Μιαν βολάν κ' έναν καιρόν είχεν έναν κοπελλούιν κι αγγιόστην* δκυό
σελίνια. Εκράτεν τα κάμποσες ημέρες κ' εσκέφτετουν είντα να τα κάμη. Να
τα φυλάξη έσσω;* Αν του τα κλέψουν; Να τα παίξη κουμάριν* να τα πολλύνη;
Αν του τα πάρουν; Σκέφτου-σκέφτου, αποφάσισεν ν' αγοράση τίποτε, να το
πουλήση, να τα πολλύνη. Εγόρασεν αυκά*.
Εγέμωσεν ένα καλάθιν, επήεν στην Χώραν,* επούλησέν τα και κείνα κ'
εκέρτισεν κι άλλα. Τε, τε,* επόλλυνεν τα σελίνια. Εγινήκαν δκυό λίρες.
Μιαν ημέραν εγέμωσεν το καλάθιν του αυκά κ' ελάμνησε* που το Δάλιν* να
πά΄στην Χώραν. Άμαν έφτασεν στον Αλυκόν* ηύρεν τον κατσασμένον.*
Εσκέφτην να κάτση νάκκου* να πνάση* ώστοι να κάτση λλίον ο ποταμός να
μπορήση να ρέξη.* Έβαλεν το καλάθιν χαμαί κ΄έκατσεν πα΄στην πέτραν. Σαν
εκάθετον έπκιασέν τον η συλλοή. Ελάλεν ΄που μέσα του «Έτσι που πάω, εννά
κερτίσω πολλά ριάλια. Άμαν κερτίσω άλλα λλία, να γοράσω έναν γαούριν να
μεν τυραννιούμαι μέσ΄στες στράτες. Άμαν τα πολλύνω κι άλλον, να πουλήσω
το γαούριν να γοράσω μούλαν, κ΄ύστερα να πουλήσω την μούλαν να γοράσω
άππαρον*, να περνώ ππασιάς. Να πααίνω στον καβενέν να βάλλω τό΄ναν πόϊν
πα΄στ΄άλλον, έτο* έτσι.» Την ώραν που σήκωσεν το πόϊν του νκρίζει* του
καλαθκιού, εποκουππίστην* μέσ΄τον ποταμόν κ' έπαιρνέν το το νερόν. Ήτουν
να σκάση ΄που το μαράζιν του. Κείνην την ώραν έφτασεν κειαμαί ένας που
τον έξερεν κι αρώτησεν τον είντα ΄παθεν κ΄ εν΄μαραζωμένος. Με δκυό χείλη
καμένα λαλεί του: «Επήαν και τ' αυκά και το καλάθιν». Και είπεν του την
ιστορίαν, καλή ώρα, όπως σας την λαλώ εγιώ τωρά.Γλωσσάρι κυπριακής διαλέκτου
αγγιόστην = απόκτησε, έσσω = μέσα στο σπίτι, κουμάριν = στα χαρτιά, πολλύνη = πληθύνη, αυκά= αυγά, Χώρα = Λευκωσία, τε, τε = σιγά, σιγά, ελάμνησε = ξεκίνησε, Δάλιν = χωριό στην επαρχία Λευκωσίας, Αλυκός = παραπόταμος του ποταμού Γιαλιά, κατσασμένον = φουσκωμένο ή ανεβασμένο, νάκκου = λίγο, πνάση= ξεκουραστεί, ρέξη = περάσει, άππαρος = άλογο, έτο = νά, νκρίζει = αγγίζει ή σπρώχνει, εποκουππίστην = αναποδογύρισε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου