Εγώ για σένα μάτια μου εμίσεψα στην πόλη
για να σου φέρω καμουχά να σε ζηλεύουν όλοι.
Μ΄ αυτά τα λόγια, λόγια τραγουδιού, ντυνόταν η Νενητούσαινα. Όσοι την έβλεπαν γέμιζαν θαυμασμό και ευαρέσκεια από τη χάρη της, μια και η νενητούσικη στολή αναδείκνυε την λεβεντιά της και, την λυγερή της κορμοστασιά, γιατί η στολή αυτή ήταν πιο λεπτεπίλεπτη από τις άλλες και λιγότερο φορτική όπως αναφέρει ο Άμαντος και η Αιμ. Σάρρου και εξ αυτών ο Βικτ. Κουκουρίδης.
Επτά πήχες ( περίπου 4,5 μέτρα) μήκος και ¾ του πήχη (περίπου μισό μέτρο) ήταν το πλάτος του υφάσματος που αποτελούσε το σπουδαιότερο τμήμα της χωριάτικης νενητούσικης στολής που ήταν ο κεφαλόδεσμος ή το σαρίκι που αποτελεί ευγενικό αντιπρόσωπο του αρχαίου κρηδέμνου και κεκρυχάλου.
Το σαρίκι ήταν διαφορετικό στην καθημερινή φορεσιά από αυτό στην σκολιάτικη (γιορτινή). Στην καθημερινή στολή το σαρίκι φτιαχνόταν από μπρουζούκι, δηλαδή από λευκό μεταξωτό πανί, ή από το λεγόμενο «σγουρό» που ήταν επίσης μεταξωτό πανί χρώματος υποκίτρινου όπως ήταν το χώμα του φυσικού μεταξιού που φτιάχνει ο μεταξοσκώληκας. Το σαρίκι της καθημερινής φορεσιάς ήταν από βαμβακερό ύφασμα το λεγόμενο «καταχίντικο». Βαμβακερά υφάσματα φτιαχνόταν και υφαίνονταν στο χωριό μας και αναφέρεται ότι υπήρχαν ντόπιες κλώστριες και αναλώτριες (αρχ. ταλασιουργαί) και ακόμα αναφέρεται ότι στο χωριό λειτουργούσε σχολή υφαντικής η οποία σταμάτησε πριν από το 1960. Τα βαμβακερά υφάσματα βαφόταν επί τόπου κίτρινα με κρόκο.
Το σκούφωμα της κοπέλας γινόταν από έμπειρη γυναίκα, θα θυμούνται οι μεγαλύτεροι την Δέσποινα Λυμπέρη, η οποία πρόθυμα ακολουθούσε το χορευτικό τμήμα του συλλόγου μας ως το 1985 για ανάλογο σκοπό. Η κοπέλα που θα σκουφωνόταν χώριζε τα μαλλιά της με χωρίστρα στη μέση και το κάθε μέρος, το χώριζε και πάλι στα δύο. Το μπροστινό τμήμα, πήγαινε στον κάθε κρόταφο (ινίο) και το πίσω προς το κάθε αυτί. Το μπροστινό τμήμα των μαλλιών έπεφτε με μέρος του σαρικιού που κατέβαινε από το μπροστινό μέρος του κεφαλιού και κατέληγε περιστρεφόμενο μέχρι το στήθος. Το υπόλοιπο τμήμα των μαλλιών μαζευόταν στο πίσω μέρος του κεφαλιού και συγκρατιόνταν με λεπτό φακιόλι που λεγόταν στρουγγιό ή βαλέττο (στις φορεσιές των αρχαίων συναντάται κάτι ανάλογο το οποίο ονομαζόταν άμπυξ). Η δεξιά ακρομαντηλία ήταν μακρύτερη. Ο κεφαλόδεσμος της καθημερινής φορεσιάς είχε στην άκρη της δαντέλα, ενώ της σκολιάτικης είχε κρόσσια.
Άλλο τμήμα της φορεσιάς ήταν αυτό που έμπαινε πάνω από το υποκάμισοκαι λεγόταν μπουστομάνικο. Το μπουστομάνικο ήταν ένας χιτώνας με χέρια που κατέληγαν σε λεπτοκεντημένες χειρίδες. Ο χιτώνας αυτός ήταν κατασκευασμένος πάλι από μπρουζούκι. Στο πάνω μέρος του έφερε το λεγόμενο σαμαράκι που ήταν ένα κοντό εξωτερικό πολύπτυχο ρούχο χωρίς μανίκια που φοριέται αμέσως μετά το μπουστομάνικο, σαν γιλέκο και ήταν φτιαγμένο από μάλλινο ύφασμα. Το σαμαράκι αυτό, άρχιζε από την ωμοπλάτη και έφτανε μέχρι την οσφύ. Το τμήμα γύρω από τον αυχένα φτιαχνόταν από μεταξωτό ύφασμα χρώματος κυανού ή κόκκινου και κατέληγε σε τριγωνικό τμήμα το λεγόμενο τραχηλικό. Το μπροστινό μέρος του σαμαρακιού δεν είχε πτυχές και δενόταν πλαγίως και αριστερά με το λεγόμενο γαϊτάνι ( ποτέ δεν είχε η νενητούσικη φορεσιά κουμπιά όπως και καμιά στολή σε όλα τα μαστιχόχωρα).
Το στήθος εν συνεχεία καλυπτόταν με το στηθοπάνι που ήταν ένα μεταξωτό μαντήλι καμουχένιο. Συγκρατιόταν κάτω από τις μασχάλες και έφτανε μέχρι τη μέση της κοιλιάς. Το πάνω μέρος του, ο βέλιος, είχε στολίσματα που δήλωναν και την οικονομική κατάσταση της κοπέλας που το φορούσε. Το καλοκεντιμένο και στολισμένο στηθοπάνι λεγόταν και κατηφές.
Τη φορεσιά συμπλήρωνε η φούστα. Η καθημερινή φτιαγμένη από κάμποτο, η σχολιάτικη από χασέ. Πάντα κάτασπρη με πτυχές, δεμένη στην οσφύ με βρακοζώνη. Η γυναικεία φορεσιά δεν είχε ζώνη στα Νένητα. Αναφέρεται ότι οι μεγαλύτερες γυναίκες φορούσαν και ποδιές μπροστά τους, τις προσθέλες. Ακολουθούσαν οι περικνημίδες (πλεκτές κάλτσες), πάντοτε λευκές και για υποδήματα φοριόνταν παντούφλες, κεντητές συνήθως. Αναφέρεται ότι οι φορεσιές αυτές άντεχαν τόσο πολύ στο χρόνο ώστε η κάθε γυναίκα περνούσε τη ζωή της με 2-3 ενδυμασίες.
Την ενδυμασία επικουρικά συμπλήρωναν ακόμα μερικά τμήματα, ένα απ’ αυτά ήταν η καμιζόρα, η οποία έμπαινε πάνω από το σαμαράκι σαν την επωμίδα των αρχαίων. Ήταν κατασκευασμένη από τσόχα ή από ατλάζι και είχε χρώμα κυανό ή βαθύ καστανό. Πάντα γαρνιρισμένο με μεταξωτό, κόκκινο γαϊτάνι. Στα μεγάλα κρύα φοριόταν μακριές καμιζόρες. Και τέλος, το κοντογούνιτο λεγόμενο σεϊμένικο.
Καταλήγοντας ας πούμε ότι με τα υφάσματα της φορεσιάς, τα μεταξωτά και τους καμουχάδες, τα καφατιανά πανιά από την Καφάτη της Κριμαίας και τα στουπιά, η αγνότητα και το ευτράπελο του χαρακτήρα των χωρικών τα συνδύαζε σε τούτες τις παρακάτω ρίμες, που αφενός για να παρηγορήσουν τη γεροντοκόρη έλεγαν… :
Και τα στουπιά παντρεύονται κι οι απολαναρίδες
μα τα καφατιανά πανιά κάθονται στις θυρίδες.
Αλλά αφετέρου να καταδείξουν τις υπερβολικές απαιτήσεις της μάνας της, η οποία στέκονταν εμπόδιο στα προξενιά της κόρης γιατί προτιμούσε «για χρυσάφι για στο ράφι» συμπλήρωναν :
Εσύ ’σαι η μπαμπακερι εσύ και η χασένιη η κόρη βάζει το πανί μα η μάνα το ξεφαίνει. [Κωνσταντίνος Βούκουνας, Πηγή]
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου