Στην άκρη των Κυκλάδων, ολάνθιστη και αναγεννημένη αυτή την εποχή, η Αμοργός ξελογιάζει όχι μόνο με τη φυσική ομορφιά της, αλλά και με τα ιδιαίτερα αναστάσιμα έθιμά της, που έχουν τις ρίζες τους πολύ πίσω και από τη βυζαντινή περίοδο.
Το 1882 ο Aγγλος αρχαιολόγος και περιηγητής Τζέιμς Μπεντ επισκέπτεται τις Κυκλάδες. Καρπός του ταξιδιού του ήταν το βιβλίο «Κυκλάδες ή η ζωή με τους Ελληνες νησιώτες», που εκδόθηκε το 1885 στο Λονδίνο και περιλαμβάνει αυθεντικές και συναρπαστικές στιγμές για τις κυκλαδίτικες κοινωνίες στις πρώτες δεκαετίες μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους. Για την Αμοργό, ο Μπεντ αρχίζει τη διήγησή του ως εξής:
«Η Αμοργός είναι το πιο μακρινό νησί του συμπλέγματος των Κυκλάδων και θα έλεγα ο προμαχώνας του σύγχρονου ελληνικού βασιλείου. Εκτός από το Πάσχα, θα ήταν ενδιαφέρουσα μία επίσκεψη σε οποιαδήποτε άλλη εποχή για τις περίεργες ενδυμασίες, τα έθιμα και την ανόθευτη απλότητα της Αμοργού. Αλλά οι πιο τυχεροί είναι αυτοί που μπορούν να την επισκεφθούν το Πάσχα, που είναι η μεγάλη γιορτή της Αμοργού, γιατί εδώ το Πάσχα γιορτάζεται διαφορετικά από τα άλλα μέρη της Ελλάδας.»
Και συνεχίζει να γιορτάζεται διαφορετικά μέχρι τις μέρες μας, ακολουθώντας τα βυζαντινά έθιμα, μέσα σε μια ανοιξιάτικη Φύση που προσφέρει απλόχερα ένα ατέλειωτο πλήθος αγριολούλουδων, χρωμάτων και αρωμάτων.
Τα αρώματα που κυριαρχούν, κι έξω στη Φύση και μέσα στους οικισμούς της πασχαλιάτικης Αμοργού, είναι του φασκόμηλου και της ρίγανης. Από νωρίς το μεσημέρι της Μεγάλης Παρασκευής όλοι οι δρόμοι των χωριών απ' όπου θα περάσει ο Επιτάφιος και το εσωτερικό των εκκλησιών στρώνονται με φρεσκοκομμένα ανθισμένα βλαστάρια δύο ειδών φασκόμηλου κι ενός είδους άγριας ρίγανης που ονομάζεται «αργανιά». Απελευθερωμένα από τις πατημασιές των περαστικών, τα αιθέρια έλαια δημιουργούν μια μεθυστική ατμόσφαιρα στα χωριά της Αμοργού και αποτελούν ταυτόχρονα μια σπονδή στη Φύση που αναγεννιέται και στον Θεό που ανασταίνεται.
Τα αναστάσιμα έθιμα της Αμοργού πηγαίνουν πολύ πιο πίσω από το βυζαντινή περίοδο και χάνονται στην προϊστορική εποχή. Το Σάββατο του Λαζάρου οι νοικοκυρές πλάθουν με ζυμάρι ανθρωπόμορφα σχήματα. Ονομάζονται «λάζαροι», «λαζαράκια» ή «κουκλάκια» και θυμίζουν τις μορφές των πρωτοκυκλαδικών εδωλίων, από τα οποία τα πιο γνωστά άλλωστε προέρχονται από την Αμοργό και ονομάζονται επίσης «κουκλάκια». Τα τελευταία χρόνια, το έθιμο τείνει να εγκαταλειφθεί και η αιτία είναι μάλλον πεζή: οι σύγχρονοι φούρνοι εξαφάνισαν τους σπιτικούς και οι Αμοργιανές σταμάτησαν να πλάθουν και να ψήνουν «λαζαράκια», με εξαίρεση λίγες οικογένειες.
Ο Τζέιμς Μπεντ περιγράφει ένα ακόμα αρχαίο χθόνιο έθιμο από τη Χώρα του 1882. Μια ομάδα παιδιών περιέφερε από σπίτι σε σπίτι μια ντυμένη κούκλα, που την ονόμαζαν «Λάζαρο», και έλεγαν τραγούδια με θέμα το τι είδε ο Λάζαρος στον Κάτω Κόσμο. Στο τέλος, οι νοικοκυρές τούς φίλευαν αυγά και τσουρέκια.
Παρ' ότι μερικά έθιμα αργοσβήνουν λόγω της κοινωνικής εξέλιξης, στη Χώρα της Αμοργού δημιουργήθηκε ένα νέο πασχαλιάτικο έθιμο στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Το βράδυ της περιφοράς του Επιταφίου όλα τα στενά και τα σκαλιά του βυζαντινού οικισμού της Χώρας γεμίζουν με εκατοντάδες αυτοσχέδιες φωτιές, που ανάβονται σε μικρά πήλινα ή μεταλλικά σκεύη. Το έθιμο ξεκίνησε από την Απάνω Γειτονιά και σύντομα υιοθετήθηκε απ' όλους. Τα τελευταία χρόνια, η γενική φωταψία της Χώρας τη νύχτα της Μεγάλης Παρασκευής γίνεται πιο οργανωμένα, με τη φροντίδα του Πολιτιστικού Συλλόγου «Σημωνίδης».
Η Χώρα της Αμοργού είναι ένας αυθεντικός βυζαντινός οικισμός. Ο οικιστικός της πυρήνας ανάγεται στην πρώιμη βυζαντινή περίοδο. Φαίνεται ότι από τον 7ο αιώνα και μετά, οι επιδρομές των Αράβων στο Αιγαίο ανάγκασαν τους κατοίκους να μετατοπίσουν τους οικισμούς τους από τις παραλιακές θέσεις προς το εσωτερικό του νησιού, για λόγους ασφαλείας και καλύτερης αμυντικής οργάνωσης.
Γύρω από ένα φυσικό βράχο, με ίχνη κατοίκησης από την 3η π.Χ. χιλιετία, οι κάτοικοι των αρχαίων πόλεων Μινώας και Αρκεσίνης συγκεντρώθηκαν σταδιακά στη βυζαντινή ακρόπολη του Κάστρου, όπως λεγόταν μέχρι πριν από περίπου 100 χρόνια η σημερινή Χώρα της Αμοργού. Αντίστοιχα, στο ανατολικό άκρο του νησιού οι κάτοικοι της αρχαίας Αιγιάλης δημιούργησαν τον δικό τους βυζαντινό οικισμό, τη Λαγκάδα, με παρόμοια χαρακτηριστικά μ' αυτά του Κάστρου - Χώρας.
Η οικιστική οργάνωση της αμοργιανής Χώρας είναι τυπικά βυζαντινή. Ο φυσικός βράχος, που έχει λαξευτεί κατάλληλα, αντιστοιχεί στη βυζαντινή ακρόπολη. Κάτω από τον βράχο - ακρόπολη απλώνονται τα σπίτια της Χώρας, που συνδέονται με καμάρες και σχηματίζουν ένα λαβύρινθο στενοσόκακων, ο οποίος παλαιότερα αποτελούσε στοιχείο της αμυντικής οργάνωσης και τώρα είναι χαρακτηριστικό της πολυφωτογραφημένης χωραΐτικης γραφικότητας. Ενα πλήθος βυζαντινών και μεταβυζαντινών ναών, ένα φαρδύ καλντερίμι (το «πλατύστενο») που διατρέχει τον οικισμό, μια κεντρική πλατεία (η «λόζα») και μια μικρότερη (το «πλατεάκι») συμπληρώνουν την πολεοδομική φυσιογνωμία της Χώρας της Αμοργού.
Αν στην υπόλοιπη Ελλάδα το Πάσχα τελειώνει με το βράδυ της Ανάστασης και το αρνί της Κυριακής, στη Χώρα της Αμοργού ο αναστάσιμος εορτασμός συνεχίζεται για μία ακόμα εβδομάδα.
Ακολουθώντας αρχαία έθιμα, όπως αυτά καταγράφονται στις επιγραφές των τριών αρχαίων πόλεων του νησιού Μινώας, Αρκεσίνης και Αιγιάλης, την Κυριακή του Πάσχα βγαίνουν οι εικόνες από το μοναστήρι της Χοζοβιώτισσας και αρχίζει ο καθαγιασμός των περιοχών της Χώρας.
Το μοναστήρι της Παναγίας Χοζοβιώτισσας ιδρύθηκε γύρω στον 8ο αιώνα, στην εποχή της Εικονομαχίας. Η προφορική παράδοση και άλλα στοιχεία συνδέουν την ίδρυσή του με καταδιωγμένους χριστιανούς από τους Αγίους Τόπους και την Κύπρο που βρήκαν καταφύγιο στην Αμοργό. Η μονή της Χοζοβιώτισσας και η Χώρα της Αμοργού είναι από τότε απόλυτα συνδεδεμένες.
Η λιτάνευση των εικόνων αρχίζει το απόγευμα της Κυριακής του Πάσχα. Με προπομπό το λάβαρο της Αναστάσεως, οι εικόνες της Παναγίας Χοζοβιώτισσας και του Αγίου Γεωργίου του Βαρσαμίτη μεταφέρονται στη Χώρα, στο ναό του Χριστού Φωτοδότη, που είναι ένα ακόμα βυζαντινό μνημείο της Χώρας. Τις επόμενες μέρες οι εικόνες πηγαίνουν στον Βαρσαμίτη κι από εκεί κατεβαίνουν στα Κατάπολα. Ετσι καθαγιάζονται τα χωράφια, τα βοσκοτόπια, το λιμάνι και η θάλασσα.
Μία άλλη ομάδα εικόνων πηγαίνει στην Αιγιάλη, για τον καθαγιασμό του ανατολικού άκρου της Αμοργού με τους οικισμούς Λαγκάδα, Θολάρια, Ποταμό, Στρούμπο και Ορμο. Την Κυριακή του Θωμά οι εικόνες επιστρέφουν στο μοναστήρι της Χοζοβιώτισσας.
Μέσα σε μια Φύση που πάλλεται από χρώματα και αρώματα, πάνω από κάθετους γκρεμούς και σε παλιά μονοπάτια που σου δίνουν την αίσθηση ότι πετάς πάνω από τη θάλασσα, μέσα από ανθισμένα λιβάδια και υγρές ρεματιές με το άρωμα του φασκόμηλου και της ρίγανης να διαχέονται στην ατμόσφαιρα, τα πασχαλινά έθιμα της Αμοργού συνδέουν με τα αόρατα νήματά τους το ψηφιακό μας σήμερα, με τους βυζαντινούς «λάζαρους» και τα πρωτοκυκλαδικά «κουκλάκια».
Κι όπως γινόταν πάντοτε σε κάθε γιορτή στην Αμοργό, από την πρωτοκυκλαδική Μαρκιανή, την ομηρική Μινώα, την κλασική Αιγιάλη, την ελληνιστική Αρκεσίνη και το βυζαντινό Κάστρο, έτσι και στη σημερινή Χώρα η μεγάλη γιορτή τελειώνει με μουσικές, τραγούδια και κυκλικούς χορούς.
πηγή
Το 1882 ο Aγγλος αρχαιολόγος και περιηγητής Τζέιμς Μπεντ επισκέπτεται τις Κυκλάδες. Καρπός του ταξιδιού του ήταν το βιβλίο «Κυκλάδες ή η ζωή με τους Ελληνες νησιώτες», που εκδόθηκε το 1885 στο Λονδίνο και περιλαμβάνει αυθεντικές και συναρπαστικές στιγμές για τις κυκλαδίτικες κοινωνίες στις πρώτες δεκαετίες μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους. Για την Αμοργό, ο Μπεντ αρχίζει τη διήγησή του ως εξής:
«Η Αμοργός είναι το πιο μακρινό νησί του συμπλέγματος των Κυκλάδων και θα έλεγα ο προμαχώνας του σύγχρονου ελληνικού βασιλείου. Εκτός από το Πάσχα, θα ήταν ενδιαφέρουσα μία επίσκεψη σε οποιαδήποτε άλλη εποχή για τις περίεργες ενδυμασίες, τα έθιμα και την ανόθευτη απλότητα της Αμοργού. Αλλά οι πιο τυχεροί είναι αυτοί που μπορούν να την επισκεφθούν το Πάσχα, που είναι η μεγάλη γιορτή της Αμοργού, γιατί εδώ το Πάσχα γιορτάζεται διαφορετικά από τα άλλα μέρη της Ελλάδας.»
Και συνεχίζει να γιορτάζεται διαφορετικά μέχρι τις μέρες μας, ακολουθώντας τα βυζαντινά έθιμα, μέσα σε μια ανοιξιάτικη Φύση που προσφέρει απλόχερα ένα ατέλειωτο πλήθος αγριολούλουδων, χρωμάτων και αρωμάτων.
Τα αρώματα που κυριαρχούν, κι έξω στη Φύση και μέσα στους οικισμούς της πασχαλιάτικης Αμοργού, είναι του φασκόμηλου και της ρίγανης. Από νωρίς το μεσημέρι της Μεγάλης Παρασκευής όλοι οι δρόμοι των χωριών απ' όπου θα περάσει ο Επιτάφιος και το εσωτερικό των εκκλησιών στρώνονται με φρεσκοκομμένα ανθισμένα βλαστάρια δύο ειδών φασκόμηλου κι ενός είδους άγριας ρίγανης που ονομάζεται «αργανιά». Απελευθερωμένα από τις πατημασιές των περαστικών, τα αιθέρια έλαια δημιουργούν μια μεθυστική ατμόσφαιρα στα χωριά της Αμοργού και αποτελούν ταυτόχρονα μια σπονδή στη Φύση που αναγεννιέται και στον Θεό που ανασταίνεται.
Τα αναστάσιμα έθιμα της Αμοργού πηγαίνουν πολύ πιο πίσω από το βυζαντινή περίοδο και χάνονται στην προϊστορική εποχή. Το Σάββατο του Λαζάρου οι νοικοκυρές πλάθουν με ζυμάρι ανθρωπόμορφα σχήματα. Ονομάζονται «λάζαροι», «λαζαράκια» ή «κουκλάκια» και θυμίζουν τις μορφές των πρωτοκυκλαδικών εδωλίων, από τα οποία τα πιο γνωστά άλλωστε προέρχονται από την Αμοργό και ονομάζονται επίσης «κουκλάκια». Τα τελευταία χρόνια, το έθιμο τείνει να εγκαταλειφθεί και η αιτία είναι μάλλον πεζή: οι σύγχρονοι φούρνοι εξαφάνισαν τους σπιτικούς και οι Αμοργιανές σταμάτησαν να πλάθουν και να ψήνουν «λαζαράκια», με εξαίρεση λίγες οικογένειες.
Ο Τζέιμς Μπεντ περιγράφει ένα ακόμα αρχαίο χθόνιο έθιμο από τη Χώρα του 1882. Μια ομάδα παιδιών περιέφερε από σπίτι σε σπίτι μια ντυμένη κούκλα, που την ονόμαζαν «Λάζαρο», και έλεγαν τραγούδια με θέμα το τι είδε ο Λάζαρος στον Κάτω Κόσμο. Στο τέλος, οι νοικοκυρές τούς φίλευαν αυγά και τσουρέκια.
Παρ' ότι μερικά έθιμα αργοσβήνουν λόγω της κοινωνικής εξέλιξης, στη Χώρα της Αμοργού δημιουργήθηκε ένα νέο πασχαλιάτικο έθιμο στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Το βράδυ της περιφοράς του Επιταφίου όλα τα στενά και τα σκαλιά του βυζαντινού οικισμού της Χώρας γεμίζουν με εκατοντάδες αυτοσχέδιες φωτιές, που ανάβονται σε μικρά πήλινα ή μεταλλικά σκεύη. Το έθιμο ξεκίνησε από την Απάνω Γειτονιά και σύντομα υιοθετήθηκε απ' όλους. Τα τελευταία χρόνια, η γενική φωταψία της Χώρας τη νύχτα της Μεγάλης Παρασκευής γίνεται πιο οργανωμένα, με τη φροντίδα του Πολιτιστικού Συλλόγου «Σημωνίδης».
Η Χώρα της Αμοργού είναι ένας αυθεντικός βυζαντινός οικισμός. Ο οικιστικός της πυρήνας ανάγεται στην πρώιμη βυζαντινή περίοδο. Φαίνεται ότι από τον 7ο αιώνα και μετά, οι επιδρομές των Αράβων στο Αιγαίο ανάγκασαν τους κατοίκους να μετατοπίσουν τους οικισμούς τους από τις παραλιακές θέσεις προς το εσωτερικό του νησιού, για λόγους ασφαλείας και καλύτερης αμυντικής οργάνωσης.
Γύρω από ένα φυσικό βράχο, με ίχνη κατοίκησης από την 3η π.Χ. χιλιετία, οι κάτοικοι των αρχαίων πόλεων Μινώας και Αρκεσίνης συγκεντρώθηκαν σταδιακά στη βυζαντινή ακρόπολη του Κάστρου, όπως λεγόταν μέχρι πριν από περίπου 100 χρόνια η σημερινή Χώρα της Αμοργού. Αντίστοιχα, στο ανατολικό άκρο του νησιού οι κάτοικοι της αρχαίας Αιγιάλης δημιούργησαν τον δικό τους βυζαντινό οικισμό, τη Λαγκάδα, με παρόμοια χαρακτηριστικά μ' αυτά του Κάστρου - Χώρας.
Η οικιστική οργάνωση της αμοργιανής Χώρας είναι τυπικά βυζαντινή. Ο φυσικός βράχος, που έχει λαξευτεί κατάλληλα, αντιστοιχεί στη βυζαντινή ακρόπολη. Κάτω από τον βράχο - ακρόπολη απλώνονται τα σπίτια της Χώρας, που συνδέονται με καμάρες και σχηματίζουν ένα λαβύρινθο στενοσόκακων, ο οποίος παλαιότερα αποτελούσε στοιχείο της αμυντικής οργάνωσης και τώρα είναι χαρακτηριστικό της πολυφωτογραφημένης χωραΐτικης γραφικότητας. Ενα πλήθος βυζαντινών και μεταβυζαντινών ναών, ένα φαρδύ καλντερίμι (το «πλατύστενο») που διατρέχει τον οικισμό, μια κεντρική πλατεία (η «λόζα») και μια μικρότερη (το «πλατεάκι») συμπληρώνουν την πολεοδομική φυσιογνωμία της Χώρας της Αμοργού.
Αν στην υπόλοιπη Ελλάδα το Πάσχα τελειώνει με το βράδυ της Ανάστασης και το αρνί της Κυριακής, στη Χώρα της Αμοργού ο αναστάσιμος εορτασμός συνεχίζεται για μία ακόμα εβδομάδα.
Ακολουθώντας αρχαία έθιμα, όπως αυτά καταγράφονται στις επιγραφές των τριών αρχαίων πόλεων του νησιού Μινώας, Αρκεσίνης και Αιγιάλης, την Κυριακή του Πάσχα βγαίνουν οι εικόνες από το μοναστήρι της Χοζοβιώτισσας και αρχίζει ο καθαγιασμός των περιοχών της Χώρας.
Το μοναστήρι της Παναγίας Χοζοβιώτισσας ιδρύθηκε γύρω στον 8ο αιώνα, στην εποχή της Εικονομαχίας. Η προφορική παράδοση και άλλα στοιχεία συνδέουν την ίδρυσή του με καταδιωγμένους χριστιανούς από τους Αγίους Τόπους και την Κύπρο που βρήκαν καταφύγιο στην Αμοργό. Η μονή της Χοζοβιώτισσας και η Χώρα της Αμοργού είναι από τότε απόλυτα συνδεδεμένες.
Η λιτάνευση των εικόνων αρχίζει το απόγευμα της Κυριακής του Πάσχα. Με προπομπό το λάβαρο της Αναστάσεως, οι εικόνες της Παναγίας Χοζοβιώτισσας και του Αγίου Γεωργίου του Βαρσαμίτη μεταφέρονται στη Χώρα, στο ναό του Χριστού Φωτοδότη, που είναι ένα ακόμα βυζαντινό μνημείο της Χώρας. Τις επόμενες μέρες οι εικόνες πηγαίνουν στον Βαρσαμίτη κι από εκεί κατεβαίνουν στα Κατάπολα. Ετσι καθαγιάζονται τα χωράφια, τα βοσκοτόπια, το λιμάνι και η θάλασσα.
Μία άλλη ομάδα εικόνων πηγαίνει στην Αιγιάλη, για τον καθαγιασμό του ανατολικού άκρου της Αμοργού με τους οικισμούς Λαγκάδα, Θολάρια, Ποταμό, Στρούμπο και Ορμο. Την Κυριακή του Θωμά οι εικόνες επιστρέφουν στο μοναστήρι της Χοζοβιώτισσας.
Μέσα σε μια Φύση που πάλλεται από χρώματα και αρώματα, πάνω από κάθετους γκρεμούς και σε παλιά μονοπάτια που σου δίνουν την αίσθηση ότι πετάς πάνω από τη θάλασσα, μέσα από ανθισμένα λιβάδια και υγρές ρεματιές με το άρωμα του φασκόμηλου και της ρίγανης να διαχέονται στην ατμόσφαιρα, τα πασχαλινά έθιμα της Αμοργού συνδέουν με τα αόρατα νήματά τους το ψηφιακό μας σήμερα, με τους βυζαντινούς «λάζαρους» και τα πρωτοκυκλαδικά «κουκλάκια».
Κι όπως γινόταν πάντοτε σε κάθε γιορτή στην Αμοργό, από την πρωτοκυκλαδική Μαρκιανή, την ομηρική Μινώα, την κλασική Αιγιάλη, την ελληνιστική Αρκεσίνη και το βυζαντινό Κάστρο, έτσι και στη σημερινή Χώρα η μεγάλη γιορτή τελειώνει με μουσικές, τραγούδια και κυκλικούς χορούς.
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου