Τα Κάλαντα, ή Καλήμερα, ή άσματα του αγερμού είναι τραγούδια με θρησκευτικό κυρίως χαρακτήρα και όχι μόνο. Λέγονται κυρίως από παιδιά, σε συγκεκριμένες μέρες του χρόνου, από πόρτα σε πόρτα και συνοδεύονται πάντοτε από φιλοδώρημα από τους νοικοκύρηδες προς τους καλαντιστές.
Τέτοια τραγούδια λέγονταν τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά, τα Φώτα, το Σάββατο του Λαζάρου, την Κυριακή των Βαΐων και το βράδυ της Ανάστασης. Παλαιότερα δε είχαμε τα χελιδονίσματα*, την περπερούνα** τον Μάν, τον κλήδονα, το τραγούδι του Ζαφείρη στην Ήπειρο, του Λειδινού στην Αίγινα. Σήμερα έχουν παραμείνει κυρίως τα κάλαντα των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς. Για τη σημερινή τους μορφή - ή την κατάντια καλύτερα - θα αναφερθούμε αργότερα.
Η ονομασία “Κάλαντα” προέρχεται από τις αρχαίες Ρωμαϊκές Καλένδες (σ.σ δική μου -calenta :που διαμορφώθηκε από το ελληνικό ρήμα καλώ), που ήταν γιορτές που γίνονταν στην αρχαία Ρώμη κατά τις πρώτες πέντε ή επτά μέρες κάθε μήνα. Στη διάρκειά τους που ήσαν μέρες αργίας, επικρατούσε μεγάλη ευθυμία και γίνονταν μεγάλες ολονύχτιες διασκεδάσεις οινοποσίες, μεταμφιέσεις και όργια. Ήταν δε ιδιαίτερα λαμπρές οι καλένδες του Γενάρη που συνέπιπταν με την αρχή του χρόνου και τις γιορτές προς τιμή του θεού Ιανού (εξ’ ου και ο Ιανουάριος).
Παρ’ όλο όμως που τα κάλαντα πήραν την ονομασία τους από τις Ρωμαϊκές Καλένδες η προέλευσή τους είναι αρχαία ελληνική - από το έθιμο της Ειρεσιώνης. - Πέρασαν μετά στο Βυζάντιο και έφτασαν μέχρι τις μέρες μας.
H Ειρεσιώνη ήταν ένα έθιμο της αρχαίας Ελλάδας που εγίνετο δυο φορές το χρόνο. Μια την Άνοιξη για να παρακαλέσουν τους θεούς να προστατέψουν τη σοδειά, και μια το Φθινόπωρο για να τους ευχαριστήσουν για την καλή συγκομιδή που είχαν.
Κατά το έθιμο αυτό “παίδες αμφιθαλείς” που είχαν δηλαδή ζώντες και τους δύο γονείς γύριζαν από σπίτι σε σπίτι κρατώντας κλαδί ελιάς πάνω στο οποίο είχαν κρεμασμένα, κομμάτια από άσπρο και κόκκινο βαμμένο μαλλί, - σύμβολα της υγείας και της ομορφιάς -, διάφορους καρπούς, και τρία δοχεία, με λάδι, κρασί και μέλι, τραγουδώντας ευχές για την καρποφορία της γης και παινέματα για τους νοικοκυραίους.
Η Ειρεσιώνη πήρε το όνομά της από τη λέξη “Είρος”, που αργότερα έγινε έριον και στη συνέχεια μαλλί. Όμως με τον καιρό η Ειρεσιώνη πήρε την έννοια κάθε τραγουδιού που είχε χαρακτήρα ευχετικό και επαινετικό όπως τα δικά μας κάλαντα. Τα παιδιά λοιπόν γύριζαν από σπίτι σε σπίτι τραγουδούσαν την Ειρεσιώνη και οι νοικοκύρηδες τους έδιναν για φιλοδώρημα διάφορα γεννήματα. Σαν τέλειωναν άφηναν την Ειρεσιώνη έξω από το ναό, και έμενε εκεί να ξηρανθεί μέχρι την επόμενη άνοιξη ή το Φθινόπωρο, που θα έφτιαχναν άλλη.
Το έθιμο λοιπόν αυτό καθώς και άλλα αρχαία ελληνικά έθιμα, πέρασαν στους πρωτοχριστιανικούς χρόνους, στη συνέχεια στο Βυζάντιο και από κεί διατηρήθηκαν μέχρι τις μέρες μας.
Αξιοποιώντας οι πατέρες της Εκκλησίας το εορταστικό κλίμα που επικρατούσε στις μεγάλες ειδωλολατρικές γιορτές κατά την περίοδο από τις 22 Δεκεμβρίου μέχρι και τις πρώτες μέρες του Γενάρη, όπως η γιορτή του αήττητου Ήλιου, του Μίθρα, κατά την οποία γιόρταζαν τη νίκη του ήλιου κατά το χειμερινό ηλιοστάσιο οπότε αρχίζει πλέον να μεγαλώνει και πάλι η μέρα, να νικά δηλαδή το φως το σκοτάδι και να γεννιέται καινούργια ελπίδα, μα και για να εκτοπίσουν τα παλιά ειδωλολατρικά έθιμα, τοποθέτησαν τις μεγάλες γιορτές της χριστιανοσύνης, Χριστούγεννα, Περιτομή, Φώτα, μέσα σ’ αυτή την περιόδο.
...
Έτσι τα κάλαντα κατά την περίοδο του Βυζαντίου, με τη συμμετοχή λογίων ανθρώπων της εκκλησίας, αλλάζουν θεματολογία και αναφέρονται πλέον στο θρησκευτικό γεγονός της ημέρας, διατυπώνοντας μάλιστα και θεολογικές θέσεις. Διατηρούν όμως τις ευχές για τους νοικοκύρηδες, την καρποφορία της γης και τις επικλήσεις για φιλοδώρημα. Αυτό δίνει και την εξήγηση γιατί αρκετά κάλαντα έχουν λόγιο ύφος και γλώσσα, και βασίζονται πάνω σε εκκλησιαστικούς ύμνους. Αναφέρω ένα παράδειγμα.
Λέει ένας Βυζαντινός ύμνος του 14ου αιώνα μ.Χ.
Σήμερον η κτίσις - φωτίζεται
και πανηγυρίζει - ευφραίνεται
Από της ερήμου - ο Πρόδρομος
ήλθε να βαπτίσει - τον Κύριον
Ένα δε κάλαντο των Θεοφανείων:
Σήμερον τα φώτα κι’ οι φωτισμοί
Η χαρά η μεγάλη κι’ οι αγιασμοί
Άη Γιάννη Πρόδρομε και βαπτιστή
έλα να βαφτίσεις, Θεού παιδί.
Παίρνοντας ο λαός αυτά τα κάλαντα που γράφτηκαν και διαδόθηκαν από λόγιους ανθρώπους επέφερε αλλαγές στην εξιστόρηση των γεγονότων που πολλές φορές είναι τελείως εξωπραγματικές και δεν στέκουν καθόλου στην λογική. Οστόσο παραμένουν πάντα συγκινητικές και όμορφες με μια αντίληψη του θαύματος όπως το νοιώθει ο απλός λαός και κυρίως τα παιδιά.
