Ήταν μια φορά στη Χίο, ένας φτωχός χωρικός με τη γυναίκα του και τα τρία του παλικάρια. Όταν μεγάλωσε πολύ και κατάλαβε ότι θα φύγει από αυτόν τον κόσμο, κάλεσε τα παιδιά του και τους είπε: «Εγώ, παιδιά μου, περιουσία δεν έχω, όμως έχω το χωραφάκι με τα δέκα μαστιχόδεντρα. Μοιραστείτε τα δίκαια και …»
Εκείνη την ώρα όμως κόμπιασε. Η ανάσα του έπαψε να μπαινοβγαίνει από το στόμα του. Η καρδιά του σταμάτησε να κάνει τον χτύπο που τόσα χρόνια έκανε. Ένα δάκρυ κύλησε και έπεσε στο χέρι της γυναίκας του.
Μόνο μια κουβέντα κατάφερε να ξεστομίσει ο γέροντας: «Σας αγαπώ!» Μετά ακούστηκε ο γδούπος ενός άψυχου κορμιού, που έπεφτε με δύναμη στο κρεβάτι.
Η γυναίκα του είχε βουρκωμένα μάτια και τα δάκρυα ήταν έτοιμα να κυλήσουν σαν καταρράκτης.
Τα παιδιά είχαν ήδη αρχίσει να σπαράζουν στο κλάμα. Κρατούσαν την καρδιά του σφιγμένη και όλο φιλούσαν το χέρι του πατέρα τους. Η μητέρα τους τους καθησύχασε, λέγοντας ότι τώρα βρίσκεται σε καλύτερο κόσμο.
Έφτασε και ο Ιούλιος. Άλλος ένας μήνας είχε φύγει, αφήνοντας πίσω θλίψη, πόνο και απορία. Η γυναίκα με τα παιδιά της ήθελαν να πάνε για το «παραδοσιακό κέντημα του σκίνου». Έλεγαν πως έπρεπε να πάνε, για να βγουν και λίγο έξω. Η μητέρα οδήγησε τα παιδιά στο χωράφι τους.
Γύρω έβλεπαν περήφανους σκίνους να στέκουν στο φως του ήλιου. «Εσείς πηγαίνετε από κει», είπε η γυναίκα. Βγάζοντας το κεντητήρι από τη τσέπη της, ξεκίνησε. Μετά από λίγα λεπτά άρχισαν να πέφτουν δάκρυα πόνου, απ΄ τον περήφανο σκίνο. Και το ίδιο έγινε με τα παιδιά. Τώρα το χώμα είχε απορροφήσει λίγα δάκρυα με ένα πονεμένο «γιατί» Όταν τελείωσαν με μερικούς απ΄ τους σκίνους παρατήρησαν έναν διαφορετικό. Ήταν ένα ψηλό δέντρο με μεγάλα κλαδιά, που έριχναν τη σκιά τους σ΄ ένα μικρό θαμνάκι δίπλα τους.
Όλοι παραξενεύτηκαν. Έτρεξαν με φόρα επάνω του και τον χάιδεψαν με μια αγάπη και μια ζεστασιά, σαν να ήταν παιδί τους. Τότε κάτι ασυνήθιστο συνέβη.
Ο σκίνος χωρίς να τον έχουν πληγώσει, άρχισε να ρίχνει κάτω δάκρυα, δάκρυα που έπεφταν πάνω στο χέρι της γυναίκας και των παιδιών και γίνονταν ένα μ΄ αυτά. Όλοι εκείνη τη στιγμή παρατήρησαν την εικόνα του αγαπημένου τους να είναι «αγκαλιασμένος» από τα κλαδιά, λες και ήταν κάποιος θησαυρός. Η μητέρα τότε θυμήθηκε το δάκρυ που είχε αφήσει ο άντρας της επάνω στο χέρι της.
Έτσι κατάλαβε ότι ετούτος εδώ ο σκίνος είχε ξεχωριστά, ανθρώπινα αισθήματα. Τότε τα κλαδιά του έσκυψαν σχεδόν αγκαλιάζοντας το κεφάλι των παλικαριών και της μητέρας τους. Άφησε και πάλι ένα δάκρυ και μετά δίνοντάς τους την εικόνα, έκανε πίσω τα κλαδιά του. Η συγκίνηση ήταν αναπόφευκτη.
Η γυναίκα τώρα είχε καταλάβει ότι δεν ήταν μόνο εκείνη θλιμμένη, αλλά και η γύρω φύση ήταν λυπημένη.
Τότε, ένα απ΄ τα παιδιά θυμήθηκε που ο πατέρας του μιλούσε για έναν πολυαγαπημένο του σκίνο. Κανείς τους μετά από αυτήν την ανάμνηση δεν ήθελε να κεντήσει το σκίνο και να τον κάνει να κλαίει από πόνο.
Όμως εκείνη την ώρα μια ιδέα έλαμψε στα πρόσωπα όλων. Σκέφτηκαν να μην έρχονται κάθε χρόνο για το κέντημα, αλλά κάθε δύο χρόνια, για να αφήσουν να υπάρξουν και άλλες γενιές μαστιχόδεντρων.
Όσο για το σκίνο που συνάντησαν, δεν θα τον πειράξουν ποτέ ξανά, γιατί ήταν σαν παιδί τους.
Όλοι, λοιπόν, σκέφτηκαν πως ένα μάθημα τους διδάσκεται: «Οι άνθρωποι δεν είναι τα μόνα όντα με αισθήματα. Αντίθετα, όπως όλοι στεναχωριούνται, όταν κάποιος πεθαίνει, έτσι νιώθει και η Μητέρα όλων μας: η φύση!»
Ευαγγελία Τσαμπλάκου-Τάξη Στ΄
Από το βιβλίο «Μαστιχένιες ιστορίες…»- Χίος 2008 http://www.tholopotamousika.gr/paramythia.htm
Παράδοση είναι ...τo μελωδικό νανούρισμα της μάνας, οι θρύλοι του παππού ,τα κάλαντα, τα χελιδονίσματα, οι μαντινάδες,τα έθιμα ,οι χοροί και οι σκοποί που μας συντρόφευαν σε κάθε χαρά ,οι ενδυμασίες ,τα κεντήματα ,τα δίστιχα, τα παιχνίδια και όσα άλλα είναι μέρος της ζωής του τόπου μας. Κρατήστε περήφανα στις καρδιές σας ,αλώβητο αυτό το θησαυρό και παραδώστε τον στις επόμενες γενιές! Έτσι θα ακούμε τους παλμούς του τόπου μας ολοζώντανα και δεν θα σβήσει τίποτε στη χοάνη της παγκοσμιοποίησης!
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου