Όπως δήλωσε ο πρόεδρος του «Μέγα Βασίλειου», Χαράλαμπος Φαρασόπουλος, το έθιμο ήταν διαδεδομένο στους ορθοδόξους πληθυσμούς όλων των χωριών της Καππαδοκίας και το έφεραν «από την πατρίδα, στη νέα πατρίδα» οι 35 οικογένειες που εγκαταστάθηκαν στους Ασκητές από το Αναργυράσιο (Αγιρνάς) της Καισαρείας.
Η προετοιμασία ξεκινά από το απομεσήμερο, οπότε και οι κάτοικοι του χωριού συγκεντρώνουν ξύλα μπροστά στην εκκλησία. Τα ξύλα στην άνυδρη Καππαδοκία ήταν σπάνια και οι νέοι γυρνούσαν στα σπίτια του χωριού για να μαζέψουν παλιές σκούπες, κυψέλες και ό,τι άλλο μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως καύσιμη ύλη.Δημιουργείται θημωνιά με διάμετρο και ύψος ως πέντε μέτρα. Μετά τον εσπερινό, γίνεται πλειοδοτικός διαγωνισμός και όποιος προσφέρει τα περισσότερα έχει το προνόμιο να ανάψει τη φωτιά. Τα χρήματα από το διαγωνισμό διατίθενται στο ναό.
Γύρω από την τεράστια φωτιά που φωτίζει όλη την πλατεία, χορεύουν παραδοσιακούς τελετουργικούς χορούς από την Καππαδοκία, αλλά και Θρακιώτικους. Μόλις τελειώσει ο χορός, οι γυναίκες κερνούν χειροποίητους κουραμπιέδες και μπακλαβάδες με σουσάμι. Όταν καταλαγιάσει η φωτιά, οι κάτοικοι του χωριού παίρνουν από ένα κλαδάκι για να ανάψουν το καντήλι, ενώ με το κάρβουνο χαράσσουν το σταυρό στο σπίτι και το στάβλο. Στην Καππαδοκία, τα κάρβουνα χρησιμοποιούνταν για τις ανάγκες του ναού.
Σύμφωνα με τον κ. Φαρασόπουλο, πρόκειται για προχριστιανικό έθιμο, που αφομοιώθηκε από τη χριστιανική θρησκεία και έγινε μέρος της λατρείας. Σκοπός της φωτιάς είναι να φύγουν οι Καλικάτζαροι και συμβολισμός της η απαλλαγή από τα ψυχικά βάρη και τα ενοχλητικά δαιμόνια.
Αυτός που θα ανάψει τη φωτιά λογίζεται τυχερός και ευλογημένος, ενώ θεωρείται ότι τα χωράφια που είναι από τη μεριά που θα φυσήξει ο καπνός θα έχουν καλύτερη παραγωγή
Τα Σάγια τότε…
Στο Γκέλβερι της Καππαδοκίας, μια από τις μεγαλύτερες Χριστιανικές
κοινότητες της περιοχής κάθε γιορτή έπαιρνε ιδιαίτερο νόημα, μέσα από τα
λατρευτικά έθιμα και τις δοξασίες των κατοίκων της περιοχής.
Η γιορτή της παραμονής των Θεοφανίων στις 5 Ιανουαρίου, ήταν σ’όλους γνωστή με το όνομα “Σάγια”.
Πρωί πρώι με το ξημέρωμα πήγαιναν στην εκκλησία κι έπαιρναν τον μικρό αγιασμό, σε αντίθεση με τον μεγάλο αγιασμό που θα έπαιρναν την επόμενη μέρα των Θεοφανίων. Έπιναν αγιασμό και έφερναν και στα σπίτια τους για να ραντίσουν τα ζώα, τους κήπους τα χωράφια και τα αμπέλια. Μέσα σε φιάλες σφραγισμένες διατηρούσαν αγιασμό στο εικονοστάσι του σπιτιού ως τον άλλο χρόνο.
Τα παιδιά σχημάτιζαν ομάδες για να πουν τα κάλαντα. Γύριζαν πρωί πρωί στα σπίτια, έλεγαν το τροπάριο “Εν Ιορδάνη βαφτιζομένου σου κύριε… ” και μάζευαν δώρα, τα οποία και έτρωγαν την επόμενη μέρα σε κοινό γεύμα και όσα περίσσευαν τα πουλούσαν , για να αγοράσουν σχολικά είδη με τα χρήματα. Κάποιες ομάδες παιδιών, συνήθιζαν την ημέρα εκείνη να μεταμορφώνονται σε “Σάγια “. Διάλεγαν μια μεγάλη κυλότα, μέσα στην οποία να μπορέσουν να βυθιστούν μέχρι το λαιμό. Το κεφάλι μόνο έμενε απ’ έξω. Μ’ ένα ζευγάρι κέρατα στο μέτωπο, μια μεγάλη σειρά από βόλους και κουδουνάκια προσδεμένο σ’ αυτό το ιδιόρρυθμο ένδυμα, πήγαιναν στα Ελληνικά σπίτια και φώναζαν με δύναμη: “Ήρθε η σάγια, την άκουσες;”.
Ήταν ημέρα νηστείας η παραμονή των Θεοφανίων. Τα συνηθισμένα νηστίσιμα φαγητά τους ήταν φακές, φασόλια τουρσί, κομπόστες από σταφίδες, δαμάσκηνα ή βερίκκοκα. Την ίδια μέρα ζύμωναν στα σπίτια τις πίττες των Θεοφανίων.
Με επισημότητα και με την συμμετοχή όλων γινόταν το βράδυ της ίδιας μέρας το άναμμα της φωτιάς στην αυλή της εκκλησίας. Τη φωτιά αυτή έφλεγαν “κελεμέν” ή “Φώτων”.
Από νωρίς οι νέοι κουβάλούσαν κληματόβεργες και άλλα ξύλα και τα σώρευαν στην αυλή της εκκλησίας. Μαζεύονταν πολλοί χωριανοί γύρω από τον σωρό και ο παπάς ρωτούσε: “Ποιος θέλει να ανάψει την φωτιά και τι προσφέρει στην εκκλησία; “. Πρόσφερε ο καθένας οτι μπορούσε, π.χ. ένα σοινίκι αλεύρι (6 οκάδες), ένα πατμάν σπορέλαιο (6 οκάδες) ή ότι άλλο είχε και τελευταία εκείνος που θα έταζε το μεγαλύτερο ποσό, έπαιρνε το δικαίωμα να ανάψει την φωτιά. Έκανε τον σταυρό του, έλεγε “Κύριε ημών Ιησου Χριστέ” κι έδινε φωτιά σε προσάναμμα από ξερά φύλλα. Οι φλόγες ανέβαιναν ψηλά και οι άνθρωποι τριγύριζαν την πυρά χορεύοντας και τραγουδώντας. Όλοι παρακολουθούσαν την κατεύθυνση του καπνού. Αν πήγαινε Ανατολικά, ήταν καλό σημάδι, η σοδειά θα ήταν πλούσια. Αν στρέφονταν προς την Δύση, το Βορρά ή το Νότο, μόνον τα σπίτια του χωριού που ήταν σ’ εκείνα τα σημεία θα είχαν καλή συγκομιδή. Όταν χαμήλωνε η λαμπάδα, τα παιδιά πηδούσαν από πάνω τρεις φορές, λέγοντας “Κύριε ημών Ιησου Χριστέ”.Μερικοί έπαιρναν από την φωτιά μισοκαμμένα ξύλα και τα πήγαιναν στο τζάκι του σπιτιού για “γούρι”. Άλλοι έπαιρναν κάρβουνα και τα φύλαγαν για να τα χρησιμοποιήσουν στο θυμιατήρι τους. Στο τέλος μάζευαν την στάχτη και την σώρευαν πίσω από το Ιερό της εκκλησίας.
Νύχτα την παραμονή των Θεοφανίων, άνοιγαν τα ουράνια. Θεοφοβούμενοι άνθρωποι έβλεπαν λέει στον ουρανό την βάφτιση του Χριστού. Τα δένδρα, Λεύκες και Ιτιές, κοντά στις βρύσες λύγιζαν τον κορμό τους σαν σε προσκύνημα και έπιναν από τα αγιασμένα νερά της νύχτας εκείνης. Διηγούνται ότι κάποτε μια νεόνυμφη πήγε στη βρύση του χωριού να πιει νερό. Άξαφνα τα κλαδιά μιας Λεύκας που ήταν φυτρωμένη εκεί, έσκυψαν στη βρύση. Ξανασηκώθηκαν και πήραν μαζί τους το τσεμπέρι που φορούσε στο κεφάλι της η νέα. Προσπάθησε να πιάσει το μαντήλι της, αλλά είχε ανεβεί πολύ ψηλά. Την έπιασε φόβος κι έφυγε για το σπίτι της…
Η γιορτή της παραμονής των Θεοφανίων στις 5 Ιανουαρίου, ήταν σ’όλους γνωστή με το όνομα “Σάγια”.
Πρωί πρώι με το ξημέρωμα πήγαιναν στην εκκλησία κι έπαιρναν τον μικρό αγιασμό, σε αντίθεση με τον μεγάλο αγιασμό που θα έπαιρναν την επόμενη μέρα των Θεοφανίων. Έπιναν αγιασμό και έφερναν και στα σπίτια τους για να ραντίσουν τα ζώα, τους κήπους τα χωράφια και τα αμπέλια. Μέσα σε φιάλες σφραγισμένες διατηρούσαν αγιασμό στο εικονοστάσι του σπιτιού ως τον άλλο χρόνο.
Τα παιδιά σχημάτιζαν ομάδες για να πουν τα κάλαντα. Γύριζαν πρωί πρωί στα σπίτια, έλεγαν το τροπάριο “Εν Ιορδάνη βαφτιζομένου σου κύριε… ” και μάζευαν δώρα, τα οποία και έτρωγαν την επόμενη μέρα σε κοινό γεύμα και όσα περίσσευαν τα πουλούσαν , για να αγοράσουν σχολικά είδη με τα χρήματα. Κάποιες ομάδες παιδιών, συνήθιζαν την ημέρα εκείνη να μεταμορφώνονται σε “Σάγια “. Διάλεγαν μια μεγάλη κυλότα, μέσα στην οποία να μπορέσουν να βυθιστούν μέχρι το λαιμό. Το κεφάλι μόνο έμενε απ’ έξω. Μ’ ένα ζευγάρι κέρατα στο μέτωπο, μια μεγάλη σειρά από βόλους και κουδουνάκια προσδεμένο σ’ αυτό το ιδιόρρυθμο ένδυμα, πήγαιναν στα Ελληνικά σπίτια και φώναζαν με δύναμη: “Ήρθε η σάγια, την άκουσες;”.
Ήταν ημέρα νηστείας η παραμονή των Θεοφανίων. Τα συνηθισμένα νηστίσιμα φαγητά τους ήταν φακές, φασόλια τουρσί, κομπόστες από σταφίδες, δαμάσκηνα ή βερίκκοκα. Την ίδια μέρα ζύμωναν στα σπίτια τις πίττες των Θεοφανίων.
Με επισημότητα και με την συμμετοχή όλων γινόταν το βράδυ της ίδιας μέρας το άναμμα της φωτιάς στην αυλή της εκκλησίας. Τη φωτιά αυτή έφλεγαν “κελεμέν” ή “Φώτων”.
Από νωρίς οι νέοι κουβάλούσαν κληματόβεργες και άλλα ξύλα και τα σώρευαν στην αυλή της εκκλησίας. Μαζεύονταν πολλοί χωριανοί γύρω από τον σωρό και ο παπάς ρωτούσε: “Ποιος θέλει να ανάψει την φωτιά και τι προσφέρει στην εκκλησία; “. Πρόσφερε ο καθένας οτι μπορούσε, π.χ. ένα σοινίκι αλεύρι (6 οκάδες), ένα πατμάν σπορέλαιο (6 οκάδες) ή ότι άλλο είχε και τελευταία εκείνος που θα έταζε το μεγαλύτερο ποσό, έπαιρνε το δικαίωμα να ανάψει την φωτιά. Έκανε τον σταυρό του, έλεγε “Κύριε ημών Ιησου Χριστέ” κι έδινε φωτιά σε προσάναμμα από ξερά φύλλα. Οι φλόγες ανέβαιναν ψηλά και οι άνθρωποι τριγύριζαν την πυρά χορεύοντας και τραγουδώντας. Όλοι παρακολουθούσαν την κατεύθυνση του καπνού. Αν πήγαινε Ανατολικά, ήταν καλό σημάδι, η σοδειά θα ήταν πλούσια. Αν στρέφονταν προς την Δύση, το Βορρά ή το Νότο, μόνον τα σπίτια του χωριού που ήταν σ’ εκείνα τα σημεία θα είχαν καλή συγκομιδή. Όταν χαμήλωνε η λαμπάδα, τα παιδιά πηδούσαν από πάνω τρεις φορές, λέγοντας “Κύριε ημών Ιησου Χριστέ”.Μερικοί έπαιρναν από την φωτιά μισοκαμμένα ξύλα και τα πήγαιναν στο τζάκι του σπιτιού για “γούρι”. Άλλοι έπαιρναν κάρβουνα και τα φύλαγαν για να τα χρησιμοποιήσουν στο θυμιατήρι τους. Στο τέλος μάζευαν την στάχτη και την σώρευαν πίσω από το Ιερό της εκκλησίας.
Νύχτα την παραμονή των Θεοφανίων, άνοιγαν τα ουράνια. Θεοφοβούμενοι άνθρωποι έβλεπαν λέει στον ουρανό την βάφτιση του Χριστού. Τα δένδρα, Λεύκες και Ιτιές, κοντά στις βρύσες λύγιζαν τον κορμό τους σαν σε προσκύνημα και έπιναν από τα αγιασμένα νερά της νύχτας εκείνης. Διηγούνται ότι κάποτε μια νεόνυμφη πήγε στη βρύση του χωριού να πιει νερό. Άξαφνα τα κλαδιά μιας Λεύκας που ήταν φυτρωμένη εκεί, έσκυψαν στη βρύση. Ξανασηκώθηκαν και πήραν μαζί τους το τσεμπέρι που φορούσε στο κεφάλι της η νέα. Προσπάθησε να πιάσει το μαντήλι της, αλλά είχε ανεβεί πολύ ψηλά. Την έπιασε φόβος κι έφυγε για το σπίτι της…
Τα Σάγια σήμερα…
Παραμονή των Θεοφανίων το απόγευμα, τα “Σάγια” συνεχίζονται στην
Νέα Καρβάλη Καβάλας, καθώς και σε όλα σχεδόν τα Καππαδοκικά χωριά της
Ελλάδας.
Το δρώμενο αυτό, όπως και πολλά άλλα που απαντώνται κατά την περίοδο του δωδεκαημέρου στην Ελλάδα, αποτελεί μια σύνθετη τελετουργική πράξη, η οποία περιέχει και λατρευτική διάσταση και έχει ως κύριο σκοπό την ευετηρία, δηλαδή την καλοχρονιά, στοιχείο που τόνιζεται με την πυρά, τις ευχές, τους χορούς και τα τραγούδια.
Το δρώμενο αυτό, όπως και πολλά άλλα που απαντώνται κατά την περίοδο του δωδεκαημέρου στην Ελλάδα, αποτελεί μια σύνθετη τελετουργική πράξη, η οποία περιέχει και λατρευτική διάσταση και έχει ως κύριο σκοπό την ευετηρία, δηλαδή την καλοχρονιά, στοιχείο που τόνιζεται με την πυρά, τις ευχές, τους χορούς και τα τραγούδια.
πηγή: http://ellanodikhs.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου