Η ενδυμασία του Κύπριου αστού στα τέλη του 190ύ αιώνα παραμένει ανεπηρέαστη από τα ευρωπαϊκά ενδύματα που φορούν οι μεγαλοαστοί ή οι Ευρωπαίοι πρόξενοι και έμποροι, που είναι εγκατεστημένοι στο νησί. Ουσιαστικά η κυπριακή ενδυμασία δε διαφέρει πολύ από τις ανδρικές ενδυμασίες του υπόλοιπου νησιωτικού ελλαδικού χώρου. Βασικό τεμάχιο παραμένει η φαρδιά πολύπτυχη βράκα με παραλλαγές-στο μέγεθος και σχήμα- ενδεικτικές της προέλευσης αυτού που τη φορούσε.
Η βράκα ήταν καμωμένη από τρία κομμάτια υφάσματος και το πίσω κομμάτι που ήταν πιο μακρύ, ονομαζόταν σέλλα ή βάκλα. Στις πόλεις οι βράκες έπρεπε να έχουν όσο το δυνατό πιο πολλές πιέτες, επειδή όσο περισσότερο ύφασμα χρησιμοποιούσε κανείς, τόσο πιο πλούσιος ήταν. Έτσι, ένας απερίγραπος όγκος από ύφασμα, με αναρίθμητες πιέτες κρεμόταν ανάμεσα στα πόδια ορισμένων αστών και μερικές φορές η βάκλα έφθανε μέχρι τον αστράγαλό τους. Οι κνήμες καλύπτονταν μόνο από τις κάλτσες. Οι αστοί που φορούσαν βράκες αναγκάζονταν να περπατούν πολύ αργά, επειδή ο όγκος αυτός λειτουργούσε φυγοκενρικά. Πολλές φορές μάζευαν την βάβλα κάτω από τη ζώστρα για να μπορούν να περπατούν πιο γοργά. Στην εκκλησιά, όμως, ήταν κανόνας απαράβατος η βάκλα να μένει ελεύθερη προς το έδαφος, ως εκτίμηση προς τον ιερό χώρο.
Την αστική ανδρική ενδυμασία αποτελούσαν λευκό μεταξωτό πουκάμισο, την πλούσια σε πιέτες μαύρη βράκα από ευρωπαϊκό ύφασμα, περίτεχνα κεντημένο βελούδινο γιλέκο, μαύρο μανικωτό κοντογούνιν, μεταξωτή ζώστρα στη μέση και κόκκινο φέσι. Την ενδυμασία συμπλήρωναν παπούτσια τύπου παντούφλας με πλατιές μύτες, οι σκάρπες.
Ενώ οι ψηλές ποδίνες ήταν σχεδόν κανόνας για τους αγρότες, στις πόλεις και σε ορισμένα μεγάλα πεδινά χωριά, οι άνδρες φορούσαν χαμηλά παπούτσια, τις σκάρπες, που τις φορούσαν με μακρυές άσπρες ή ακόμη και με πολύχρωμες κάλτσες.
Η βράκα ήταν καμωμένη από τρία κομμάτια υφάσματος και το πίσω κομμάτι που ήταν πιο μακρύ, ονομαζόταν σέλλα ή βάκλα. Στις πόλεις οι βράκες έπρεπε να έχουν όσο το δυνατό πιο πολλές πιέτες, επειδή όσο περισσότερο ύφασμα χρησιμοποιούσε κανείς, τόσο πιο πλούσιος ήταν. Έτσι, ένας απερίγραπος όγκος από ύφασμα, με αναρίθμητες πιέτες κρεμόταν ανάμεσα στα πόδια ορισμένων αστών και μερικές φορές η βάκλα έφθανε μέχρι τον αστράγαλό τους. Οι κνήμες καλύπτονταν μόνο από τις κάλτσες. Οι αστοί που φορούσαν βράκες αναγκάζονταν να περπατούν πολύ αργά, επειδή ο όγκος αυτός λειτουργούσε φυγοκενρικά. Πολλές φορές μάζευαν την βάβλα κάτω από τη ζώστρα για να μπορούν να περπατούν πιο γοργά. Στην εκκλησιά, όμως, ήταν κανόνας απαράβατος η βάκλα να μένει ελεύθερη προς το έδαφος, ως εκτίμηση προς τον ιερό χώρο.
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από έναν διαχειριστή ιστολογίου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
ΑπάντησηΔιαγραφή