Τα δικά μας κάλαντα δεν έχουν καμιά σχέση μ’ αυτό το θλιβερό φαινόμενο που βλέπουμε σήμερα. Ομάδες παιδιών που παπαγαλίζουν ξενόφερτα δυτικά Χριστουγεννιάτικα τραγούδια για να βγάλουν το χαρτζιλίκι τους ή κάποιους ντυμένους Santa Claus να περιφέρονται μ’ ένα μαγνητόφωνο, παίζοντας στη διαπασών και παραμορφωμένα κάποια κάλαντα που την άκραν.
http://paylosfarmakhs.spaces.live.com/blog/cns!4E990FC0DDDA5BF1!734.entry
Τέτοια τραγούδια λέγονταν τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά, τα Φώτα, το Σάββατο του Λαζάρου, την Κυριακή των Βαΐων και το βράδυ της Ανάστασης. Παλαιότερα δε είχαμε τα χελιδονίσματα*, την περπερούνα** τον Μάν, τον κλήδονα, το τραγούδι του Ζαφείρη στην Ήπειρο, του Λειδινού στην Αίγινα. Σήμερα έχουν παραμείνει κυρίως τα κάλαντα των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς. Για τη σημερινή τους μορφή - ή την κατάντια καλύτερα - θα αναφερθούμε αργότερα.
Η ονομασία “Κάλαντα” προέρχεται από τις αρχαίες Ρωμαϊκές Καλένδες (σ.σ δική μου -calenta :που διαμορφώθηκε από το ελληνικό ρήμα καλώ), που ήταν γιορτές που γίνονταν στην αρχαία Ρώμη κατά τις πρώτες πέντε ή επτά μέρες κάθε μήνα. Στη διάρκειά τους που ήσαν μέρες αργίας, επικρατούσε μεγάλη ευθυμία και γίνονταν μεγάλες ολονύχτιες διασκεδάσεις οινοποσίες, μεταμφιέσεις και όργια. Ήταν δε ιδιαίτερα λαμπρές οι καλένδες του Γενάρη που συνέπιπταν με την αρχή του χρόνου και τις γιορτές προς τιμή του θεού Ιανού (εξ’ ου και ο Ιανουάριος).
Παρ’ όλο όμως που τα κάλαντα πήραν την ονομασία τους από τις Ρωμαϊκές Καλένδες η προέλευσή τους είναι αρχαία ελληνική - από το έθιμο της Ειρεσιώνης. - Πέρασαν μετά στο Βυζάντιο και έφτασαν μέχρι τις μέρες μας.
H Ειρεσιώνη ήταν ένα έθιμο της αρχαίας Ελλάδας που εγίνετο δυο φορές το χρόνο. Μια την Άνοιξη για να παρακαλέσουν τους θεούς να προστατέψουν τη σοδειά, και μια το Φθινόπωρο για να τους ευχαριστήσουν για την καλή συγκομιδή που είχαν.
Κατά το έθιμο αυτό “παίδες αμφιθαλείς” που είχαν δηλαδή ζώντες και τους δύο γονείς γύριζαν από σπίτι σε σπίτι κρατώντας κλαδί ελιάς πάνω στο οποίο είχαν κρεμασμένα, κομμάτια από άσπρο και κόκκινο βαμμένο μαλλί, - σύμβολα της υγείας και της ομορφιάς -, διάφορους καρπούς, και τρία δοχεία, με λάδι, κρασί και μέλι, τραγουδώντας ευχές για την καρποφορία της γης και παινέματα για τους νοικοκυραίους.
Η Ειρεσιώνη πήρε το όνομά της από τη λέξη “Είρος”, που αργότερα έγινε έριον και στη συνέχεια μαλλί. Όμως με τον καιρό η Ειρεσιώνη πήρε την έννοια κάθε τραγουδιού που είχε χαρακτήρα ευχετικό και επαινετικό όπως τα δικά μας κάλαντα. Τα παιδιά λοιπόν γύριζαν από σπίτι σε σπίτι τραγουδούσαν την Ειρεσιώνη και οι νοικοκύρηδες τους έδιναν για φιλοδώρημα διάφορα γεννήματα. Σαν τέλειωναν άφηναν την Ειρεσιώνη έξω από το ναό, και έμενε εκεί να ξηρανθεί μέχρι την επόμενη άνοιξη ή το Φθινόπωρο, που θα έφτιαχναν άλλη.
Το έθιμο λοιπόν αυτό καθώς και άλλα αρχαία ελληνικά έθιμα, πέρασαν στους πρωτοχριστιανικούς χρόνους, στη συνέχεια στο Βυζάντιο και από κεί διατηρήθηκαν μέχρι τις μέρες μας.
Αξιοποιώντας οι πατέρες της Εκκλησίας το εορταστικό κλίμα που επικρατούσε στις μεγάλες ειδωλολατρικές γιορτές κατά την περίοδο από τις 22 Δεκεμβρίου μέχρι και τις πρώτες μέρες του Γενάρη, όπως η γιορτή του αήττητου Ήλιου, του Μίθρα, κατά την οποία γιόρταζαν τη νίκη του ήλιου κατά το χειμερινό ηλιοστάσιο οπότε αρχίζει πλέον να μεγαλώνει και πάλι η μέρα, να νικά δηλαδή το φως το σκοτάδι και να γεννιέται καινούργια ελπίδα, μα και για να εκτοπίσουν τα παλιά ειδωλολατρικά έθιμα, τοποθέτησαν τις μεγάλες γιορτές της χριστιανοσύνης, Χριστούγεννα, Περιτομή, Φώτα, μέσα σ’ αυτή την περιόδο.
...
Έτσι τα κάλαντα κατά την περίοδο του Βυζαντίου, με τη συμμετοχή λογίων ανθρώπων της εκκλησίας, αλλάζουν θεματολογία και αναφέρονται πλέον στο θρησκευτικό γεγονός της ημέρας, διατυπώνοντας μάλιστα και θεολογικές θέσεις. Διατηρούν όμως τις ευχές για τους νοικοκύρηδες, την καρποφορία της γης και τις επικλήσεις για φιλοδώρημα. Αυτό δίνει και την εξήγηση γιατί αρκετά κάλαντα έχουν λόγιο ύφος και γλώσσα, και βασίζονται πάνω σε εκκλησιαστικούς ύμνους. Αναφέρω ένα παράδειγμα.
Λέει ένας Βυζαντινός ύμνος του 14ου αιώνα μ.Χ.
Σήμερον η κτίσις - φωτίζεται
και πανηγυρίζει - ευφραίνεται
Από της ερήμου - ο Πρόδρομος
ήλθε να βαπτίσει - τον Κύριον
Ένα δε κάλαντο των Θεοφανείων:
Σήμερον τα φώτα κι’ οι φωτισμοί
Η χαρά η μεγάλη κι’ οι αγιασμοί
Άη Γιάννη Πρόδρομε και βαπτιστή
έλα να βαφτίσεις, Θεού παιδί.
Παίρνοντας ο λαός αυτά τα κάλαντα που γράφτηκαν και διαδόθηκαν από λόγιους ανθρώπους επέφερε αλλαγές στην εξιστόρηση των γεγονότων που πολλές φορές είναι τελείως εξωπραγματικές και δεν στέκουν καθόλου στην λογική. Οστόσο παραμένουν πάντα συγκινητικές και όμορφες με μια αντίληψη του θαύματος όπως το νοιώθει ο απλός λαός και κυρίως τα παιδιά.
Τα δικά μας κάλαντα δεν έχουν καμιά σχέση μ’ αυτό το θλιβερό φαινόμενο που βλέπουμε σήμερα. Ομάδες παιδιών που παπαγαλίζουν ξενόφερτα δυτικά Χριστουγεννιάτικα τραγούδια για να βγάλουν το χαρτζιλίκι τους ή κάποιους ντυμένους Santa Claus να περιφέρονται μ’ ένα μαγνητόφωνο, παίζοντας στη διαπασών και παραμορφωμένα κάποια κάλαντα που την άκραν.
http://paylosfarmakhs.spaces.live.com/blog/cns!4E990FC0DDDA5BF1!734.entry
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου