Οι γιορτές των Χριστουγέννων παραδοσιακά εορτάζονταν πολύ πιο απλά στον Ελληνορθόδοξο χριστιανικό κόσμο σε σύγκριση με τους χριστιανούς της Δύσης. Ο λόγος γι' αυτό ήταν ό,τι τα Χριστούγεννα για εμάς τους Ελληνορθόδοξους χριστιανούς ήταν μια κυρίως θρησκευτική και πνευματική εορτή παρά να είναι κοσμική. Τόσο το χριστουγεννιάτικο δέντρο, όσο και τα δώρα των Χριστουγέννων ήταν άγνωστα στην Κύπρο. Αντί αυτού, είχαμε δικά μας χριστουγεννιάτικα έθιμα.
Τις παραμονές των Χριστουγέννων όλες οι γυναίκες της Κύπρου ζύμωναν ψωμιά που τα ονόμαζαν «γεννόπιττες», τα πανελλήνια γνωστά χριστόψωμα . Ήταν στρογγυλά ψωμιά με σησάμι ή χωρίς που στη μέση είχαν ένα μεγάλο σταυρό, φτιαγμένο με λωρίδα από ζυμάρι, ενώ στα τέσσερα τμήματα που σχηματίζονταν από το σταυρό έφτιαχναν διάφορα σχέδια, με πιο συνηθισμένο τη φοινικιά.
Μέχρι πολύ πρόσφατα από το καλοκαίρι η κάθε οικογένεια στα χωριά της Κύπρου αγόραζε από ένα μικρό χοίρο τον οποίο έτρεφαν οι ίδιοι με βαλανίδια, τρεμίθια, αγριόχορτα, κριθάρι και νερό. Έτσι τα Χριστούγεννα ο χοίρος ήταν έτοιμος για σφαγή. 2-3 μέρες πριν τα Χριστούγεννα έσφαζαν τον χοίρο, τον καθάριζαν και τον έκοβαν σε κομμάτια. Άλλα κομμάτια τα έβαζαν στο κρασί, αφού πρώτα τους έβαζαν αλάτι, αρτισιά και κόλιανδρο. Με το χοιρινό αυτό κρέας κατασκεύαζαν ζαλατίνες, λούντζες, χοιρομέρια, παΐδες, τσιρίγκες και λουκάνικα. Αν ο καιρός ήταν βροχερός κρεμούσαν τα λουκάνικα και άλλα είδη ψιλά μέσα στην τσιμινιά (τζάκι) για να ψήνονται σιγά-σιγά, αν υπήρχε ηλιοφάνεια τα έβγαζαν έξω στον ήλιο. Για να μην τα πειράζουν οι καλικάντζαροι τους έβαζαν πάνω κλαδιά ελιάς.
Όλα τα μέρη του χοίρου, χρησιμοποιούνταν για την διατροφή της οικογένειας. τίποτα δεν πήγαινε χαμένο. Ότι έμενε τα έψηναν και τα φύλαγαν μέσα σε κούμνες (πήλινα δοχεία), μαζί με το λαρτί (λίπος), που έλειωνε με το ψήσιμο. Μ’ αυτό τον τρόπο, είχαν απόθεμα φαγητού για αρκετό καιρό. Τις τσιρίγκες τις έτρωγαν το καλοκαίρι στο θέρος ενώ το λίπος το χρησιμοποιούσαν για τηγάνισμα, αφού το λάδι ήταν ακριβό.
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς στην Κύπρο έφτιαχναν ένα ψωμί παρόμοιο με τη γεννόπιττα που ονόμαζαν «Βασίλης» και που στο οποίο τοποθετούσαν ένα νόμισμα. Έβαζαν μέσα σε μια μεγάλη τσιάρτα (κούπα) κόλλυβα και από πάνω τον «Βασίλη», μ' ένα κερί αναμμένο στο κέντρο του και τα τοποθετούσαν πάνω στο καλό τραπέζι του σπιτιού. Δίπλα τοποθετούσαν ένα μπουκάλι κρασί, ένα ποτήρι και το πορτοφόλι του νοικοκύρη καθώς και ένα κλαδί ελιάς. Πίστευαν ότι το βράδυ της παραμονής θα επισκεπτόταν το σπίτι τους ο Άγιος Βασίλης, θα έτρωγε, θα έπινε και θα ευλογούσε το πορτοφόλι του νοικοκύρη να είναι πάντα γεμάτο. Το δε ευλογημένο κλαδί ελιάς θα έφερνε ειρήνη στο σπίτι και θα απέτρεπε και τους καλικάντζαρους από το να πειράξουν τον «Βασίλη». Την επόμενη μέρα έπαιρναν τα κόλλυβα, που τα θεωρούσαν ευλογημένα και τάιζαν τα ζώα τους για να ευλογηθούν και αυτά. Τον «Βασίλη» τον έκοβαν το μεσημέρι στο τραπέζι και έπαιρναν όλα τα μέλη της οικογένειας από ένα κομμάτι. Αυτός που θα έβρισκε το νόμισμα ήταν το τυχερός της χρονιάς. Το βράδυ της παραμονής της πρωτοχρονιάς η οικογένεια έπαιζε το παιχνίδι της ελιάς. Έριχναν φρέσκα φύλλα ελιάς στη τσιμινιά (τζάκι), ρωτούσαν τον Άη- Βασίλη αν τους αγαπούσε το πρόσωπο που ονόμαζαν, κι αν το φύλλο πεταγόταν, αυτό σήμαινε πως τους αγαπούσε, αν όχι, δεν τους αγαπούσε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου