Τα Ρουγκάτσια είναι ένα είδος καλάντων που μεσολαβούν από την παραμονή των Χριστουγέννων ως τα Θεοφάνια. Έπαιρναν μέρος άντρες με φουστανέλες και σπαθιά, ηλικίας μεταξύ είκοσι και τριάντα ετών και περιφέρονταν στα χωριά του Ρουμλουκίου (στα χωριά του κάμπου) χορεύοντας με τους ήχους των ζουρνάδων και του νταουλιού. Σε κάθε σπίτι που επισκέπτονταν χόρευαν τέσσερις χορούς που όλοι μαζί ονομάζονταν «Ρουγκατσιάρικοι χοροί». Την οργάνωση του εθίμου αυτού την αποφάσιζε η Δημογεροντία του χωριού σε συνεργασία με την εκκλησιαστική επιτροπή. Τα χρήματα και τα γεννήματα που μάζευαν τα διέθεταν για να χτιστούν εκκλησίες, σχολεία και γενικά για φιλανθρωπικούς σκοπούς. Τα παλικάρια πήγαιναν το πρωί στην εκκλησία ντυμένοι με τις φουστανέλες και μόλις τελείωνε η λειτουργία τους διάβαζε ο ιερέας ευχή και μετά ξεκινούσαν. Ο αρχηγός του μπουλουκιού λέγονταν καπετάνιος και έπρεπε να διακρίνεται για τις χορευτικές του ικανότητες. Κάθε φορά που έφταναν σε ένα σπίτι σταματούσαν έκαναν κύκλο και άρχιζαν να χορεύουν. Ο νοικοκύρης του σπιτιού είχε το δικαίωμα να υποδείξει ο ίδιος τον πρώτο χορευτή και στη συνέχεια να χορέψει αυτός και άλλα μέλη της οικογένειάς του. Ο καπετάνιος πήγαινε και σταύρωνε με την ξύλινη μαχαίρα του την είσοδο του σπιτιού και εύχονταν στον ιδιοκτήτη υγεία, χρόνια πολλά και του χρόνου. Δέχονταν στη συνέχεια κεράσματα, ρακί, κρασί, τυρί, βραστά αυγά και κομμάτια χοιρινού που ήταν άφθονο εκείνες τις μέρες. Η εξόρμηση αυτή κρατούσε ως το ηλιοβασίλεμα. Τότε μόνο σταματούσαν και μαζεύονταν στην πλατεία του χωριού για να ρυθμιστεί το θέμα της διανυκτέρευσης, αφού η περιπλάνηση γινόταν πολλές φορές και μακριά από τα χωριά τους. Έπρεπε να φιλοξενηθούν ανά δύο και ποτέ ένας ένας για να μην ματιαστούν. Το πρωί το νταούλι θα χτυπούσε πριν ξημερώσει ώστε να συνεχίσουν το έθιμο στο επόμενο χωριό. Δεν έπρεπε να συναντηθεί ένα μπουλούκι (Ρουγκάτσι) με άλλο. Αν γίνονταν αυτό τότε έπρεπε οι δύο καπεταναίοι να ξιφομαχήσουν και ο ένας να εξουδετερώσει τον άλλο. Τότε η ηττημένη ομάδα, σε ένδειξη υποταγής περνούσε σκυφτή κάτω από τις υψωμένες μαχαίρες των νικητών. Ανήμερα των Φώτων η ομάδα ολοκλήρωνε την περιήγηση της και επέστρεφε στο χωριό της όπου τους υποδέχονταν θριαμβευτικά. Έβγαινε όλο το χωριό έξω να τους υποδεχτεί πριν ακόμα φτάσουν. Οι φουστανελοφόροι σταματούσαν και έπαιρναν θέση για τον καθιερωμένο αγώνα δρόμου. Από την πλευρά του πλήθους υψώνονταν ένα μαντήλι σε ένα κοντάρι. Με το σύνθημα άρχιζαν να τρέχουν. Ο ταχύτερος και εκείνος που είχε περισσότερα αποθέματα αντοχής κέρδιζε το υψωμένο μαντήλι και ήταν ο νικητής.
Το έθιμο διακόπηκε με την κήρυξη του πολέμου του Σαράντα. Συνεχίστηκε όμως αργότερα και στις μέρες μας αναβιώνει από τους πολιτιστικούς συλλόγους του Ρουμλουκίου και τα έσοδα τους διατίθενται για τα λειτουργικά τους έξοδα, για τη διοργάνωση διαφόρων εκδηλώσεων και κυρίως για να θυμίζει σε όλους εμάς τις ρίζες μας
πηγή
Παράδοση είναι ...τo μελωδικό νανούρισμα της μάνας, οι θρύλοι του παππού ,τα κάλαντα, τα χελιδονίσματα, οι μαντινάδες,τα έθιμα ,οι χοροί και οι σκοποί που μας συντρόφευαν σε κάθε χαρά ,οι ενδυμασίες ,τα κεντήματα ,τα δίστιχα, τα παιχνίδια και όσα άλλα είναι μέρος της ζωής του τόπου μας. Κρατήστε περήφανα στις καρδιές σας ,αλώβητο αυτό το θησαυρό και παραδώστε τον στις επόμενες γενιές! Έτσι θα ακούμε τους παλμούς του τόπου μας ολοζώντανα και δεν θα σβήσει τίποτε στη χοάνη της παγκοσμιοποίησης!
Αυτά είναι ολόκληρα δρώμενα!,ταξίδεψα πραγματικά σε έναν άλλο κόσμο...φαντάζομαι πως νοιώθουν οι άνθρωποι που συμμετέχουν σε τέτοιες όμορφες παραδόσεις...αχ αυτή η πόλη μας έχει αποξενώσει...να είσαι καλά θαλασσινή που μας ταξιδεύεις με το ιστολόγιο σου!
ΑπάντησηΔιαγραφή