Ανάμεσα στις ηγετικές μορφές που ανέδειξε ο εθνικός αγώνας των Ελλήνων για ανεξαρτησία του 1821 ξεχωρίζει αυτή του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Το όνομα του αγνού αυτού πολεμιστή πέρασε στο πάνθεον των αθανάτων της Ιστορίας μας όχι μόνο εξαιτίας της ηρωικής του συνεισφοράς στον ένοπλο ξεσηκωμό εναντίον των Τούρκων, αλλά και για την γενικότερη παρουσία του στα μετεπαναστατικά χρόνια, όταν το νεοσύστατο Ελληνικό Κράτος επιχειρούσε τα πρώτα του άρρυθμα βήματα.
ΜΙΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ “ΤΟΥΡΚΟΦΑΓΩΝ “
Όπως αναφέρει ο ίδιος στα απομνημονεύματά του, είδε το φως της ζωής «εις τα 1770, Απριλίου 3, την Δευτέρα της Λαμπρής… εις ένα βουνό, εις ένα δέντρο από κάτω, εις την παλαιά Μεσσηνία, ονομαζόμενο Ραμαβούνι». Η περιοχή βρίσκεται στο ακατοίκητο σήμερα χωριό Λιμποβίσι του Δήμου Φαλάνθου, σε απόσταση 30 χιλιομέτρων από την Τρίπολη. Κατά την τελευταία περίοδο της τουρκοκρατίας το Λιμποβίσι διοικητικά ανήκε στο Βιλαέτι της Καρύταινας, αλλά με την λήξη της επανάστασης του 1821 οι κάτοικοί του μεταφέρθηκαν στην Κατσίμπαλη. Στο επίσης εγκαταλελειμμένο σήμερα χωριό Αρκουδόρεμα οι Κολοκοτρωναίοι διατηρούσαν προεπαναστατικά τα λημέρια τους.
Στο Λιμποβίσι λοιπόν είχε καταφύγει τον 16ο αιώνα ο Τριανταφυλλάκος Τζεργίνης (κατ’ άλλους Τσεργίνης), όταν οι Τούρκοι έκαψαν το χωριό του, το Ρουπάκι Αρκαδίας. Αυτός θεωρείται και ο γενάρχης των Κολοκοτρωναίων. Ο γιος του, Δημητράκης, απέκτησε 3 γιους: τον Χρόνη, τον Λάμπρο και τον Δήμο. Μετά από πόλεμο 12 ετών με τους Τούρκους της Ρούμελης, οι γιοι του επέστρεψαν στην Πελοπόννησο. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ο Χρόνης ήταν ο προπάππους του. Κάποια στιγμή ο Δήμος άλλαξε το όνομά του σε Μπότσικας, που στα αρβανίτικα σημαίνει μαυριδερός (ο ίδιος ήταν πράγματι μικρόσωμος και μελαψός). Όταν ένας ντόπιος Αρβανίτης είδε το παιδί που απέκτησε ο Δήμος, τον Γιάννη, το αποκάλεσε “μπιθεκούρα”, δηλαδή με πισινό σαν πέτρα. Έτσι έμεινε το επίθετο Κολοκοτρώνης.
Ο Γιάννης απέκτησε 5 γιους: τον Αναγνώστη, τον Κωνσταντή, τον Βασίλη, τον Αποστόλη και τον
Γιώργη. Όλοι τους ακολούθησαν το παράδειγμα των προγόνων και καταπιάστηκαν με τον αγώνα εναντίον των κατακτητών, αλλά περισσότερο από όλους διακρίθηκε ο Κωνσταντής, μετέπειτα πατέρας του Θεόδωρου, που αναδείχθηκε ηγέτης των Αρματολών της Κορινθίας. Η δράση του υπήρξε τόσο φοβερή, ώστε οι Τουρκαλβανοί ορκίζονταν με την φράση “να μην σώσω από του Κολοκοτρώνη το σπαθί!”
Το καλοκαίρι του 1769, κι ενώ μαινόταν ο Ρωσο-τουρκικός πόλεμος του 1768 – 1774, η Αικατερίνη Β΄ της Ρωσίας διέταξε 14 πλοία με 600 στρατιώτες να αναχωρήσουν από το λιμάνι της Κρονστάνδης για την Πελοπόννησο, με σκοπό να αναπτύξουν πολεμική δράση σε βάρος των Τούρκων, υποκινώντας ταυτόχρονα επανάσταση. Αυτή ήταν η πρώτη ναυτική μοίρα των Ρώσων που στάλθηκε στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, η οποία ενεργοποίησε άμεσα την ανταπόκριση των τοπικών προκρίτων και του κλήρου. Ο Κωνσταντής ήταν από τους πρώτους που έσπευσαν στην Μάνη για να παραθέσουν τα όπλα τους στον κοινό αγώνα για την ανεξαρτησία. Όταν στις αρχές του 1770 αφίχθη στο Οίτυλο της Μάνης η δεύτερη ρωσική ναυτική μοίρα με επικεφαλής τον Θεόδωρο Ορλόφ και τον ναύαρχο Σπυριδόφ, ο Κωνσταντής ήδη βρισκόταν σε εμπόλεμη κατάσταση με τους Τούρκους της Μάνης. Η σύζυγός του, Ζαμπία ή Ζαμπέτα (το γένος Κωτσάκη), κρυβόταν στο βουνό για λόγους ασφαλείας. Ουσιαστικά αυτός ήταν ο λόγος που ο γιος του, Θεόδωρος, γεννήθηκε κατ’ αυτόν τον άβολο και οδυνηρό τρόπο (μολονότι το να γεννούν οι γυναίκες στις ερημιές εκείνη την εποχή δεν ήταν και τόσο ασύνηθες).
Ο ερχομός των “Μοσχόβων”, του “ξανθού γένους”, όπως αποκαλούσαν τους Ρώσους, είχε αναθαρρέψει τι ελπίδες του υπόδουλου γένους και οι κληρικοί έτρεχαν να τους προϋπαντήσουν με εικονίσματα και σταυρούς στα χέρια, διακηρύσσοντας πως είχε φτάσει η ώρα που ο Θεός θα ελευθέρωνε το χριστιανικό βασίλειο των Ελλήνων και θα αναβίωνε το θρυλικό Βυζάντιο! Η αποτυχία εκείνης της πρόωρης επανάστασης έμελλε να σημαδέψει βαθιά την ζωή του Θεόδωρου. Ο πατέρας του συνέχισε τον πόλεμο για 10 ολόκληρα χρόνια, ώσπου το 1780 φονεύθηκε σε συμπλοκή με δυνάμεις του πασά Χασάν Τζεζαερλή, κατά την πολιορκία των πύργων της Καστάνιτσας. Μαζί του σκοτώθηκαν και δυο από τους αδελφούς του, όπως επίσης ο Κλέφτης Παναγιώταρος με πολλούς ακόμη πατριώτες. Ο Αναγνώστης επέζησε και φρόντισε για την ασφάλεια της χήρας του αδερφού του και των δύο ορφανών (τα άλλα τέσσερα παιδιά πέθαναν), φυγαδεύοντάς τους στο χωριό Μηλιά της Μάνης, όπου έμειναν τρία χρόνια. Κατόπιν πήγαν στην Αλωνίσταινα της Μαντινείας, στα Σαμπάζικα, από όπου κρατούσε η καταγωγή της μητέρας του Θεόδωρου.
ΠΡΩΤΟΠΑΛΙΚΑΡΟ ΤΟΥ ΚΑΠΕΤΑΝ – ΖΑΧΑΡΙΑ
Τα χρόνια που ήρθαν ήταν γεμάτα φόβο και υποψίες. Η οικογένεια έπρεπε να φυλάγεται, κρυβόταν συνέχεια, “στεκόταν στο πόδι, πλάγιαζε με το μάτι ανοιχτό και τ’ αφτί στο πορτί.” Οι Τούρκοι ποτέ δεν λησμόνησαν το όνομα Κολοκοτρώνης. Σε ηλικία 15 ετών ο Θεόδωρος έγινε Αρματωλός, μα σύντομα βγήκε Κλέφτης στο βουνό.
Το 1790, σε ηλικία 20 ετών, νυμφεύθηκε την Αικατερίνη Καρούζου, κόρη προεστού του Λεονταρίου. Από τον γάμο τους γεννήθηκαν 3 αγόρια (ο Πάνος, που σκοτώθηκε το 1825, ο Γιάννης ο Γενναίος και ο Κωνσταντίνος) και 3 κορίτσια, τα οποία φρόντισε να παντρέψει νωρίς, σύμφωνα με τις συνήθειες της εποχής. Είχε ήδη αποκτήσει την δική του κλέφτικη ομάδα, που γρήγορα έγινε τρόμος των Τούρκων και “κακό σπυρί” των Κοτζαμπάσηδων της Πελοποννήσου. Χτυπούσε κι αμέσως κρυβόταν στα “απάτητα”, προκαλώντας το τρελό μίσος των εχθρών του. Δυο χρόνια έμεινε Κλέφτης, κατά την διάρκεια των οποίων διακρίθηκε για την ανδρεία του και ονομάστηκε πρωτοπαλίκαρο του καπετάν Ζαχαριά Μπαρμπιτσιώτη. Τις πρώτες σημαντικές μάχες τις έδωσε στο πλευρό του Ανδρούτσου (πατέρα του Οδυσσέα), τον οποίο μάλιστα βοήθησε να διαφύγει στην Στερεά Ελλάδα, όταν σε κάποια φάση το 1792 κινδύνεψε η ζωή του. Κατόπιν, χρίστηκε “τέσσερις πέντε χρόνους Αρματωλός”, έχοντας στην επίβλεψή του το Λεοντάρι και την Καρύταινα.
Από τον πρώτο κιόλας καιρό ο Θεόδωρος ξεχώρισε για την ευφυΐα του στην στρατηγική και την ωριμότητα κατά την λήψη των αποφάσεων. Έχαιρε όχι μόνο της αποδοχής των ανδρών του, αλλά και της εκτίμησης των παλαιότερων οπλαρχηγών και των κατοίκων των χωριών που τύγχανε να τον γνωρίζουν. Στο άκουσμά του ακόμη και οι πιο υποτακτικοί ξεσπάθωναν. Οι Τούρκοι, που στο μεταξύ είχαν βάλει σκοπό να αφανίσουν τους αντάρτες των βουνών, ορκίστηκαν να “χαλάσουν” τους Κολοκοτρωναίους. Προς τούτο προσέγγισαν τους Κοτζαμπάσηδες (που έβλεπαν με φθόνο την ανάπτυξη του επαναστατικού κινήματος, γιατί μια τυχόν επιτυχία του θα διακινδύνευε τα προνόμιά τους) και κατάφεραν να εξαγοράσουν αρκετούς.
Το 1802 ο Βοεβόδας (διοικητής) της Πάτρας έστειλε φιρμάνι στους προεστούς και τους Κοτζαμπάσηδες να δολοφονήσουν τον Κολοκοτρώνη και τον αγωνιστή πατριώτη Νικόλαο Πετιμεζά. Τον τελευταίο ήδη τον είχε “στριμώξει” ο Αλέξανδρος Ζαΐμης, γιός του προεστού των Καλαβρύτων, ενώ ο ισχυρός πρόκριτος της Γορτυνίας, Ιωάννης Δεληγιάννης, όρκισε δυο προεστούς να δολοφονήσουν τον πρώτο. Μετά από καταγγελία του Δεληγιάννη, τον Σεπτέμβριο του 1803, ότι ο Κολοκοτρώνης είναι Αρματωλός, οι Τούρκοι αρμάτωσαν 400 άνδρες τους και τον Μάρτιο του 1804 προσπάθησαν να αποκλείσουν τους Κολοκοτρωναίους σε κάποιο χωριό. Μετά από μάχη δύο ημερών αυτοί κατάφεραν να διαφύγουν κάνοντας έξοδο. Τόπο δεν είχαν να σταθούν. Έτσι κατέφυγαν στην Τσακωνία ζητώντας βοήθεια από τους εκεί προεστούς, αλλά αυτοί απάντησαν πως “για τα τομάρια σας έχουμε μόνο βόλια!” Ακολούθησε μακελειό. Οι Κολοκοτρωναίοι κατέσφαξαν τους προεστούς και όσους είχαν ταχθεί με το μέρος τους. Κάποιοι που κατάφεραν να σωθούν διέφυγαν στην Τρίπολη, καταγγέλλοντας τα συμβάντα στον Τούρκο διοικητή. Αυτός προθυμοποιήθηκε να συγκεντρώσει ένα ισχυρό σώμα εκστρατείας και να ριχτεί στο κυνήγι των επαναστατών.
ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΚΑΙ ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΣΗ
Το 1805 ο Κολοκοτρώνης αναγκάστηκε να καταφύγει στην Ζάκυνθο, όπως και πολλοί Ρουμελιώτες, Σουλιώτες και συμπατριώτες του Πελοποννήσιοι. Κάποια στιγμή οι Έλληνες πατριώτες θεώρησαν σκόπιμο να απευθύνουν έκκληση βοηθείας προς τον τσάρο Αλέξανδρο, αλλά η Αγία Πετρούπολη απέφυγε να δεσμευτεί και αντιπρότεινε την κατάταξή τους στον Ρωσικό Στρατό με σκοπό να μεταφερθούν στην Ιταλία και να πολεμήσουν εναντίον του Ναπολέοντα. Κάποιοι πείστηκαν και πήγαν πράγματι στην Νάπολη. Ο Κολοκοτρώνης φυσικά αρνήθηκε.
Απογοητευμένος, το 1806 επέστρεψε στην Πελοπόννησο, ακριβώς στην κρισιμότερη περίοδο των τουρκικών βιαιοτήτων κατά των επαναστατημένων πατριωτών, ιδίως των Κλεφτών και των Κολοκοτρωναίων (τον Ιανουάριο εκείνης της χρονιάς είχε βγει διάταγμα δίωξής του). Η πίεση του Σουλτάνου είχε εξαναγκάσει τον Οικουμενικό Πατριάρχη να αφορίσει τους αγωνιστές, προσδίδοντας στην προδοτική στάση των προεστών μιαν επίφαση νομιμότητας και εθνικοφροσύνης. Πολλοί Κολοκοτρωναίοι βρήκαν τότε τραγικό θάνατο, αλλά και παλιοί σύντροφοι του βουνού, όπως ο Πετιμεζάς και ο Ζαχαριάς. Συγκεντρωμένοι γύρω από τον Θεόδωρο, οι 150 περίπου εναπομείναντες Κολοκοτρωναίοι ορκίστηκαν “καλή αντάμωση στον άλλο κόσμο” και χωρίστηκαν σε ομάδες διαφυγής. Ο Θεόδωρος απέμεινε με 19 συγγενείς του κι έναν ονόματι καπετάν Γιώργη. Ήταν οι μόνοι που τελικά σώθηκαν. Μετά από δραματική καταδίωξη από τους Τούρκους και τους Κοτζαμπάσηδες της Πελοποννήσου, πέρασαν από την Λακωνία στα ρωσοκρατούμενα Κύθηρα, με ενδιάμεση στάση στην Ελαφόνησο λόγω κακοκαιρίας. Από εκεί έφτασε στην Ζάκυνθο, όπου ήρθε σε επαφή με τον στρατηγό του Ρωσικού Στρατού Παπαδόπουλο. Για άλλη μια φορά αρνήθηκε να ενταχθεί στις τσαρικές δυνάμεις, υποστηρίζοντας πως σκοπός του ήταν η επιστροφή στον Μοριά για να εκδικηθεί τον χαμό των συγγενών και φίλων του.
Το καλοκαίρι του 1807 παρευρέθη στην σύσκεψη, που έλαβε χώρα στην Λευκάδα υπό τον Ιωάννη Καποδίστρια προκειμένου να αποφασιστεί η στάση ων Ελλήνων έναντι της απειλής των Ιονίων νησιών από τον Αλή πασά. Την ίδια χρονιά, όταν η ναυτική ρωσική μοίρα υπό τον ναύαρχο Σενιάβιν αναχώρησε από την Κέρκυρα με σκοπό την υποκίνηση εξέγερσης των νησιών του Αιγαίου εναντίον των Τούρκων, ο Κολοκοτρώνης για διάστημα 10 μηνών δραστηριοποιήθηκε στην περιοχή μεταξύ Σκιάθου και Αγίου Όρους με το πλοίο του Γεωργίου Αλεξανδρή. Την άνοιξη του 1808, ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση του Τουρκαλβανού πατρικού φίλου του, Αλή Φαρμάκη, να συνδράμει στον αγώνα εναντίον του διοικητή της Πελοποννήσου, Βελή πασά. Κατόπιν επέστρεψε στην Ζάκυνθο και κατατάχθηκε στο ελληνικό στρατιωτικό σώμα, που με παρακίνηση και επίβλεψη των Άγγλων είχε οργανωθεί για την αντιμετώπιση των Γάλλων. Κατόρθωσε να φτάσει μέχρι τον βαθμό του ταγματάρχη (για τον λόγο αυτό συχνά απεικονίζεται με την χαρακτηριστική περικεφαλαία των Άγγλων αξιωματικών με τον λευκό σταυρό), υπηρετώντας στο σώμα μέχρι την διάλυσή του (1817). Στο διάστημα αυτό απεκόμισε σημαντική πείρα στις πολεμικές επιχειρήσεις, καταλήγοντας ταυτόχρονα στο συμπέρασμα πως η Ελλάδα θα έπρεπε μόνη να κερδίσει την ελευθερία της, δίχως να υπολογίζει στην βοήθεια καμιάς ξένης δύναμης.
ΣΤΗΝ ΦΩΤΙΑ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑ: Η ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΤΗΣ ΤΡΙΠΟΛΙΤΣΑΣ
Την 1η Δεκεμβρίου 1818 πραγματοποιήθηκε στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου της Ζακύνθου η σεμνή τελετή μύησης του Κολοκοτρώνη στην Φιλική Εταιρία. Κατόπιν ο Κολοκοτρώνης συναντήθηκε με τον Ιωάννη Καποδίστρια στην Κέρκυρα και συνομίλησε μαζί του για θέματα της επανάστασης. Ο μελλοντικός κυβερνήτης της Ελλάδας γνώριζε για αυτήν πολύ πριν ο Εμμανουήλ Ξάνθος τον επισκεφθεί στην Πετρούπολη για να τού προσφέρει την ηγεσία της Φιλικής Εταιρίας. Στα τέλη του 1820 ο Αλέξανδρος Υψηλάντης ειδοποίησε τον Κολοκοτρώνη να βρίσκεται σε ετοιμότητα. Η αποφασιστική μέρα ήταν η 25η Μαρτίου.
Στις 6 Ιανουαρίου 1821 η κινητοποίηση στην Μάνη έγινε εντονότερη, αλλά ακόμη οι διαφορές που κατέτρωγαν τα “μεγάλα τζάκια” δεν είχαν ξεπεραστεί. Ο Κολοκοτρώνης φρόντισε να μονιάσει τις οικογένειες και κατάφερε να συσπειρώσει γύρω του ονομαστές προσωπικότητες, όπως ο Μούρτζινος, ο Νικηταράς, ο Παπαφλέσσας, ο Ανανγωσταράς, ο Παπαφλέσσας, οι Καπετανάκηδες και οι Κουμουνδούροι. Στις 22 Μαρτίου αυτός και ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης τέθηκαν επικεφαλής ομάδας 2.000 ενόπλων και επιτέθηκαν στην τουρκική φρουρά της Καλαμάτας. Την επόμενη μέρα η απελευθερωμένη πόλη ύψωνε την σημαία της επανάστασης. Στις 24 Μαρτίου ο Κολοκοτρώνης και ο Παπαφλέσσας έφτασαν στην Σκάλα Αρκαδίας, όπου προσπάθησαν να εμψυχώσουν τους ντόπιους, αναφερόμενοι στην ηρωική καταγωγή των Ελλήνων και στο θέλημα του Θεού για μια ελεύθερη Ελλάδα. Υποσχέθηκαν μάλιστα ότι μέσα στις επόμενες μέρες οι ίδιοι θα ενίσχυαν τις προσπάθειές τους με 10.000 μαχητές! Ακόμη και οι πλέον διστακτικοί τότε εντάχθηκαν στο πλευρό τους και πήραν τα άρματα.
Η άμεση αντίδραση των Τούρκων ήταν να ενισχύσουν τα κάστρα στα παράλια της Πελοποννήσου, ώστε να αποφευχθεί η πιθανότητα ενίσχυσης των επαναστατών με απόβαση ξένου στρατού (πιθανόν της Ρωσίας) ή άλλων Ελλήνων από την Ρούμελη και τα νησιά. Οι οπλαρχηγοί υποστήριξαν την άποψη να χτυπήσουν αυτά τα φρούρια (π.χ. της Πάτρας, του Νεοκάστρου, της Μεθώνης, της Κορώνης και του Ναυπλίου), αλλά ο Κολοκοτρώνης πρότεινε την άλωση της Τρίπολης ως ενδεδειγμένη επόμενη κίνηση. Τα παράκτια κάστρα, εξήγησε, βρίσκονταν σε τοποθεσίες δύσβατες και διέθεταν ισχυρές οχυρώσεις, ώστε η ελληνική πλευρά θα αναγκαζόταν να χύσει πολύ αίμα σε αλλεπάλληλες μετωπικές εφόδους -και πάλι η κατάληψή τους ήταν αμφίβολη. Αντίθετα, η “Τριπολιτσά” ήταν το σημαντικότερο διοικητικό κέντρο του εχθρού και ορμητήριό του. Η πτώση της θα ήταν σωστή συμφορά για τους Τούρκους, ακόμη και για λόγους ψυχολογικούς. Όλοι συμφώνησαν και ο Κολοκοτρώνης όρισε την διάταξη του στρατοπέδου των πολιορκητών, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην οχύρωσή του, φοβούμενος επέμβαση των Τούρκων από άλλα μέρη της χώρας για βοήθεια.
Πράγματι, ο Χουρσίτ πασάς, που την εποχή εκείνη βρισκόταν στην Ήπειρο για την καταστολή της εξέγερσης του Αλή πασά εναντίον της Πύλης, απέσπασε μια σημαντική δύναμη και την έστειλε στην Πελοπόννησο με επικεφαλής τον Μουσταφά πασά. Αυτός κατέκαψε την Βοστίτσα Αχαΐας, προχώρησε προς την Ακροκόρινθο και διέλυσε τους Έλληνες πολιορκητές του κάστρου και μέσω του Άργους κατευθύνθηκε προς Τρίπολη. Μπήκε στην πόλη στις 6 Μαΐου, αναγκάζοντας τον Κολοκοτρώνη να οχυρωθεί στο Βαλτέτσι, από όπου αντιμετώπισε επιτυχώς όλες τις προσπάθειες εξόδου των έγκλειστων Τούρκων. Μετά από πολιορκία 6 μηνών, η Τρίπολη έπεσε στις 23 Σεπτεμβρίου. Οι επαναστάτες προέβησαν σε πράξεις αντεκδίκησης κατά του άμαχου τουρκικού πληθυσμού, αλλά ο Κολοκοτρώνης μπόρεσε να τους συγκρατήσει σώζοντας κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή τους Αλβανούς υπερασπιστές από καθολική σφαγή. Φάνηκε τότε το ηθικό μεγαλείο του ηγέτη.
Μετά από αυτήν την πρώτη σημαντική νίκη οι έριδες μεταξύ προκρίτων και στρατιωτικών, που από τα πρώτα κιόλας βήματα της επανάστασης δοκίμαζαν την τύχη της, αναζωπυρώθηκαν. Στις αρχές Ιουνίου έφτασε στην Πελοπόννησο ο Δημήτριος Υψηλάντης με σκοπό την πολιτική οργάνωση του αγώνα. Οι πρόκριτοι αντέδρασαν προς τις απόψεις του, εξαιτίας κυρίως του περιορισμού των προνομίων τους που αυτές συνεπάγονταν, ενώ ο Κολοκοτρώνης με τους περισσότερους στρατιωτικούς τις αποδέχθηκαν. Ο ίδιος μεσολάβησε επιτυχώς στο να αποτραπεί μια ολέθρια για την επανάσταση σύγκρουση μεταξύ προκρίτων και Υψηλάντη, αλλά δεν κατάφερε να αποτινάξει από πάνω του τον φθόνο που έτρεφαν για αυτόν τον ίδιο. Όταν πρότεινε την επανάληψη της πολιορκίας της Πάτρας, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός και ο Ανδρέας Ζαΐμης δεν τον υποστήριξαν. Τελικά το Πολεμικό Συμβούλιο ενέκρινε την εισήγησή του, αλλά στην κρίσιμη φάση δεν τον υποστήριξε με ενισχύσεις, αφήνοντάς τον με 600 περίπου άνδρες. Έτσι, στις 23 Ιουνίου 1822 αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την προσπάθεια και να αποσυρθεί στην Γαστούνη. Έπρεπε να αναδιοργανώσει τις δυνάμεις του για να αντιμετωπισθεί ο νέος κίνδυνος από την άφιξη του Δράμαλη.
Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΔΡΑΜΑΛΗ ΚΑΙ Η ΑΠΟΒΑΣΗ ΤΟΥ ΙΜΠΡΑΗΜ
Στις αρχές Ιουλίου 1822, μετά από επιτυχή πορεία στην Ρούμελη, ο Δράμαλης καθηλώθηκε στην Κόρινθο. Ύστερα από πρόταση του Κολοκοτρώνη στο συμβούλιο των οπλαρχηγών της 10ης Ιουλίου στον Αχλαδόκαμπο, Οι Έλληνες είχαν καταλάβει τα βασικά περάσματα στην Αργολίδα, ακινητοποιώντας ουσιαστικά τις ισχυρές δυνάμεις του εχθρού. Η προσπάθεια του Δράμαλη να προελάσει προς το εσωτερικό της Πελοποννήσου ναυάγησε στα Δερβενάκια στις 26 Ιουλίου 1822, όπου η στρατιά του αποδεκατίστηκε. Σε επίπεδο στρατηγικής, η ελληνική νίκη οφειλόταν καθαρά στην αξία κρίση του Κολοκοτρώνη, που πλέον ονομάστηκε αρχιστράτηγος της Πελοποννήσου.
Κατόπιν ο Κολοκοτρώνης έστρεψε την προσοχή του σε άλλα σημεία του αγώνα, καθώς οι εσωτερικές αντιθέσεις των Ελλήνων έπαιρναν ανησυχητικές διαστάσεις. Προκειμένου να αποφευχθεί εμφύλιος πόλεμος, αποδέχθηκε την θέση του αντιπροέδρου του εκτελεστικού σώματος με πρόεδρο τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και γενικό γραμματέα τον αντίπαλό του, Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Τελικά το κακό δεν αποφεύχθηκε. Οι Κοτζαμπάσηδες και οι νησιώτες, ιδίως οι Υδραίοι, βρέθηκαν απέναντί του. Στις 13 Νοεμβρίου 1824 οι πολιτικοί αντίπαλοι του Κολοκοτρώνη οργάνωσαν την δολοφονία του γιου του, Πάνου, συζύγου της κόρης της Μπουμπουλίνας. Ο Θεόδωρος φυλακίζεται από τους συμπατριώτες του στην Ύδρα.
Προκειμένου να αντιμετωπίσει την επανάσταση, ο σουλτάνος της Κωνσταντινούπολης ζήτησε βοήθεια από τον πασά της Αιγύπτου, Μεχμέτ Αλί. Αυτός ανταποκρίθηκε στέλνοντας ισχυρές δυνάμεις με επικεφαλής τον γιο του, Ιμπραήμ πασά. Τον Φεβρουάριο του 1825 τα αιγυπτιακά στρατεύματα αποβιβάστηκαν στην Μεθώνη και κατευθύνθηκαν προς το εσωτερικό της Πελοποννήσου. Στις 18 Μαΐου η ελληνική κυβέρνηση, που για να αντιμετωπίσει τον Ιμπραήμ είχε διορίσει αρχιστράτηγο τον Υδραίο ναυτικό Κυριάκο Σκούρτη, ύστερα από τις επιτυχίες του εχθρού υποχρεώθηκε να χορηγήσει αμνηστία στον Κολοκοτρώνη και να αναθέσει σε αυτόν και στον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη την αρχηγία των ελληνικών δυνάμεων. Σε συνεργασία με τον Δημήτριο Υψηλάντη, τον Μακρυγιάννη και άλλους καπεταναίους, συγκεντρώθηκαν 6.000 άνδρες και με τον Κολοκοτρώνη στην αρχηγία προσπάθησαν μάταια να αναχαιτίσουν τον υπέρτερο σε αριθμό και οπλισμό εισβολέα. Μέχρι το φθινόπωρο οι ελεύθερες περιοχές της Πελοποννήσου ήταν ελάχιστες και το ηθικό των Ελλήνων καταρρακωμένο. Η επανάσταση σώθηκε τότε χάρη στο ψυχικό σθένος του Κολοκοτρώνη. Όταν ο Ιμπραήμ κάλεσε του Μεσσήνιους σε “προσκύνημα”, αυτός του απάντησε:
” Πέτρα απάνω στην πέτρα να μη μείνει, εμείς δεν προσκυνούμε. Μόνον ένας Έλληνας να μείνει εμείς θα πολεμούμε και μην ελπίζεις πώς την γην μας θα την κάμεις δικήν σου”.
Μέχρι την λήξη του αγώνα ο Κολοκοτρώνης συνέχισε τον κλεφτοπόλεμο με τον Ιμπραήμ, ο οποίος ηττήθηκε τελικά στην ναυμαχία του Ναβαρίνου (8 Οκτωβρίου 1827) από τις Μεγάλες Δυνάμεις της Ευρώπης.
ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΡΟΔΟΣΙΑ: ΤΟ ΠΑΛΑΤΙ ΑΝΤΙΔΡΑ
Ο Κολοκοτρώνης, παρά το ότι είχε λάβει στοιχειώδη μόνο παιδεία, διέθετε βαθύ πολιτικό ένστικτο και κριτική σκέψη. Πολλές αποφάσεις της Τρίτης Εθνοσυνέλευσης του 1826 – 1827 (αρχικά στην Ερμιόνη και κατόπιν στην Τροιζήνα) είχαν την δική του σφραγίδα. Στήριξε την εκλογή του Καποδίστρια και συνέχισε να είναι με το μέρος του ακόμη και στις δυσκολότερες στιγμές του, όταν η αντιπολίτευση είχε στρέψει εναντίον του τα πιο φαρμακερά της βέλη. Μετά τη δολοφονία του Κυβερνήτη, οι Κολοκοτρώνης, Ανδρέας Μεταξάς, Ιωάννης Κωλέττης, Ανδρέας Ζαΐμης και Δημήτρης Μπουντούρης ορίστηκαν από την Εθνική Συνέλευση ως κυβερνητική ομάδα της χώρας μέχρι την άφιξη του Όθωνα. Αλλά ο Κολοκοτρώνης παραιτήθηκε σχεδόν αμέσως λόγω διαφωνιών του με τον Κωλέττη.
Παρά τον αρχικό του ενθουσιασμό για την άφιξη του Όθωνα, σύντομα απογοητεύτηκε από την άστοχη διακυβέρνηση της Αντιβασιλείας (ο Όθων ανήλθε στον θρόνο ανήλικος), δηλαδή των Βαυαρών αριστοκρατών της Αυλής του, ώστε άρχισε εναντίον τους σκληρή κριτική. Ως αποτέλεσμα της στάσης του ήταν η καταδίκη του σε θάνατο με βασικό κατηγορητήριο την συμμετοχή δήθεν σε συνωμοσία κατά της Αντιβασιλείας. Η αλήθεια ήταν πως ο Κολοκοτρώνης είχε απευθύνει επιστολή ανησυχίας στον υπουργό των Εξωτερικών της Ρωσίας, Νέσελροντ. Τελικά, τον Σεπτέμβριο του 1833 συνελήφθησαν για τον ίδιο λόγο, εκτός από τον ίδιο, οι Δημήτριος Πλαπούτας, Θεόδωρος Γρίβας και άλλοι πατριώτες, αλλά στην τελική φάση μόνο ο Κολοκοτρώνης και ο Πλαπούτας θεωρήθηκαν προδότες. Τους έκλεισαν επί σειρά μηνών στις φυλακές Ιτς Καλέ του Ναυπλίου, σε αυστηρή απομόνωση, και όταν πραγματοποιήθηκε η δίκη -μια παρωδία με χρήση δεκάδων ψευδομαρτύρων- κανέναν στοιχείο ενοχής τους δεν βρέθηκε. Παρ’ όλα αυτά, στις 25 Μαΐου 1834 καταδικάστηκαν σε θάνατο, όμως ο πρόεδρος του δικαστηρίου, Αναστάσιος Πολυζωίδης, και ο δικαστής Γεώργιος Τερτσέτης αρνήθηκαν να υπογράψουν την απόφαση. Υπό την πίεση της αγανάκτησης του ελληνικού λαού και την ευαισθησία του Όθωνα η ποινή και των δύο μετατράπηκε σε ισόβια κάθειρξη.
Όταν ο νεαρός βασιλιάς ενηλικιώθηκε απένειμε χάρη στον κλονισμένο ηγέτη της επανάστασης, τον ονόμασε αντιστράτηγο και τον διόρισε Σύμβουλο της Επικρατείας. Ο περίφημος Γέρος του Μοριά έζησε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του στην Αθήνα, στο ιδιόκτητο σπίτι του στη γωνία των σημερινών οδών Κολοκοτρώνη και Λέκκα. Αυτήν την περίοδο υπαγόρευσε στον Γεώργιο Τερτσέτη τα απομνημονεύματα του, που εκδόθηκαν το 1846 με τίτλο “Διήγησις συμβάντων της Ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836″, και αποτελούν μια από τις σημαντικότερες πηγές της ιστορίας της Ελληνικής Επανάστασης του ’21, γιατί εκθέτουν τα γεγονότα χωρίς εμπάθειες και υστεροβουλίες. Πέθανε στις 4 Φεβρουαρίου 1843, μετά το γλέντι για τον γάμο του μικρού του γιου. Η πατρίδα αναμφίβολα χρωστά ευγνωμοσύνη σε αυτόν τον μεγάλο άνδρα, του οποίου η δράση υπήρξε ευλογία για τα ελληνικά όπλα και ο εμψυχωτικός ρόλος του στις δύσκολες στιγμές του αγώνα καταλυτικός.
_______________________
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο μηνιαίο περιοδικό Παγκόσμια Πολεμική Ιστορία τεύχος 24, τον Μάρτιο – Απρίλιο του 2008
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου