Σελίδες


Παρασκευή 5 Νοεμβρίου 2010

Έρευνα για τη Τοπική Λαϊκή Φορεσιά στα δέκα χωριά του Δήμου Νότιας Ρόδου

Από τον Φακιόλη Βαλάσιο, Υπάλληλο του Δήμου Νότιας Ρόδου

Πρόλογος

Η έρευνα που ακολουθεί αφορά τις ενδυματολογικές συνήθειες των κατοίκων και κυρίως των γυναικών στα δέκα χωριά που αποτελούν σήμερα το Δήμο Νότιας Ρόδου (Απολακκιά, Αρνίθα, Ασκληπιείο, Βάτι, Γεννάδι, Ίστριος, Κατταβιά, Λαχανιά, Μεσαναγρός, Προφύλια).     
Σκοπός της έρευνας δεν είναι τόσο η καταγραφή των υλικών, του τρόπου ύφανσης και ραψίματος των ενδυμάτων, όσο το να καταγραφεί η ιστορική διαδρομή, των ενδυματολογικών συνηθειών των χωριών του σημερινού Δήμου Νότιας Ρόδου και να εξεταστεί ποιοι ήταν ανά τους αιώνες οι ιστορικοί, κοινωνικοί και οικονομικοί παράγοντες που επηρέασαν  την τοπική φορεσιά των κατοίκων.
Η έρευνα ξεκινά από τους «χιτώνες» της αρχαίας Ρόδου, περνάει στη tunica” της ρωμαϊκής εποχή, από εκεί στη βυζαντινή και ιπποτική εποχή και καταλήγει στην Αναγέννηση και τη Τουρκοκρατία. Στο σύνολό της η έρευνα κατέγραψε πως στην περιοχή της Νότιας Ρόδου τη μεταβυζαντινή εποχή φαίνεται να υπήρχαν δύο είδη λαϊκής ενδυμασίας, που το καθένα αντιπροσωπεύει διαφορετικές χρονικές περιόδους. Ένα είδος που έρχεται από τα Ρωμαϊκά - Βυζαντινά χρόνια και ονομάζεται «Μεταβυζαντινή λαϊκή φορεσιά» και ένα δεύτερο είδος «Σακοφούστανο»  που σταδιακά αντικαθιστά το πρώτο. Το δεύτερο (το «Σακοφούστανο») είναι «μόδα» που έχει ευρωπαϊκά πρότυπα και είναι αποτέλεσμα επηρεασμού της περιοχής από την Μικρά Ασία.
Σημαντική ήταν η συμβολή του Δημοτολογίου και του Ληξιαρχείου του Δήμου Νότιας Ρόδου, καθώς και των Πολιτιστικών Συλλόγων των χωριών.

Γραπτές πηγές για τη ροδίτικη φορεσιά


α) Μεσαίωνας – Βυζαντινή εποχή (Ιπποτική περίοδος)
Την Ιπποτική  περίοδο (1306-1522), όπως μας λέει στους στίχους του ο ροδίτης ποιητής της εποχής Εμμανουήλ Γεωργιλάς Λιμενίτης, στη πόλη της Ρόδου «μιαν  είχασιν  την φορεσιά Φράγκισσες  και Ρωμαίισσες». Δυστυχώς όμως οι σχετικές πληροφορίες από γραπτές πηγές που αναφέρονται στη «κοσμική» ή στη «λαϊκή» ροδίτικη μεσαιωνική φορεσιά, είναι ελλιπείς και αρκετά ασαφείς. Οι καλύτερες ενδυματολογικές μαρτυρίες προέρχονται από τοιχογραφίες της μεσαιωνικής Ρόδου, από παραστάσεις αφιερωτών και συνεπώς αναφέρονται στη κοσμική τάξη. Από τις τοιχογραφίες αυτές βλέπουμε ότι η ενδυμασία των δυτικών αρχόντων διαφέρει από αυτή των Βυζαντινών, αν και ήταν φυσικό να αλληλοεπηρεάζονται. Βέβαια το τοπικό στοιχείο είναι αυτό που επικρατεί αλλά είναι φυσικό να δέχθηκε ορισμένα στοιχεία της δυτικής μόδας που άρχισε από τον 14ο αιώνα να συγκεκριμενοποιείται και να αντανακλάται στους λαούς που βρίσκονταν στη σφαίρα επιρροής της. Οι δυτικές αυτές επιρροές φαίνονται περισσότερο στη φορεσιά της Τήλου με το ψηλό κωνικό καπέλο, φορεσιά που μοιάζει πολύ με τη Ροδίτικη.
Σε γενικές γραμμές κάποιες δυτικές επιρροές αναφέρονται κυρίως  στην αρχοντική ενδυμασία και όχι στην καθημερινή των απλών ανθρώπων, οι τύποι της οποίας μένουν σχεδόν αναλλοίωτοι, αφού απορρέουν από σταθερές λειτουργικές ανάγκες (Περισσότερα για τις ενδυματολογικές συνήθειες στη μεσαιωνική Ρόδο μπορούμε να δούμε στο βιβλίο με  τα πρακτικά του συνεδρίου «ΡΟΔΟΣ 2400», τόμος Β΄, στην εισήγηση της κ. Ιωάννας Μπίθα «Ενδυματολογικές μαρτυρίες στις τοιχογραφίες της μεσαιωνικής Ρόδου».
Αν και δεν υπάρχουν τα απαραίτητα ιστορικά στοιχεία που να το τεκμηριώνουν, η λαϊκή φορεσιά των γυναικών της Ρόδου τον μεσαίωνα  πρέπει να συνέχισε να είναι η αρχαία ρωμαϊκή “tunica”, που όπως θα δούμε και παρακάτω - στις προφορικές πηγές - στο χωριό Κατταβιά συνέχισε να φοριέται μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα.

β) Αναγέννηση – Μεταβυζαντινή εποχή (Ιπποτική περίοδος – Τουρκοκρατία)
Το Πάσχα του 1853 επισκέπτεται τα χωριά της Ρόδου ο αρχαιολόγος και τότε πρόξενος της Ρόδου ο Charles Newton. Στο βιβλίο του «Travels and discoveries in the Levant» (ταξίδια και αναλήψεις στην Ανατολή), στην από 4 Μαΐου 1853 επιστολή, περιγράφει την τοπική λαϊκή «μεταβυζαντινή φορεσιά» κατά την επίσκεψή του στο μοναστήρι της Παναγιάς Τσαμπίκας. Ο Newton τονίζει την αυτάρκεια των χωρικών μας όχι μόνο στη διατροφή, αλλά και στην αμφίεση και μας λέει ότι, «Όλοι είναι ντυμένοι με τις γραφικές ενδυμασίες που εξακολουθούν να απαντώνται σ’ εκείνα τα νησιά του Αιγαίου όπου τα κακόγουστα τσίτια της στάμπας από το Μάντσεστερ δεν έχουν ακόμη αντικαταστήσει τα ντόπια προϊόντα της ρόκας και του αργαλειού. Οι Ροδίτες χωρικοί άντρες και γυναίκες φορούσαν κάτασπρα ρούχα κλωσμένα με τα ίδια τους τα χέρια από λινάρι που βγαίνει στα χωράφια τους. Τίποτα δεν είναι πιο όμορφο από την εικόνα αυτού του λευκού ντυσίματος στο δυνατό φως της ημέρας που τη δυναμώνει η αντίθεση με τα μελαψά ηλιοκαμένα σώματα και πρόσωπα...»
Η περιγραφή του ταιριάζει με τη  φωτογραφεία από το βιβλίο «Ημερολόγιο Λαγγάνη» με τον υπότιτλο «Χωρικαί εξ Αρνίθας».
« …Εντυπωσιάστηκα τόσο από τις ενδυμασίες των γυναικών που δεν έκανα τίποτα άλλο από το να έχω τα μάτια μου καρφωμένα πάνω τους ώσπου ο φίλος μου, ο Ρώσος υποπρόξενος M. Ducci ανήσυχος, με συμβούλεψε να αφήσω τις παρατηρήσει μου ως την ώρα που θα άρχιζαν να χορεύουν…
Μπορεί να περιγράψει κανείς ως εξής το ντύσιμο μιας χωρικής της Ρόδου: το κεφάλι της καλύπτει ένα φέσι από κόκκινο ύφασμα. Πάνω από αυτό έχει τυλιγμένο ένα σάλι γύρω από το κεφάλι  της. Πάνω από το σάλι, πάλι ένα μαντήλι από μουσελίνα πέφτει πίσω από το σβέρκο σε αληθινό κλασικό στυλ, ενώ κάτω από αυτό διακρίνεται ένα άλλο εσωτερικό μαντήλι. Στο μέτωπο ένα χρυσό ή ασημένιο στολίδι τριγωνικού σχήματος, είναι στεριωμένο στο σάλι. Στη μέση υπάρχει ένα μεγάλο ρουμπίνι και από τη βάση του τριγώνου κρέμονται άλλα στολίδια, δεμένα με αλυσιδίτσες. Αυτό το στολίδι είναι καθαρά Βυζαντινής προέλευσης. Αυτά για το τι φορούν στο κεφάλι. (που μάλλον αποτελούν τοπικό χαρακτηριστικό του Αρχαγγέλου)
Όσο για τα υπόλοιπα, το εσωτερικό φόρεμα είναι ένα μεσοφόρι που φτάνει ως τους αστραγάλους. Έπειτα έρχεται ένα φόρεμα χωρίς μανίκια, που φτάνει ίσα με τη μέση περίπου των ποδιών και κάτω από τον ποδόγυρό του μόλις διακρίνεται ή άκρη από τις μπότες. Πάνω από αυτό διακρίνεται μία ζακέτα χωρίς μανίκια. Στη μέση βάζουν μια ζώνη, δεμένη χαλαρά και με γούστο, αν και δεν μπορώ να πω ότι έχει κάτι από τη μαγική επίδραση που ο Όμηρος αποδίδει στο μεστό της Αφροδίτης.
Γραφικές Τούρκικες παντόφλες, με ανασηκωμένες τις άκρες και καθαρές, άσπρες κάλτσες συμπληρώνουν αυτή την ενδυμασία, στην οποία όπως στα περισσότερα πράγματα στο Αιγαίο υπάρχει ένα ανακάτεμα από αρχαία ελληνικά και τούρκικα στοιχεία.
Ο Newton κατά την επίσκεψη του στο χωριό Κοσκινού μας λέει ότι: «Ήταν πολύ ενδιαφέρον να παρατηρεί κανείς το πώς η επίδραση του Ευροπαικού πολιτισμού, λόγω της θέσης του χωριού κοντύτερα στη Ρόδο παρά στην Αρχάγγελο, είχε αλλοιώσει την ενδυμασία. Τα βαμβακερά της στάμπας του Μάντσεστερ, ανακατώνουν τα χοντροκομμένα σχέδιά τους με τα απλά, κλασικά χρώματα του καθαυτού νησιώτικου ρούχου. Ακόμα και στους τρόπους των ανθρώπων υπήρχε, αντίστοιχη αλλαγή: χόρευαν αλλά η σκηνή ήταν λιγότερο ειδυλλιακή.»
Στην από 12 Μαΐου 1853 επιστολή του μας λέει ότι επισκέφθηκε το χωριό Γεννάδι. Δεν αναφέρει καμία άλλη ενδυματολογική συνήθεια από αυτή του Αρχαγγέλου, παρά μόνο ότι, το χωριό αυτό είναι πολύ φτωχό, αλλά οι κάτοικοί του έκτιζαν μια ωραία καινούρια εκκλησία. Από εκεί ακολουθώντας την οροσειρά φθάνει στο χωριό Απολακκιά στη δυτική παραλία, όπου επίσης δεν αναφέρει καμιά ενδυματολογική διαφορά, παρά μόνο ότι το νησί εδώ είναι στενό και ακαλλιέργητο και τα χωριά είναι ελάχιστα. Κατά τη διαδρομή στα αριστερά του βρίσκεται το χωριό Μεσαναγρός και στ  δεξιά του το βουνό Αττάβυρος. Ως αρχαιολόγος αναφέρει τα ερείπια της Αγίας Ειρήνης.
 Στην από 10 Δεκεμβρίου 1853 επιστολή μας λέει ότι «Έλπιζα ότι θα μπορούσα να μελετήσω τις ενδυμασίες των χωρικών, αλλά αυτοί έχουν μια περίεργη πρόληψη γύρω από τις προσωπογραφίες, η οποία τους αποτρέπει να ποζάρουν. Η έννοια της ομοιότητας είναι συνδεδεμένη στο μυαλό τους με αυτή της ζωής, οπότε πιστεύουν ότι το άτομο που θα επιτρέψει να γίνει το πορτρέτο του θα βρίσκεται στο έξεις υπό την εξουσία όποιου κατέχει το ομοίωμά του. Τις προάλλες σε ένα απομακρυσμένο χωριό, κατάφερα με τεράστια δυσκολία και με τη παρέμβαση του Παγκά να πίσω ένα νεαρό κορίτσι να ποζάρει για τον M. Berg Τη ώρα που το σχέδιο ολοκληρώθηκε κατέφθασε η μητέρα και μαθαίνοντας τι συνέβη κατά τη απουσία της άρχισε να κατηγορεί τη κόρη της ωσάν να είχε διαπράξει κάποιο αποτρόπαιο αμάρτημα, καθώς και να επιπλήττει το ζωγράφο τόσο ζωηρά, ώστε ο τελευταίος μετά από άκαρπες προσπάθειες να καταπραΰνει το θυμό της, έσχισε το σκίτσο του»
Άλλος περιηγητής που επισκέφτηκε τα χωριά της Ρόδου τον Οκτώβρη του 1894, δηλαδή μισό αιώνα αργότερα από τον Newton, είναι ο De Launay. Αποσπόσματα από τις περιγραφές του βρίσκονται στο βιβλίο «Η Ρόδος τον 19ο αιώνα»,. Ο De Launay  μας περιγράφει με πάρα πολύ γλαφυρό τρόπο την αγροτική κατοικία, τον τρόπο  ζωής, την φυσιογνωμία των κατοίκων και ιδιαίτερα την φυσιογνωμία της Ροδίτισσας ως σκληραγωγημένης αγρότισσας, φυσιογνωμία που είναι απόλυτα συνδεδεμένη με τη φορεσιά της. Επίσης μας περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια  τη ροδίτικη λαϊκή φορεσιά, με την ευκαιρία της διανυκτέρευσής του στο χωριό Απόλλωνα και όπως μας λέει, η φορεσιά  είναι ίδια για όλες τις γυναίκες στο νησί. Ο De Launay εντυπωσιάζεται ιδιαίτερα από τη φορεσιά και η περιγραφή του είναι σημαντική, καθώς καταφέρνει να μεταφέρει ακόμα και σήμερα μετά από 110 χρόνια τις πλήρεις εικόνες και εντυπώσεις ενός επισκέπτη του 19ου αιώνα.
Παρομοιάζει τις γυναίκες με αγάλματα του Φειδία καθώς πηγαίνουν για να αντλήσουν νερό, κουβαλώντας στον ώμο τον αμφορέα τους από κοκκινόχωμα. Απ’ ότι μας λέει θα απογοητεύονταν αυτοί που φαντάζονται μια ανατολή πολύχρωμη με έντονα και αταίριαστα χρώματα. Εδώ επικρατεί το λευκό και το γκρι, με αντανακλάσεις του μπλε ή του ροζ, σε τόνους λεπτούς σχεδόν ευρωπαϊκούς. Η φορεσιά σύμφωνα με τις περιγραφές του αποτελείται από ένα απλό λευκό πουκάμισο, πάνω από το οποίο φοριέται μια φούστα, με ένα κορσάζ χωρίς μανίκια, τόσο στενό που μοιάζει με ένα ζευγάρι τιράντες. Η φούστα είναι ως επί το πλείστον επίσης λευκή και καμιά φορά μπλε, που όταν την ανασηκώσουν για δουλειά δημιουργεί ένα μπλε τρίγωνο στη μέση του σώματος.
Τα πόδια είναι γυμνά ή εγκλωβισμένα μέσα σε μεγάλες μπότες από κίτρινο δέρμα.
Στο κεφάλι φορούν ένα εσωτερικό σκούφο, σε χρώμα πράσινο, λαδί, μαύρο ή καφέ και που καμιά φορά δεν υπάρχει. Πάνω απ’ αυτό είναι τοποθετημένο, ένα λευκό μαντίλι διπλωμένο τριγωνικά, αφήνοντας τη μία άκρη να πέφτει στους ώμους και οι άλλες δύο άκριές του είναι  περασμένες η μία κάτω από την άλλη, κάτω από το πιγούνι. Σε άλλα χωριά πάλι τυλίγουν το μαντίλι δύο ή τρις φορές γύρο από το σκούφο.
Επίσης περιγράφει ότι οι γυναίκες άφηναν το επάνω κουμπί του πουκαμίσου τους ανοικτό δίχως ψεύτικες ντροπές και πως αν δεν φορούσαν μπότες τα πόδια ήταν γυμνά. Την άποψη αυτή επιβεβαιώνει η ενδυματολόγος και σκηνογράφος κ Ιωάννα Παπαντωνίου, καθώς αρχικά οι Χριστιανές δεν είχαν τόσο αυστηρά ήθη όπως οι Μουσουλμάνες. Τα αυστηρά ενδυματολογικά ήθη είναι ήθη της «Βικτοριανής Ευρώπης», που κάποια στιγμή έφθασαν και στο τόπο μας.
Οι γραπτές μαρτυρίες των περιηγητών, ταιριάζουν  με τις «προσωπικές μαρτυρίες» (βλέπε κεφάλαιο 7)  που προέρχονται από κατοίκους της Νότιας Ρόδου. Συμφωνούν δε ότι η ροδίτικη «μεταβυζαντινή φορεσιά» καταργήθηκε από τις γυναίκες που ήταν γεννηθείσες περίπου τις δεκαετίες του 1860 – 70. Επομένως οι τελευτές γυναίκες που τη φορούσαν το  1894, που επισκέφτηκε τα χωριά της Ρόδου ο De Launay, θα ήταν 30 με 40 ετών και άνω και συνεπώς σε ηλικία που δεν θα άλλαζαν ενδυματολογικές συνήθειες. Τώρα αν οι νεαρότερες ηλικίας 18 με 25 ετών, σε ορισμένα χωριά ντύνονται σύμφωνα με τη μόδα της εποχής, δεν το καταγράφει, γιατί αναφέρεται σε λαϊκή φορεσιά και όχι σε μόδα.

Περιγραφή της ροδίτικης «μεταβυζαντινής φορεσιάς»


Η ροδίτικη «μεταβυζαντινή φορεσιά» φαίνεται επηρεασμένη από τις βυζαντινές αρχοντικές φορεσιές, με τα επάλληλα φορέματα και τα μελετημένα μήκη ή ανοίγματα ώστε να δηλώνεται ο αριθμός, η ποιότητα και η διακόσμησή τους. Κατά τη βυζαντινή εποχή  με τον τρόπο αυτό δηλωνόταν και η κοινωνική τάξη αυτού που τα φορά.

α) Πρώτο τμήμα (πουκαμίσα)
Το πρώτο τμήμα της φορεσιάς αποτελείται από την πουκαμίσα που φθάνει μακριά πιο κάτω απ’ το γόνατο, (καμίσιον chemise) που είναι μανικωτό ένδυμα και φοριέται κατάσαρκα. Είναι το πανάρχαιο ένδυμα η “tunica” των Ρωμαίων που ήταν κοινό σε άντρες και γυναίκες. Το ελληνικό πουκάμισο είναι ένδυμα βασικό μια και δεν λείπει από καμιά ελληνική φορεσιά. Είναι κλειστό με κατακόρυφο άνοιγμα για το λαιμό και όπως όλα σχεδόν τα χωρικά πουκάμισα είναι βαμβακερό.
Οι τοπικές φορεσιές όπώς εξελίχθηκαν από το Βυζάντιο και πέρα, δεν έχουν καμιά σχέση με τα αρχαιοελληνικά ενδύματα. Θα τις ονομάζαμε άνετα «ρωμαίικες». Η ουσιαστική διαφορά από το αρχαιοελληνικό με δωρική την προέλευση ένδυμα στο μεταβυζαντινό, δημιουργείται από τη φορά του στημονιού του υφάσματος πάνω στο κορμί. Τα ενδύματα αυτά είχαν το φάρδος του υφάσματος για μάκρος και ήταν άκοπα (φαρδύς όρθιος αργαλειός), ενώ τα βυζαντινά και μεταβυζαντινά ενδύματα έχουν το μήκος του υφάσματος για μάκρος και σχηματίζονται από τη συρραφή κομματιών υφάσματος, (π.χ. εμπρός, πίσω, μανίκια) που υφαίνονται σε στενό πλαγιαστό αργαλειό. (Περισσότερα για τις ελληνικές φορεσιές βλέπουμε στο βιβλίο της ενδυματολόγου και σκηνογράφου Ιωάννας Παπαντωνίου «Η ελληνική ενδυμασία από την αρχαιότητα ως τις αρχές του 20ου αιώνα»).

β) Δεύτερο τμήμα (φουστάνι)        
Το δεύτερο τμήμα της φορεσιάς είναι το εξωτερικό φουστάνι, που επικράτησε σταδιακά μετά τη πτώση του Βυζαντίου, με διαφορετικές μορφές, στα νησιά, στα περισσότερα παραλιακά μέρη και σε πολλά αστικά κέντρα. Είναι δυτικού τύπου αναγεννησιακό φόρεμα, που φορέθηκε εξωτερικά χωρίς να καταργηθεί το πουκάμισο που πήρε τη θέση του εσωτερικού ενδύματος. Σύμφωνα με την κα Ιωάννα Παπαντωνίου πιθανών να έχει τις ρίζες του ή να είναι επηρεασμένο από τους αρχαίους ελληνικούς χιτώνες. Το ύφασμα από το οποίο ήταν κατασκευασμένο περιγράφετε στα χωριά Βάτι και Μεσαναγρός, σκληρό σαν «τζιν». Πρόκειται για το «futaine» που ήταν βαμβακερό δίμιτο ύφασμα. 
Όπως θα δούμε παρακάτω στο χωριό Κατταβιά που βρίσκεται στο νοτιότερο άκρο του νησιού, το εξωτερικό φουστάνι δε φορέθηκε ποτέ. Οι  γυναίκες στην Κατταβιά φορούσαν την αρχαία Ρωμαϊκή-Βυζαντινή “tunica” ακόμα και στις επίσημες εκδηλώσεις τους περίπου μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα και δεν ακολούθησαν την προσθήκη του πτυχωτού αμάνικου φουστανιού την αναγεννησιακή εποχή. Δεν μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι λόγοι ήταν οικονομικοί γιατί  οι κάμποι της Κατταβιάς είναι από τις εύφορες περιοχές της Ρόδου και σαφώς πλουσιότερη από το άγονο έδαφος του Ατταβύρου όπου το φουστάνι φορέθηκε. Στη Κατταβιά το φουστάνι δεν φορέθηκε για άγνωστους  λόγους. Ίσως λόγο του απόμακρου της περιοχής ή λόγο διατήρησης της παράδοσης, λόγοι που σπάνια προσδιορίζονται. Η φορεσιά τους όμως δεν άντεξε την μόδα της φούστας («Σακοφούστανο»), γιατί ήταν πολύ παλιά για ν’ αντέξει. Διατηρήθηκε στη Κατταβιά  είκοσι ολόκληρους αιώνες.

Έρευνα & Αλληλεπιδράσεις πάνω στη ροδίτικη «μεταβυζαντινή φορεσιά»


Η κυριότερη δυσκολία στη συλλογή στοιχείων που αφορούν τη ροδίτικη «μεταβυζαντινή φορεσιά» είναι η μικρή σχετικά ηλικία του πληροφοριοδότη, που σπάνια ξεπερνά τα 90. Ένας τέτοιος άνθρωπος μπορεί να θυμάται γεγονότα μετά το 1920, όταν θα ήταν σε ηλικία τουλάχιστον 5 χρονών. Στο να μας πληροφορήσει λοιπόν για μια φορεσιά που και στα 10 χωριά της σημερινής Νότιας Ρόδου καταργήθηκε κατά τέλη του 19ου αιώνα είναι εξαιρετικά δύσκολο. Αν έχει καλή μνήμη, ίσως θυμάται και ιστορίες από τους γονείς του ή τους παππούδες του, οι ποίοι θα γεννήθηκαν αν υπολογίσουμε με 20 χρόνια διαφορά περίπου το 1900 και το 1880 αντίστοιχα.
Από την άλλη πλευρά τα ενδύματα φτιαγμένα από υλικά που φθείρονται ή μετατρέπονται θα ήταν δύσκολο να επιζήσουν για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Άλλωστε το έθιμο της ταφής με τη νυφική, γαμπριάτικη ή την καλή φορεσιά και η συνήθεια της καύσης των ρούχων των νεκρών, συντέλεσε στο να μην φτάσουν οι ενδυμασίες αυτές μέχρι τις μέρες μας.
Διευκρινίζουμε ότι πρόκειται για «φορεσιά» και όχι για «στολή» που έπρεπε να τηρείται αυστηρό τυπικό. Για παράδειγμα αν κρίνουμε από το τοπωνύμιο στο Βάτι πού λέγεται «Της Κατερίνας η μυρτιά» και την ιστορία που μας λέει ότι το τοπωνύμιο πήρε την ονομασία του από την Κατερίνα που έχασε τη ζωή της προκειμένου να προστατέψει τη ζώνη της, βγάζουμε το συμπέρασμα ότι ακόμα και στη περίπτωση του μύθου, δεν αναφερόμαστε στην πλεκτή ροδίτικη ζώνη, αλλά σε ζώνη χρυσή ή τουλάχιστον χρυσοκέντητη. Ακόμα όμως και αν γνωρίζαμε πως ακριβώς ήταν η συγκεκριμένη ζώνη, δεν θα μπορούσαμε να την εντάξουμε στην παραδοσιακή φορεσιά, γιατί θα ήταν μια μεμονωμένη περίπτωση κάποιας, που της έκαναν δώρο μια ζώνη προερχόμενη από κάποια άλλη  περιοχή ή κάποιας που είδε μια ζώνη προερχόμενη από κάποια άλλη  περιοχή και την αντέγραψε ή έστω ακόμα και να πρόκειται για τη μόδα κάποιας  γενιάς. Δεν έχουμε όμως μαρτυρία ότι υπήρχε παράδοση από γενιά σε γενιά, για να την εντάξουμε στη ροδίτικη παραδοσιακή-τοπική φορεσιά.
Οι προφορικές μαρτυρίες που αφορούν τη ροδίτικη «μεταβυζαντινή φορεσιά»  είναι λίγες και προέρχονται από τα χωριά Ασκληπιείο, Βάτι, Μεσαναγρό, και Κατταβιά. Επίσης έχουμε και τη φωτογραφεία από το «Ημερολόγιο του Λαγγάη» από το χωριό Αρνίθα. Οι προφορικές μαρτυρίες είναι αξιόπιστες και αυτό άλλωστε αποδεικνύεται από τις ημερομηνίες που αναφέρονται στις περιγραφές οι οποίες συμπίπτουν. Έχουμε δε τις πληροφορίες αυτές όχι τόσο λόγω τις διατήρησης στα χωριά αυτά, αλλά λόγω της μακροβιότητας των κατοίκων που έτυχε να συναντήσουμε και της συγκυρίας ώστε αυτοί να θυμούνται απ’ τα παιδικά τους χρόνια μακρόβιους συγγενείς ή γυναίκες που η ενασχόλησή τους ήταν χαρακτηριστική (π.χ. καντηλανάφτισσα). Οι εξελίξεις και στα δέκα χωριά μας ήταν κοινές και αυτό λόγω της στενής επαφής των κατοίκων. 
Οι πληροφορίες που λένε ότι κάθε χωριό είχε δική του φορεσιά είναι λάθος ή αναφέρονται στην εποχή που εισχωρεί η δυτική μόδα με διαφορετικούς ρυθμούς σε κάθε χωριό και διαφορετικά μοντέλα. Γενικά η Ρόδος  είναι απ’ τα μέρη της Ελλάδας που παρουσιάζει μεγάλη ομοιογένεια και αυτό φαίνεται απ’ τα γλωσσικά της ιδιώματα, απ’ τα ήθη και έθιμά της, απ’ τη μουσική και το χορό, με μικρές παραλλαγές που είναι απόλυτα φυσιολογικές. Το ίδιο ισχύει και για  τις ενδυματολογικές της συνήθειες. Όσο για τις απόψεις ότι η περιοχή δεν είχε ενδυματολογική παράδοση ούτε καν τις συζητάμε. Σ’ ένα χώρο που οι άντρες είχαν ενδυματολογική παράδοση θα ήταν ανιστόρητο να μην είχαν οι γυναίκες. Επικρατεί η ροδίτικη φορεσιά στη ποιο απλή και αγροτική εκδοχή της. Δεν είχαν κάτι το ιδιαίτερο ή το ξεχωριστό που να προσελκύσει τους περιηγητές της εποχής ώστε να την εξετάσουν ιδιαίτερα. Οι περιηγητές συνήθιζαν να εξετάζουν φορεσιές που ήταν πιο πλούσιες, π.χ. Έμπωνας, Απολλώνων, Αρχαγγέλου. Αν τα δέκα χωριά της Νότιας Ρόδου δεν είχαν καθόλου ενδυματολογική παράδοση ή ξεχωριστή απ’ το υπόλοιπο νησί, θα ήταν κάτι που θα έκανε τους περιηγητές να το εξετάσουν ιδιαίτερα, γιατί θα υπήρχαν και οι ιστορικοί λόγοι που θα ήταν υπεύθυνοι γι αυτό. Τουλάχιστον από το 1309 που οι Ιππότες του Αγίου Ιωάννου εγκαθίστανται στο νησί, δεν αναφέρεται εισροή ξένου πληθυσμού σε τμήμα του ή κατοχή αυτού. 
Στα δέκα χωριά του σημερινού Δήμου Νότια Ρόδο περίπου μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα επικρατούσε η ροδίτικη «μεταβυζαντινή φορεσιά». Καταλήγουμε σ’  αυτό το συμπέρασμα όχι μόνο επειδή οι λιγοστές γραπτές πηγές, οι προφορικές μαρτυρίες και τα λιγοστά ευρήματα από το χωριό Ασκληπιείο συμπίπτουν, αλλά και γιατί η ιστορία της Ρόδου δεν μας αφήνει να υποθέσουμε κάτι άλλο. Οι φορεσιές του Έμπωνα και Αρχαγγέλου είναι παραλλαγές τη ίδιας φορεσιάς. Η φορεσιά στα χωριά της Νότιας Ρόδου έμοιαζε με αυτή που  σήμερα λέμε «Σιδερίτικη» (Αγίου Ισιδώρου), επειδή εκεί διατηρήθηκε περισσότερο.
Δεν αποκλείεται και η περίπτωση να μεσολάβησε κάποια βραχεία περίοδος κατά την οποία η φορεσιά αυτή φορέθηκε με εισαγόμενα «Δαμασκηνά» και «Κωνσταντινοπολίτικα» υφάσματα, χρυσοκέντητα, συνήθως στην απόχρωση του μπλε, του πορφυρού ή του ροδί, που ήταν οι κυρίως βυζαντινές αποχρώσεις. Σημειωτέον οι μαρτυρίες στα δέκα χωριά του Δήμου Νότιας Ρόδου είναι λιγοστές και όχι τεκμηριωμένες (βλέπε κεφάλαιο 7 προσωπικές μαρτυρίες – ευρήματα από το χωριό Λαχανιά και Ασκληπιείο).Γι’ αυτό μπορούμε να κάνουμε μόνο την υπόθεση, ότι επειδή η οι γυναίκες από τις οποίες θυμούνται να φοριόταν η φορεσιά αυτή ήταν μεγάλες σε ηλικία και πιθανών να ήταν και χήρες, θα ήταν απίθανο να φορούσαν ρούχα μεταξωτά και χρυσοκέντητα. Αν πάλι υποστηρίξουμε το ενδεχόμενο να χρησιμοποιήθηκαν τέτοιου είδους υφάσματα, το ποιο πιθανό θα ήταν να μεταποιήθηκαν από τις ίδιες ή από τις κληρονόμους τους όταν άλλαξε η μόδα. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα στο χωριό Γεννάδι για τη μεταξωτή πουκαμίσα ενός «βρακά» που την έκαναν κουρτίνα και που αργότερα την πέταξαν όταν πάλιωσε ή τη περίπτωση του μισοφούστανου στην Αρνίθα που απ’ αυτό έφτιαξαν δύο φούστες ή ακόμα και τις δύο πουκαμίσες που βρέθηκαν στο Ασκληπιείο που τις έκαναν φούστες όταν άλλαξε η μόδα και αργότερα τις έκαναν κουρτίνες για το «σπερβέρι» του αποκρέβατου. Το πιθανότερο όμως απ’ όλα είναι ότι οι γυναίκες τις νότιας Ρόδου, μετέβηκαν κατευθείαν από τη ροδίτικη «μεταβυζαντινή φορεσιά» στη πρώτη ευρωπαϊκή μόδα, το «Σακοφούστανο», μετά την κάποια οικονομική αναβάθμιση της περιοχής.
Αντικείμενο της έρευνας είναι η φορεσιά των χωριών της Νότιας Ρόδου που είναι φορεσιά αγροτική, αλλά δεν μπορούμε να την δούμε μεμονωμένα πάνω σ’ ένα νησί της έκτασης της Ρόδου, έως ότου η ομώνυμη πόλη της Ρόδου, ήταν το μοναδικό εμπορικό και πολιτιστικό κέντρο. Επίσης τα χωριά είχαν τακτική επαφή με τη πόλη, και ήταν συχνές οι μετακινήσεις πληθυσμών, από την περιφέρεια προς το κέντρο και σπανιότερα αντίστροφα ή ακόμα περισσότερο και των χωριών μεταξύ τους. Λαμβάνουμε επίσης υπόψη ότι η Ιστορία του νησιού σχετίζεται με την Ιστορία της πρωτεύουσάς του από την ίδρυσή της το 400 π.χ.
Η  φορεσιά της πόλης μετά την κατάληψη του νησιού από τους Τούρκους την 1η Ιανουαρίου του 1523 ήταν η τούρκικη, αφού οι Χριστιανοί υποχρεώθηκαν να μένουν έξω απ’ τα τείχη. Στα «Μαράσια» όμως  που κτίστηκαν από τους διωγμένους Χριστιανούς και ήταν κάτι σαν προάστια γύρω από τη τειχισμένη «μεσαιωνική πόλη» της Ρόδου, πιθανόν, δίχως να υπάρχει απόλυτη τεκμηρίωση, επικρατούσε κάποια αστικοποιημένη μορφή της ροδίτικης «μεταβυζαντινής φορεσιάς», όπως αυτή της Αρχαγγέλου με τα μεταξωτά υφάσματα, πού θα αντικαταστάθηκε σύμφωνα με την ευρωπαϊκή μόδα της εποχής, που ήταν το «σακοφούστανο».

4) Λόγοι κατάργησης της ροδίτικης «μεταβυζαντινής φορεσιάς»
Οι λόγοι κατάργησης ή διατήρησης γενικά της παράδοσης δεν προσδιορίζονται. Συνήθως έχουν να κάνουν με τη ψυχοσύνθεση του τόπου, του πολιτιστικού και κοινωνικού επιπέδου των κατοίκων, ή ακόμα και με ιστορικά γεγονότα που διαδραματιστήκαν ίσως και πριν από αιώνες, καθώς επίσης και με τη σταθερή ή  απότομη οικονομική ανάπτυξη του τόπου.
Μετά τη κατάληψη της Ρόδου από τους Τούρκους την 1η Ιανουαρίου του 1523, μαζί με τους Ιππότες του Αγίου Ιωάννου έφυγαν από το νησί και πέντε χιλιάδες Ροδίτες.  Έτσι η Ρόδος ήταν φυσικό μαζί με τους διανοούμενους, να χάσει και ένα μεγάλο μέρος από την εθνική και την κοινωνικοοικονομική της τάξη. Οι τάξεις αυτές, που για λόγους πολιτιστικής διαφοροποίησης έναντι των κατακτητών ή ακόμα και λόγω της ταξικής προβολής τους πιθανών να διατηρούσαν την φορεσιά, δε ξαναδημιουργήθηκαν όπως σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, που είχαν επί Τουρκοκρατίας ιδιαίτερα προνόμια.
Επίσης μετά τη κατάληψη της Ρόδου από τους Τούρκους, οι Ροδίτες και γενικά οι Χριστιανοί εκδιώκονται από τη τειχισμένη πόλη και έτσι παύει το νησί να έχει κάποιο ισχυρό κέντρο πολιτιστικής αναφοράς. Από πολιτιστικής πλευράς, επί Τουρκοκρατίας στο νησί δεν υπάρχει πόλη, αλλά μόνο χωρά με δύο θα λέγαμε κεφαλοχώρια, τον Αρχάγγελο στην ανατολική πλευρά του νησιού και τον Έμπωνα στη δυτική. Στη τειχισμένη «παλιά πόλη» όπως τη λέμε σήμερα έμεναν μόνο οι Τούρκοι και οι Ευρέοι.
Κατά τα μέσα του 19ου αιώνα η Σμύρνη γίνεται το νέο εμπορικό και πολιτιστικό κέντρο. Ενώ η πόλη της Ρόδου είναι ήδη αποδυναμωμένη πολιτιστικά και οικονομικά. Την εποχή αυτή τα περισσότερα νησιά που βρίσκονταν κοντά στα μικρασιατικά παράλια, προχώρησαν στο «σακοφούστανο», καταργώντας τη παραδοσιακή τους φορεσιά και έμειναν μόνο ορισμένοι πυρήνες, όπως για παράδειγμα ο Αρχάγγελος όπου η φορεσιά εξελίσσεται με ευρωπαϊκά παπούτσια, βράκες κεντητές μέχρι τον αστράγαλο και μεταξωτό φουστάνι, ο Έμπωνας όπου η φορεσιά στολίζεται με σιρίτια και τα γύρο χωριά του Ατταβύρου.
Η κοντινή απόσταση και η μεγάλη επαφή που είχαν επί τουρκοκρατίας και πριν τη «Μικρασιατική καταστροφή», με την «Ανατολή» (όπως έλεγαν τη Μικρά Ασία) που παρουσιάζει μεγάλη ανάπτυξη, ευνόησε την αλλαγή αυτή στις ενδυματολογικές συνήθειες των περισσότερων χωριών της Ρόδου. Η επαφή αυτή ενισχύθηκε περισσότερο μέσω των αντρών που πήγαιναν ορισμένους μήνες το χρόνο ως εποχιακοί μετανάστες στη Σμύρνη και σε άλλα τότε ανεπτυγμένα κέντρα της «Ανατολής» και κατά την επιστροφή τους, έφερναν για δώρα στις γυναίκες και στις κόρες τους υφάσματα και ρούχα.. Σημαντικό ρόλο έπαιξε και ο προσανατολισμός του Τουρκικού κράτους που προωθούσε ένα «νέο» και «Δυτικό» θα λέγαμε τρόπο ζωής που ήταν συνυφασμένος με την προσπάθεια του να εξαλείψει τις διάφορες εθνότητες που συνυπήρχαν στην επικράτειά του.
Ο σημαντικότερος λόγος κατάργησης της ροδίτικης «μεταβυζαντινής φορεσιάς», είναι το ότι σταμάτησε να εξελίσσεται, λόγω της χαμηλής ανάπτυξης της περιοχής, τους τρις πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να εκτοπιστεί στα τέλη του 19ου αιώνα, από τη πρώτη ευρωπαϊκή μόδα που ήταν το «σακοφούστανο». Ιδιαίτερα για το 16ο αιώνα η Ιστορία της Ρόδου του Χ. Ι. Παπαχριστοδούλου αναφέρει ότι, «είναι μια σκοτεινή περίοδος για ολόκληρο το νησί. Στην πόλη της Ρόδου δεν έχουν αποκαλυφθεί τουλάχιστον μέχρι σήμερα, έστω και λείψανα τέχνης, της πλέον χαρακτηριστικής εκδήλωσης του ανθρώπου»
Σημαντικό ρόλο έπαιξε και ή στάση, όσων ασχολήθηκαν μεταπολεμικά με τον πολιτισμό που παρουσίαζαν ως παραδοσιακή φορεσιά το «σακοφούστανο», στη προσπάθειά τους να παρουσιάσουν ένα θέαμα πλουσιότερο που πίστευαν ότι ενδείκνυται για τουριστική προβολή και που θα έδινε και το στίγμα της αστικής και συνεπώς πιο εκλεπτυσμένης συνήθειας. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, να αγνοείται στις μέρες μας, ακόμα και η ύπαρξη της «ροδίτικης μεταβυζαντινής φορεσιάς» και να χαθούν σημαντικές πληροφορίες. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά της κας Μαριετούλας Παπαστέργου απ’ το χωριό Ασκληπιό που μας λέει ότι, «όταν έρχονται και με ρωτούν για παλιές φορεσιές κι εγώ αρχίσω να λέω γι’ αυτήν, γυρίζουν το κεφάλι τους αλλού. Θέλουν να  τους λέω για την άλλη, την ποιο καινούρια επειδή ήταν πιο λουσάτη (φανταχτερή – εντυπωσιακή), εννοώντας το «σακοφούστανο».
Τέλος ας μη διστάσουμε να αναφέρουμε και τις συνθήκες που αντιμετώπισε μεταπολεμικά ο Ροδίτικος πολιτισμός, μέσα στο αναπόφευκτο συνονθύλευμα του «πανελληνισμού». Η λιτότητα που χαρακτηρίζει τη φορεσιά αυτή, συμπληρώνει τη γενικότερη εικόνα που χαρακτηρίζει τη νότια Ρόδο, όπως είναι για παράδειγμα η λιτή παραδοσιακή διατροφή και η λιτή διακόσμησα της παραδοσιακής κατοικίας, και είναι απόηχος των αρχαίων δωρικών συνηθειών των κατοίκων, όπως επίσης και τα δωρικά γλωσσικά τους ιδιώματα. Η λιτότητα όμως αυτή, έρχεται σε αντίθεση με τις βαριές φορεσιές, τις πλούσιες σε κεντίδα, στολίδια και χρωματισμό των περισσότερων περιοχών της  σημερινής Ελλάδας, που συνέχισαν να εξελίσσονται μέσα στη τουρκοκρατία.

5) «Σάκοφούστανο»
Απ’ τα μέσα έως τα τέλη του 19ου αιώνα οι ενδυματολογικές συνήθειες στα χωριά της σημερινής Νότιας Ρόδου και γενικά του μεγαλύτερου τμήματος του νησιού αλλάζουν σύμφωνα με την μόδα, που είναι το «σακοφούστανο».
Η συγκεκριμένη ενδυμασία χαρακτηρίζεται ως «μόδα»  και  όχι ως «φορεσιά» γιατί δε βασίζεται στη παράδοση όπως η ροδίτικη «μεταβυζαντινή φορεσιά» αλλά στην αλλαγή. Σε πολλά χωριά μάλιστα επειδή αυτή θυμούνται τη θεωρούν τοπική παραδοσιακή φορεσιά. Είναι όμως γνωστό ότι η φούστα εμφανίσθηκε στην Ευρώπη στις αρχές του 19ου αιώνα και έφθασε στο τόπο μας με κάποια σχετική καθυστέρηση (ντεμοντέ). Η συγκεκριμένη ενδυμασία, δεν έχει ούτε τα βασικά χαρακτηριστικά της ελληνικής φορεσιάς. Είναι μια μόδα με ευρωπαϊκά πρότυπα και  με ανατολίτικα υφάσματα και αξεσουάρ.
Η φούστα δεν είναι ενταγμένη ούτε στις ευρωπαϊκές τοπικές φορεσιές. Αν και η μόδα της φούστας εμφανίστηκε στις ευρωπαϊκές χώρες, οι Ευρωπαίοι τη ξεχώρισαν από τις τοπικές τους φορεσιές, που κι αυτές έχουν σαν βασικό ένδυμα τη πουκαμίσα, που κι εδώ έχει τις ρίζες της  στη αρχαία Ρωμαϊκή “tunica”.
Η νέα αυτή μόδα κυριαρχούσε στη Σμύρνη που ήταν το μεγάλο αστικό κέντρο της Μικράς Ασίας και των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου και λιγότερο στα μικρότερα αστικά κέντρα και χωριά, όπου διακρίνεται κάποια τοπικότητα και ιδιαιτερότητα που έχει να κάνει με το δικό τους προσωπικό γούστο και τα υλικά π.χ. υφάσματα που έφθαναν σ’ αυτά.
Στο βιβλίο «Η Ρόδος του χθες»  του κ. Σταύρου Γιωργαλλίδη και παρουσιάζεται η ροδίτικη φορεσιά σε διάφορες εκδοχές, ανάλογα με την εποχή και τις ιδιαιτερότητες του κάθε χωριού. Μία από τις φωτογραφίες του βιβλίου αυτού παρουσιάζεται με τον υπότιτλο «Κάτοικοι  του Κοσκινού με τοπικές ενδυμασίες». Πρόκειται όμως για λάθος, γιατί στη πραγματικότητα πρόκειται για κάτοικους του χωριού Ασκληπιείου, που φορούν τα ρούχα των παππούδων  τους - που έζησαν περίπου από 1890 έως 1960 - προκειμένου να υποδεχθούν το Βασιλιά Παύλο στη Ρόδο, μετά την ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου το 1949.. Παρουσιάζονται με μια λαϊκή  ενδυμασία με δυτικά πρότυπα και ανατολίτικα στολίδια. Πρόκειται για  την ευρωπαϊκών προτύπων μόδα το «σακοφούστανο», που επικρατούσε με την ίδια περίπου μορφή στα Βαλκάνια, στα μικρασιατικά παράλια και σε διάφορα άλλα μέρη της βορειοανατολικής Μεσογείου, από τα τέλη του 19ου έως τις πρώτες δεκαετίες 20ου αιώνα. Για το λόγω αυτό, ο χαρακτηρισμός «τοπικές ενδυμασίες» δε ταιριάζει στη περίπτωση γιατί οι φορεσιές της φωτογραφίας, δεν είναι τοπικές. Η φορεσιά είναι παρόμοια και μ’ αυτή που συναντά και η Αθηνά Ταρσούλη στο χωριό Αφάντου που επισκέφθηκε τη Ρόδο κατά τα μέσα του 20ου αιώνα, μετά την απελευθέρωση της Δωδεκανήσου.

6) Αντρική φορεσιά
Την αντρική φορεσιά δεν χρειάζεται να την εξετάσουμε ιδιαίτερα. Ήταν η γνωστή «βράκα», αρχικά λευκή-βαμβακερή και υφαντή, όπως φαίνεται και στη φωτογραφεία από το χωριό Κατταβιά που όταν πάλιωνε και κιτρίνιζε τη βάφανε μπλε ή μαύρη, όπως μας περιγράφει και η κα Άρτεμη Διακοσάββα απ’ το Βάτι.
Όπως μας λέει η κα Θεανώ Αυγουστάκη απ’ τον Μεσαναγρό, οι άντρες είναι πιο συντηρητικοί στην εμφάνισή τους και δεν άλλαξαν εύκολα μόδα. Σταδιακά και με αργούς ρυθμούς, αντικατέστησαν τις μπότες με παπούτσια, μετά το γιλέκο με σακάκι και τελικά έβγαλαν και τη «βράκα» και έγιναν «φραγκοφορεμένοι». Ο κ. Κωνσταντίνος Κώνστας- Μαστρογιάννης απ’ το Γεννάδι, μας περιγράφει και την τρίχινη «καμουζέτα ή καμουζέρα» και το τρίχινο καπέλο.
Από το χωριό Κατταβιά προέρχεται και η φωτογραφία, στην οποία παρουσιάζονται οι νεαροί Κατταβενοί φορώντας λευκή βράκα, καθώς μεταφέρουν την εικόνα της «Παναγιάς της Σκιαδενής» στο χωριό τους.

7) Προσωπικές μαρτυρίες – Ευρήματα
α) Ασκληπιός
Στο χωριό Ασκληπιό η κα. Ειρήνη Καμπανάρη που γεννήθηκε το 1915 περιγράφει αρχικά το «σακοφούστανο» επίσης θυμάται ότι υπήρχε κάποια άλλη παλαιότερη φορεσιά που έμοιαζε με αυτή που σήμερα λέμε Σιδερίτικη.
 Η κα Μαριετούλα Παπαστέργου που γεννήθηκε το 1917 αρχικά περιγράφει κι αυτή το σακοφούστανο και στη ερώτηση αν υπήρχε παλαιότερη, απαντά ότι «υπήρχε και πως ήταν με «μια άσπρη πουκαμίσα μακριά ποιο κάτω από το γόνατο κι απέξω άλλη πιο κοντή σκούρα και στη μέση η ζώνη ήταν πλεκτή». Αλλά όταν έρχονται και με ρωτούν για παλιές φορεσιές κι εγώ αρχίσω να λέω γι’ αυτήν γυρίζουν το κεφάλι τους αλλού. Θέλουν να  τους λέω για την άλλη την ποιο καινούρια επειδή ήταν πιο λουσάτη (φανταχτερή – εντυπωσιακή).
Επίσης θυμούνται διάφορες γυναίκες που φορούσαν τη παλιά ροδίτικη «μεταβυζαντινή φορεσιά» όπως τη Χατζημαρία από την οικογένεια των Θαρενών που πήγε και στους Αγίους Τόπους και τη θυμόντουσαν καλύτερα γιατί ήταν καντηλανάφτισσα.
Επίσης από το χωριό Ασκληπιό έχουμε και τα εξής ευρήματα: Δύο υφαντές βαμβακερές πουκαμίσες, η μία με κέντημα στο ποδόγυρο σε σχήμα τετραγωνάκια και η άλλη σε σχήμα ρόμβων. Οι πουκαμίσες αυτές βρέθηκαν κομμένες στη μέση, προφανώς για να χρησιμοποιηθούν και ως φούστες όταν άλλαξε η μόδα. Η μία από αυτές τις πουκαμίσες – αυτή με τα τετραγωνάκια – κατέληξε κουρτίνα σε σπερβέρι αποκρέβατου. Επίσης βρέθηκε ένα γιλέκο της «μεταβυζαντινής φορεσιάς», με ύφανση σε ψαροκόκαλο. Στο εκκλησιαστικό μουσείο του Ασκληπιείου, είναι εκτεθειμένα και δύο ασημένια στολίδια τριγωνικού σχήματος που χρησιμοποιούνταν για να στερεώνουν το μαντήλι, σαν αυτά που περιγράφει και περιηγητής  Charles Newton (βλέπε κεφάλαιο 1). Ακόμα βρέθηκε ένα μεταξωτό αμάνικο φουστάνι. Το φουστάνι αυτό, πιθανών να φορέθηκε πάνω από πουκαμίσα, δίχως όμως αυτό να είναι τεκμηριωμένο. Το ίδιο ισχύει και για το, τσόχινο, χρυσοκέντητο γιλέκο,  πράσινου χρόματος, μάλλον μικρασιάτικης καταγωγής. Από το χωριό Ασκληπιό έχουμε και άλλα ευρήματα που ανήκουν στο «σακοφούστανο», όπως και σε άλλες ευρωπαϊκές μόδες του 20ου αιώνα και παρόμοια έχουν βρεθεί και στα γύρω χωριά.

β) Βάτι
Η τελευταία γυναίκα πού θυμούνται να φορούσε τη ροδίτικη «μεταβυζαντινή φορεσιά» στο χωριό Βάτι πριν φορεθεί η μόδα με τους σάκους και τα μισοφούστανα, ήταν η Στεργούλα Παπαγεωργίου ή «Κουλιά» πού γεννήθηκε το 1835 και πέθανε το 1940 σε ηλικία 105 ετών και έτσι τη θυμούνται όλοι οι κάτοικοι του χωριού που έχουν γεννηθεί το 1930, όπως η Μαριάνθη Καμπουροπούλου, ο δάσκαλος Τριαντάφυλλος Καμπούρης, ο δάσκαλος Αθανάσιος Ψελλάκης κ.α. Όπως περιγράφεται η φορεσιά της από την δισέγγονή  της κα Μαρουσία Καμπούρη, είναι με το αμάνικο εξωτερικό φουστάνι στην απόχρωση του μπλε και δίχως σιρίτια. Θυμάται επίσης ότι όταν δούλευε στο χωράφι συνήθιζε να ανεβάζει το εξωτερικό φουστάνι μέχρι τη μέση, άλλες φορές πάλι - ιδίως όταν έκανε ζέστη - το έβγαζε και έμενε με την πουκαμίσα και το έβαζε ξανά όταν τελείωνε τη δουλειά. Το ύφασμα του φουστανιού ήταν σκληρό σαν «τζιν». Τη ζώνη της την έδενε πότε στη περιφέρεια και πότε στη μέση δίχως κάποιο ιδιαίτερο κανόνα, αλλά όπως τη βόλευε.
Άλλη που περίγραψε τη ροδίτικη φορεσιά  όπως τη θυμόταν από τη Στεργουλα Παπαγεωγίου (πού ήταν μητέρα της πεθερά της) και από διηγήσεις των μεγαλυτέρων της, είναι η κα Άρτεμη Διακοσάββα, κόρη του γιατρού Θεόδωρου Κωνσταντινίδη (συγγραφέα του βιβλίου «Λεξιλόγιο της δημώδους Ροδιακής διαλέκτου»). Από τις περιγραφές της η φορεσιά αποτελείτο  από τη πουκαμίσα που ερχόταν μακριά, πιο κάτω απ’ το γόνατο, περίπου μέχρι τη μισή γάμπα και το εξωτερικό πτυχωτό αμάνικο φουστάνι, που σούρωνε κάτω απ’ το στήθος και ερχόταν 4-5 πόντους πιο κοντό από τη πουκαμίσα. Το χειμώνα φορούσαν και την «καμουζέτα» που ήταν μακρομάνικο γιλέκο, συνήθως μάλλινο. Η επίσημη φορεσιά της λεύτερης και της νύφης ήταν λευκή). Όπως το ύφαιναν το βαμβάκι το αφήνανε λευκό (στο χρώμα του). Όταν πάλιωνε και κιτρίνιζε, βάφανε το εξωτερικό φουστάνι μπλε με λουλάκι και αν ξεθώριαζε το ξαναβάφανε. Το μπλε το συνήθιζαν περισσότερο οι παντρεμένες, που δεν έραβαν πια καινούρια ρούχα για τον εαυτό τους αλλά έβαφαν τα παλιά. Όταν χήρευε ή γυναίκα τότε το έβαφε μαύρο. Μαύρα επίσης ήταν και τα καθημερινά, τα πρόχειρα ρούχα, που φορούσαν στη δουλειά και τελικά ως χρώμα επικράτησε, ίσως λόγω του ότι όταν σταμάτησαν πια να υφαίνουν και αγόραζαν έτοιμα υφάσματα, τα αγόραζαν στο μπλε ή στο μαύρο, που ήταν χρώματα πιο ανθεκτικά. Το ίδιο συνέβαινε και με την αντρική φορεσιά. Αρχικά η βράκα ήταν λευκή, στο χρώμα του βαμβακιού και όταν κιτρίνιζε τη βάφανε  μπλε, ή μαύρη για πιο πρόχειρη που τελικά επικράτησε.
Η Άρτεμη Διακοσάββα με ενημέρωσε και για κάποιες ιδιαιτερότητες ορισμένων χωριών, όπως για παράδειγμα, τα σιρίτια στη στολή του Έμπωνα, ή για τις μακριές βράκες που φορούσαν σε ορισμένα χωριά όπως για παράδειγμα στον Αρχάγγελο), προκειμένου να φορέσουν Ευρωπαϊκά παπούτσια.  Στην ερώτηση αν υπήρχε κάποια ιδιαιτερότητα στα δικά μας χωριά απάντησε πως δε πιστεύει και πώς από τα Λάερμα και πέρα η παρουσία των γυναικών ήταν περισσότερο αγροτική, δίχως μακριές βράκες μέχρι τον αστράγαλο και ευρωπαϊκά παπούτσια ή αν φορούσαν μακριές βράκες τις φορούσαν μέσα από τις μπότες. Η φορεσιά  διευκρινίζει ότι ήταν σαν τη Σιδερίτικη (Αγίου Ισιδώρου), όπου και διατηρήθηκε περισσότερο και ήταν γνωστή στο Βάτι και σε άλλα χωριά της Νότιας Ρόδου από τις Σιδερίτισες που έρχονταν για να εργαστούν μεροκάματο σαν θερίστριες.

γ) Μεσαναγρός
Στο χωριό Μεσαναγρός η κα Ειρήνη Βαλασάκη που γεννήθηκε το έτος 1909, θυμάται τη θεία της Ναστασούλα μια  από τις τελευταίες γυναίκες του χωριού που φορούσε τη ροδίτικη «μεταβυζαντινή φορεσιά». Η φορεσιά αυτή αποτελείτο από μια μακρομάνικη πουκαμίσα, που ερχόταν μακριά κάτω απ’ το γόνατο, περίπου μέχρι τη μισή γάμπα και εξωτερικά έμπαινε το φουστάνι που ήταν ποιο κοντή απ’ τη πουκαμίσα. Το ύφασμα της φούστας ήταν σκληρό. Το περιγράφει  «σαν αυτό που φορούν σήμερα τα παιδιά» εννοώντας το τζιν. Εξωτερικά φορούσε και ένα σάκο (εννοεί τη καμουζέτα) που έδενε κάτω απ’ το στήθος. Η φορεσιά της ήταν σαν αυτή που συνέχισαν να φορούν οι Σιδερίτισες. Ήταν κι άλλες γυναίκες στην ηλικία της που φορούσαν τα ίδια αλλά δεν θυμάται ποιες ήταν. Θυμάται όμως τη θεία της τη Ναστασούλα γιατί την άφηναν σ’ αυτήν οι γονείς της να την προσέχει όταν έφευγαν στα χωράφια. Όταν η θεία Ναστασούλα απεβίωσε η κα Ειρήνη Βαλασάκη ήταν περίπου επτά χρονών δηλαδή περίπου το 1915 και αν υποθέσουμε ότι απεβίωσε ογδόντα ετών, πρέπει να γεννήθηκε περίπου το 1936. Η θεία Ναστασούλα πρέπει να ήταν στην ίδια ηλικία με τη κα Στεργούλα Παπαγεωργίου απ’ το Βάτι με τη διαφορά ότι η κα Στεργούλα έζησε 25 χρόνια περισσότερο.
Η κατά εννέα χρόνια νεότερη από τη κα Ειρήνη η κα Θεανώ Αυγουστάκη, που γεννήθηκε το έτος 1918, δε θυμάται πια καμιά γυναίκα στον Μεσαναγρό με τη ροδίτικη φορεσιά. Θυμάται την ηλικία της γιαγιάς της και της μητέρας της με το σακοφούστανο. Η μητέρα της είχε ένα μπαούλο με ρούχα της εποχής εκείνης, που τα έκαψαν σύμφωνα με τη συνήθεια να καίνε τα ρούχα των νεκρών. Η γενιά η δική της φόρεσε την επόμενη μόδα που ήταν οι ρόμπες. Οι γυναίκες αλλάζουν μόδα ποιο εύκολα απ’ τους άντρες είπε, και αφηγήθηκε και την ιστορία κάποιου «βρακά» (βρακοφόρου) του Γιώργη, όταν αυτή ήταν περίπου δέκα χρονών,  δηλαδή περίπου το 1928. Ο Γιώργης στο γάμο του έβαλε κουστούμι αλλά για να μην τον κοροϊδεύουν, τη δευτέρα του γάμου του ξανάβαλε «βράκα». Στο γάμο του τραγούδησαν  το ακόλουθο δίστιχο.
«Πετάξανσιν οι πέρδικες και κάτσασει στ’ αλώνια,
κοιτάξετε τον Γιωρκαρά που ‘βαλε παντελόνια.»

δ) Κατταβιά 
Στο χωριό Κατταβιά η κα Ειρήνη - Κατίνα Παύλου Βλάμη σύζυγος Κυριάκου Καρπαθιού που γεννήθηκε το έτος 1912, μας περιγράφει τη φορεσιά της γιαγιάς της Ειρήνης σύζυγος Ιωάννου Παπαγεωργίου. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της εγγονής της Ειρήνης-Κατίνας πρέπει να γεννήθηκε από το 1855 έως το 1860.
(Οι υπολογισμοί της έχουν ως εξής:  Αυτή γεννήθηκε το 1912 και με τη μητέρα της είχε 26 χρόνια διαφορά. Η μητέρα της με τη γιαγιά της είχαν περίπου 30 χρόνια διαφορά, γιατί η μητέρα της ήταν το τρίτο κατά σειρά παιδί στην οικογένεια. Άρα 1912 μείον 55 από το 1855 έως το 1860 γεννήθηκε η κα Παπαγεωργίου Ειρήνη).
Σύμφωνα με την περιγραφή της γιαγιάς της, αυτή όπως και οι άλλες γυναίκες της Κατταβιάς εκείνη την εποχή, φορούσαν μόνο τη πουκαμίσα «ζούρκα» δίχως εξωτερικό φουστάνι. Μου είπε ακόμα ότι και οι Μπωνιάτισες στις καθημερινές τους δραστηριότητες φορούσαν μόνο τη πουκαμίσα και το εξωτερικό φουστάνι το φορούσαν σαν στολίδι στις επίσημες εκδηλώσεις τους, στις γιορτές και στα πανηγύρια. Το χειμώνα έβαζαν εσωτερικά και άλλα ρούχα για να προστατεύονται απ’ το κρύο. Τη φορεσιά αυτή τη φορούσε η γιαγιά της όσο ήταν λεύτερη. Όταν παντρεύτηκε περίπου το έτος 1875 της την έβγαλε ο άντρας της γιατί της έφερε ρούχα «από την Ανατολή», απ’ όπου έφερε και μεγάλη περιουσία (300 χρυσές λίρες).
Η φορεσιά αποτελείτο από μια υφαντή  λευκή βαμβακερή πουκαμίσα που έφθανε μέχρι τη μισή γάμπα και είχε  ένα ελαφρύ κέντημα στον ποδόγυρο, στις άκριες των μανικιών και στο λαιμό. Στη μέση έδεναν ένα υφαντό ζωνάρι πού είχε συνήθως χρώμα μπλε. Τα μαντήλια τ’ αγόραζαν έτοιμα και ήταν λευκά, χρωματιστά ή πολύχρωμα. Για υποδήματα φορούσαν τα «πο(δ)ήματα» που ήταν τα ίδια με τις «μπωνιάτικες μπότες». Πο(δ)ήματα φορούσε ακόμα κι αυτή όταν ήταν μικρή περίπου μέχρι 12 - 13 χρονών.
Επίσης από το χωριό Κατταβιά προέρχεται και η φωτογραφία, στην οποία παρουσιάζονται οι νεαροί Κατταβενοί φορώντας λευκή βράκα, καθώς μεταφέρουν την εικόνα της «Παναγιάς της Σκιαδενής» στο χωριό τους.
ε) Αρνίθα
Η κα Μάρθα Σαββή χήρα Κωνσταντίνου απ’ το χωριό Αρνίθα που γεννήθηκε το 1917. περιγράφει το σοκοφούστανο  και απ’ ότι λέει διευκόλυνε η φούστα γιατί πλυνόταν ευκολότερα το κάτω μέρος, που λερωνόταν συχνότερα. Υπήρχαν δε και μισές φούστες που ήταν υφαντές. Επίσης η φούστα ερχόταν πολύ φαρδιά και όταν η μόδα αυτή καταργήθηκε η μητέρα της έφτιαξε απ’ αυτό το ύφασμα δύο φουστάνια.
Από την Αρνίθα όμως προέρχεται η φωτογραφεία του βιβλίο «Ημερολόγιο Λαγγάνη» με τον υπότιτλο «Χωρικαί εξ Αρνίθας».
στ) Λαχανιά
Απ’ το χωριό  Λαχανιά η κα Σαββάκη Παρασκευή μας περιγράφει το μεταβατιό στάδιο ανάμεσα στη «Ροδίτικη παραδοσιακή φορεσιά» και το «σακοοφούστανο» και βλέπουμε ότι οι Λαχανιάτισες με τη γιορτινή τους φορεσιά φορούσαν μακριές βράκες μέχρι τον αστράγαλο, εσωτερικά μέσα από τις μπότες και όχι με ευρωπαϊκά παπούτσια, κι’ από τη διακόσμηση στις μπότες επιβεβαιώνεται ότι φορούσαν τις μπότες και με τα γιορτινά τους.
Επίσης μας περιγράφει τη φορεσιά της μεταβατικής περιόδου ανάμεσα στη «Ροδίτικη παραδοσιακή φορεσιά» και το «Σακοφούστανο». Στη Λαχανιά, όπως και σε άλλα χωριά και όπως μας δείχνουν και τα ευρήματα από το χωριό Ασκληπιείο ακολούθησε μια μεταβατική περίοδος κατά την οποία, οι νεαρές κοπέλες φορούσαν ανοικτόχρωμα ρούχα, συνήθως κανελί με ρίγες. Όταν όμως έχαναν κάποιο συγγενή τότε φορούσαν για πάντα μαύρα. Στο κεφάλι φορούσαν δύο μαντήλια, το ένα το σκούφωναν από μέσα για να μην φαίνονται τα μαλλιά, το άλλο το έριχναν από πάνω σε σχήμα τριγώνου και οι δυο άκρες ήταν ριγμένες εμπρός. Στο μέτωπο στην άκρη του μαντιλιού ήταν ραμμένο ένα μικρό σιρίτι απ’ όπου κρέμονταν κάτι μικρά μπρούτζινα τετραγωνάκια σαν αστεράκια. Το γιλέκο ήταν αμάνικο, έφτανε ως τη μέση, είχε λαιμόκοψη και κούμπωνε με κουμπιά. Το πουκάμισο ήταν άσπρο με πολύ μικρό γιακαδάκι ή λαιμόκοψη και τα μανίκια στην άκρη είχαν βολάν. Η φούστα ήταν φαρδιά, έφτανε κάτω από το γόνατο και στη μέση έδενε με λάστιχο. Είχαν και ζωνάρι αλλά δεν το έδεναν σφικτά. Η βράκα έφτανε ως τον αστράγαλο και έδενε με λάστιχο. Στα πόδια φορούσαν δερμάτινες μπότες κομμένες στην άκρια πριονωτά (Ζικ-Ζακ) και λίγο πιο κάτω από το κόψιμο ήταν ραμμένο ένα κόκκινο σιρίτι με χρυσό κέντημα.

ζ) Ίστριος
Η κα Πόλου Χρυσή από το χωριό Ίστριος μας περιγράφει κι αυτή  το σακοφούστανο και συμπληρώνει ότι χρησιμοποιούσαν υφάσματα κλαδωτά, μεταξωτά ή χασεδένια, ανάλογα με την οικονομική άνεση της κάθε οικογένειας ή υφάσματα από κάποτο για πιο πρόχειρα. Επίσης από κάποια εποχή και μετά άρχισαν να χρησιμοποιούνται και ευρωπαϊκά παπούτσια, δίχως όμως τις μακριές βράκες όπως στη φορεσιά τού Αρχαγγέλου αλλά με μακριές κάλτσες μέχρι το γόνατο.

η) Γεννάδι
Το σακοφούστανο θυμάται και η κα Μαθιουδάκη Αικατερίνη απ’ το χωριό Γεννάδι, που γεννήθηκε το 1912.
Ο κ. Κώνστας Κωνσταντίνος Μαστρογιάννης που γεννήθηκε το 1911 είπε ότι θυμάται τη μητέρα του με τα «μισοφούστανα». Το ίδιο και η σύζυγος του κα Δέσποινα θυμάται τα μισοφούστανα που φορούσε η γιαγιά της που ήταν γεννηθείσα περίπου το 1875 - 1880. Αναφέρουν επίσης τη στολή του «βρακά» και ότι το χειμώνα εξωτερικά φορούσαν και ένα σάκο την «καμουζέρα». Ήταν φτιαγμένη από ύφασμα φτιαγμένο από τρίχα κατσίκας, που αφού το ύφαιναν το πατούσαν δύο άτομα που κάθονταν αντικριστά για να δέσει. Από το ίδιο ύφασμα ήταν φτιαγμένο και το καπέλο. Αναφέρουν και τη περίπτωση για κάποια μεταξωτή ανδρική πουκαμίσα που τη μετέτρεψαν σε κουρτίνα και που αργότερα την πέταξαν όταν πάλιωσε.
Οι άλλοι κάτοικοι του χωριού είναι κατά πολύ νεότεροι. Στο Γεννάδι που ήταν από τα κεντρικά χωριά της Νότιας Ρόδου, οι εξελίξεις ίσως να έφθαναν λίγο νωρίτερα

θ) Απολακκιά
Στο χωριό Απολακκιά ο κ. Σάββας Λέργος περιγράφει κι αυτός το σακοφούστανο. Άλλωστε ένα αγοράκι είναι πολύ δύσκολο να παρατηρήσει τι φορούν οι γυναίκες και μάλιστα οι γριές εκτός κι αν είναι συγγενείς πρώτου βαθμού, όπως μάνα ή γιαγιά. Όμως ο κ. Λέργος δε γνώρισε καθόλου γιαγιά και τη μητέρα του την έχασε με τη γρίπη το 1916. Ογδόντα άνθρωποι πέθαναν είπε με τη γρίπη το 1916 που στο μεγαλύτερο ποσοστό είναι φυσικό να ήταν ηλικιωμένοι.

ι) Προφύλια
Στο χωριό Προφύλια η κα Συγαμβρή Κωνσταντίνα που γεννήθηκε το 1913 περιγράφει το σακοφούστανο. Θυμάται κάποια γριά που λεγόταν Κάραλη Μαρία και φορούσε ρούχα μονοκόμματα – ριχτά, με ένα ζωνάρι στη μέση, αλλά ήταν πολύ φτωχή και τα ρούχα της φθαρμένα. Γι’ αυτό δε νομίζω ότι μπορούμε να το καταγράψουμε ως ενδυματολογική συνήθεια.
Αξίζει όμως να αναφέρουμε την ιστορία που περιγράφει η κα Κωνσταντίνα  για το πώς καταργήθηκε στη Προφύλια η μόδα με του «σάκοφούστανου» και πώς οι κοπέλες του χωριού προχώρησαν στη επόμενη μόδα που ήταν η «ρόμπα». Η αλλαγή δεν έγινε σταδιακά αλλά απότομα, κατόπιν συνεννόησης των κοριτσιών του χωριού, ώστε να εμφανιστούν με τη νέα μόδα στο γάμο του Μαυρουδή Σπανακαρά και της Δημητρούλας, όταν η κ. Κωνσταντίνα ήταν 19-20 χρονών, δηλαδή περίπου το 1922 – 1923.. Στο γλέντι ο οργανοπαίκτης που έπαιζε λίρα τους τραγούδησε και το ακόλουθο τετράστιχο:
«Στ’ ανάθεμαν το ψιαλί μη πω και τη μοδίστρα,
που βάλλουν τώρα τα κοντά με τη στραοχωρίστρα.
Εβάλλαν τα φορέματα οι λεύτερες κι ελάμπαν,
Και τώρα βάλλουν τα κοντά να φαίνετε η γάμπα». 

8) Συμπεράσματα
Συμπέρασμα 1ο: Βασιζόμενοι στις Ιστορικές πηγές, στις προσωπικές μαρτυρίες, καθώς και στην ιστορία και ομοιογένεια της Ρόδου, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι στη Νότια Ρόδο περίπου μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα  δεν θα μπορούσε να επικρατεί άλλη φορεσιά εκτός απ’ τη ροδίτικη μεταβυζαντινή φορεσιά.
Συμπέρασμα 2ο: Γενικά στη Νότια Ρόδο μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα επικρατεί η ροδίτικη μεταβυζαντινή φορεσιά στη πιο απλή και αγροτική εκδοχή της. Οι φορεσιές του Έμπωνα και Αρχαγγέλου είναι παραλλαγές τη ίδιας φορεσιάς.
Συμπέρασμα 3ο: Στο χωριό Κατταβιά μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα οι γυναίκες εξακολουθούσαν να φορούν τη πουκαμίσα που δεν ήταν άλλη από την αρχαία Ρωμαϊκή-Βυζαντινή “tunica” δίχως τη προσθήκη της αναγεννησιακής «φούστας».
Συμπέρασμα 4ο: Δεν αποκλείεται να υπήρξε και μια βραχεία μεταβατική περίοδος κατά την οποία το εξωτερικό φουστάνι της ροδίτικης μεταβυζαντινής φορεσιάς  να φορέθηκε με τα μεταγενέστερα, εισαγόμενα «Δαμασκηνά» και «Κωνσταντινοπολίτικα» υφάσματα, αν και για τους λόγους που περιγράφω στο 3ο κεφάλαιο «έρευνα αλληλεπιδράσεις», δεν είναι τεκμηριωμένο.
Συμπέρασμα  5ο: Περίπου τα τέλη του 19ου αιώνα εμφανίζεται στα δέκα χωριά της σημερινής Νότιας Ρόδου η μόδα με τα «σακοφούστανα» η ροδίτικη «μεταβυζαντινή φορεσιά» δε καταργείται απότομα, αλλά οι ώριμες σε ηλικία γυναίκες εξακολουθούν να τη φορούν μέχρι το τέλος της ζωής τους.  Η μόδα του «σακοφούστανου» παραχωρεί τη θέση της στην επόμενη μόδα που είναι οι «ρόμπες», περίπου τις δεκαετίες του 1910-1920.
Συμπέρασμα 6ο: Το  «σακοφούστανο», όπως και η «ρόμπα, χαρακτηρίζεται ως «μόδα»  και  όχι ως «φορεσιά». Είναι μια μόδα με ευρωπαϊκά πρότυπα και  με ανατολίτικα υφάσματα και αξεσουάρ, που εμφανίζεται στη Ρόδο και γενικά στην ευρύτερη περιοχή της βορειοανατολικής Μεσογείου περίπου το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα.
Συμπέρασμα 7ο: Την αντρική φορεσιά δεν χρειάζεται να την εξετάσουμε ιδιαίτερα. Ήταν η γνωστή «βράκα», αρχικά λευκή-βαμβακερή και υφαντή, που όταν πάλιωνε και κιτρίνιζε τη βάφανε μπλε ή μαύρη.


Δείτε Βιβλιογραφία                                                                                                                                                                                http://www.southrhodes.gr/index.asp?a_id=978

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου