Η μάνα η
Λευκαδίτισσα. Τη βλέπω στις αλυκές να σηκώνει ξυπόλυτη, σε μια ποδολόγα,
αλάτι στο κεφάλι της. Κόντρα στη φτώχεια. Με αντίσταση στην απόγνωση. Πικραμένη
από τη μοίρα. Αλλά με δύναμη. Με υπομονή. Με πλοηγό την αμόλυντη ψυχή της. Τη
βλέπω στην Καρυά, νύφη στο χωριάτικο γάμο με αυτή την αρχοντική λευκαδίτικη
φορεσιά, τη μεγαλοπρεπή. Να κεντάει με καρτερικότητα και φαντασία. Με
παραδειγματική απλότητα. Να κουβαλάει το νερό με τον τέντζερη στο κεφάλι με
δεξιοτεχνία. Με θάρρος.
Τη βλέπω στα αμπέλια να σκάβει με αντρίκεια δύναμη, στα χωράφια, στα αλώνια, στον αργαλειό. Στους Σφακιώτες, στα Χορτάτα, στον Αη-Πέτρο, στην Εξάνθεια. Τη βλέπω στους βόλτους στην Εγκλουβή, στα μελίσσια στο Αθάνι, στις ψαρόβαρκες στα Σύβοτα, στη Λυγιά. Τη βλέπω παντού. Να ανάβει με ευλάβεια, με φροντίδα το καντήλι στο εικονοστάσι. Η αρχόντισσα της παράδοσης. Με τα περίσσια αποθέματα ψυχής για να προκόψουν τα παιδιά της, τα βλαστάρια της. Η μάνα η Λευκαδίτισσα.
Τη βλέπω στη Χώρα να αναστενάζει πίσω από τα παραθυρόφυλλα, να κλαίει μαζί με τη βροχή πάνω στον τσίγκο. Ν’ ασβεστώνει το καντούνι του Πουλιού, στην Αγία Παρασκευή, στην Αγία Κάρα, στον πίσω Μόλο. Να περιμένει με καρτερικότητα τον ψαρά, τον άντρα της, μέχρι τα χαράματα. Να ρίχνει μεγαλοβδομαδιάτικα το “κομμάτι”. Και με το κουράγιο συνοδοιπόρο να παίρνει το δρόμο για τον ελαιώνα, στην Απόλπαινα για να αναρωτηθεί γιατί τόσοι σταυροί νέων ανθρώπων καρφωμένοι στο χώμα. Τη βλέπω στο Σπαρτοχώρι να αγναντεύει αναστενάζοντας τη θάλασσα, περιμένοντας τον γιο της, τον άντρα της από τα καράβια. Κι ένα δάκρυ να κυλάει στο αυλακωμένο της πρόσωπο. Το χαρακωμένο από τις πίκρες. Και με τα ροζιασμένα χέρια της να σκουπίζει τα δάκρυα. Η μάνα, η Λευκαδίτισσα.
Τη βλέπω στα αμπέλια να σκάβει με αντρίκεια δύναμη, στα χωράφια, στα αλώνια, στον αργαλειό. Στους Σφακιώτες, στα Χορτάτα, στον Αη-Πέτρο, στην Εξάνθεια. Τη βλέπω στους βόλτους στην Εγκλουβή, στα μελίσσια στο Αθάνι, στις ψαρόβαρκες στα Σύβοτα, στη Λυγιά. Τη βλέπω παντού. Να ανάβει με ευλάβεια, με φροντίδα το καντήλι στο εικονοστάσι. Η αρχόντισσα της παράδοσης. Με τα περίσσια αποθέματα ψυχής για να προκόψουν τα παιδιά της, τα βλαστάρια της. Η μάνα η Λευκαδίτισσα.
Τη βλέπω στη Χώρα να αναστενάζει πίσω από τα παραθυρόφυλλα, να κλαίει μαζί με τη βροχή πάνω στον τσίγκο. Ν’ ασβεστώνει το καντούνι του Πουλιού, στην Αγία Παρασκευή, στην Αγία Κάρα, στον πίσω Μόλο. Να περιμένει με καρτερικότητα τον ψαρά, τον άντρα της, μέχρι τα χαράματα. Να ρίχνει μεγαλοβδομαδιάτικα το “κομμάτι”. Και με το κουράγιο συνοδοιπόρο να παίρνει το δρόμο για τον ελαιώνα, στην Απόλπαινα για να αναρωτηθεί γιατί τόσοι σταυροί νέων ανθρώπων καρφωμένοι στο χώμα. Τη βλέπω στο Σπαρτοχώρι να αγναντεύει αναστενάζοντας τη θάλασσα, περιμένοντας τον γιο της, τον άντρα της από τα καράβια. Κι ένα δάκρυ να κυλάει στο αυλακωμένο της πρόσωπο. Το χαρακωμένο από τις πίκρες. Και με τα ροζιασμένα χέρια της να σκουπίζει τα δάκρυα. Η μάνα, η Λευκαδίτισσα.
Τη βλέπω να σταυροκοπιέται στην Κυρά-Φανερωμένη. Να
ανάβει το κεράκι δίπλα στα πολυκαιρισμένα τάματα που έμειναν για να θυμίζουν πως
η ψυχή, το κουράγιο, η δύναμη είναι συνυφασμένες με τη μάνα. Τη μάνα με το
πονεμένο βλέμμα στον ουρανό. Το βλέμμα της απόγνωσης. Το πανωτόκι στην
πίκρα. Η μάνα, η
Λευκαδίτισσα. Η μάνα μας!!
[από το βιβλίο του ΗΛΙΑ Π. ΓΕΩΡΓΑΚΗ ΄Χορεύουν τα κόκκινα'
(εκδόσεις ΑΓΚΥΡΑ].
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου