Τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια μεγάλη αναζήτηση εικόνων που να απεικονίζουν τις ιδιαίτερες ενδυμασίες κάθε τόπου, κατά το απώτερο παρελθόν. Τόσο η ενδυμασία, όσο και η διατροφή, αποτελούν ιδιαίτερα σημαντικά στοιχεία που δίνουν μαρτυρία για την ιστορία και τον πολιτισμό ενός τόπου και των ανθρώπων του.
Η ενδυμασία των Τηνιακών ήταν επηρεασμένη από τη ζωή, τα επαγγέλματα που ακολουθούσαν και τα προϊόντα του τόπου τους. Οπότε, η νησιώτικη φορεσιά ανδρών και γυναικών στην Τήνο φανέρωνε την έντονη επιρροή της βενετικής παρουσίας στον τόπο τους (μέχρι το 1715), τη συνεχή επαφή τους με την Ευρώπη και τους συρμούς της μέσω του εμπορίου, τη μεγάλη χρήση του μεταξιού που παρήγαγαν οι ίδιοι σε μεγάλες ποσότητες και τον εντονότερο, σε σχέση με γειτονικά τα γειτονικά νησιά, ευρωπαϊκό τρόπο ζωής με τον οποίο διαβιούσαν.
Όλα αυτά μαρτυρούνται άμεσα από τις «γκραβούρες» που φιλοτέχνησαν σημαντικοί καλλιτέχνες της χαρακτικής για να στολίσουν τα κείμενα των Ευρωπαίων περιηγητών, που παρουσιάζουμε στο ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ 2009 του Δήμου Εξωμβούργου. Οι «γκραβούρες» αυτές, όλες πρωτότυπες, προέρχονται από την προσωπική συλλογή του συμπατριώτη μας κ. Κωνσταντίνου Καλαϊτζίδη, ο οποίος ευγενικότατα παραχώρησε την αναπαραγωγή τους με αυτή την ευκαιρία. Τον ευχαριστούμε ιδιαίτερα.
Κοντά σ’ αυτές τις υπέροχες εικόνες της ζωής και της ενδυμασίας των προγόνων μας, έχουμε την ευκαιρία να απολαύσουμε και την περιγραφή τους που έκανε πριν από 100 και πλέον έτη μια αξιόλογη γυναίκα της Τήνου, η Στυλιανή Γάφου, σε δική μας απόδοση στη δημοτική. Κείμενο και «γκραβούρες» αλληλοσυμπληρώνονται και δίνουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της ζωής της Τήνου κατά τον 17ο και 18ο αιώνα.
Η ενδυμασία των Τηνιακών, γύρω στο έτος 1800, ήταν η ακόλουθη:
Σκούφος μάλλινος κόκκινος (φέσι) με θύσανο (φούντα) μπλε κάλυπτε την κεφαλή και σκέπαζε εντελώς τα μαλλιά τους.
Φορούσαν περιλαίμιο (κολάρο) κεντημένο με κόκκινη κλωστή, που το περιέστρεφαν σαν σχοινί και οι δυο άκρες του κατέληγαν σε χρυσά κρόσια. Ο λαιμοδέτης (γραβάτα) ήταν κουμπωμένος πολύ χαλαρά και κατέβαινε πάνω στο στήθος. Το γιλέκο τους ήταν βελούδινο και από πάνω φορούσαν σακάκι μάλλινο με μακριά μανίκια, που το έλεγαν «δολαμά» και τον έσφιγγαν στη μέση τους με ένα σάλι κόκκινο ή κίτρινο. Η βράκα τους ήταν φαρδιά και περιείχε δυο ή τρεις πήχεις μάλλινο και κατέβαινε μέχρι τα γόνατά τους και ονομαζόταν «σαλβάρι».
Η χρήση κόκκινου φεσιού ήταν αποκλειστική μόνο στην Τήνο και σε κάποια γειτονικά νησιά. Φαίνεται πως προήλθε από κάποιο προνόμιο, όταν αυτά τα νησιά παραδόθηκαν στους Τούρκους, διότι κανένας Έλληνας δεν τολμούσε να παρουσιαστεί μπροστά σε Τούρκο με ένα τέτοιο κάλυμμα κεφαλής.
Το παντελόνι τους ήταν από λευκό βαμβάκι ή από ποικιλόχρυσο μετάξι. Τα υποδήματά τους ήταν μαύρα, ραμμένα γύρω-γύρω με κόκκινο μαροκινό δέρμα και συνδέονταν μεταξύ τους τα δυο μέρη με ασημένιες πόρπες. Φορούσαν και χιτώνα από λευκό ή μεταξένιο ύφασμα, κομμένο σύμφωνα με το ευρωπαϊκό τρόπο.
Ξύριζαν τα γένια τους, αλλά διατηρούσαν το μουστάκι. Πολύ λίγοι, όσοι θεωρούσαν τους εαυτούς των απόγονους της παλαιάς αριστοκρατικής τάξης του νησιού, φορούσαν ρούχα ευρωπαϊκού τύπου.
Η ενδυμασία των γυναικών ήταν δυο ειδών: η ενδυμασία των νεαρών, και η ενδυμασία των παντρεμένων.
Τα κορίτσια του νησιού ντύνονταν όπως εκείνα της Κωνσταντινούπολης. Φορούσαν φόρεμα το οποίο ονόμαζαν «βλάχικο» επειδή καταγόταν από τη Βλαχία. Αυτό το φόρεμα είχε μακριά μανίκια και κούμπωνε στο στήθος. Την έσφιγγαν πίσω με κορδόνια, ενώ, συνήθως, εμπρός είχε μπαλένες, όπως και οι στηθόδεσμοι του Παρισιού. Στο κεφάλι τους φορούσαν το «τομπουρνούς», δηλαδή μικρό λευκό φέσι, που το τύλιγαν εξωτερικά και κυλινδρικά με ένα μαντήλι. Τα μαλλιά τους ήταν πλεγμένα σε πολλές κοτσίδες (πλεξίδες), απ’ τις οποίες μερικές περικύκλωναν αυτόν τον κεφαλόδεσμο, ενώ άλλες κρέμονταν σε όλο τους το μήκος. Τα μαλλιά των κροτάφων ήταν κομμένα πολύ κοντά και κατέβαιναν και από τις δυο πλευρές μέχρι το ύψος των ώμων.
Οι γυναίκες, τόσο οι αστές όσο και εκείνες ευγενικής καταγωγής, φορούσαν μεσοφόρι που έφτανε μέχρι τις φτέρνες και γιλέκο (μπούστο) που κατέληγε στη ζώνη, την οποία έκλειναν μπροστά κουμπιά ασημένια. Πάνω στο στήθος έφεραν ένα είδος χοντρού επενδύτη, από υλικό στερεό και όχι ευλύγιστο, που τον ονόμαζαν «πεττορίνη» (στηθοέρεισμα, σουτιέν). Αυτός ο επενδύτης, που ήταν τριγωνικός, είχε μήκος οκτώ δακτύλων, έξι πλάτος και μισό πάχος και σταθεροποιούταν στα κουμπιά του γιλέκου με κορδόνια, τα οποία έσφιγγαν δυνατά πάνω στο στήθος. Πάνω από την πεττορίνη κάλυπταν τα στήθη τους με ένα μαντήλι. Έζωναν τη μέση τους με μια πλατιά ποικιλόχρωμη ταινία, την οποία έσφιγγαν πολύ και ενώνονταν οι δυο άκρες μπροστά με μια πόρπη. Αντί γι’ αυτή την ταινία, κάποιες γυναίκες μεταχειρίζονταν ένα σάλι, διπλωμένο τριγωνικά, του οποίου η μεσαία γωνία κατέβαινε προς την πλευρά του ενός ισχύου (γοφού), συνήθως το αριστερό.
Τα σανδάλια, που ήταν ποικιλόχρωμα, είχαν υψηλό πέλμα. Τύλιγαν την κεφαλή τους με κόκκινο ή μωβ βελούδο, μήκους ενός πήχη και πλάτος μεγαλύτερο ενός ποδιού. Αυτό το είδος κεφαλοδέσμου ονομαζόταν «μαχραμάς», είχε κυλινδρικό σχήμα και το έδεαν στο μέτωπο με ποικιλόχρωμο μαντήλι. Πάνω από αυτόν τον κεφαλόδεσμο έριχναν μια καλύπτρα, την «μπόλια», μεταξωτή ή κίτρινη, της οποία η μια άκρη έπεφτε πάνω στο στήθος, ενώ το άλλο πάνω στον ώμο. Οι γυναίκες της κατώτερης τάξης αντί το κόκκινο μεταξωτό βελούδο μεταχειρίζονταν κίτρινο βαμβακερό βελούδο. Τα μαλλιά τους τα σκέπαζαν.
Οι γυναίκες των χωριών ντύνονταν με πολλή απλότητα, αλλά με πολλή χάρη. Φορούσαν φορέματα από χοντρό ύφασμα, κατασκευασμένα όπως τα γαλλικά, αλλά λιγότερο στολισμένα, χωρίς ποδόγυρο από πτυχές.
Όταν έβγαιναν από τα σπίτια τους για επίσκεψη, έφεραν πάντα ένα μανδύα με μανίκια, του οποίου το χρώμα και η ποιότητα εξαρτιόταν από την εποχή και την περιουσία τους. Οι περισσότερες φορούσαν σκουλαρίκια και μακριά βραχιόνια, χρυσά ή μαργαριτοφόρα, δαχτυλίδια με πολύτιμες πέτρες, χρυσά ή μαργαριτοφόρα περιδέραια, απ’ τα οποία κρεμούσαν φλουριά (δουκάτα) ή χρυσά μετάλλια. Ποτέ δε χρησιμοποίησαν το ασήμι στα στολίδια τους, παρά μόνο για τα κουμπιά των γιλέκων και, ορισμένες φορές, για τις πόρπες των ζωστήρων τους.
Άννα Σερούιου, Οικογενειακόν Ημερολόγιον, Ερμούπολις 1902, σ. 125-127.
π. Μάρκος Φώσκολος
πηγή
πηγή εικόνων
Η ενδυμασία των Τηνιακών ήταν επηρεασμένη από τη ζωή, τα επαγγέλματα που ακολουθούσαν και τα προϊόντα του τόπου τους. Οπότε, η νησιώτικη φορεσιά ανδρών και γυναικών στην Τήνο φανέρωνε την έντονη επιρροή της βενετικής παρουσίας στον τόπο τους (μέχρι το 1715), τη συνεχή επαφή τους με την Ευρώπη και τους συρμούς της μέσω του εμπορίου, τη μεγάλη χρήση του μεταξιού που παρήγαγαν οι ίδιοι σε μεγάλες ποσότητες και τον εντονότερο, σε σχέση με γειτονικά τα γειτονικά νησιά, ευρωπαϊκό τρόπο ζωής με τον οποίο διαβιούσαν.
Όλα αυτά μαρτυρούνται άμεσα από τις «γκραβούρες» που φιλοτέχνησαν σημαντικοί καλλιτέχνες της χαρακτικής για να στολίσουν τα κείμενα των Ευρωπαίων περιηγητών, που παρουσιάζουμε στο ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ 2009 του Δήμου Εξωμβούργου. Οι «γκραβούρες» αυτές, όλες πρωτότυπες, προέρχονται από την προσωπική συλλογή του συμπατριώτη μας κ. Κωνσταντίνου Καλαϊτζίδη, ο οποίος ευγενικότατα παραχώρησε την αναπαραγωγή τους με αυτή την ευκαιρία. Τον ευχαριστούμε ιδιαίτερα.
Κοντά σ’ αυτές τις υπέροχες εικόνες της ζωής και της ενδυμασίας των προγόνων μας, έχουμε την ευκαιρία να απολαύσουμε και την περιγραφή τους που έκανε πριν από 100 και πλέον έτη μια αξιόλογη γυναίκα της Τήνου, η Στυλιανή Γάφου, σε δική μας απόδοση στη δημοτική. Κείμενο και «γκραβούρες» αλληλοσυμπληρώνονται και δίνουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της ζωής της Τήνου κατά τον 17ο και 18ο αιώνα.
Η ενδυμασία των Τηνιακών, γύρω στο έτος 1800, ήταν η ακόλουθη:
Σκούφος μάλλινος κόκκινος (φέσι) με θύσανο (φούντα) μπλε κάλυπτε την κεφαλή και σκέπαζε εντελώς τα μαλλιά τους.
Φορούσαν περιλαίμιο (κολάρο) κεντημένο με κόκκινη κλωστή, που το περιέστρεφαν σαν σχοινί και οι δυο άκρες του κατέληγαν σε χρυσά κρόσια. Ο λαιμοδέτης (γραβάτα) ήταν κουμπωμένος πολύ χαλαρά και κατέβαινε πάνω στο στήθος. Το γιλέκο τους ήταν βελούδινο και από πάνω φορούσαν σακάκι μάλλινο με μακριά μανίκια, που το έλεγαν «δολαμά» και τον έσφιγγαν στη μέση τους με ένα σάλι κόκκινο ή κίτρινο. Η βράκα τους ήταν φαρδιά και περιείχε δυο ή τρεις πήχεις μάλλινο και κατέβαινε μέχρι τα γόνατά τους και ονομαζόταν «σαλβάρι».
Η χρήση κόκκινου φεσιού ήταν αποκλειστική μόνο στην Τήνο και σε κάποια γειτονικά νησιά. Φαίνεται πως προήλθε από κάποιο προνόμιο, όταν αυτά τα νησιά παραδόθηκαν στους Τούρκους, διότι κανένας Έλληνας δεν τολμούσε να παρουσιαστεί μπροστά σε Τούρκο με ένα τέτοιο κάλυμμα κεφαλής.
Το παντελόνι τους ήταν από λευκό βαμβάκι ή από ποικιλόχρυσο μετάξι. Τα υποδήματά τους ήταν μαύρα, ραμμένα γύρω-γύρω με κόκκινο μαροκινό δέρμα και συνδέονταν μεταξύ τους τα δυο μέρη με ασημένιες πόρπες. Φορούσαν και χιτώνα από λευκό ή μεταξένιο ύφασμα, κομμένο σύμφωνα με το ευρωπαϊκό τρόπο.
Ξύριζαν τα γένια τους, αλλά διατηρούσαν το μουστάκι. Πολύ λίγοι, όσοι θεωρούσαν τους εαυτούς των απόγονους της παλαιάς αριστοκρατικής τάξης του νησιού, φορούσαν ρούχα ευρωπαϊκού τύπου.
Η ενδυμασία των γυναικών ήταν δυο ειδών: η ενδυμασία των νεαρών, και η ενδυμασία των παντρεμένων.
Τα κορίτσια του νησιού ντύνονταν όπως εκείνα της Κωνσταντινούπολης. Φορούσαν φόρεμα το οποίο ονόμαζαν «βλάχικο» επειδή καταγόταν από τη Βλαχία. Αυτό το φόρεμα είχε μακριά μανίκια και κούμπωνε στο στήθος. Την έσφιγγαν πίσω με κορδόνια, ενώ, συνήθως, εμπρός είχε μπαλένες, όπως και οι στηθόδεσμοι του Παρισιού. Στο κεφάλι τους φορούσαν το «τομπουρνούς», δηλαδή μικρό λευκό φέσι, που το τύλιγαν εξωτερικά και κυλινδρικά με ένα μαντήλι. Τα μαλλιά τους ήταν πλεγμένα σε πολλές κοτσίδες (πλεξίδες), απ’ τις οποίες μερικές περικύκλωναν αυτόν τον κεφαλόδεσμο, ενώ άλλες κρέμονταν σε όλο τους το μήκος. Τα μαλλιά των κροτάφων ήταν κομμένα πολύ κοντά και κατέβαιναν και από τις δυο πλευρές μέχρι το ύψος των ώμων.
Οι γυναίκες, τόσο οι αστές όσο και εκείνες ευγενικής καταγωγής, φορούσαν μεσοφόρι που έφτανε μέχρι τις φτέρνες και γιλέκο (μπούστο) που κατέληγε στη ζώνη, την οποία έκλειναν μπροστά κουμπιά ασημένια. Πάνω στο στήθος έφεραν ένα είδος χοντρού επενδύτη, από υλικό στερεό και όχι ευλύγιστο, που τον ονόμαζαν «πεττορίνη» (στηθοέρεισμα, σουτιέν). Αυτός ο επενδύτης, που ήταν τριγωνικός, είχε μήκος οκτώ δακτύλων, έξι πλάτος και μισό πάχος και σταθεροποιούταν στα κουμπιά του γιλέκου με κορδόνια, τα οποία έσφιγγαν δυνατά πάνω στο στήθος. Πάνω από την πεττορίνη κάλυπταν τα στήθη τους με ένα μαντήλι. Έζωναν τη μέση τους με μια πλατιά ποικιλόχρωμη ταινία, την οποία έσφιγγαν πολύ και ενώνονταν οι δυο άκρες μπροστά με μια πόρπη. Αντί γι’ αυτή την ταινία, κάποιες γυναίκες μεταχειρίζονταν ένα σάλι, διπλωμένο τριγωνικά, του οποίου η μεσαία γωνία κατέβαινε προς την πλευρά του ενός ισχύου (γοφού), συνήθως το αριστερό.
Τα σανδάλια, που ήταν ποικιλόχρωμα, είχαν υψηλό πέλμα. Τύλιγαν την κεφαλή τους με κόκκινο ή μωβ βελούδο, μήκους ενός πήχη και πλάτος μεγαλύτερο ενός ποδιού. Αυτό το είδος κεφαλοδέσμου ονομαζόταν «μαχραμάς», είχε κυλινδρικό σχήμα και το έδεαν στο μέτωπο με ποικιλόχρωμο μαντήλι. Πάνω από αυτόν τον κεφαλόδεσμο έριχναν μια καλύπτρα, την «μπόλια», μεταξωτή ή κίτρινη, της οποία η μια άκρη έπεφτε πάνω στο στήθος, ενώ το άλλο πάνω στον ώμο. Οι γυναίκες της κατώτερης τάξης αντί το κόκκινο μεταξωτό βελούδο μεταχειρίζονταν κίτρινο βαμβακερό βελούδο. Τα μαλλιά τους τα σκέπαζαν.
Οι γυναίκες των χωριών ντύνονταν με πολλή απλότητα, αλλά με πολλή χάρη. Φορούσαν φορέματα από χοντρό ύφασμα, κατασκευασμένα όπως τα γαλλικά, αλλά λιγότερο στολισμένα, χωρίς ποδόγυρο από πτυχές.
Όταν έβγαιναν από τα σπίτια τους για επίσκεψη, έφεραν πάντα ένα μανδύα με μανίκια, του οποίου το χρώμα και η ποιότητα εξαρτιόταν από την εποχή και την περιουσία τους. Οι περισσότερες φορούσαν σκουλαρίκια και μακριά βραχιόνια, χρυσά ή μαργαριτοφόρα, δαχτυλίδια με πολύτιμες πέτρες, χρυσά ή μαργαριτοφόρα περιδέραια, απ’ τα οποία κρεμούσαν φλουριά (δουκάτα) ή χρυσά μετάλλια. Ποτέ δε χρησιμοποίησαν το ασήμι στα στολίδια τους, παρά μόνο για τα κουμπιά των γιλέκων και, ορισμένες φορές, για τις πόρπες των ζωστήρων τους.
Άννα Σερούιου, Οικογενειακόν Ημερολόγιον, Ερμούπολις 1902, σ. 125-127.
π. Μάρκος Φώσκολος
πηγή
πηγή εικόνων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου