρειαστεί να γίνουν αυστηροί και να αποβάλλουν έγκαιρα αυτούς που δεν ταιριάζουν στην παρέα τους, γιατί θα πληγωθούν.Γιατί τελικά μόνο οι καλοί πληγώνονται. Γιατί αυτοί είναι οι ευαίσθητοι.

Πολλές φορές καλούμε και άλλους λυράρηδες και τραγουδιστές ή πηγαίνουμε εμείς σε άλλες παρέες εντός και εκτός νομού, για να ανανεώνεται το ενδιαφέρον και το ρεπερτόριο.

Ας γυρίσουμε όμως πίσω στον Λυράρη τον Σταύρο τον Τσαχουρίδη. Αρχίζει να κελαηδά με τη λύρα του. Σε σκοπό Σάντας βέβαια. Όλοι είμαστε εξοικειωμένοι με τα σαντέτκα. Αρχίζει με το

«Βαρύν λόγον μη λετ’ατο τ’εμόν τ’αρνίν αρλην εν
Θα κλαίει και θα κλαινίζ’ κι’εμέν η κάρδα μ’γεραλίν έν»

Είναι ένας γλυκός παραπονιάρικος ερωτικός σκοπός. Εδώ τραγουδιούνται χαμένοι έρωτες και πόνοι καρδιάς και ψυχής. Το παράπονο είναι έκδηλο στον ήχο της λύρας και του τραγουδιστή.

Ένα άλλο δίστιχο που τραγουδιέται επίσης πολύ σ’ αυτόν τον σκοπό είναι:
«Τεμόν η κάρδα γεραλίν, αν κλαίω θα ματούται
Άμον τη λάμπας το γυαλίν απάν κι κρούς τσακούται»
Υπάρχει και η δεύτερη παραλλαγή «Απάν να κρούς τσακούται».

Συζητήσεις επί συζητήσεων για το ποιο είναι το σωστό. Για μένα και τα δύο.

Η εισαγωγή ξεκινά με ένα μακρόσυρτο ο…. και τραγουδιέται ο πρώτος στίχος. Επαναλαμβάνεται για δεύτερη φορά από όλους. Το γνωστό δευτέρωμα. Το Α και το Ω της μάθησης για τους αρχάριους.

Μαθαίνουν το δίστιχο και τραγουδούν παρέα με τους έμπειρους. Στη συνέχεια ο τραγουδιστής τραγουδά το δεύτερο στίχο μόνος και επαναλαμβάνεται με δευτέρωμα.

Σε άλλους σκοπούς που έχει και επωδό (ρεφραίν) τραγουδάνε όλοι μαζί. Αυτή είναι πάνω κάτω η τεχνική.

Άλλα δίστιχα που προτιμώνται στο σκοπό αυτό, είναι:

«Θ’εφτάγω κάρδαν σίδερον, γεράδες να μη φέρει

Και τη ζωής τα βάσανα όλα να υποφέρει».

Ένα άλλο ωραίο δίστιχο για το σκοπό αυτό, είναι:

«Τεμόν η κάρδα ν σίδερον, δουλεύνε οι τεμιρτζήδες

Επαίρες τα μουράτοπα σ’αμον ντ’εθέλνες είδες».

Πολλά δίστιχα τραγουδιούνται στο σκοπό αυτό. Βέβαια όσα δίστιχα είναι δεκαπεντασύλλαβα ιαμβικά τραγουδιούνται στο 90% των ποντιακών σκοπών. Μπορεί δηλαδή κάποιος αν ξέρει από δίστιχα να τα τραγουδήσει σε όλους σχεδόν τους σκοπούς.

Εδώ βέβαια ανακύπτει ένα άλλο θέμα. Το κύρος.

Ένας παρακαθιστής που σέβεται τον εαυτό του δεν επαναλαμβάνει το ίδιο δίστιχο σε μια βραδιά. Και από αυτά που είπε ο ίδιος και από αυτά που είπαν οι άλλοι. Πρέπει δηλαδή συνεχώς να είναι σε εγρήγορση. Σε μια έξαρση δημιουργική. Όπου ο νους ταυτόχρονα διασκεδάζει, σχεδιάζει την επόμενη κίνηση, απομνημονεύει, τραγουδάει και αν μπορεί πλάθει νέα δίστιχα, για να απαντήσει ακαριαία τραγουδώντας, προσέχει μήπως αλλάξει ο σκοπός και βρεθεί εκτός ρυθμού και πλέει σε πελάη ευτυχίας και μουσικής πανδαισίας.

Οι πιο απλές μορφές του παρακαθιού δεν μας συγκινούν.
Εμείς επιλέγουμε, την δημιουργία, την σύνθεση και την ανάταση της ψυχής. Δεν είναι τυχαίο που τέσσερα μέλη της παρέας, παρότι είναι σχετικά νέοι στα παρακάθια, έχουν μάθει εκατοντάδες δίστιχα και τραγουδούν σχεδόν όλους τους σκοπούς. Μαθαίνουν δε όλοι λύρα και γράφουν δίστιχα.

πηγή  http://www.elverias.gr/content/view/440/2/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου