Σελίδες


Παρασκευή 12 Αυγούστου 2011

Το Γρουσόψαρον: Κυπριακό Παραμύθι

 Μια βολάν είσσεν έναν φτωχό ψαράν τζι' ούλη νύχτα εμάσσετουν να πκιάση ψάριν τζι' εν επκιάννεν. Εκόντεψεν τέλεια η αυκή, έριξεν πάλε τ' αντζίστριν του τζι' ελάλεν που μέσα του: «Ω! Θεέ μου δυστυχία! Σήμμερα 'ν να πεθάνουν τα παιδκιά μου που την πείναν». Εφάνην του πως ετσίμπησεν τζι' ετράβησεν τ' αντζίστριν. Είντα 'ν να δης! Ένα ψαρούϊν πάνω γρουσόν! Επήεν πως είθεν να το βκάλη που τ' αντζίστριν τζι' άκουσεν μιαν φωνήν να του λαλεί:


«χάμνα το ψαρούϊν
το γρουσόν
στον γιαλόν
τζι' εν να δης καλόν».

«Αί», λαλεί με τον νουν του, «να το χαμνήσω· ζαττίν εν τζιαι κάμνη μου τίποτε έτσι μιτσίν ψαρούϊν».Εχάμνησέν το. Πάλε ακούει την ίδιαν την φωνήν να του λαλεί: «Είντα καλόν θέλεις να σου κάμω;». «Αί», λαλεί του, «να πάω έσσω τζιαι νάβρω ψουμιά τζιαι μαειρέματα». Επήεν έσσω τζι' ηύβρεν τα ούλα όπως τούπεν. Είπεν την ιστορίαν ούλλην της γεναίκας του. «Ολάν», λαλεί του, «αντίς να ζητήσης τίποτε καλόν, εζήτησες ψουμιά τζιαι μαειρέματα;». «Αί καλό», λαλεί της, «να πα να το ξαναπκιάσω πάλε, είντα που θέλεις να του ζητήσω;». Είπεν του η γεναίκα του να ζητήση κονάτζια. Επήεν έριξεν το δίχτιν τζι' έπκιασεν πάλε το γρουσόψαρον. Επήεν να το βκάλη πάλε που τ' αντζίστριν τζι άκουσεν την φωνήν:

«χάμνα το ψαρούϊν
το γρουσόν
στον γιαλόν
τζι' εν να δης καλόν».

Εχάμνησέν το, άκουσεν την φωνήν «είντα καλόν θέλεις να σου κάμω;» τζι' εζήτησεν κονάτζια. Πάει έσσω, είντα να δης, κονάτζια ξώπρωτα! «Ολάν», λαλεί του η γεναίκα του, «να πα να το πκιάης τζιαι να του ζητήσης να γινής εσού βασιλέας τζι' εγιώ βασίλισσα». Επήεν πάλε τζι' έκαμεν όπως έκαμεν τζιαι τες άλλες βολές, άκουσεν την φωνήν, τζι' εζήτησεν ό,τι τούπεν η γεναίκα του. Μα πάει έσσω τζι΄είντα να δης! Μιαν καλύφην όπως πρώτα τζιαι τα παιδκιά του πεινασμένα. Τούτα έφερεν η αχαριστία της γεναίκας του!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου