Σελίδες


Πέμπτη 25 Νοεμβρίου 2010

Λιοτρίβια στα Κουμέικα


Τέλη δεκαετίας του ’60.
Παράξενες εποχές…
Προχωρημένο φθινόπωρο. Οι μέρες, βροχαριές τη μια, ξυλιασμένες την άλλη.
Σταμάτησε το μεγαλόσωμο μουλάρι λίγο πριν την τεράστια πόρτα της εισόδου. Το έδεσε πρόχειρα από το καπίστρι πλάι στα άλλα ζωντανά, αριστερά στην άκρη του δρόμου κι έκανε νόημα στους αγωγιάτες να βάλουν ένα χεράκι στο ξεφόρτωμα. Τέσσερα μεγάλα τσουβάλια ελιές το φορτίο κι ο πεντάχρονος εγγονός του στα καπούλια, να κρατιέται ακόμα γαντζωμένος απ το σαμάρι.
-Κατέβα φτάσαμι!!
Ο Γιώργης γύρισε μπρούμυτα στα καπούλια του ζώου κι άφησε το κορμάκι του να πέσει μαλακά στο έδαφος.
Μια μια τις είχε μαζεμένες, από το χώμα, τις πέτρινες πεζούλες, τα χόρτα και τ’ αγκάθια! Πρώτα ξεχώρισε τις χαμάδες. Οι περισσότερες για τον έμπορο απ το Νιχώρι κι οι υπόλοιπες για το σπίτι για τον καφέ και το τσάι. Σκόρπια τα χωράφια από δω κι από κει έτρεχε να τις προλάβει όλες πριν πιάσουν τα μεγάλα κρύα του Δεκέμβρη. Πότε στο «Κλίμα», πότε στα «Σταμλέικα»,την «Πανωκλησά», τη «Σφόντλα», τ’ «Αλώνια», τα «Μπρουζέικα». Τα δέντρα γέρικα και μεγάλα. Όλα ντόπια. Χρονιά παρά χρονιά «έδεναν» καρπό. Δεν ήταν άσχημα φέτος τα πράγματα. Θα γέμιζε τα κιούπια στο κατώι, θα περίσσευαν και μερικές οκάδες για πούλημα. Δόξα να χει ο Γιαραμπής…
Οι πέτρινοι τοίχοι μαστορικά χτισμένοι στο τέλος της κατηφόρας δίπλα στο ρέμα, ορθώνονταν μέχρι πάνω. Πλατάνια, θεόρατα κυπαρίσσια, πλεγμένοι κισσοί, ελιές και χαρουπιές συμπλήρωναν το τοπίο. Κοτσύφια κυριαρίνες και κομπογιάννια κρύβονταν στα κλαδιά και χοροπηδούσαν. Το στενό γεφύρι ακριβώς πάνω στη στροφή, έδινε συνέχεια στο δρόμο για το διπλανό χωριό.
Χαλούσε τον κόσμο το νερό καθώς κατέβαινε με ορμή τη ρεματιά. Χτυπούσε στους βράχους και στους κορμούς που είχαν φυτρώσει καταμεσής και στις άκρες κι έτρεχε να φτάσει στη θάλασσα. Ένα μικρό φράγμα λίγο πιο πάνω το οδηγούσε σ’ ένα φαρδύ αυλάκι κι έπεφτε από ψηλά πάνω στη μεγάλη «ρόδα». Η σιδερένια φτερωτή καλά στερεωμένη στο πίσω μέρος του πλαϊνού τοίχου, γυρνούσε με δύναμη κι έκανε ένα θόρυβο ρυθμικό κι επαναλαμβανόμενο.
Αγκομαχούσαν οι τεράστιες μυλόπετρες καθώς έλιωναν τον καρπό. Η φωτιά που έκαιγε χωρίς σταματημό ζέσταινε το νερό για το ξέπλυμα των σακιών και τη διύλιση του λαδιού. Μεγάλα κούτσουρα και φορτία ελαιοπυρήνα την τάιζαν με τα φτυάρια οι εργάτες όλη μέρα. Πρόσωπα δύσκολα ξεχώριζες από την ψίχα της ελιάς που είχε κολλήσει γύρω από τα μάτια και τα μάγουλα.
-Έλα πιάσι του ψουμί κι πάινι βάλτου απ' παν απ' τ(μ)πυρουστιά.
Κράτησε στα μικρά του δάχτυλα δυο τεράστιες φέτες απ το ζυμωτό καρβέλι της γιαγιά του της Λουλούδας και προχώρησε διστακτικά στο βάθος αριστερά, προς τη φωτιά. Άφησε για λίγο στην άκρη το φτυάρι ο εργάτης μόλις τον είδε να πλησιάζει, του πήρε τα ψωμιά απ το χέρι και τα ακούμπησε πάνω στη τη θράκα. Σαν πήραν λίγο χρώμα, τα έβγαλε και πήγε από την άλλη μεριά. Από την άκρη του χάλκινου σωλήνα έτρεχε πηχτό, ζεστό κιτρινωπό το φρέσκο λάδι. Έβαλε από κάτω τις φρυγανισμένες φέτες και τις έβρεξε καλά. Έπιασε στα ακροδάχτυλα και μια πρέζα αλάτι απ το σακούλι και το έριξε από πάνω.
-Έτοιμ' η καπίρα!! Για δουκίμασι λγακ' βρε συ να μ' πεις!! Σ' αρέσ; Μουνάχα πρόσιξι μη λαδουθείς κι σι μαλώσ η μάνα σ!!
Έφερε τη φέτα το ψωμί στο στόμα του κι όλες οι μυρωδιές της γης, τρύπωσαν στα ρουθούνια του. 
Σαν έκλεισε τα δόντια του στην πρώτη δαγκωματιά, ασύλληπτες γεύσεις πλημμύρισαν τον ουρανίσκο του. 
Τραγανό ζεστό μυρωδάτο! 
Ασύγκριτη νοστιμιά!! Δεν είχε δοκιμάσει άλλη φορά τέτοια!!! 
Κι αν είχε, έτσι δεν ήταν…                                                                                                                       http://mpalos.blogspot.com/

1 σχόλιο: