Το χωριό κυθρέα κατά τα τέλη του 19ου αί. |
Φωνή εκ του μνήματος
Σίντας περάσης τα βουνά και πας εις την Κυθραίαν,
δεξιά μερκά ένα στρατίν βκάλλει σε σ΄ ένα λόγγον
που τον σκεπάζουσιν οι δκιές, πεύκοι και κυπαρίσσια·
στη μέσην από τα δεντρά έναν αρκάκιν ρέει,
γλυκίν είναι το ρέμμα του και καθαροσταλάζει.
Πήαινε τότες τ΄απισόν του αρκακιού και τρέχα·
θέννα σε βκάλη, Γεώρκη μου, σ΄έναν μεάλον σπήλιον.
Πέρνα δεξιά και θέννα βρης δυο μνήματα χτισμένα·
μεν τα πατήσης, Γεώρκη μου, τι κλαίσιν και τα δυο τους
και βκαίννουν άγριες φωνές και μπουμπουρίζει ο λόγγος:
«Τί φταίμεν τα δυο γέρημα, τα κακοσκοτωμένα,
ποιος ηύρεν και ποιος πατεί την πλάκαν του μνημάτου;
Εν φτάνει που μας φάασιν δυο Τούρκοι σκοτωμένα
σίντας η μάνα στο βυζίν μας μας είχαν και τα δυο μας,
μον' ήρτατε να χάσωμεν και τον γλυκύν μας ύπνον;
Σκύψε γλυκέ κυπάρισσε, κι αρκίνα μοιρολόα·
κλάψε την ώραν την κακήν που ΄ρταμεν εις τον κόσμον·
κλάψε τους μαύρους μας γονιούς, που κλαίν τον θατονόν μας·
κλάψε τους χρόνους τους γλυκούς, που χάσαμεν της νιότης·
κλάψε την μοίραν την κακήν, πού ΄ρτεν να μας μαράνη
και καταράθου το σκυλλίν, που πήρεν την ζωήν μας.»
Αγγειοπλαστική στο χωριό Κυθρέα, τέλη 19ου αι. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου