Με τα μάτια ενός παιδιού
Συνέντευξη στη Μερόπη Παπαδοπούλου
Eνα ηλιόλουστο χειμωνιάτικο απομεσήμερο βρισκόμαστε καθισμένοι στον 8ο όροφο της «Καθημερινής», συντροφιά με τον κ. Αριστείδη Αλαφούζο. Μπροστά μας απλώνεται ένας ήρεμος, ακύμαντος Σαρωνικός, που σε προκαλεί για θαλασσινά ταξίδια. Eνα ταξίδι ξεκινήσαμε κι εμείς, αλλά ένα ταξίδι αλλιώτικο, σε μια θάλασσα ονειρική με μεταφορικό μέσο το καλοτάξιδο ιστιοφόρο των αναμνήσεων.
Γέννημα θρέμμα της Οίας, ο Σαντορινιός Αριστείδης Αλαφούζος, άνθρωπος της θάλασσας και των επιχειρήσεων, από τις σημαντικότερες προσωπικότητες του ελληνικού Tύπου σήμερα, καθώς μας ξεναγεί στην πατρίδα του, γίνεται πάλι ξέγνοιαστο αγοράκι που τρέχει στις ρυμίδες της Οίας και στους αμπελώνες, μεθάει με τη μυρωδιά του μούστου στις κάναβες της Φοινικιάς, ανοίγει τα ντουλάπια στο καπετανόσπιτο και αποθαυμάζει τις ευρωπαϊκές πορσελάνες και τα χρυσοστόλιστα γυαλικά.
Γέννημα θρέμμα της Οίας, ο Σαντορινιός Αριστείδης Αλαφούζος, άνθρωπος της θάλασσας και των επιχειρήσεων, από τις σημαντικότερες προσωπικότητες του ελληνικού Tύπου σήμερα, καθώς μας ξεναγεί στην πατρίδα του, γίνεται πάλι ξέγνοιαστο αγοράκι που τρέχει στις ρυμίδες της Οίας και στους αμπελώνες, μεθάει με τη μυρωδιά του μούστου στις κάναβες της Φοινικιάς, ανοίγει τα ντουλάπια στο καπετανόσπιτο και αποθαυμάζει τις ευρωπαϊκές πορσελάνες και τα χρυσοστόλιστα γυαλικά.
«Γεννήθηκα στη Οία Θήρας το 1924, ένα χρόνο πριν από τη μεγάλη έκρηξη του ηφαιστείου που κατατρόμαξε τους γονείς μου και τους ανάγκασε να εγκατασταθούν στον Πειραιά. Oμως η Οία παρέμεινε για πάντα το σπίτι μου και είναι άρρηκτα δεμένη με τις αναμνήσεις των παιδικών μου χρόνων και της ζωής μου ολόκληρης.
Eνας άλλος κόσμος ήταν η Θήρα τού τότε, όσο κι αν εξωραΐζεται από τον ρομαντισμό των παιδικών μου εντυπώσεων.
Τα χρόνια της ιστιοφόρου ναυτιλίας, χρόνια ακμής, η Οία είχε μεγάλο πληθυσμό και πλούτο. Οι κάτοικοι ήταν ευκατάστατοι, έστελναν τα παιδιά τους στη Σύρο, σε γαλλικά σχολεία. Τετρακόσια ιστιοφόρα ήταν δεμένα στην Οία πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο. Οι δρόμοι της θάλασσας έφερναν πλούτο και πολιτισμό στα νησιά του Αρχιπελάγους, από την αρχαιότητα έως τον αιώνα μας και βέβαια και στη Σαντορίνη.Οδησσός - Τριέστι (Τεργέστη) ήταν το δρομολόγιο των καραβιών τότε. Στη Μαύρη Θάλασσα τα καράβια ξεφόρτωναν στην Οδησσό το κρασί, οι Ρώσοι αγόραζαν τα σαντορινιά κρασιά. Κατόπιν φόρτωναν στάρι και το πήγαιναν στο Τριέστι, στην Αδριατική, κι από τη Σλοβενία φόρτωναν ξυλεία που την πήγαιναν στη Σαντορίνη για να φτιαχτούν τα βαρέλια που θα φιλοξενούσαν το πολύτιμο κρασί, την κινητήριο δύναμη αυτού του εμπορίου.
Η Οία ήταν ο οικισμός της ναυτιλίας, σε αντίθεση με τα Φηρά, όπου ζούσαν έμποροι, δημόσιοι υπάλληλοι, οι καθολικοί του νησιού και ο επίσκοπός τους. Αλλη κοινωνία, πιο αστική. Στην Οία, λοιπόν, πάνω στη Χώρα, ζούσαν οι καραβοκύρηδες και οι καπεταναίοι. Σε σπίτια τόσο όμορφα που δεν μπορείτε να φανταστείτε. Στην Αθήνα δεν υπήρχαν τέτοια σπίτια... Διώροφα, άνετα, με θέα, με αυλές... Aσε τα λεπτοδουλεμένα έπιπλα, τους περίτεχνους καθρέφτες, τις φίνες πορσελάνες και τα γυαλικά, τα ποτήρια με τον διάκοσμο από αληθινό χρυσό, όλα όσα κουβαλούσαν οι καπεταναίοι από τα ταξίδια τους από τη Μασσαλία, την Τεργέστη, τη Μαύρη Θάλασσα, από τον κόσμο όλο. Θυμάμαι ένα καλοκαίρι, που πήγαμε από τον Πειραιά στην Οία κι ανοίξαμε το σπίτι. Είχα συνηθίσει ήδη άλλη ζωή στον Πειραιά, πιο αστική, πιο μετρημένη. Ξάφνου ανοίξαμε ένα μεγάλο ντουλάπι, όπου φύλαγε η μητέρα τα σερβίτσια και τα γυαλικά, φίνα και χρυσοστόλιστα. Τα παιδικά μου μάτια θαμπώθηκαν: «Είμαστε πλούσιοι!», είπα στη μητέρα μου κι αυτή γέλασε.
Πρέπει να πω ότι όταν φύγαμε από την Οία, η μητέρα μου δεν πήρε αυτή την οικοσκευή μαζί της στον Πειραιά. Θεωρούσε ότι δεν ταίριαζαν στη ζωή του Πειραιά, η θέση τους ήταν στην Οία, ανήκαν στο παλιό καπετανόσπιτο. Και είχε δίκιο. Δυστυχώς, επί Κατοχής το σπίτι το επίταξαν οι ιταλικές δυνάμεις, το έκαναν στρατιωτική εγκατάσταση, οι πορσελάνες και τα γυαλικά της μητέρας σκόρπισαν, καταστράφηκαν... Στο τέλος ξήλωσαν τα ξύλινα πατώματα και τα έκαψαν. Ο τρομερός σεισμός του '56 τα αποτέλειωσε όλα...
Να ξαναγυρίσουμε όμως στα αμπέλια. Oλοι αυτοί οι νοικοκυραίοι, μικροί και μεγάλοι, άλλος λιγότερο άλλος περισσότερο, είχαν τα αμπέλια τους, ενώ στην κοντινή Φοινικιά είχαν τις κάναβες. Τα πληρώματα των καραβιών, οι ναυτικοί, κατοικούσαν στη Θηρασιά κυρίως, όπου κι εκείνοι είχαν εκεί τα αμπελάκια τους.
Στη Φοινικιά ζούσαν οι αγρότες που φρόντιζαν τα αμπέλια και στον Περίβολα οι αγωγιάτες που είχαν τα ζώα, τα άλογα, τα μουλάρια, τα γαϊδουράκια, δηλαδή τα μεταφορικά μέσα του νησιού. Υπήρχαν πάρα πολλά υποζύγια στη Σαντορίνη τότε, και πλήρες οδικό δίκτυο με καλοστρωμένα καλντερίμια. Οι περισσότεροι κυκλοφορούσαν με τα μουλάρια. Οι ευκατάστατοι είχαν άλογο, οι κυρίες και οι ηλικιωμένοι προτιμούσαν τα πιο καλόβολα γαϊδουράκια. Θυμάμαι πάντα τον παππού μου με το γαϊδουράκι του, θυμάμαι καλοντυμένες κυρίες καθισμένες κι αυτές στα γαϊδουράκια τους που τα είχαν περιποιημένα, με σαμάρια ντυμένα με μαλακό ύφασμα, ολοστόλιστα κι ο αγωγιάτης να τις οδηγεί...»
Eνας άλλος κόσμος ήταν η Θήρα τού τότε, όσο κι αν εξωραΐζεται από τον ρομαντισμό των παιδικών μου εντυπώσεων.
Τα χρόνια της ιστιοφόρου ναυτιλίας, χρόνια ακμής, η Οία είχε μεγάλο πληθυσμό και πλούτο. Οι κάτοικοι ήταν ευκατάστατοι, έστελναν τα παιδιά τους στη Σύρο, σε γαλλικά σχολεία. Τετρακόσια ιστιοφόρα ήταν δεμένα στην Οία πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο. Οι δρόμοι της θάλασσας έφερναν πλούτο και πολιτισμό στα νησιά του Αρχιπελάγους, από την αρχαιότητα έως τον αιώνα μας και βέβαια και στη Σαντορίνη.Οδησσός - Τριέστι (Τεργέστη) ήταν το δρομολόγιο των καραβιών τότε. Στη Μαύρη Θάλασσα τα καράβια ξεφόρτωναν στην Οδησσό το κρασί, οι Ρώσοι αγόραζαν τα σαντορινιά κρασιά. Κατόπιν φόρτωναν στάρι και το πήγαιναν στο Τριέστι, στην Αδριατική, κι από τη Σλοβενία φόρτωναν ξυλεία που την πήγαιναν στη Σαντορίνη για να φτιαχτούν τα βαρέλια που θα φιλοξενούσαν το πολύτιμο κρασί, την κινητήριο δύναμη αυτού του εμπορίου.
Η Οία ήταν ο οικισμός της ναυτιλίας, σε αντίθεση με τα Φηρά, όπου ζούσαν έμποροι, δημόσιοι υπάλληλοι, οι καθολικοί του νησιού και ο επίσκοπός τους. Αλλη κοινωνία, πιο αστική. Στην Οία, λοιπόν, πάνω στη Χώρα, ζούσαν οι καραβοκύρηδες και οι καπεταναίοι. Σε σπίτια τόσο όμορφα που δεν μπορείτε να φανταστείτε. Στην Αθήνα δεν υπήρχαν τέτοια σπίτια... Διώροφα, άνετα, με θέα, με αυλές... Aσε τα λεπτοδουλεμένα έπιπλα, τους περίτεχνους καθρέφτες, τις φίνες πορσελάνες και τα γυαλικά, τα ποτήρια με τον διάκοσμο από αληθινό χρυσό, όλα όσα κουβαλούσαν οι καπεταναίοι από τα ταξίδια τους από τη Μασσαλία, την Τεργέστη, τη Μαύρη Θάλασσα, από τον κόσμο όλο. Θυμάμαι ένα καλοκαίρι, που πήγαμε από τον Πειραιά στην Οία κι ανοίξαμε το σπίτι. Είχα συνηθίσει ήδη άλλη ζωή στον Πειραιά, πιο αστική, πιο μετρημένη. Ξάφνου ανοίξαμε ένα μεγάλο ντουλάπι, όπου φύλαγε η μητέρα τα σερβίτσια και τα γυαλικά, φίνα και χρυσοστόλιστα. Τα παιδικά μου μάτια θαμπώθηκαν: «Είμαστε πλούσιοι!», είπα στη μητέρα μου κι αυτή γέλασε.
Πρέπει να πω ότι όταν φύγαμε από την Οία, η μητέρα μου δεν πήρε αυτή την οικοσκευή μαζί της στον Πειραιά. Θεωρούσε ότι δεν ταίριαζαν στη ζωή του Πειραιά, η θέση τους ήταν στην Οία, ανήκαν στο παλιό καπετανόσπιτο. Και είχε δίκιο. Δυστυχώς, επί Κατοχής το σπίτι το επίταξαν οι ιταλικές δυνάμεις, το έκαναν στρατιωτική εγκατάσταση, οι πορσελάνες και τα γυαλικά της μητέρας σκόρπισαν, καταστράφηκαν... Στο τέλος ξήλωσαν τα ξύλινα πατώματα και τα έκαψαν. Ο τρομερός σεισμός του '56 τα αποτέλειωσε όλα...
Να ξαναγυρίσουμε όμως στα αμπέλια. Oλοι αυτοί οι νοικοκυραίοι, μικροί και μεγάλοι, άλλος λιγότερο άλλος περισσότερο, είχαν τα αμπέλια τους, ενώ στην κοντινή Φοινικιά είχαν τις κάναβες. Τα πληρώματα των καραβιών, οι ναυτικοί, κατοικούσαν στη Θηρασιά κυρίως, όπου κι εκείνοι είχαν εκεί τα αμπελάκια τους.
Στη Φοινικιά ζούσαν οι αγρότες που φρόντιζαν τα αμπέλια και στον Περίβολα οι αγωγιάτες που είχαν τα ζώα, τα άλογα, τα μουλάρια, τα γαϊδουράκια, δηλαδή τα μεταφορικά μέσα του νησιού. Υπήρχαν πάρα πολλά υποζύγια στη Σαντορίνη τότε, και πλήρες οδικό δίκτυο με καλοστρωμένα καλντερίμια. Οι περισσότεροι κυκλοφορούσαν με τα μουλάρια. Οι ευκατάστατοι είχαν άλογο, οι κυρίες και οι ηλικιωμένοι προτιμούσαν τα πιο καλόβολα γαϊδουράκια. Θυμάμαι πάντα τον παππού μου με το γαϊδουράκι του, θυμάμαι καλοντυμένες κυρίες καθισμένες κι αυτές στα γαϊδουράκια τους που τα είχαν περιποιημένα, με σαμάρια ντυμένα με μαλακό ύφασμα, ολοστόλιστα κι ο αγωγιάτης να τις οδηγεί...»
Τα αμπέλια
«Oλος ο δρόμος από την Οία μέχρι τα Φηρά ήταν καλντερίμι. Oταν περπατούσες σ' αυτό, στο βόρειο μέρος έβλεπες έναν καταπράσινο τάπητα! Hταν όλο καλλιεργημένο. Κυρίως αμπέλια. Τα αμπέλια ήταν πολύ σημαντικά για τους Σαντορινιούς, ήταν η ζωή τους. Τα καράβια και τα αμπέλια.Εμένα ο πατέρας μου ήταν καπετάνιος, δεν είχε καράβια. Oμως η οικογένεια είχε αμπέλια στην περιοχή και την παλιά κάναβα στη Φοινικιά, δίπλα στην Αγία Ματρόνα. Ο παππούς μου εκ μητρός έκανε εξαγωγή κρασιού στη Γαλλία. Ο ξάδελφος του πατέρα μου, Μιχαήλ Αλαφούζος, έκανε κρασιά που εξάγονταν στη Ρωσία και μετά την Επανάσταση, όταν έκλεισε η εκεί αγορά, έκανε εξαγωγές στη Γαλλία. Μάλιστα το κρασί του είχε πάρει χρυσό μετάλλιο στην τελετή εγκαινίων της Διώρυγας του Παναμά. Οι νοικοκυραίοι της Οίας, που ήσαν ταυτοχρόνως γαιοκτήμονες και θαλασσινοί, είχαν αμπέλια και έκαναν κρασιά· οι εξαγωγές κρασιών, μάλιστα κράτησαν έως και τη δεκαετία του 1930».
( Εδώ θα ανοίξουμε μια παρένθεση να πούμε πως η οικογένεια Αλαφούζου ποτέ δεν απομακρύνθηκε από το αμπέλι και την παραγωγή οίνου, για προσωπική και όχι εμπορική χρήση. Oσο κι αν από σεμνότητα ο κ. Αριστείδης Αλαφούζος δεν θέλει να το αναφέρει, η οικογένεια οινοποιεί ένα εξαιρετικό κλασικό σαντορινιό κρασί, το «μπρούσκο» όπως το λέει ο ίδιος, ένα ξεχωριστό θηραϊκό Sherry, καθώς και ένα κλασικό Bινσάντο. Επίσης ο γιος του ο Γιάννης ασχολείται με πάθος, σε μια προσπάθεια να διασωθούν οι γηγενείς ποικιλίες και να δώσουν κρασιά με μοναδική προσωπικότητα.
Το θέαμα ήταν καταπληκτικό. Θυμάμαι με νοσταλγία τις βόλτες που έκανα παιδάκι στους τρύγους καθισμένος ανάμεσα στα γεμάτα κοφίνια. Καταπράσινος ο τόπος και εκατοντάδες άνθρωποι να τρυγούν με γέλια και να τραγουδούν με την χαρακτηριστική τοπική προφορά. Μια ατέλειωτη γιορτή! Eνα πανηγύρι! Το λέω και συγκινούμαι από την ομορφιά της ανάμνησης...
Ο ιδιοκτήτης των αμπελιών είχε και την κάναβα, το οινοποιείο. Ορθάνοιχτες οι πόρτες τους από το πρωί, για να μπαίνουν μέσα τα ζώα φορτωμένα με τα κοφίνια τα σταφύλια
Ανέβαιναν οι εργάτες από μια λοξή ακουμπισμένη σανίδα κι άδειαζαν τα κοφίνια: στο πατητήρι για τα μαύρα οι μαύρες ποικιλίες, στο πατητήρι για τα άσπρα, οι άσπρες. Δυόμισι μέτρα ύψος έφτανε ο σωρός των σταφυλιών!
Hταν διασκέδαση το πάτημα! Eπιναν και τραγουδούσαν! Κι όταν ο μούστος έρρεε στο ληνό, τον έπαιρναν με τις «σίγλες» και τον έριχναν στα βαρέλια.
Το μεσημέρι, ο ιδιοκτήτης είχε φροντίσει για το φαγητό. Μεγάλα καζάνια με μπακαλιάρο πλακί και χοιρινό με πατάτες. Σε μεγάλα εμαγιέ πιάτα, σαν μικρές λεκάνες, σερβιριζόταν το φαγητό που θα πήγαινε στα αμπέλια να φάνε επί τόπου οι τρυγητές, που συνήθως ήταν γυναίκες. Οι υπόλοιποι που δούλευαν στο πατητήρι στην κάναβα έτρωγαν εκεί, όλοι μαζί, σ' ένα μεγάλο τραπέζι.
Απ' όσο θυμάμαι, δύο τύποι κρασιού φτιάχνονταν κυρίως εκείνα τα χρόνια. Το «μπρούσκο» και το Bινσάντο. Τρυγούσαν υπερώριμα τα σταφύλια κι όταν έφταναν στην κάναβα ο ιδιοκτήτης αποφάσιζε: τόσα στην ταράτσα για να λιαστούν και να δώσουν το Bινσάντο, τόσα στο πατητήρι για το μπρούσκο. Hταν ουσιαστικά τα ίδια σταφύλια, Aσύρτικο κυρίως, και λιγότερο Aθήρι και Aηδάνι, καθώς και Mαντηλαριά. Απλώς τα οινοποιούσαν διαφορετικά κι έτσι είχαν ένα γλυκό λιαστό κρασί για εξαγωγές και για την εκκλησία, κι ένα μπρούσκο για καθημερινή χρήση. Από τα τσάμπουρα με απόσταξη έβγαζαν την τσικουδιά.Oταν ο τρύγος και το πάτημα τελείωνε, καθαριζόταν η κάναβα με σχολαστικότητα, ασβεστωνόταν και έμπαιναν παντού τενεκέδες με θειάφι που τους άναβαν κι έκλειναν ερμητικά τις πόρτες. Κανείς δεν έμπαινε μέσα για πολλές μέρες. Ετσι γινόταν η απολύμανση του χώρου. Και μετά έπρεπε να βγάλεις τα παπούτσια σου για να μπεις μέσα. Επιβαλλόταν αυστηρή καθαριότητα στην παραγωγή του κρασιού.»
«Οι Σαντορινιοί φύτευαν στους φράχτες των αμπελιών συκιές. Καλλιεργούσαν επίσης λίγο κριθάρι, ντοματάκι και αρακά - φάβα. Είχαν λίγες κότες και απαραιτήτως μία κατσίκα. Eφτιαχναν λοιπόν κρίθινες κουλούρες από το κριθάρι και λίγα χλωρά τυριά από το κατσικίσιο γάλα. Εφτιαχναν πετιμέζι από τον μούστο, ξέραιναν σύκα, ντομάτες, σταφίδες. Κάθε Σεπτέμβρη μετά τον τρύγο δούλευαν τα «φουρνιά» όπου φούρνιζαν τα αποξηραμένα σύκα, ντομάτες και σταφίδες για να τα αποστειρώσουν.
Eτσι έφτιαχναν τις «κουμπάνιες» τους για να περάσουν το χειμώνα. Προσπαθούσαν να είναι αυτάρκεις με τα τοπικά τους προϊόντα γιατί οι κακοκαιρίες έκαναν πολύ συχνά αδύνατη την επικοινωνία με άλλους τόπους, που φυσικά γινόταν μόνο διά θαλάσσης.Αυτές οι κακοκαιρίες και οι θαλασσοταραχές είναι και η αιτία των παρά πολλών εκκλησιών της Οίας. Oλες οι οικογένειες είχαν ανθρώπους στα καράβια. Εξαιτίας του καιρού έκαναν μήνες ατέλειωτους να φανούν στο νησί και στα σπίτια τους. Παρηγοριά έβρισκαν όλοι στους Aγιους και στις εκκλησίες. Κάθε οικογένεια είχε κι ένα δικό της προστάτη Aγιο. Και το καλοκαίρι όταν όλα ηρεμούσαν γίνονταν σχεδόν καθημερινά πανηγύρια!»
Η γλαφυρή αφήγηση του κ. Αριστείδη Αλαφούζου μας μετέφερε σε μια Σαντορίνη αλλοτινών καιρών με την πατίνα των αναμνήσεων. «Oχι ότι δεν υπήρχε δυστυχία και τότε», τονίζει κάποια στιγμή ο κ. Αλαφούζος, «αλλά από τις παιδικές μνήμες μόνο τα καλά απομένουν...»
Oσο για μας, ξεφύγαμε για λίγο από την καθημερινότητα, γέμισε η ψυχή μας με τις εικόνες και τα τραγούδια των τρυγητάδων, κεραστήκαμε γλυκό του κουταλιού στα υπέροχα πορσελάνινα σερβίτσια των καπετανόσπιτων της Οίας και ήπιαμε δροσερό νερό και Bινσάντο στα χρυσοποίκιλτα ποτήρια.
Ανασάναμε τη μυρωδιά στις παλιές κάναβες και τσουγκρίσαμε τα ποτήρια με το θεϊκό Bινσάντο και το μοναδικό μπρούσκο. Κουνήσαμε μαντήλια στα ιστιοφόρα που έφευγαν και ευχηθήκαμε να γυρίζουν πάντα ασφαλή στο λιμάνι τους. Και φεύγοντας ρωτήσαμε τον κ. Αριστείδη Αλαφούζο τι σημαίνει γι' αυτόν η Σαντορίνη:
«Μα την αγαπώ! Και θέλω με κάθε ευκαιρία να γυρίζω εκεί και να περπατάω στις ρυμίδες της. Και το κάνω!»
Ρυμίδες=τα δρομάκια
Σίγλες=κουβάδες
Κουμπάνιες= αποθηκευμένες προμήθειες για το χειμώνα
Φουρνιά=οι εξωτερικοί ξυλόφουρνοι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου