Σελίδες


Σάββατο 5 Ιανουαρίου 2013

Φώτα Ολόφωτα, Φώτα Κυπριακά


Σήμμερον ένι των Φωτών,
π΄αγιάζουν οι παπάες
τζιαι μέσ΄τα σπίδκια μπαίνουσιν
τζιαι λεν τον «Ιοδράνην».
Βοήθειαν να' χουν τον Χριστόν,
τον Μέγαν Ιωάννην
στην Γαλιλαίαν ήτουνε,
τζι ήρτεν τον Ιορδάνην
δια να λάβει βάπτισμαν
από τον Ιωβάννην.
«Εγιώ είμαι δούλος σου, Χριστέ
τζιαι πώς να σε βαπτίσω;
Εις την δεξιάν σου την κορφήν
δεν ημπορώ να γγίζω,
να μην καούν τα χέρια μου
σαν το τζερίν να λειώσουν!»
Ο Πρόδρομος εξάπλωσεν
την δεξιάν του χείραν
μαγάλον θάμμαν γίνηκεν
στην δείχτην οικουμένην,
εκτίσθηκεν ο ουρανός
τζι ενέβην περιστέριν
άγιον πνεύμμαν ήτουνε
τζι ήρτεν να μαρτιρήσει,
πως ο Χριστός βαπτίζεται
ανατολήν τζιαι δύσιν.
Να βαπτισθούσιν τα νερά
στο πέλαος να βγούσιν
ακόμα ως την σήμμερον
οι ναύτες τα βαστούσιν.
Πάνω στα δένδρη τα ψηλά
πουλλάκια κιλαδάτε,
πρέπει του δόξαν του Χριστού
τζι έμέναν τ΄ως πολλά τε.

Κυπριακόν Άσμα εις τα Θεοφάνια

Στη μισοσκότεινη γωνιά του χωριάτικου χαμόσπιτου, κάτω από τη στέγη που οι καπνοί τη μουντζουρώνουν και το τζάκι τη ζεσταίνει, αναπνέει ακόμη ο παλιός ο κόσμος- ο κόσμος των παραμυθιών και των προλήψεων, η ποίηση με τη θρησκευτική πνοή και το φαντασιακό περιεχόμενο.Να! μεταφερθείτε σήμερα σ΄ένα κυπριακό χωριό. Η πρώτη σας εντύπωση θάναι αυτή: Οι άνθρωποι εκεί μέσα «κρατούνε» τη γιορτή των Φωτών, όπως κι όλες τις άλλες Χριστιανικές γιορτές, ίδια σχεδόν καθώς την πήρανε απ΄την παράδοση. Οι καμπάνες δεν μαστιγώνουν με τους ήχους των κλειστά παραθυρόφυλλα και κλειδωμένες πόρτες, μάταια πολεμώντας να ξυπνήσουν ξενυχτισμένους κυρίους και κυρίες, που κοιμηθήκανε αργά- ίσως την αυγή- ύστερ' από γενναίο και νευρικό παιγνίδι σ΄ένα «ραμί-πάρτυ». Συναντάει ολάνοιχτες καρδιές και διάπλατα ανοιγμένες πόρτες, γιομάτα φως ταπεινά σπιτάκια- φως απ΄τον ήλιο που ανατέλλει και σκορπάει στον ορίζοντα τα πρώτα χαμόγελα της ημέρας των Φωτών.
Τα παιδιά ξυπνάνε με το πρώτο χάϊδο του φωτός, κι' ολόχαρα φορούν τα γιορτινά τους. Θ' αποτελέσουν την πρωτοπορία, κατά την ομαδική εξόρμηση της οικογένειας προς την εκκλησία. Οι νοικοκυρές δεν λησμονούν, πως σήμερα θα φέρουν «αγιασμό» απ΄την κολυμβήθρα, που γίνεται- συμβολικά ο Ιορδάνης ποταμός. Θα πάρουν τις μποτίλιες τους και θα μείνουν ώσπου να τελειώσει η λειτουργία, για να μη χάσουν το πολύτιμο νερό.
Σκυφτές γρηούλες, με κεριά ή λαμπάδες στα σκεβρωμένα χέρια τους, ρυτιδωμένες, μαυροντυμένες και μαυρομαντηλωμένες, σέρνουν αργά τα βήματα τους στον τόπον όπου- σύντομα ίσως- θα οδηγηθούνε για τελευταία φορά, για να μη ξαναγυρίσουνε ποτέ στο σπίτι τους. Στο ίδιο αυτό μέρος τις συνώδευσε η νυφική πομπή. Εκεί επισημοποίησαν όλες τις χαρές κι΄όλες τις λύπες τους. Τώρα, δεν περιμένουν παρά τη νεκρική πομπή, που θα σφραγίσει με την πένθιμη σιωπή, με λίγα μοιρολόγια και με πιο πολλές ευχές ή ψαλμωδίες, την άσημη πορεία τους σε μια γωνιά της γης.
Έτσι, η εκκλησία, για όλο αυτό τον κόσμο με τις διάφορες ηλικίες και τις ποικίλες προσδοκίες, γίνεται ο παντοτεινός συνδετικός κρίκος, που σμίγει τα πιο ανομοιογενή αισθήματα κι ενώνει όλων τις ψυχές σ' ένα σημείο: στην πίστη προς μια δύναμη ανώτερη.
Μ΄ευλάβεια και κατάνυξη θ΄ακούσουνε τη λειτουργία, κι όταν θα φτάσει η στιγμή, που ο παπάς θα βαφτίσει τον σταυρό, θα περικυκλώσουνε την κολυμβήθρα και πολλοί θα ψιθυρίζουν το τροπάριο των Θεοφανείων: «Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου, Κύριε...». Οι μποτίλιες θα γεμίσουν, και μ΄αναμμένα κεριά θα γίνει ο γυρισμός στο σπίτι.
Φώτα! Το Θείο φως, μεταλαμπαδεύεται- κυριολεκτικά- σ΄όλα τα σπίτια. Κάθε δωμάτιο, πρέπει νάχει αναμμένο ένα κερί, που με την ήρεμή του φλόγα θα εξοντώσει όλους τους «πειρασμούς». Με τον «αγιασμό» θα ραντισθούν όλα τα σπίτια, τα περιβόλια και τ΄αμπέλια-όπου υπάρχουν.
Στις παράλιες πόλεις και τα παραθαλάσσια χωριά, τη λειτουργία θ΄ακολουθήσει μια ξεχωριστή γιορτή. Θα ρίξουν το σταυρό στη θάλασσα κι' εκεί θα γίνει η «βάπτιση», με τρόπο πανηγυρικό και επιβλητικό.

Στο σπίτι, όταν γυρίσουνε, θα έχει απαρτίαν η οικογένεια. Ο οικοδεσπότης θα θυμηθεί το τροπάριο της ημέρας, θα γεμίσει τα ποτήρια και, σε μια στιγμή, σε μιαν απόλυτη σιωπή, θα ψάλλει το «Εν Ιορδάνη». Μόλις τελειώσει, θα χτυπήσουν όλοι τα πηρούνια, στα πιάτα, για να ευχηθούνε «και του χρόνου». Ύστερα, το τροπάριο θα παραχωρήσει τη θέση του σε Κυπριώτικα τραγούδια- δίστιχα, αμανέδες, επιτραπέζια τραγούδια- κι΄η ευθυμία θα κάνει πιο φωτεινή την ήσυχη αγροτική γωνιά.
Στον παλιό καιρό, που οι χωρικοί μας «στεκόντανε καλά στα πόδια τους» κ΄είχαν τα μέσα να γλεντούνε όπως ήθελαν, ο εορτασμός των Φωτών γινότανε πιο ανοιχτόκαρδα. Μα, οπωσδήποτε, και σήμερα συνεχίζεται η παράδοση.
Το φρούτο δεν σερβίρεται πολύ συχνά στο χωριάτικο τραπέζι. Τα Φώτα όμως- ιδίως στα πεδινά χωριά- δεν λείπει από κανένα σπίτι. Κι΄ο πιο φτωχός, θα πάρει πορτοκάλλια, για να κρατήσει το έθιμο.
Αν λέγαμε πως η γιορτή των Θεοφανείων είναι και γιορτή του πορτοκαλλιού, δεν θάμαστε διόλου μακρυά από την αλήθεια.
Επίσης δεν θα λείψουν, ίσως, ούτε τα «ξεροτή(γ)ανα», το αγαπημένο γλύκισμα των καλλικάντζαρων, που η ανάμνησή τους δεν έσβυσε ακόμα, αλλά με γέλια τώρα τους ξαναφέρνουν γύρω από το τζάκι τα παιδιά, ρωτώντας τί έχουν γίνει τα μικρά «καλλικαντζαρούδκια».
Και η γιαγιά τους λεεί την ιστορία: Δεν είναι τα παιδιά των «σκαλαπούνταρων», μα τα «μωρά» που πέθαναν αβάφτιστα.
Μεγάλη αμέλια κι΄αμαρτία. Για τιμωρία των μητέρων, κατεβαίνουνε στο «λούρουππα (καπνοδόχη)»- τη νύχτα της πρωτοχρονιάς- και φωνάζουνε στη μάνα τους, μόλο που δεν είχανε μάθει να μιλούν. Τ΄ακούει εκείνη. Κι΄αν τους απαντήσει, διατυπώνουν το πικρό παράπονό τους:

«Η μάνα μου λυπήθηκεν
το μύρος τζιαι το λάδιν,
τζ΄έκαμεν με σκαλαπουντάριν,
να γυρίζω το φεγγάριν
με το παλιοματσουκάριν (χονδρή βέργα των βοσκών)».

Γελάνε τα παιδιά. Και λυτρωμένα πια από τον φόβο των «πειρασμών», πάνε να κοιμηθούν, ενώ στο τζάκι τ΄αναμμένα ξύλα φωτίζουνε το σπίτι με τη φλόγα τους. Ώσπου να σβύσουν, θα τελειώσει κ΄η νύχτα των Φωτών, για νάρθουν τα μεσάνυχτα να φέρουν την υπόσχεση μιας άλλης μέρας, που θ΄ανατείλει με το σύνθημα της εργασίας.

Τεύκρος Ανθίας
Ζωντανή Κύπρος, 1941

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου