Η ενδυμασία του Κύπριου χωρικού διακρίνεται εύκολα από τις υπόλοιπες ανδρικές ενδυμασίες. Διατηρώντας τα βασικά γνωρίσματα της νησιώτικης ελληνικής ενδυμασίας, τη βράκα, το ζωνάρι, το φέσι, σε σκούρους χρωματισμούς και με λιτά διακοσμητικά στοιχεία, αντλεί την καλαισθησία της από την απέριττη απλότητά της δίχως την παραμικρή διάθεση προβολής και εντυπωσιασμού.
Γενικά η καθημερινή ενδυμασία του Κύπριου αγρότη μοιάζει με την επίσημή του φορεσιά. Το κακοκαίρι φορούσαν λεπτές και κυρίως ανοικτόχρωμες φορεσιές και το υπόλοιπο χρόνο πιο χοντρές και σκουρόχρωμες. Για τις Κυριακές, τις εορτές και τους γάμους επιλάγαν τη μαύρη βράκα. Κατά τα άλλα, φορούσαν μπλε βράκα το χειμώνα και άσπρη το καλοκαίρι. Στα βουνά η βράκα ήταν πιο στενή και το πίσω μέρος, η σέλλα, ήταν πιο κοντή. Στα βουνά επείσης το χρώμα της ανδρικής ενδυμασίας ήταν πιο σκούρο.
'Οταν υπήρχε η οικονομική δυνατότητα, εορταστικό πουκάμισο του Κύπριου αγρότη ήταν μεταξωτό ή ημιμέταξο. Το κόψιμό του έμοιαζε με το γυκαικείο με πλατιά μανίκια, που διπλώναν ή είχαν πιέτες στο κάτω τους μέρος. Μόνο που η ανδρική πουκαμίσα ήταν πιο κοντή και έκλεινε στο πάνω μέρος. Στο Καρπάσι, στο ύψος του ώμου συνήθιζαν πολύ να προσθέτουν στις ραφές μακριές και στενές προσθήκες από βελονάκι διακοσμιμένες με χρωματιστές χάντρες, (πετρού(δ)ες).
Πάνω από το πουκάμισο ο αγρότης φορούσε ένα πολύχρωμο γιλέκο που το χρώμα, το σχέδιο και το κόψιμο του ποικίλλε ανάλογα με την περιοχή. Τα ζιμπούνια ήταν με μανίκια και τα φορούσαν στη καθημερινή τους φορεσιά μόνα τους, ή σε συνδιασμό με το γιλέκο. Τα γιορτινά ή γαμπριάτικα γικέκα ήταν σταυρωτά και ιδιαίτερα κομψά, ραμμένα από βελούδο και τσόχα, διακοσμημένα με σειρίτια και γαϊτάνια, και συχνά κεντημένα με αντωπά λιοντάρια και πουλιά, σχηματοποιημένα φυτικά ή άλλα μοτίβά. Μπροστά έκλειναν με λοξή σειρά κουμπιών και για καλύτερη στο σώμα υπήρχαν στο άνοιγμα της πλάτης περαστές κορδέλες που έδεναν στο κάτω μέρος. Ο ίδιος τύπος επέζησε και στον 20ό αιώνα.
Ο επίσημα ντυμένος χωρικός αρεσκόταν να φορά ένα λουδούδι, ένα γαρύφαλο (μουσκοκάρφι) συνήθως, πίσω από το αυτό ή στην κουμπότρυπα του γιλέκου του.
Το χειμώνα οι αγρότες φορούσαν πάνω από τα ρούχα τους πανωφόρια/κάπες φοδραρισμένες με μαλλί προβάτου ή κατσίκας, που στην Κύπρο είναι ως καππότοι. Ο καππότος ήταν, συνήθως, σε σκούρο καφετί χρώμα, με κόκκινες ραφές ή γυρίσματα. Υπήρχαν και συγκεκριμένες γυκαικείες κάπες. Το χειμώνα επείσης, οι βοσκοί τύλιγαν το σώμα τους με ένα μακρύ (γύρω στο ενάμιση μέτρο) μάλλινο ύφασμα για να προγυλάγονται από το κρύο. Το ύφασμα αυτό ονομαζόταν αλάς. Οι αλάες και ήταν συνήθως άσπροι στο χρώμα, σπάνια όμως είχαν ένα μπλε σκούρο φόντο και ήταν διακοσμημένοι με διάφορα χρώματα.
Η κυπριακή ανδρική ποδίνα, ψηλή μέχρι τα γόνατα, κατασκευαζόταν από δέρμα τράγου. Το δέρμα των προβάτων το χρησιμοποιούσαν για αστάριν (φόδρα), γιατί απορροφούσε τον ιδρώτα του ποδιού. Η μπότα είχε χοντρό πέλμα, πάνω από δύο εκατοστά. Για να προστατεύονται τα άκρα του πέλματος, προσάρμοζαν σε αυτά τις ρίζες, χοντρά καφιά κωμοδρομίσιμα, δηλαδή σιδερένια. Μετά από το κάρφωμα γινόταν το τζίνωμα, δηλαδή στερέωναν το πάνω μέρος σχηματίζοντας κοχλία.
Τα δέρματα κολλούσαν με κόλλα που έφτιαχάν από βολβούς ναρκίσσου. Στο ράψιμο της ποδίνας χρησιμοποιούσαν παλαιότερα για βελόνι σκληρές τρίχες από σβέρκο χοίρου βαμμένες στο αίμα του, για να σκληρύνουν περισσότερο. Το ράψιμο γινόταν σε σχήμα «οκτώ». Το δέρμα το έβρεχαν και το κοπάνιζαν με το μαρτέλλον, σφυρί με στρογγυλεμένη οπίσθια απόληξη, για να στρώσει και να δυναμώσει. Για τις ψηλές ποδίνες είχαν ξύλινα καλαπόδια, τις ζάμπες. Οι ποδίνες μπορούσαν να εναλλάσσονται στα πόδια, γιατί δεν ξεχώριζε το δεξί από το αριστερό, και αυτό γινόταν για να μη φθείρεται από το ίδιο μέρος το τακούνι. Διάκριση σε δεξί και αριστερό υπήρχε στις ευρωπαϊκού τύπου φράγκικες ποδίνες ή φραγκοποδίνες, που φορούσαν με την εορταστική φορεσιά.
Γενικά η καθημερινή ενδυμασία του Κύπριου αγρότη μοιάζει με την επίσημή του φορεσιά. Το κακοκαίρι φορούσαν λεπτές και κυρίως ανοικτόχρωμες φορεσιές και το υπόλοιπο χρόνο πιο χοντρές και σκουρόχρωμες. Για τις Κυριακές, τις εορτές και τους γάμους επιλάγαν τη μαύρη βράκα. Κατά τα άλλα, φορούσαν μπλε βράκα το χειμώνα και άσπρη το καλοκαίρι. Στα βουνά η βράκα ήταν πιο στενή και το πίσω μέρος, η σέλλα, ήταν πιο κοντή. Στα βουνά επείσης το χρώμα της ανδρικής ενδυμασίας ήταν πιο σκούρο.
'Οταν υπήρχε η οικονομική δυνατότητα, εορταστικό πουκάμισο του Κύπριου αγρότη ήταν μεταξωτό ή ημιμέταξο. Το κόψιμό του έμοιαζε με το γυκαικείο με πλατιά μανίκια, που διπλώναν ή είχαν πιέτες στο κάτω τους μέρος. Μόνο που η ανδρική πουκαμίσα ήταν πιο κοντή και έκλεινε στο πάνω μέρος. Στο Καρπάσι, στο ύψος του ώμου συνήθιζαν πολύ να προσθέτουν στις ραφές μακριές και στενές προσθήκες από βελονάκι διακοσμιμένες με χρωματιστές χάντρες, (πετρού(δ)ες).
Πάνω από το πουκάμισο ο αγρότης φορούσε ένα πολύχρωμο γιλέκο που το χρώμα, το σχέδιο και το κόψιμο του ποικίλλε ανάλογα με την περιοχή. Τα ζιμπούνια ήταν με μανίκια και τα φορούσαν στη καθημερινή τους φορεσιά μόνα τους, ή σε συνδιασμό με το γιλέκο. Τα γιορτινά ή γαμπριάτικα γικέκα ήταν σταυρωτά και ιδιαίτερα κομψά, ραμμένα από βελούδο και τσόχα, διακοσμημένα με σειρίτια και γαϊτάνια, και συχνά κεντημένα με αντωπά λιοντάρια και πουλιά, σχηματοποιημένα φυτικά ή άλλα μοτίβά. Μπροστά έκλειναν με λοξή σειρά κουμπιών και για καλύτερη στο σώμα υπήρχαν στο άνοιγμα της πλάτης περαστές κορδέλες που έδεναν στο κάτω μέρος. Ο ίδιος τύπος επέζησε και στον 20ό αιώνα.
Ο επίσημα ντυμένος χωρικός αρεσκόταν να φορά ένα λουδούδι, ένα γαρύφαλο (μουσκοκάρφι) συνήθως, πίσω από το αυτό ή στην κουμπότρυπα του γιλέκου του.
Το χειμώνα οι αγρότες φορούσαν πάνω από τα ρούχα τους πανωφόρια/κάπες φοδραρισμένες με μαλλί προβάτου ή κατσίκας, που στην Κύπρο είναι ως καππότοι. Ο καππότος ήταν, συνήθως, σε σκούρο καφετί χρώμα, με κόκκινες ραφές ή γυρίσματα. Υπήρχαν και συγκεκριμένες γυκαικείες κάπες. Το χειμώνα επείσης, οι βοσκοί τύλιγαν το σώμα τους με ένα μακρύ (γύρω στο ενάμιση μέτρο) μάλλινο ύφασμα για να προγυλάγονται από το κρύο. Το ύφασμα αυτό ονομαζόταν αλάς. Οι αλάες και ήταν συνήθως άσπροι στο χρώμα, σπάνια όμως είχαν ένα μπλε σκούρο φόντο και ήταν διακοσμημένοι με διάφορα χρώματα.
Η κυπριακή ανδρική ποδίνα, ψηλή μέχρι τα γόνατα, κατασκευαζόταν από δέρμα τράγου. Το δέρμα των προβάτων το χρησιμοποιούσαν για αστάριν (φόδρα), γιατί απορροφούσε τον ιδρώτα του ποδιού. Η μπότα είχε χοντρό πέλμα, πάνω από δύο εκατοστά. Για να προστατεύονται τα άκρα του πέλματος, προσάρμοζαν σε αυτά τις ρίζες, χοντρά καφιά κωμοδρομίσιμα, δηλαδή σιδερένια. Μετά από το κάρφωμα γινόταν το τζίνωμα, δηλαδή στερέωναν το πάνω μέρος σχηματίζοντας κοχλία.
Τα δέρματα κολλούσαν με κόλλα που έφτιαχάν από βολβούς ναρκίσσου. Στο ράψιμο της ποδίνας χρησιμοποιούσαν παλαιότερα για βελόνι σκληρές τρίχες από σβέρκο χοίρου βαμμένες στο αίμα του, για να σκληρύνουν περισσότερο. Το ράψιμο γινόταν σε σχήμα «οκτώ». Το δέρμα το έβρεχαν και το κοπάνιζαν με το μαρτέλλον, σφυρί με στρογγυλεμένη οπίσθια απόληξη, για να στρώσει και να δυναμώσει. Για τις ψηλές ποδίνες είχαν ξύλινα καλαπόδια, τις ζάμπες. Οι ποδίνες μπορούσαν να εναλλάσσονται στα πόδια, γιατί δεν ξεχώριζε το δεξί από το αριστερό, και αυτό γινόταν για να μη φθείρεται από το ίδιο μέρος το τακούνι. Διάκριση σε δεξί και αριστερό υπήρχε στις ευρωπαϊκού τύπου φράγκικες ποδίνες ή φραγκοποδίνες, που φορούσαν με την εορταστική φορεσιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου